6/11/08

Ένα εφιαλτικό σενάριο

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ
(Γεωπολιτική ανάλυση της οικονομικής κρίσης και του πολέμου στη Γεωργία)
Υπήρξαν δύο μεγάλα γεγονότα το τελευταίο διάστημα τα οποία θα καθορίσουν το τέλος του μετασοβιετικού κόσμου και φυσικά μας εισάγουν σε μια μεταβατική περίοδο γεμάτη αβεβαιότητες.
Πριν καλά καλά σταθεροποιηθεί η κατάσταση μετά το τέλος της σοβιετικής εποχής, τα δύο αυτά γεγονότα που σηματοδοτούν το τέλος της μετασοβιετικής εικοσαετίας επαναπροσδιορίζουν το γεωπολιτικό παιχνίδι και τις παγκόσμιες ισορροπίες.
Το ένα απο αυτά τα δύο μεγάλα γεγονότα είναι φυσικά η μεγάλη οικονομική κρίση που ξεκίνησε απο τις ΗΠΑ και απειλεί με ύφεση την ανθρωπότητα, ύφεση που θα έχει καταλυτικές επιπτώσεις ακόμη και στη συμπεριφορά των κρατών, και το άλλο οι εξελίξεις στη Γεωργία και την Οσετία.
Οι τελευταίες, για τις οποίες κυρίως είμαστε εδω σήμερα για να μιλήσουμε, εισήγαγαν και πάλι τη Ρωσία στο διεθνές γεωπολιτικό «παιχνίδι».
Για πολλούς, ήταν θέμα χρόνου η ρωσική επαναδραστηριοποίηση ως παγκόσμιου παίκτη. Οι προϋποθέσεις...υπήρχαν.

-Κατ αρχάς η Ρωσία ποτέ δεν απέβαλε την επιθυμία να είναι μεταξύ των κυρίαρχων δυνάμεων του κόσμου.

-Δεύτερον έπρεπε να αναζητήσει και να βρεί έναν δυναμικό ηγέτη που θα είχε την ισχυρή βούληση και τη δυνατότητα να το επιτύχει. Τον βρήκε στο πρόσωπο του Βλαντιμίρ Πούτιν.

Τρίτον, έπρεπε να έχει την οικονομική δυνατότητα όχι μόνο να βελτιώσει το επίπεδο διαβίωσης του λαού, ώστε να μήν υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια αλλά και να έχει οικονομικά απόθεμα που χρειάζεται για μια δύναμη στην κορυφή των παγκόσμιων γεωπολιτικών παικτών. Και τη δυνατότητα αυτή της την έδωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες που με την άμεση και έμμεση πολιτική τους ανέβασαν στα ύψη την τιμή του πετρελαίου, κάτι απο το οποίο οφελήθηκε τα μέγιστα η ρωσική οικονομία.
Η ρωσική οικονομία είχε ουσιαστικά στη μετασοβιετική εποχή δύο τομείς απο τους οποίους θα μπορούσε να ενισχυθεί. Ο ένας είναι το πετρέλαιο και ο άλλος η πώληση όπλων.
Για λόγους που δεν είναι της παρούσης στιγμής να εξηγήσουμε, η πώληση όπλων το τλευταίο διάστημα υστερούσε σε πελάτες. Εκείνο που απογείωσε τη ρωσική οικονομία και δημιούργησε και οικονομικά αποθέματα που δίνουν, τώρα, τη δυνατότητα στη Μόσχα να κάνει και διεθνή πολιτική με τα αποθέματα αυτά, ήταν το πετρέλαιο.
Όλες οι προϋποθέσεις, λοιπόν, συνέτρεχαν, για την επανείσοδο της Ρωσίας στο κλάμπ των μεγάλων δυνάμεων. Έλειπε η αφορμή γι αυτήν την θριαμβευτική επανείσοδο.Και αυτή δόθηκε με την απερίσκεπτη ενέργεια του κ. Σαακασβίλι για την οποία οι ΗΠΑ, όσο και αν προσπαθούν να αποσείσουν τις ευθύνες τους, δεν πείθουν κανέναν.
Που απέβλεπε ο Σαακασβίλι και που οι ΗΠΑ;
Ο Γεωργιανός προεδρος αναζητούσε ευκαιρία να ενσωματώσει τη Νότιο Οσετία και την Αμπχαζία στη χώρα του. Έκανε κακή εκτίμηση ότι η Ρωσία δεν θα αντιδρούσε, κυρίως υπολογίζοντας το διεθνές κόστος. Όμως, δεν αντιλήφθηκε πως το θέμα αυτό ήταν για τη Ρωσία το κρισιμότερο σημείο της περαιτέρω πορείας της. Ή θα αντιδρούσε και θα έμπαινε δυναμικά στο κλάμπ των χωρών που καθορίζουν τις τύχες της ανθρωπότητας, ή η τύχη της θα εξηρτάτο, πλέον, απο δω και πέρα απο τη δύση και κυρίως απο τις ΗΠΑ. Ουσιαστικά θα γινόταν υποτακτική δύναμη των ΗΠΑ.
Ίσως, αυτό να ήταν και ένα τέστ το οποίο ήθελε να κάνει και η Ουάσιγκτον και παρέσυρε τον ανυπόμονο γεωργιανό πρόεδρο στην τελευταία του περιπέτεια.
Μπορεί οι εξελίξεις να ήταν καταστροφικές για τη Γεωργία, μπορεί να έφεραν σε δύσκολη θέση διεθνώς και τη Ρωσία αλλά για τις ΗΠΑ ήταν μια μικρή κίνηση στην παγκόσμια σκακιέρα. Κάποια στιγμή έπρεπε να την κάνουν για να επιβεβαιώσουν την παγκόσμια μονοκρατορία τους. Την έκαναν αλλά η μονοκρατορία αμφισβητήθηκε περισσότερο.
Έχοντας ανοιχτό το μέτωπο σε δύο πολέμους απο τους οποίους θα βγεί, αν καταφέρει να βγεί με βαριά τραύματα, οι ΗΠΑ δεν είχαν ούτε την ηθική δύναμη, ούτε το κουράγιο, ούτε τις υλικές προϋποθέσεις για να ανοίξουν ένα ακόμη μέτωπο και μάλιστα με τη Ρωσία. Εξεβίασαν τα πράγματα ώστε να απομονώσουν πολιτικά τη Ρωσία αλλά μέχρι ενός σημείου τα κατάφεραν. Και εκεί που ασκούσαν τη μέγιστη επιρροή τους για τη διπλωματική απομόνωση της Μόσχας, συνέβη το χρονικώς αναπάντεχο αλλά γενικώς αναμενόμενο. Έσκασε η οικονομική φούσκα γεγονός που επέβαλε στις ΗΠΑ μια εσωστρέφεια, απο την οποία είναι άγνωστο αν και πότε θα εξέλθουν.
Οι παρενέργειες της οικονομικής κρίσης είναι ακόμη άγνωστες. Και κανείς δεν ξέρει ακόμη που θα οδηγηθεί ο κόσμος. Και οικονομικά και απο άποψη γεωπολιτικής ισορροπίας.
Για την οικονομία αυτό είναι φανερό. Η κρίση είναι παρούσα, όλοι μιλούν γι αυτήν και κανείς δεν γνωρίζει τι ακόμη θα επηρεασθεί απο την κρίση και για πόσον καιρό.
Πολλοί μιλούν για την ανάδυση ενός νέου κόσμου χωρίς τις νεοφιλελεύθερες ακρότητες με επαναφορά του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους με τρόπο που ακόμη είναι απροσδιόριστος.
Είναι γενικώς ιστορικώς αποδεδειγμένο πως χωρίς τη λαϊκή παρέμβαση, ακόμη και σε περιόδους κρίσης, αν τα πράγματα αφεθούν να τα ρυθμίσουν οι κρατικές ηγεσίες, το πολύ πολύ ένα ρετουσάρισμα να κάνουν και να επιχειρήσουν να ψιλογιατρέψουν τις πληγές που άφησε η κρίση. Καμιά τομή, καμιά ριζική αλλαγή που να επαναπροσδιορίζει το ποιός αποφασίζει, πως παράγεται ο πλούτος και πως κατανέμεται.
Υπάρχει ένα κενό κοινωνικής οργάνωσης και πολιτικής έκφρασης που επέτρεψε να πραγματοποιηθεί το παντοτινό καπιταλιστικό όνειρο θα πει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στο Δημήτρη Κωνσταντακόπουλο ο Σαμίρ Αμίν.
Έχει ενδιαφέρον η άποψη του Αμιν όταν λέει:
“Για μένα, και όχι μόνο, η κρίση ήταν μοιραία και αναμενόμενη. Δεν ήταν για τους συμβατικούς οικονομολόγους. Γιατί υπήρχε στο παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο σύστημα μια γιγαντιαία εσωτερική αντίφαση, γιατί θεμελιώθηκε, αν μου επιτρέπετε τον όρο, στη δικτατορία μιας ολιγαρχίας μεγάλων χρηματιστικών και όχι μόνο ομίλων. Αυτοί ελέγχουν τις οικονομικές αποφάσεις σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις χώρες. Σταδιακά μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο γνωρίσαμε μια συγκέντρωση κεφαλαίου που δεν έχει καμμιά σχέση με τα μονοπώλια που περιέγραφε ο Λένιν ή ο Χίλφερτινγκ. Είναι ηλιθιότητα, φαντασίωση, να μιλάει κανείς για οικονομία της αγοράς, η πραγματικότητα είναι ένας καπιταλισμός χρηματιστικών και παγκοσμιοποιημένων ολιγοπωλίων. Μια δικτατορία «μονομερής» γιατί ο ταξικός, λαϊκός τους εχθρός, οι υποτελείς τάξεις και οι λαοί της περιφέρειας βρέθηκαν σε κενό, μετά την διάλυση ή κατάρρευση των μεγάλων συστημάτων σοβιετικού, μαοϊκού, σοσιαλδημοκρατικού, εθνικο-λαϊκού τύπου”.
Όλοι ελπίζουν πως μετά απο το πρώτο σοκ οι κοινωνικές δυνάμεις θα μπορέσουν να συνέλθουν και να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Αν όχι, τότε θα έχουμε συνέχιση της ίδιας κατάστασης.
Αν οι ΗΠΑ δεν βγούν αποδυναμωμένες απο άποψη ισχύος απο αυτήν την κρίση, τότε δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα δούμε σύντομα την κατάρρευση της μονκρατορίας τους.
Βεβαίως, η εποχή της αμφισβήτησης αυτής της μονοκρατορίας έχει έλθει, τη βιώνουμε. Αυτό το αντιλαμβάνονται και οι ίδιες οι ΗΠΑ.
Είναι χαρακτηριστικό το άρθρο στο περιοδικό Foreign Affairs, το περιοδικό που ουσιαστικά προδιαγράφει την αμερικανική πολιτική, για το τέλος του μονοπολικού κόσμου και την αντικατάστασή του, όχι απο έναν πολυπολικό αλλά απο έναν απολικό κόσμο.
Φαίνεται πως οι ΗΠΑ δεν θέλουν να μοιρασθούν την παγκόσμια κυριαρχία τους με άλλες δυνάμεις. Δεν θέλουν να διαμορφωθεί ένας πολυπολικός κόσμος, πενταπολικός έστω. Προτιμούν τον απολικό μέσα στον οποίο θα έχουν και πάλι δυναμικά την κυριαρχία αφού σε όλες τις παραμέτρους βρίσκονται πολύ μπροστά απο τις άλλες χώρες και τους δυναμικούς ανταγωνιστές τους.
Και αυτόν τον κόσμο προετοιμάζουν. Άλλωστε, είναι πιο κοντά στην ιδεολογία τους, την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού.
Εκτός, λοιπόν, απο την αμφισβήτηση της παγκόσμιας μονοκρατορίας τους με την ανάδυση εκ νέου ως μεγάλης δύναμης της Ρωσίας, εκτός απο τη δυναμική διαμόρφωση νέων πόλων, μικρότερης ισχύος απο τις ΗΠΑ αλλά υπαρκτών πόλων, εκτός απο την οικονομική κρίση που περνούν η οποία θα τους αφήσει μεγάλα σημάδια, οι ΗΠΑ πρέπει να αναστηλώσουν και το απωλεσθέν κύρος τους διεθνώς. Έστω αυτό που είχαν.
Το έργο αυτό θα αναλάβει ο νέος αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα.
Σε άλλους καιρούς η βαθιά συντηρητική αμερική ήταν αδιανόητο να αποδεχθεί έναν πρόεδρο με τα χαρακτηριστικά του Ομπάμα. Σήμερα τον έχει ανάγκη. Μόνο ο Ομπάμα, μπορεί να αποδώσει κάτι απο την ηθική δύναμη που έχουν ανάγκη οι ΗΠΑ. Και είναι σίγουρο πως αυτό θα επιχειρήσει. Το ζήτημα είναι τι θα κάνει το αμερικανικό κατεστημένο.
Διότι καλή θα είναι η προσπάθεια του Ομπάμα. Το κατεστημένο, όμως, δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι η επαναστήλωση της αμερικής πρέπει κατ ανάγκην να συνοδευθεί απο απώλεια ισχύος. Και γι αυτό πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία σ αυτό που είπε ο αντιπρόεδρος του Ομπάμα, ο κ. Μπάιντεν, πολύπειρος στα εξωτερικά θέματα:
“Και τίποτε να μη σας μείνει απο όσα σας είπα προεκλογικά, είπε ο Μπάϊντεν σε μια ομιλία του, να θυμάστε μόνο αυτό. Ότι τους πρώτους μήνες της προεδρίας του ο Ομπάμα θα δοκιμασθεί απο μια διεθνή περιπέτεια”.
Τι προετοιμάζουν, λοιπόν, τα γεράκια των ΗΠΑ;
Για ποιόν κτυπά η καμπάνα;
Και μέχρι ποίου σημείου είναι διατεθειμένα να φθάσουν;
Να θυμήσουμε, απλώς, πως και ο Τζών Κέννεντυ δοκιμάσθηκε αμέσως μετά την εκλογή του με την κρίση των πυραύλων. Τότε, έπλεαν στις ακτές της αμερικανικής ηπείρου σοβιετικά πλοία, κατευθυνόμενα προς την Κούβα. Τώρα πλέουν ρωσικά κατευθυνόμενα προς τη Βενεζουέλα.
Πόσο, δύσκολο, λοιπόν, είναι για την αμερική να αποδεχθεί να μοιρασθεί την παγκόσμια εξουσία της με άλλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας;

Στην οικονομία
Στο πεδίο της οικονομίας οι ΗΠΑ επιθυμούν μια συνεννόηση, ένα νέο Μπρέτον Γούντς, όπως το λένε.
Τι ήταν το Μπρέτον Γούντς;
Κατ αρχάς, πρόκειται για ένα χωριό του Νιού Χαμσάιρ, στο οποίο τον Ιούλιο του 1944 συγκεντρώθηκαν 730 αντιπρόσωποι απο 44 χώρες για να επιδιορθώσουν και τότε τις πληγές που άφησε η κρίση του 1929 στο σώμα του καπιταλισμού. Είμαστε σε μια εποχή μεγάλης ύφεσης και η Συμφωνία που επετεύχθη τότε, βασιζόμενη στον κανόνα του χρυσού, βοήθησε το σύστημα να προχωρήσει μέχρι τις αρχές του 1970. Τότε, οι ΗΠΑ και άλλες χώρες συνειδητοποίησαν πως η στενότητα του χρυσού δημιουργούσε προβλήματα στο σύστημα που συμφωνήθηκε το 1944 και συμφώνησαν τη διαμόρφωση συμαλλαγματικών ισοτιμιών με βάση το δολλάριο.
Αυτό μέχρι σήμερα.
Και τώρα, τι;
Σ αυτό το ερώτημα υποτίθεται ζητούν απο τον πρόεδρο Μπούς να απαντήσουν μαζί του οι ηγέτες των δυτικών χωρών, των ευρωπαίων πρωτοστατούντων.
Και αυτήν τη συνάντηση ο κ. Μπούς την υποσχέθηκε και θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο μήνα. Φυσικά με την παρουσία εκπροσώπων της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Το ερώτημα, όμως, που γεννάται είναι: Μπορεί ένας απερχόμενος πρόεδρος να συγκαλεί τέτοιου είδους συναντήσεις;
Μήπως τέτοιου είδους ζητήματα ξεφεύγουν απο τη διαχείρηση της εκάστοτε αμερικανικής κυβέρνησης;
Το Μπρέτον Γούντς ήταν προϊόν της αμερικανικής οικονομικής ισχύος.
Η αρχή στην οποία βασιζόταν ήταν η εθνική κυριαρχία των κρατών μέσα σε ένα πλαίσιο σχέσεων που το εγγυάται όχι η αμερικανική πολιτική ισχύς αλλά η αμερικανική οικονομική ισχύς. Αυτή η ισχύς υπάρχει σήμερα;
Αμερικανοί αναλυτές εκτιμούν ότι εκείνο το οποίο έδειξε η κρίση του Σεπτεμβρίου δεν είναι ότι άλλαξε το οικονομικό σύστημα αλλά τι συνέβη όταν ο εγγυητής του οικονομικού συστήματος υπέστη την κρίση.
Άλλες οικονομικές κρίσεις είχαν τοπικό χαρακτήρα. Αλλά η οικονομική κρίση στην Αμερική είχε παγκόσμια επίδραση. Η θεμελιώδης βάση του Μπρέτον Γούντς δεν άλλαξε. Και αυτό το αντιλήφθηκαν οι Γάλλοι, υποστηρίζουν αμερικανικά think tank που εκφράζουν το αμερικανικό κατεστημένο.
Οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να εκσυγχρονίσουν το Μπρέτον Γούντς αλλά να εξευρωπαϊσουν την αμερικανική οικονομική αγορά, λένε τα ίδια θινκ τανκ..
Αυτό δεν είναι ένα οικονομικό ερώτημα αλλά πολιτικό.
Η αμερικανική οικονομία παραμένει αυτή που ήταν. Δεν υποχωρούν οι ΗΠΑ αλλά πάμε για κάτι μεταξύ Ουάσιγκτον και Βρυξελλών. Το ζήτημα είναι τι φέρνουν στη διαπραγμάτευση οι ευρωπαίοι;
Όλα αυτά που σας διάβασα είναι σκέψεις των εγκυρότερων αμερικανικών δεξαμενών σκέψης. Ακόμη, δηλαδή και στην κρισιμότερη στιγμή της μεταπολεμικής ιστορίας, οι ΗΠΑ, τους προσέρχονται στο διεθνή διάλογο με τρομερή οίηση. Κακό σημάδι για τα επερχόμενα.
Αν ο Ομπάμα δεν καταφέρει να ελέγξει το αμερικανικό κατεστημένο, καλύτερα αν δεν καταφέρει να το πείσει πως μια άλλη πολιτική είναι επιβεβλημμένη, τότε τα πράγματα δεν προοιονίζονται καλά για την ανθρωπότητα.
Οι σπασμοί των υπερδυνάμεων, ακόμη και όταν αμφισβητείται μέρος της μονοκρατορίας τους είναι επώδυνοι.
Έχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε εδω ένα απόσπασμα απο την προαναφερθείσα συνέντευξη του Σαμίρ Αμιν.
“‘Οταν ένα σύστημα καταρρέει από εσωτερικές αντιφάσεις οφείλει να προσαρμοσθεί, να μετασχηματισθεί. Καταρρέει τώρα, όπως το 1929. Τότε όμως υπήρχε σοσιαλιστική προοπτική, υπήρχαν ΚΚ και σοσιαλδημοκρατία, σοβιετικά πεντάχρονα και φασιστικά κόμματα. Οι κοινωνικές δυνάμεις ήταν οργανωμένες και από τις δύο πλευρές. Είχαμε δύο τύπους απάντησης. Τον ναζισμό από τη μια, το new deal και τα Λαϊκά Μέτωπα από την άλλη και αυτό οδήγησε στον παγκόσμιο πόλεμο. Μετά τη νίκη του Κόκκινου Στρατού επί του ναζισμού, ο σοσιαλισμός εμφανίσθηκε ως μια μεγάλη σημαία, η εργατική τάξη της Ευρώπης, που υπερασπίστηκε τη δημοκρατία απέναντι στον φασισμό, απέκτησε μια νομιμοποίηση που δεν είχε ποτέ στην ιστορία και σε αυτές τις συνθήκες μπόρεσε να επιβάλει κοινωνικό συμβιβασμό στο κεφάλαιο. Η κρίση κι ο πόλεμος έδωσαν στον Νότο, Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική ένα περιθώριο, δεν μπορούσε η Δύση να επέμβει εύκολα, είχαμε τον λατινοαμερικανικό ποπουλισμό, την κινέζικη και βιετναμική επανάσταση, την Κούβα, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. ‘Οποια κριτική κι αν μπορεί κανείς να κάνει, όποια όρια κι αν είχαν αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις, είτε επρόκειτο για τον σοβιετισμό ή τον μαοϊσμό, είτε για τη σοσιαλδημοκρατία, τον καιρό που ήταν ακόμα σοσιαλδημοκρατία, μπόρεσαν να επιβάλουν στο μεγάλο κεφάλαιο να προσαρμοσθεί αυτό και όχι το αντίστροφο. Γι’αυτό και λέω ότι από αυτή την κρίση που περνάμε θα προκύψει ασφαλώς ένας άλλος κόσμος, μπορεί να είναι ένας καλύτερος κόσμος, είναι όμως επίσης αρκετά πιθανό να προκύψει ένας πολύ χειρότερος κόσμος. ‘Ενας κόσμος που θα αμφισβήτει τις κατακτήσεις του αστικού πολιτισμού, του Διαφωτισμού, μια βάρβαρη αγριότητα χωρίς δημοκρατία. Σήμερα, οι κοινωνικοί αγώνες δεν είναι στο ύψος των προκλήσεων. Και δεν υπάρχουν πια κυβερνήσεις απέναντι στις τράπεζες – οι τράπεζες υπαγορεύουν στις κυβερνήσεις τι θα κάνουν”.

Στην πολιτική
Το διεθνές σύστημα, λοιπόν, έχει γίνει εξαιρετικά περίπλοκο.
Δεν είναι δυνατόν να εξετάσουμε σήμερα όλες τις παραμέτρους του.
Θα περιορισθώ σε τρείς που νομίζω έχουν άμεσο ενδιαφέρον και για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Το Ισραήλ, τα Βαλκάνια με επίκεντρο το Κόσοβο και το ΝΑΤΟ στην περιοχή μας, σε συνδυασμό με τα Σκόπια.

ΡΩΣΙΑ_ΙΣΡΑΗΛ_ΙΡΑΝ
Το να δει κανείς τι γίνεται με το Ισραήλ έχει την αυτονόητη σημασία του. Το Ισραήλ βρίσκεται στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας ανησυχίας ότι ή θα πρωτοστατήσει το ίδιο, ή θα γίνει γι αυτό μια αμερικανική επίθεση στο Ιράν. Και ορισμένοι συνδέουν με το Ισραήλ και το Ιράν την ανησυχία που εξέφρτασε ο Μπάϊντεν. Μια επίθεση που μπορεί να περιλαμβάνει και βομβαρδισμό ακόμη και με πυρηνικά όπλα.
Το σενάριο, ως ανάλυση δεν ακούγεται απίθανο αφού η οικονομική κρίση ευνοεί πολεμικά σενάρια, όπως και μετά το 1929, και οι ΗΠΑ μπροστά στον κίνδυνο αμφισβήτησης της μονοκρατορίας τους μπορεί να θελήσουν να δώσουν το μήνυμα ότι ξεπερνούν το όριο που θέτει η ακτοχή πυρηνικών όπλων, όριο που λέει ότι τα όπλα υπάρχουν για αποτροπή και όχι για χρήση. Μπορεί να θελήσουν να βάλουν την παγκόσμια κοινότητα μπροστά στο δίλημμα: Είτε συνεχίζετε να αποδέχεστε την μονοκρατορία μας, είτε εμείς κάνουμε χρήση των όπλων μας και όποιος θέλει ας ακολουθήσει.
Σε περιόδους έντονης αμφισβήτησής του το κεφάλαιο είναι εξόχως επιθετικό.
Ας, δούμε, λοιπόν, πως μπορεί να αναλύει η σκεπτόμενη ισραηλινή πλευρά τα γεγονότα του Καυκάσου και την επανείσοδο της Ρωσίας στο παγκόσμιο γεωπολιτικό παιχνίδι.
Στο ρωσογεωργιανό πόλεμο οι κύριοι παίκτες ήταν, εκτός από τους γεωργιανούς, οι αμερικανοί και οι ρώσοι. Στο περιθώριο με συμβουλές και παραινέσεις βρίσκονταν οι ευρωπαίοι, αλλά παρόντες, με σκοτεινό ρόλο, ήταν και οι ισραηλινοί.
Την εβδομάδα πριν την επίθεση, το Ισραήλ σταμάτησε να εφοδιάζει τη Γεωργία με όπλα συναισθανόμενο το τι θα επέρχετο. Έκανε οτιδήποτε για να ηρεμήσει τους Ρώσους, περιλαμβανόμενης και επίσκεψης του πρωθυπουργού Όλμερτ στη Μόσχα.
Είναι αδύνατον να εξηγήσουμε την Ισραηλινή λογική να βρίσκεται στη Γεωργία αν δεν εξετάσουμε προσεκτικά την πολιτική του.
Τα ισραηλινά στρατηγικά συμφέροντα πρέπει να τα κατατάξουμε σε τέσσερα αλληλοεπηρεαζόμενα μέρη:

1. Τους παλαιστινίους που ζουν στο Ισραήλ μετά τα σύνορα του 1967

2. Τα ονομαζόμενα «συγκρουόμενα κράτη» που συνορεύουν με το Ισραήλ όπως ο Λίβανος, η Συρία, η Ιορδανία, και ειδικά η Αίγυπτος.

3. Το μουσουλμανικό κόσμο που βρίσκεται πέρα από αυτήν την περιοχή

4. Tις μεγάλες δυνάμεις που είναι ικανές να επηρεάσουν και να προωθήσουν την ισχύ τους σ αυτήν την περιοχή.


Οι παλαιστίνιοι δεν αντιπροσωπεύουν στρατηγική απειλή για το Ισραήλ. Ούτε μπορεί το Ισραήλ να συνεννοηθεί συνολικά μαζί τους. Κάθε συνεννόηση προϋποθέτει για το Ισραήλ, να σταματήσουν οι τρομοκρατικές, όπως αποκαλούνται ενέργειες. Αφού αυτό δεν επιτυγχάνεται, δεν υπάρχει κανένας σημαντικός λόγος για το Ισραήλ να έρθει σε συνεννόηση με τους Παλαιστίνιους για ίδρυση παλαιστινιακού κράτους.
Τον δεύτερο πεδίο περιλαμβάνει τα «αντιτιθέμενα κράτη» Το Ισραήλ έχει επίσημες ειρηνευτικές συμφωνίες με την Αίγυπτο και την Ιορδανία. Υπάρχει κάποιου είδους ανεπίσημη συμφωνία μεταξύ Τελ Αβίβ και Δαμασκού σε θέματα όπως ο Λίβανος, αλλά όχι μόνιμη συμφωνία.
Οι Λιβανέζοι είναι βαθιά διαιρεμένοι για να μπορέσουν να έρθουν σε μια διακρατική συνεννόηση, αλλά το Ισραήλ έχει πετύχει συμφωνίες με διαφορετικούς παράγοντες του Λιβάνου, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, (και ιδιαίτερα έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με ορισμένους χριστιανούς).
Η Ιορδανία είναι ουσιαστικά σύμμαχος του Ισραήλ. Ήταν εχθρική προς τους Παλαιστίνιους, τουλάχιστον από το 1970 όταν η PLO προσπάθησε να εκθρονίσει το χασεμιτικό καθεστώς και οι ιορδανοί θεώρησαν τους ισραηλινούς και τους αμερικανούς ως εγγυητές της ασφάλειάς τους. Οι ισραηλινές σχέσεις με την Αίγυπτο, είναι δημοσίως ψυχρές αλλά οι δύο χώρες συνεργάζονται αρκετά.
Η μόνη ομάδα που αποτελεί σοβαρή απειλή για το Αιγυπτιακό κράτος είναι οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι» και γι αυτό το Κάϊρο βλέπει τη Χαμάς- ένα παλαιστινιακό παράγωγο της οργάνωσης αυτής - σαν δυναμική απειλή.
Οι σύριοι μόνοι τους δεν μπορούν να πάνε σε πόλεμο με το Ισραήλ. Τα πρωταρχικά τους συμφέροντα βρίσκονται στο Λίβανο και όταν σκέφτονται να επιχειρήσουν εναντίον του Ισραήλ, το κάνουν με υποκατάστατό τους, όπως η Χεζμπολάχ στο Λίβανο.
Η θέση που έχουν, όμως, για ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος είναι θολή. Ζητούν όλη η Παλαιστίνη να γίνει μέρος της Μεγάλης Συρίας, κάτι που δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτό απο οποθσήποτε.
Κατά συνέπεια, η μόνη απειλή για το ισραηλινά σύνορα προέρχεται από τη Συρία, μέσω των υποκαταστάτων της στο Λίβανο και από την πιθανότητα η Συρία να αποκτήσει όπλα που θα μπορούσαν να απειλήσουν το Ισραήλ, όπως χημικά ή πυρηνικά.
Πέρα απο τις χώρες αυτές, το Ισραήλ, έχει με τον μουσουλμανικό κόσμο, σχέσεις καλύτερες απο αυτές που νομίζουμε. Τέτοιες χώρες είναι το Μαρόκο, η Τουρκία και η Αίγυπτος αλλά και χώρες της Αραβικής χερσονήσου με τις οποίες το Ισραήλ τα πηγαίνει εξαιρετικά καλά.
Οι συντηρητικές μοναρχίες της περιοχής έχουν βαθιά δυσπιστία προς τους Παλαιστίνιους, ιδιαιτέρως προς τη Φατάχ. Ως μέρος του νασερικού παναραβικού σοσιαλιστικού κινήματος η Φατάχ, σε μερικές περιπτώσεις απείλησε ευθέως αυτές τις μοναρχίες. Μερικές φορές τη δεκαετία του 1970 και 1980 οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, παρείχαν πληροφορίες σ αυτές τις μοναρχίες που εμπόδισαν δολοφονίες ή εξεγέρσεις.
Η Σαουδική Αραβία εν πρώτοις δεν ενεπλάκη ποτέ σε αντιισραηλινές δραστηριότητες, πέρα από τη ρητορική. Ως επακόλουθο της διαμάχης του 2006, η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, σφυρηλάτησαν στενές σχέσεις, πέραν της δημόσιας εικόνας, κυρίως εξαιτίας του Ιράν το οποίο και οι δύο θεωρούν εχθρό τους.
Όσο και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράξενο, το Ισραήλ έχει σημαντικές επιχειρηματικές σχέσεις με αυτά τα καθεστώτα, σε συνεργασία με αμερικανικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Σε όλα αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και το φόβο που έχουν τα κράτη της αραβικής χερσονήσου προς το Ιράν.
Απο όλα αυτά και άλλα που δεν μπορούμε τώρα να αναφέρουμε, προκύπτει ότι η ασφάλεια του Ισραήλ είναι πολύ καλύτερη από ό,τι φαίνεται και απο όσα θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε.
Οι παλαιστίνιοι είναι διαιρεμένοι και σε πόλεμο ο ένας με τον άλλο. Με τις καλύτερες προϋποθέσεις δεν μπορούν να απειλήσουν την ύπαρξη του Ισραήλ. ΟΙ μόνες συνοριακές χώρες με τις οποίες το Ισραήλ δεν έχει επίσημες συμφωνίες είναι η Συρία και ο Λίβανος και καμιά από αυτές δεν μπορεί να απειλήσει την ασφάλεια του Ισραήλ. Το Ισραήλ έχει στενές σχέσεις με την Τουρκία, την πιο ισχυρή μουσουλμανική χώρα στην περιοχή. Από πλευράς ασφαλείας πάει καλά.
Το Ισραήλ δεν έχει σοβαρές απειλές εκτός από δύο: Η πρώτη είναι η απόκτηση πυρηνικών όπλων από μια δύναμη της περιοχής που δεν μπορεί να εμποδισθεί γι αυτό. Αλλά όποιος το αποτολμήσει, μάλλον ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει ως έθνος δεδομένης της σχέσης του ισραήλ με τις ΗΠΑ αλλά και της δικής του στρατιωτικής ικανότητας. Το Ιράν θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο κράτος. Αλλά οι ιρανοί βρίσκονται μακρυά από το να έχουν τη δυνατότητα να εξαπολύσουν επίθεση με ένα τέτοιο όπλο, και στη Μέση Ανατολή κανείς δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη τη ρητορική απειλή.
Η δεύτερη απειλή θα μπορούσε να προέλθει από την ανάδυση μιας μεγάλης δύναμης προετοιμαζόμενης να επέμβει απροκάλυπτα ή συγκεκαλυμμένα στην περιοχή για τα συμφέροντά της και στη διαδικασία να το κάνει, επανεξετάζει την περιφερειακή απειλή προς το Ισραήλ. Η μεγαλύτερη υποψήφια γι αυτόν το ρόλο είναι η Ρωσία.
Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου οι σοβιετικοί επιδίωξαν μια στρατηγική να υπονομεύσουν τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Κατά τη διαδικασία αυτή οι σοβιετικοί ενεργοποίησαν κράτη και ομάδες που θα μπορούσαν ευθέως να απειλήσουν το Ισραήλ. Δεν υπάρχει σημαντική συμβατική στρατιωτική απειλή κατά του Ισραήλ εκτός αν η Αίγυπτος θελήσει και εξοπλιστεί καλά.
Από τα μέσα του 1970 η Αίγυπτος έχει γίνει ουδέτερη. Ακόμη και αν ο Αιγύπτιος πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ πεθάνει και αντικατασταθεί από ένα καθεστώς εχθρικό προς το Ισραήλ, το Κάιρο δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε χωρίς να έχει έναν πάτρονα ικανό να το εκπαιδεύσει και να το εξοπλίσει στρατιωτικά. Το ίδιο ισχύει και για τη Συρία και το Ιράν. Χωρίς την αποδοχή εξωτερικής στρατιωτικής τεχνολογίας, το Ιράν είναι ένα έθνος απλώς για συνεντεύξεις τύπου. Με την αποδοχή, όλη η περιφερειακή εξίσωση μετακινείται.
Η μόνη χώρα που θα μπορούσε να απειλήσει την ισορροπία δυνάμεων στο ισραηλινό γεωπολιτικό στερέωμα είναι η Ρωσία.
Το Ισραήλ φοβάται ότι αν η Ρωσία εμπλακεί σε έναν αγώνα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Μόσχα θα βοηθήσει τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής που είναι εχθρικά προς τις Ηνωμένες Πολιτείες σαν έναν από τους μοχλούς τους, αρχίζοντας από τη Συρία και το Ιράν. Πολύ περισσότερο τρομάζει τους ισραηλινούς η ιδέα οι ρώσοι να ξαναπαίξουν στην Αίγυπτο έναν συγκεκαλυμμένο ρόλο, ανατρέποντας το κουρασμένο καθεστώς Μουμπάρακ και εγκαθιστώντας ένα πιο φιλικό προς τα συμφέροντά τους και εξοπλίζοντάς το. Οι ουσιαστικοί φόβοι των ισραηλινών δεν είναι το Ιράν. Είναι η επανεξοπλισμένη, δραστηριοποιούμενη και εχθρική Αίγυπτος υποστηριζόμενη από μια μεγάλη δύναμη.
Το Ισραήλ για τη Ρωσία είναι δευτερεύουσα υπόθεση. Αλλά στη διαδικασία του να βρεί τρόπους να απειλήσει τα αμερικανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή- αναζητώντας να πιέσει τους αμερικανούς έξω από την επιθυμητή σφαίρα επιρροής στην πρώην σοβιετική περιοχή- οι ρώσοι θα μπορούσαν να υπονομεύσουν αυτό που για την ώρα είναι αρκετά ασφαλής θέση στη Μέση Ανατολή για τις ΗΠΑ.
Αυτό μας φέρνει πίσω στο τι οι ισραηλινοί έκαναν στη Γεωργία. Δεν προσπαθούσαν να αποκτήσουν αεροπορικές βάσεις για να βομβαρδίσουν το Ιράν. Αυτό θα απαιτούσε χιλιάδες ισραηλινού προσωπικού στη Γεωργία, για παραμονή, εξοπλισμούς, μάναντζμεντ, έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας κλπ. Και θα απαιτούσε να επιτρέψει η Άγκυρα τη χρησιμοποίηση του τουρκικού εναέριου χώρου, κάτι το οποίο δεν είναι πολύ πιθανό., Επιπλέον, εάν αυτό ήταν το σχέδιο, το να σταματήσουν τη Γεωργία να επιτεθεί στη Νότιο Οσσετία θα ήταν μια λογική κίνηση.
Το Ισραήλ ήταν στη Γεωργία, σε μια προσπάθεια, παράλληλα με τις Ηνωμένες Πολιτείες να εμποδίσουν τη Ρωσία να επαναδυθεί ως μεγάλη δύναμη.
Οι ισραηλινοί μετέστρεψαν αμέσως την πολιτική τους στη Γεωργία, σταματώντας να πουλάν όπλα, σε αντίθεση με τους αμερικανούς που ηύξησαν την επιθετικότητά τους κατά της Ρωσίας.
Μετά τον πόλεμο, το Ισραήλ, άρχισε τη διπλωματία να ηρεμήσει τους φόβους των ρώσων. Το Ισραήλ εχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να καθησυχάσει τη Ρωσία και να μην το βλέπει ως εχθρό, από το να ικανοποιεί τους αμερικανούς.
Μπορεί ο Τσένι να βγάζει κραυγές κατά των ρώσων αλλά ο Όλμερτ επαναβεβαίωνε τη Μόσχα ότι τίποτε δεν έχει να φοβηθεί από το Ισραήλ, οπότε δεν θα έπρεπε να πουλήσει όπλα στη Συρία, το Ιράν, τη Χεζμπολάχ και κάθε άλλο εχθρό του Ισραήλ.
Το Ισραήλ έχει υπο έλεγχο την παλαιστινιακή κατάσταση και τις σχέσεις με τις γειτονικές χώρες. Η σχέση του με το μουσουλμανικό κόσμο είναι καλύτερη από ό,τι φαίνεται. Ο μόνος εχθρός είναι το Ιράν και αυτή η απειλή είναι μικρότερη από ό,τι το Ισραήλ λέει δημοσίως. Αλλά η απειλή της ρωσικής παρέμβασης στο μουσουλμανικό κόσμο, ιδιαίτερα στη Συρία και την Αίγυπτο, είναι τρομερή για το Ισραήλ. Είναι ένας κίνδυνος με τον οποίο δεν θέλουν να ζήσουν. Έτσι, το Ισραήλ άλλαξε την πολιτική του στη Γεωργία με ταχύτητα φωτός. Μπορεί να δημιουργήσει τριβές με τις ΗΠΑ αλλά οι ισραηλινοαμερικανικές σχέσεις δεν είναι αυτές που θα έπρεπε να είναι.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΣΟΒΟ:
Πάμε τώρα στο Κόσοβο.
Ο πόλεμος μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας έχει τις ρίζες του σε ευρύτερες γεωπολιτικές διαδικασίες. Κατά ένα μεγάλο βαθμό είναι το αποτέλεσμα μια κυκλικής διαδικασίας επιβεβαίωσης της Ρωσικής δύναμης. Η Ρωσική αυτοκρατορία –τσαρική και Σοβιετική- επέκτεινε τα σύνορά της κατά τον 17ο και τον 19ο αιώνα και κατέρρευσε το 1992. Οι δυτικές δυνάμεις φιλοδοξούσαν να μετατρέψουν αυτη την κατάρρευση σε ένα μόνιμο καθεστώς. Επομένως ήταν αναπόφευκτο πως η Ρωσία θα αντιδρούσε και θα επιδίωκε να ανακτήσει τη δύναμή της μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Αυτό που συνέβη στην Γεωργία ήταν απλά αποτέλεσμα αυτής της περίστασης.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο πλαίσιο, το οποίο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη στην ανάλυσή μας, συμπληρωματικά με το παραπάνω. Αναφερόμαστε στην αντίληψη που η Ρωσία έχει αναφορικά με τις προθέσεις των Η.Π.Α και της Ευρώπης και από την άλλη την αντίληψη που αυτές έχουν για τις δυνατότητες της Ρωσίας. Αυτό είναι το πλαίσιο που διαμόρφωσε τις πολιτικές οι οποίες οδήγησαν στον Ρωσο-Γεωργιανό πόλεμο. Αυτές οι συμπεριφορές μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο αν πάμε πίσω στο θέμα του Κοσόβου. (επειδή ο Ρωσο-Γεωργιανός πόλεμος έτυχε μεγαλύτερης έμφασης σε σχέση με το θέμα του Κοσόβου).
Η Γιουγκοσλαβία διασπάστηκε στις δημοκρατίες που την συγκροτούσαν στην αρχή του 1990. Τα σύνορα των δημοκρατιών δεν ήταν συνεπή ως προς την κατανομή των εθνικοτήτων.
Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά, όπως και η σύγκρουση στο Κόσοβου, ένας πόλεμος που έγινε χωρίς την έγκριση των Ηνωμένων Εθνών λόγω της αντίδρασης της Ρωσίας και της Κίνας. Οι Ρώσοι είχαν εκφράσει τις διαφωνίες τους υποστηρίζοντας πως δεν είχαν συμβεί σημαντικά εγκλήματα και πως η Σερβία ήταν σύμμαχος της Ρωσίας και επομένως ένας αεροπορικός βομβαρδισμός δεν δικαιολογούνταν από τα υπάρχοντα στοιχεία. Οι Η.Π.Α και η Ευρώπη αγνόησαν τη Ρωσική ένσταση. Επιπλέον δημιούργησαν έναν κακό προηγούμενο με το να ξεκινήσουν έναν πόλεμο χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας (το οποίο χρησιμοποιήθηκε και αργότερα στον πόλεμο στο ΙΡΑΚ). Αντιθέτως υποστήριξαν πως η υποστήριξη του ΝΑΤΟ είναι αρκετή για να δικαιολογήσει τον πόλεμο.
Με αυτό τον τρόπο το ΝΑΤΟ μετασχηματίζεται από στρατιωτική συμμαχία σε ένα ημι-Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Αυτό που συνέβη στη περίπτωση του Κοσόβου είναι πως το ΝΑΤΟ ανέλαβε ρόλο ειρηνοποιού, έχοντας τη δύναμη να καθορίσει, αν χρειάζεται, και στρατιωτική επέμβαση και επιπλέον το αποτέλεσμα αυτής της επέμβασης. Το ΝΑΤΟ μετασχηματίστηκε από στρατιωτικό οργανισμό σε περιφερειακή πολυεθνική συμμαχία με αρμοδιότητα τη τήρηση της περιφερειακής τάξης, ακόμα και εντός των συνόρων κρατών που δεν είναι μέλη του. Αν τα Η.Ε δεν ενέκριναν κάποια δράση, η έγκριση του συμβουλίου του ΝΑΤΟ ήταν αρκετή.
Επειδή η Ρωσία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ και η θέση της παρακάμφθηκε οι επιχειρήσεις εναντίον του Κοσόβου, δημιούργησαν μια κρίση στις σχέσεις των κρατών που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις με τη Ρωσία. Η Ρωσία αντιλήφθηκε τις επιθέσεις σαν μια πολυπολική επίθεση από έναν αντι-Ρωσικό συνασπισμό ενάντια σε έναν παραδοσιακό σύμμαχό της χωρίς καμιά εμφανή δικαιολογία. Ο Ρώσος πρόεδρος Μπορίς Γιέλτσιν δεν ήταν έτοιμος αλλά ούτε και σε θέση να αντιδράσει με έντονο τρόπο.
Ο πόλεμος δεν πήγε και τόσο καλά για τις δυτικές δυνάμεις. Οι Σέρβοι δεν συμβιβάζονταν και το ΝΑΤΟ δεν ήταν διατεθειμένο να εισβάλει στο Κόσοβο. Οι αεροπορικές επιχειρήσεις συνεχίσθηκαν χωρίς αποτέλεσμα καθώς η Δύση στράφηκε στη Ρωσία προκειμένου να διαπραγματευτεί το τέλος του πολέμου. Οι Ρώσοι έστειλαν αντιπροσωπεία η οποία κατέληξε σε συμφωνία τριών σημείων. Πρώτον η Δύση να αναστείλει τους βομβαρδισμούς, δεύτερον ο Σερβικός στρατός να υπαναχωρούσε και να τον αντικαταστήσει μια πολυεθνική δύναμη στην οποία θα συμμετείχαν και Ρώσοι στρατιώτες. Τρίτον τα Ρωσικά στρατεύματα θα παρέμεναν ως εγγυητές των Ρωσικών συμφερόντων και της Σερβικής ακεραιότητας.
Αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας οι Ρώσοι έστειλαν στρατεύματα στο αεροδρόμιο της Πρίστινα για να αναλάβουν τα καθήκοντά τους ως μέλη μιας πολυεθνικής δύναμης – όπως και στην ειρηνευτική δύναμη στη Βοσνία.
Αλλά οι Ρώσοι δεν έπαιξαν ποτέ το ρόλο που υποτίθεται πως είχαν διαπραγματευτεί να διαδραματίσουν. Ένοιωσαν διπλά προδομένοι πρώτον εξαιτίας του πολέμου και δεύτερον λόγω των αποτελεσμάτων των ειρηνικών διαπραγματεύσεων.
Είναι χαρακτξριστικό ότι ο διοικητής των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων του Κοσόβου, Μάικλ Τζόνσον πήρε εντολή να σταματήσει την προέλαση των Ρώσων προς το αεροδρόμιο της Πρίστινα και απάντησε στον εντολέα του: “Δεν θα αρχίσω για σένα τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο”.
Ο πόλεμος του Κοσόβου επηρέασε άμεσα την πτώση του Γιέλτσιν και την άνοδο του Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο Γιέλτσιν θεωρήθηκε ως υπεύθυνος για τη διπλή προδοσία της Ρωσίας. Η Ρωσική αντίληψη για τον πόλεμο οδήγησε άμεσα στην αλλαγή πολιτικής που παρατηρούμε από τη σημερινή Ρωσία. Η άνοδος του Πούτιν και Ρώσων εθνικιστών από τις τάξεις της ΚGB στηρίζεται σε μια πληθώρα γεγονότων αλλά κυρίως στα γεγονότα του Κοσόβου. Στηρίχθηκε κυρίως στην αντίληψη πως το ΝΑΤΟ έχει μετατραπεί από στρατιωτική συμμαχία σε υποκατάστατο των Ηνωμένων Εθνών. Η Ρωσία δεν είχε καμία συμμετοχή στις αποφάσεις του ΝΑΤΟ και έτσι ο νέος ρόλος του ΝΑΤΟ έμοιαζε να απειλεί άμεσα τα ζωτικά της συμφέροντα.
Η επικείμενη επέκταση του ΝΑΤΟ σε χώρες της Πρώην Σοβιετικής Ένωσης και η υπόσχεση να συμπεριλάβει την Ουκρανία και την Γεωργία αντιμετωπίστηκαν υπό το πρίσμα των γεγονότων του Κοσόβου. Από τη πλευρά της Ρωσίας η επέκταση του ΝΑΤΟ σημαίνει περαιτέρω αποκλεισμό της Ρωσίας από τη λήψη αποφάσεων. Σήμαινε ακόμη πως το ΝΑΤΟ μπορούσε να επαναλάβει τη πολιτική του Κοσόβου αν θεωρούσε πως καταπιέζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα Η.Ε δεν είναι πλέον η κύρια πολυεθνική ειρηνευτική δύναμη. Το ΝΑΤΟ είχε πλέον αυτό το ρόλο και έμοιαζε πως πήγαινε να τον εφαρμόσει σε ολόκληρη της περιοχή περιμετρικά της Ρωσίας.
Στη συνέχεια ήρθε η ανεξαρτησία του Κοσόβου. Για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο λήφθηκε η απόφαση να αλλάξουν σύνορα, (η αλλαγή των συνόρων μετά τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας ήταν στα όρια που είχαν οι δημοκρατίες) Τα σύνορα της Σερβίας, όμως, άλλαζαν, σε αντίθεση με τις Σερβικές και Ρωσικές επιδιώξεις και η απόφαση στηρίχθηκε και πάλι στη δύναμη του ΝΑΤΟ. Ήταν μια απόφαση η οποία είχε τις ευλογίες των Αμερικανών.
(Η αρχική προσπάθεια να λυθεί το θέμα του Κοσόβου στηρίχθηκε στις διαπραγματεύσεις στις οποίες υπεύθυνος ήταν ο πρώην Φιλανδος πρωθυπουργός Μαρτί Αχτισάρι και οι οποίες επίσημα ξεκίνησαν το Φεβρουάριο του 2006 αλλά ουσιαστικά είχαν ξεκινήσει από το 2005. Αυτός ο κύκλος διαπραγματεύσεων άρχισε λόγω των παραινέσεων των Η.Π.Α και υπό τη στενή παρακολούθηση της Ουάσινγκτον. Υπεύθυνος για την ομαλή διεξαγωγή τους ήταν ο Frank Wisner ένας διπλωμάτης κατά τη διακυβέρνηση Κλίντον. Επίσης πολύ σημαντικός στις προσπάθειες των Αμερικάνων ήταν ο Βοηθός Γραμματέας για τις Ευρωπαικές και Ασιατικές υποθέσεις, ο Daniel Fried ο οποίος επίσης είχε σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση Κλίντον και ήταν ειδικός στις σχέσεις με τη Ρωσία και τη Πολωνία.
Το καλοκαίρι του 2007 όταν είχε γίνει εμφανές πως οι διαπραγμετεύσεις δεν οδηγούν πουθενά η κυβέρνηση Bush αποφάσισε να τερματίσει τις συνομιλίες και να προχωρήσει στο δρόμο της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας. Στις 10 Ιουνίου του 2007 ο Bush δήλωσε πως το τελικό αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων πρέπει να είναι ανεξαρτησία. Τον Ιούνιο του 2007 ο Fried δήλωσε πως η ανεξαρτησία είναι αναπόφευκτη ακόμα και αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν. Η Κοντολίζα Ράις δήλωσε πως : Θα υπάρξει ένα ανεξάρτητο Κόσοβο και καταβάλουμα όλες μας τις προσπάθειες σε αυτό. “ Αυτή είναι η γραμμή την οποία ακολούθησαν και πολλοί Ευρωπαίοι.
Το πως και πότε η ανεξαρτησία θα επιτυγχανόταν ήταν ένα πρόβλημα που αφορούσε την Ευρώπη. Οι Αμερικανοί ξεκίνησαν τη συζήτηση και οι Ευρωπαίοι θα εφάρμοζαν το αποτέλεσμα της. Οι πιο ενθουσιώδης για την ανεξαρτησία του Κοσόβου ήταν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι. Οι Βρετανοί ακολούθησαν την Αμερικάνικη γραμμή ενώ οι Γάλλοι –υπό τον Υπουργό εξωτερικών Bernarn Kouchner. Οι Γερμανοί ήταν πιο προσεκτικοί στην υποστήριξη που παρείχαν. )
Το Φεβρουάριο του 2008 το Κόσοβο ανακηρύσσει την ανεξαρτησία του και αναγνωρίζεται αμέσως από έναν μικρό αριθμό ευρωπαικών κρατών και χωρών συμμάχων των Η.Π.Α. Πριν την ανεξαρτησία οι Ευρωπαίοι είχαν δημιουργήσει ένα σώμα για τη διοίκηση του Κοσόβου.
Στις 15 Μαίου κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου στην Αγ.Αικατερίνη οι υπουργοί εξωτερικών της Ινδίας, της Ρωσίας και της Κίνας προέβησαν σε μια κοινή δήλωση την οποία ανέγνωσε ο ρώσος Υπουργός εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ: “Στη δήλωσή μας καταγράφουμε τη θεμελιώδη θέση μας πως η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου παραβιάζει την Resolution 1243. Η Ρωσία, η Ινδία και η Κίνα ενθαρύνουν το Βελιγράδι και την Πρίστινα να αρχίσουν και πάλι διαπραγματεύσεις στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου και ελπίζουμε πως θα καταλήξουν σε μια συμφωνία σε όλα τα προβλήματα του Σερβικού εδάφους”, ΄λεγε η δήλωση.
Οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικάνοι απέρριψαν την πρόταση όπως είχαν κάνει και με όλα τα Ρωσικά σχέδια στην περιοχή. Υποστήριζαν τη μοναδικότητα της περίπτωσης λόγω της βιαιότητας που είχε προηγηθεί. Η Ρωσία υποστήριζε πως το μέγεθος της βίας δε μπορούσε να καταγραφεί και πως η κυβέρνηση που τη διέπραξε είχε απομακρυνθεί από το Βελιγράδι. Επίσης δήλωναν πως δε θα τη θεωρούσαν ως μεμονωμέη περίπτωση αλλά ως προηγούμενο στο οποίο θα στήριζαν μελλοντικές τους αποφάσεις.
Το πρόβλημα δεν είναι πως οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικάνοι δεν άκουσαν τους Ρώσους. Το πρόβλημα είναι πως δεν τους πίστευαν, δεν τους έπαιρναν σοβαρά υπόψη. Για χρόνια, οι δυτικοί άκουγαν τους ρώσους να λένε διάφορα χωρίς να δρούν. Είχαν υποτιμήσει τη σημερινή Ρωσική στρατιωτική ικανότητα που δεν ήταν ίδια με την παρακμή του 1999. Επιπλέον το ΝΑΤΟ, οι Αμερικάνοι και οι Ευρωπαίοι δεν αντιλήφθηκαν πως έπαιρναν πολτικές αποφάσεις που δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν στρατιωτικά.
Για τους Ρώσους, ο μετασχηματισμός του ΝΑΤΟ σε περιφερειακή δύναμη των Η.Ε ήταν ένα πρόβλημα. Η Δύση επιχειρηματολογούσε πως το ΝΑΤΟ δεν ήταν πλέον μια στρατιωτική συμμαχία αλλά πολιτικός ρυθμιστής για την περιοχή. Αν δεν εγκρίνει τη πολιτική που ακολουθεί η Σερβία, ή προφανώς και οποιοσδήποτε άλλος, μπορούσε να παρέμβει στη Σερβία και το ίδιο επιχειρούσε να πετύχει και σε περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Το ΝΑΤΟ ασκούσε πλέον, έναν πολιτικό ρόλο, μια πίεση σε πολιτικά συστήματα του σοβιετικού χώρου να προσαρμοσθούν με τα κελεύσματά του.Δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική συμμαχία. Ο χειρότερος εφιάλτης των Ρώσων ήταν πως το ΝΑΤΟ είχε παραγνωρίσει τη δική της στρατιωτική δύναμη και τώρα έπρεπε να γίνει κάτι και για αυτό.
Το πρόβλημα του ΝΑΤΟ ήταν πως επέκτεινε την πολιτική του επιρροή αγνοώντας το στρατιωτικό βραχίονα στον οποίο στηριζόταν. Οι Ρώσοι επέκτειναν και αυτοί τη στρατιωτική τους επιρροή (μετά το 1999 ήταν μονόδρομος) και η Δύση δεν το είχε αντιληφθεί. Το 1999 η Ευρώπη και οι Η.Π.Α πήραν στρατιωτικές αποφάσεις στηριζόμενες στη στρατιωτική τους δύναμη. Το 2008 στο Κόσοβο πήραν πολιτικές αποφάσεις χωρίς την απαιτούμενη στρατιωτική ισχύ για να αποτρέψουν μια Ρωσική απάντηση. Είτε υποτίμησαν την ικανότητα της Ρωσίας είτε δεν την υπολόγισαν καν ως αντιτιθέμενη δύναμη παρά τις επίσημες θέσεις της τελευταίας. Παρά τις προειδοποιήσεις των Ρώσων η Δύση δεν αντιμετώπισε τη Ρωσία με σοβαρότητα.
Και η Ρωσία δεν είχε άλλη δυνατότητα μετά τις εξελίξεις στη Γεωργία παρά να αντιδράσει όπως αντέδρασε. Η αντίδρασή της είχε νομοτελειακό χαρακτήρα. Αν δεν αντιδρούσε θα υποτασσόταν στις ΗΠΑ. Και αυτό θα ήταν ο θάνατος της Ρωσίας.
Στην παραζάλη που τους δημιούργησε η μονοκρατορία τους, οι ΗΠΑ νόμισαν πως η Μόσχα δεν θα αντιδρούσε. Έπεσαν έξω. Τώρα η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδό τους. Πως θα αντιδράσουν, μεσούσης και της οικονομικής κρίσεως; Μήπως, η κρίση είναι η αιτιολόγηση για την περιορισμένη χρήση πυρηνικών όπλων
Ας ευχηθούμε να κάνουμε λάθος στην ανάλυσή μας.
Aναδημοσίευση από www.anixneuseis.gr

2 σχόλια:

  1. Εξαιρετική και εμπεριστατωμένη ανάλυση. Υπερπλήρης στην ανάπτυξή της καλύπτει όλο το διεθνές γεωπολιτικό γίγνεσθαι. Εύγε κύριε Π. Σαββίδη!
    Ομηρος Φωτιάδης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. θαυμάσια ανάλυση .. και σφαιρική.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.