17/7/16

Η φινλανδική οικονομική κρίση του 1990 και η σημερινή κρίση στην Ελλάδα


ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Του Δρ Χρίστου Θ. Γαλλή*


Στα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Φινλανδία μεταμορφώθηκε από μια αγροτοβιομηχανική κοινωνία σε μια σύγχρονη χώρα, με ιδιαίτερα τεχνολογικά προηγμένη οικονομία. Η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 δεν την άγγιξε, λόγω των ειδικών ενεργειακών της σχέσεων με τη γείτονα Σοβιετική Ένωση. Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε από μια σταθερή οικονομική ανάπτυξη. Η επέκταση ήταν τόσο εύρωστη κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, ώστε η έκφραση «Βόρειος Τίγρης» χρησιμοποιούνταν για να περιγραφεί η φινλανδική οικονομική άνοδος. Η πραγματική αύξηση της παραγωγής ήταν κατά μέσο όρο 3,7% τη δεκαετία του 1980, φτάνοντας το 5,7% το 1989, με έναν προϋπολογισμό πάντα θετικό και με σημαντικό πλεόνασμα. Η ανεργία ήταν περίπου 3%. Το μέσο εθνικό εισόδημα κατά κεφαλή ήταν στα 23.700 ευρω. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Φινλανδία μαζί με τις άλλες σκανδιναβικές χώρες ήταν μία από τις χώρες με τα πιο υψηλά επίπεδα διαβίωσης, τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας και το πιο αναπτυγμένο κοινωνικό κράτος πρόνοιας.
Όλα αυτά έφτασαν κοντά στο τέλος το 1990 με την αρχή της νέας δεκαετίας, όταν η χώρα βρέθηκε ξαφνικά σε βαθιά οικονομική κρίση. Η φινλανδική οικονομία κατέρρευσε και η χώρα έφτασε στα πρόθυρα χρεοκοπίας. Η χώρα γνώρισε μια περίοδο 4 ετών (1990-1994) χωρίς αύξηση του ΑΕΠ και τρία συνεχή έτη με πτώση της παραγωγής. Η επίσημη ανεργία έφτασε στο 20% (σύμφωνα τον καθηγητή Jouko Yla-Liedenpohja η πραγματική ανεργία έφτασε στο 28,3%), ενώ ανάμεσα στους νέους ξεπέρασε το 30%. Την περίοδο 1990-1993, οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 50%, η ιδιωτική κατανάλωση κατά 10%, οι εξαγωγές κατά 10%, η χρηματιστηριακή αγορά κατέρρευσε κατά 70%, το ΑΕΠ μειώθηκε περίπου 15%, και οι τιμές κατοικιών μειώθηκαν κατά 50%. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 12% του ΑΕΠ το 1990 στο 60% στις αρχές του 1995. Η αθροιστική απώλεια δανείων από τις φινλανδικές τράπεζες έφτασε το 15% του ΑΕΠ! Τράπεζες αντιμετώπισαν μεγάλα προβλήματα, φτάνοντας ακόμα και στη χρεοκοπία. Μόνο το 1993, υπολογίστηκε πως η απώλεια της παραγωγής και η απώλεια εισοδήματος από ανέργους και μηχανήματα που υποαπασχολούνταν ήταν περίπου στα 15 δισεκατομμύρια δολάρια ή 3.000 δολάρια κατά κεφαλήν (τιμές 1998).
Την κρίση την προκάλεσε ένας συνδυασμός διεθνών και εθνικών παραγόντων. Η Σοβιετική Ένωση ήταν ένας σημαντικός οικονομικός εταίρος, απορροφώντας ένα μεγάλο ποσοστό των συνολικών εξαγωγών της Φινλανδίας. Πολλές τράπεζες είχαν επενδύσει και χορηγήσει δάνεια στη Σοβιετική Ένωση. Με την κατάρρευσή της το 1989, μέσα σε μια νύχτα η αγορά αυτή εξαφανίστηκε με σοβαρές συνέπειες στην παραγωγή, στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα της Φινλανδίας. Η κύρια οικονομική τάση -ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980- ήταν η απελευθέρωση και η απορρύθμιση, η γνωστή ως παγκοσμιοποίηση. Αυτή η τάση της απελευθέρωσης και απορρύθμισης είχε μεγάλες επιπτώσεις και στη Φινλανδία.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο φινλανδικός τραπεζικός τομέας ήταν υπό τον έλεγχο αυστηρών κανονισμών και χωρίς απώλειες πιστώσεων. Όταν άνοιξαν οι πόρτες, η εισροή ξένων πιστώσεων γρήγορα αύξησε την εγχώρια ρευστότητα την περίοδο 1986-1989. Η μεγάλη επέκταση του τραπεζικού τομέα, η αύξηση των πιστώσεων και η ευκολία χορήγησης δανείων σε επιχειρήσεις τροφοδότησαν μια έκρηξη επενδύσεων και μια πομφόλυγα κεφαλαιακών τιμών την περίοδο 1987-89. Κατά την περίοδο αυτή εκδηλώθηκαν και οι κερδοσκοπικές επιθέσεις στο φινλανδικό νόμισμα.
Στους εγχώριους παράγοντες της κρίσης περιλαμβάνονται τα πολύ υψηλά επιτόκια, σαν αποτέλεσμα των διεθνών συνθηκών, η εγχώρια νομισματική πολιτική και ο υπερδανεισμός του εταιρικού τομέα. Το πολιτικό σύστημα που είχε την ευθύνη της χάραξης πολιτικής δεν αντελήφθη κατάλληλα τις μακροοικονομικές επιπτώσεις της πτώσης των κεφαλαιακών τιμών, ούτε την ανάγκη έγκαιρης υποτίμησης του φινλανδικού νομίσματος. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό της με αύξηση των φόρων και μείωση των δαπανών είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση της ιδιωτικής ζήτησης και της απασχόλησης.
Αυτό όμως που είναι αξιοσημείωτο και μοιάζει με θαύμα είναι η τεράστια προσπάθεια για διαχείριση της κρίσης και για ανάκαμψη που τελικά οδήγησε στο αποκαλούμενο φινλανδικό θαύμα. Το 1995 η Φινλανδία έγινε πλήρες μέλος της Ε.Ε. και το 1997 η δημοσιονομική κατάσταση στη Φινλανδία πληρούσε όλα τα κριτήρια ένταξης στο ευρώ. Η φινλανδική οικονομία έφτασε να είναι πρώτη παγκοσμίως σε ανταγωνιστικότητα και στο τέλος του 2000 έκανε ρεκόρ πλεονάσματος στον προϋπολογισμό της.
Πάνω απ’ όλα, η ανάκαμψη της φινλανδικής οικονομίας είναι ένα πολιτικό επίτευγμα. Η σφοδρότητα της κρίσης οδήγησε το πολιτικό σύστημα της χώρας σε μια ισχυρή πολιτική συναίνεση όχι μόνο για να μπορέσει η χώρα να ξεπεράσει την κρίση, αλλά και για να τεθούν οι βάσεις για μια σταθερή και ταχεία ανάπτυξη. Η ομοφωνία του πολιτικού συστήματος είχε εξαιρετική υποδοχή από την κοινωνία, λειτούργησε θετικά στο φρόνημα του λαού και οδήγησε σε μια ευρεία συνεννόηση των κοινωνικών φορέων. Η ωριμότητα της πολιτικής ελίτ της χώρας έκανε δυνατή την εφαρμογή μιας πολιτικής και στρατηγικής ανάπτυξης που οδήγησε τη χώρα σε άλμα στα μέσα της δεκαετίας του 1990. 
Τα οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα που πάρθηκαν επιγραμματικά είναι τα εξής: Η Τράπεζα της Φινλανδίας διατάχθηκε να εγκαταλείψει τις σταθερές τιμές ισοτιμίας του νομίσματος. Η κυβέρνηση είχε τον πλήρη έλεγχο της χρηματοπιστωτικής πολιτικής των τραπεζών. Το φινλανδικό νόμισμα υποτιμήθηκε κατά 40%. Τα επιτόκια μειώθηκαν σε μία ημέρα στο 1/3 (!) και από 15% έπεσαν στο 5%. Τα μέτρα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των εξαγωγών. Η μείωση των επιτοκίων συρρίκνωσε και τις αποταμιεύσεις, με αποτέλεσμα την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Οι περιττές δημόσιες δαπάνες μηδενίστηκαν. Η κυβέρνηση πήρε τον έλεγχο των αποταμιευτικών τραπεζών που χρεοκόπησαν με ένα κόστος που έφτασε τα 6 δισ. ευρώ (7% του ΑΕΠ το 1994). Τα προβληματικά τους δάνεια συγκεντρώθηκαν σε μια ξεχωριστή εταιρεία εκκαθάρισης και οι επικεφαλής των χρεοκοπημένων τραπεζών οδηγήθηκαν στο δικαστήριο. Το υγιές μέρος των τραπεζών αυτών πουλήθηκε σε άλλες τράπεζες. Η τραπεζική κρίση ξεπεράστηκε κυρίως μέσω των χαμηλών επιτοκίων. Στη συνέχεια, οι δύο μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες της χώρας ενώθηκαν για να συγχωνευτούν αργότερα και με τη μεγαλύτερη σουηδική τράπεζα, δημιουργώντας μία από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη. 
Το πολιτικό σύστημα της Φινλανδίας είχε την ικανότητα να χρησιμοποιήσει την κρίση σαν ευκαιρία αναδιάρθρωσης της οικονομίας και της εκπαίδευσης, μια ευκαιρία για να βρει η χώρα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στον νέο παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Και τα πλεονεκτήματα αυτά αναζητήθηκαν στη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας και κυρίως της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών. Η προώθηση της βιομηχανίας αυτής απαιτούσε μια καλά εκπαιδευμένη εργατική δύναμη, της οποίας ένα μεγάλο μέρος θα ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου, ιδιαίτερα στην πληροφορική, στις τηλεπικοινωνίες και τη βιοτεχνολογία. Κατέστη αναγκαία η μεταρρύθμιση του φινλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος, ειδικότερα δε της πανεπιστημιακής και της τεχνικής εκπαίδευσης, με παράλληλη αναμόρφωση της μέσης εκπαίδευσης. 
Δόθηκε μεγάλη έμφαση επίσης στην εκπαίδευση των άνεργων σε νέα επαγγέλματα. Η μεταρρύθμιση αυτή στέφθηκε από επιτυχία, συμβάλλοντας σημαντικά στην ανάπτυξη. Σήμερα η φινλανδική εκπαίδευση είναι υπόδειγμα για όλο τον κόσμο. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της μεταρρύθμισης στη φινλανδική οικονομία και παιδεία είναι ο κολοσσός Nokia. Από μικρή εταιρεία συναρμολόγησης ψυγείων και τηλεοράσεων μετατράπηκε στη σημερινή πολυεθνική. Μόνο στη Φινλανδία η Nokia απασχολεί 25.000, άτομα εκ των οποίων το 60% εργάζεται αποκλειστικά στην έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και προϊόντων. Το 2% των συνολικών φόρων που εισπράττει το φινλανδικό κράτος προέρχονται από τη Nokia. 
Η έρευνα, από την αρχή της προσανατολισμένη σε καινοτομίες, έφερε νέες τεχνολογίες που μεταφράστηκαν σε νέα υψηλής προστιθεμένης αξίας προϊόντα, που παράγονταν από πολλές νέες εταιρείες και μπορούσαν ανταγωνιστικά να εξαχθούν σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα, το συνολικό ποσοστό χρηματοδότησης της έρευνας έφτασε το 7% του ΑΕΠ, με γενναία την ιδιωτική συμμετοχή. Νέος πανεπιστημιακός νόμος έδωσε περισσότερη αυτονομία στα ΑΕΙ και δικαίωμα συνεργασιών με τον ιδιωτικό τομέα για χρηματοδότηση έρευνας. 

Η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με μια βαθιά οικονομική κρίση. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι υπάρχουν ομοιότητες και διαφορές με τη φινλανδική κρίση. Ομοιότητες θα μπορούσαν να είναι η διεθνής συγκυρία, ο υπερδανεισμός του ιδιωτικού τομέα, τα υψηλά επιτόκια. Η μεγάλη διαφορά, όμως, είναι το συνολικό χρέος της χώρας μας. Ένα χρέος που ραγδαία αυξάνεται και αποτελεί άμεσο κίνδυνο για οικονομική μας κατάρρευση και πιθανή χρεοκοπία. Τη διαφορά κάνουν, επίσης, η έλλειψη πολιτικής συναίνεσης και η δραματική απουσία στρατηγικού οράματος ανάπτυξης της χώρας. Η πολιτική ελίτ της χώρας θα πρέπει να δείξει την απαιτούμενη ωριμότητα και υπευθυνότητα. Πάνω απ’ όλα, θα πρέπει να δει αυτή την οικονομική κρίση σαν ευκαιρία για έξοδο από την παραδοσιακή οικονομία και στροφή προς μια αειφορική σύγχρονη ανάπτυξη. Χρειάζεται όμως ένα ξεκάθαρο όραμα. Ένα σχέδιο για το πώς θέλουμε να αναπτυχθεί η χώρα μας τα επόμενα 20 χρόνια, σε ποιους τομείς θέλουμε να διακριθεί. Θα είναι η ενέργεια (υδρογόνο, βιομάζα, αιολική και ηλιακή ενέργεια), η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες (τεχνολογία βιολογικών υλικών στις υπολογιστικές μηχανές, αυτοματισμοί, ψηφιακή τεχνολογία κ.τ.λ.), η βιοτεχνολογία τροφίμων, η νανοτεχνολογία και τα νέα υλικά οι τομείς που θα επιλεγούν; Θα πρέπει να συνοδευτούν από τις κατάλληλες νομοθετικές, οργανωτικές, διοικητικές αλλαγές σε όλη τη δομή της εκπαίδευσης, κυρίως δε στα πανεπιστήμια και στην τεχνική εκπαίδευση. 
Εκεί λοιπόν θα κριθεί το πολιτικό σύστημα. Στην ικανότητά του να διαμορφώσει μια ευρεία συναίνεση όχι για τη διαχείριση της κρίσης, αλλά για το στρατηγικό όραμα ανάπτυξης της χώρας μετά απ’ αυτήν. 

*Περιβαλλοντολόγος-Δασολόγος, διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι, ερευνητής στο Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας


ΔΗΜΟΣΙΕΎΘΗΚΕ 23/9/2009

1 σχόλιο:

  1. Ένα σχέδιο για το πώς θέλουμε να αναπτυχθεί η χώρα μας τα επόμενα 20 χρόνια, σε ποιους τομείς θέλουμε να διακριθεί. Θα είναι η ενέργεια (υδρογόνο, βιομάζα, αιολική και ηλιακή ενέργεια), η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες (τεχνολογία βιολογικών υλικών στις υπολογιστικές μηχανές, αυτοματισμοί, ψηφιακή τεχνολογία κ.τ.λ.), η βιοτεχνολογία τροφίμων, η νανοτεχνολογία και τα νέα υλικά οι τομείς που θα επιλεγούν; Θα πρέπει να συνοδευτούν από τις κατάλληλες νομοθετικές, οργανωτικές, διοικητικές αλλαγές σε όλη τη δομή της εκπαίδευσης, κυρίως δε στα πανεπιστήμια και στην τεχνική εκπαίδευση.

    εμας η βαρια βιομηχανια ηταν και θα ειναι ο τουρισμος
    και απο δω και περα που θα αναλαβει ο γαπ θα ειναι και η πρασινη ενεργεια ...

    ολη η οικονομια κινειται γυρω απο το δημοσιο χρημα και τις παροχες υπηρεσιων

    οσον αφορα την παιδεια και ποσο επενδυουμε σε αυτη δεν χρειαζεται να ειναι και κανενας ειδικος για να βγαλει συμπερασματα

    ριξτε μια ματια στην υλη της γ' λυκειου που γινεται η αξιολογηση μαθητων για σχολες πανεπιστημιων και πολυτεχνειου
    ριξτε μια ματια απο περιεργεια και θα δειτε ...

    h

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.