28/7/09

ΕΝΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΧΩΡΙΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Οδηγός ήταν ένας Υπολοχαγός. Πίσω κείτονταν νεκροί δυο στρατιώτες καλυμμένοι με ένα μαύρο ξεσκισμένο στρατιωτικό κλινοσκέπασμα. Η φευγαλέα φύση της σάρκας. Προεξείχαν τα άρβυλά τους. Το όχημα ήταν βραχείας βάσεως και ως εκ τούτου, για να ευρίσκεται το σώμα των νεκρών σε θέση ύπτια και ευθυτενή, έπρεπε η πίσω θύρα να είναι ανοικτή. Το ανώμαλο όμως ανάγλυφο του εδάφους, είχε ως επακόλουθο σε κάθε λίγα μέτρα οι νεκροί να πέφτουν από το λαντρόβερ. Ο Υπολοχαγός σταματούσε, τους τοποθετούσε ξανά στην ίδια θέση και ξανά από την αρχή. Πλησιάσαμε και τον περικυκλώσαμε. Καμία σημασία από αυτόν. Έκλαιγε με λυγμούς, μάζευε από το έδαφος τους στρατιώτες του, τους φιλούσε σταυρωτά, ξεκινώντας και πάλι για να επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό λίγο πιο κάτω.

ΕΝΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΧΩΡΙΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
Κατηφορίζαμε καταμεσήμερο από το βουνό με την έπαρση της νίκης. Διατηρούσαμε για πολλοστή φορά το αήττητο στα πεδία των μαχών. Νιώθαμε την αιωνιότητα σαν μια ουράνια βραχύτητα. Οι Δυνάμεις Καταδρομών είχαν αποδειχθεί υπέρτερες. Στα καμίνια των θρυλικών Κέντρων Εκπαίδευσης Μονάδων Καταδρομών είχαν σφυρηλατηθεί άνδρες ικανοί να υπομείνουν τα πάντα ‘‘χάριν του τυχείν εν τη πατρίδι της επ αρετή φήμης’’. Στη βάση του Τάγματος Διαβιβάσεων, της προκάλυψης, σταθμεύσαμε για λίγο. Ορισμένοι ξαπλώσαμε στο πάτωμα του θαλάμου, κατά μήκος και πλάτος. Δίπλα, κλινήρης, αιμόφυρτος ο Δεκανέας Λεωνίδου από την Αψιού. Το πόδι του, σοβαρότατα τραυματισμένο. Σχεδόν είχε αποκοπεί.

Στρατιώτες του Τάγματος πρόσφεραν για μεσημεριανό πατάτες ψητές στα μαγειρεία. Ουδείς είχε όρεξη για φαγητό. Η κόπωση, από την ολονύχτια μάχη σώμα με σώμα, τη δίψα, την ένταση, την αγρυπνία, ήταν μεγάλη. Προτιμούσαμε το λιγοστό χρόνο ξεκούρασης που είχαμε να τον αξιοποιήσουμε όσο γινόταν καλύτερα. Κάποιοι άλλοι, ξαπλωτοί στους βράχους του Πενταδακτύλου, αμίλητοι, λαγοκοιμόντουσαν. Σε λίγο σήμανε σύνταξη. Βρέξαμε προκαταβολικά τα χείλη μας και ξεκινήσαμε. Ο Πενταδάκτυλος ήταν κατά περιοχές πυρπολημένος από τις ναπάλμ. Ορισμένες δεν είχαν εκραγεί, οπότε για λόγους προστασίας τοποθετούσαμε γύρω τους βράχους του βουνού για εύκολο εντοπισμό σε μεταγενέστερο στάδιο.

Αεροπλάνα δεν υπήρχαν. Δεν σφύριζαν βλήματα. Τα πουλιά άρχισαν να κελαηδούν και πάλι. Ήταν η προσωρινή ηρεμία και γαλήνη μετά τη θαλασσοταραχή και την καταιγίδα. Τα πόδια μας ήταν ολόμαυρα από τις στάχτες, εφόσον από τις 15 Ιουλίου φέραμε τη θερινή στολή με τη βραχεία περισκελίδα. Κι όμως η καρδιά μας προτιμούσε τη νίκη από την ειρήνη. Η κατάπαυση του πυρός ήταν ευκαιρία για τον εχθρό να πάρει ανάσα. Να εδραιώσει τη θέση του και να διατηρήσει τα καταληφθέντα εδάφη. Εξάλλου, γνωρίζαμε πως η ελληνική ελευθερία ουδέποτε ανέτειλε αναίμακτος ή απενθής. Προχωρώντας μεταξύ κατασκαμμένων και πευκόφυτων περιοχών, πλησιάσαμε την πυροβολαρχία όπου υπηρετούσε ο επιστήθιος φίλος Κλεάνθης Κλεάνθους από την Παλλουριώτισσα, ο οποίος ενωρίτερα αναζητούσε στρατιωτικούς χάρτες από την ΠΟΠ, στη διάβαση Αγίου Παύλου. Το στρατόπεδο ήταν εγκαταλειμμένο. Τα πυροβόλα κατεστραμμένα από την τούρκικη αεροπορία. Νεκρική σιγή σκίαζε το καθετί. Προσεκτικά αναγνωρίσαμε τους χώρους. Έλεγχος για τυχόν εκρηκτικά - παγίδες. Εισήλθα στο ΚΨΜ παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις του Λοχαγού μου Ηλία Γλεντζέ. ‘‘Μην προχωρήσεις. Όλα θα είναι παγιδευμένα’’. Η δίψα επικράτησε του ένστικτου αυτοσυντήρησης.

Στο ψυγείο βρήκα αναψυκτικά ‘‘Λεξ’’. Ούτε στα πιο τρελά όνειρά μας κάτι τέτοιο. Πίναμε ακατάπαυστα μέχρι να εκραγούμε. Ποιος ξέρει πότε θα είχαμε και πάλι κάτι υγρό να πιούμε! Στο ερμάρι πάνω από το ψυγείο τσιγάρα αδασμολόγητα της εποχής. Rothmans και Dunhill. Βγαίνοντας με προφυλάξεις από το στρατόπεδο, εντοπίσαμε στο μονοπάτι πιο πάνω, σ’ ένα κατσικόδρομο με υγρή βλάστηση, ένα λαντρόβερ να κινείται με όση ταχύτητα του επέτρεπε η μορφολογία του εδάφους. Η πίσω θύρα ήταν ανοιχτή. Κρεμόντουσαν τέσσερα πόδια.

Επιταχύναμε το βήμα μας και το περικυκλώσαμε. Οδηγός ήταν ένας Υπολοχαγός. Πίσω κείτονταν νεκροί δυο στρατιώτες καλυμμένοι με ένα μαύρο ξεσκισμένο στρατιωτικό κλινοσκέπασμα. Η φευγαλέα φύση της σάρκας. Προεξείχαν τα άρβυλά τους. Το όχημα ήταν βραχείας βάσεως και ως εκ τούτου, για να ευρίσκεται το σώμα των νεκρών σε θέση ύπτια και ευθυτενή, έπρεπε η πίσω θύρα να είναι ανοικτή. Το ανώμαλο όμως ανάγλυφο του εδάφους, είχε ως επακόλουθο σε κάθε λίγα μέτρα οι νεκροί να πέφτουν από το λαντρόβερ. Ο Υπολοχαγός σταματούσε, τους τοποθετούσε ξανά στην ίδια θέση και ξανά από την αρχή. Πλησιάσαμε και τον περικυκλώσαμε. Καμία σημασία από αυτόν. Έκλαιγε με λυγμούς, μάζευε από το έδαφος τους στρατιώτες του, τους φιλούσε σταυρωτά, ξεκινώντας και πάλι για να επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό λίγο πιο κάτω.

Προτιμήσαμε να τον αφήσουμε να συνεχίσει το δραματικό και μοναχικό του δρόμο. Εμείς τραβήξαμε νοτιοδυτικά της Κερύνειας, αναζητώντας τους βαρβάρους. Όπως κάποτε κι ο Φιλοποίμενας στο Άργος. Αυτός ο ιστορικά αργοπορημένος Έλληνας, που όμως ήταν πιο πολύ Επαμεινώνδας παρά Κίμων.
psek.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.