20/11/09

Η Κύπρος στο πλαίσιο της ΕΠΑΑ


Δρ. Ιωάννης Παρίσης
Yποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης/Διεθνών Σχέσεων


Η γεωπολιτική και στρατηγική σημασία της Κύπρου είναι τεράστια. Ευρισκόμενη εγγύς του σημείου συνάντησης δύο κύριων θαλασσίων αρτηριών (Ατλαντικός-Μεσόγειος-Ινδικός και Εύξεινος-Μεσόγειος-Ινδικός) με την ευρεία εδαφική της έκταση και τα αξιόλογα αεροδρόμια και λιμάνια, μπορεί να αποτελέσει εξαίρετη βάση επιχειρήσεων χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων, οι οποίες μπορούν να ενεργήσουν είτε προς Βορρά (Τουρκία), είτε προς Ανατολάς (Μέση Ανατολή) είτε προς Νότο (Σουέζ και Βόρεια Αφρική) είτε προς Δυσμάς (Κρήτη και Δυτική Μεσόγειος). Έτσι η Κύπρος προσφέρεται για την άσκηση ουσιαστικού ελέγχου επί της Ανατολικής Μεσογείου. Παράλληλα, ευρισκόμενη στο κέντρο της ανατολικής Μεσογείου, επηρεάζεται από τις εντάσεις και συρράξεις που συμβαίνουν στο περιβάλλον αυτό. Η στρατηγική αξία της Κύπρου ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της νήσου.
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Κύπρος λειτούργησε ως κρίκος της αμυντικής διάταξης της Δύσης ενώ ταυτόχρονα λειτούργησε ως βάση υποστήριξης και συγκοινωνιών αλλά και ηλεκτρονικής παρακολούθησης σε σχέση με τα δρώμενα στον μεσανατολικό χώρο και τον έλεγχο των ενεργειακών πόρων της περιοχής. Ο Άντονυ Ήντεν είχε αποφανθεί συναφώς ότι «άνευ της Κύπρου δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την προστασία της επαρκούς προσφοράς του πετρελαίου στην αγορά μας. Χωρίς πετρέλαιο θα έχομε ανεργία και πείνα στη Βρετανία. Είναι τόσο απλό...».
Το περιβάλλον ασφάλειας της Κύπρου έχει διαφοροποιηθεί κατά τα τελευταία χρόνια ως αποτέλεσμα των αντιπαραθέσεων που συμβαίνουν στο εγγύς περιβάλλον της για τον έλεγχο των ενεργειακών πρώτων υλών, καθώς επίσης και της δημογραφικής έκρηξης στις γειτονικές χώρες. Η Μέση Ανατολή συνεχίζει να αποτελεί περιοχή αστάθειας και πολεμικών συρράξεων. Με εξαίρεση το Ισραήλ, η Κύπρος περιβάλλεται από μουσουλμανικά κράτη τα οποία εμφανίζουν υψηλούς ρυθμούς δημογραφικής ανόδου αλλά και χαμηλούς δείκτες πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών μετασχηματισμών.
Είναι ευνόητο ότι η Κύπρος, ως μέλος της ΕΕ, επεκτείνει τα όρια της Ένωσης στα νοτιοανατολικά, πολύ εγγύς της Μέσης Ανατολής, δίνοντας τη δυνατότητα υποστήριξης αποστολών ΕΠΑΑ για διαχείριση κρίσεων στην εν λόγω περιοχή. Στα πλαίσια της συνεισφοράς δυνάμεων στην ΕΠΑΑ, η Κύπρος έχει διαθέσει στρατιωτικές μονάδες καθώς επίσης και τη χρήση του αεροδρομίου της Πάφου. Παράλληλα, μετέχει στο Σχηματισμό Μάχης (Battlegroup), με έθνος-πλαίσιο της Ελλάδα (HELBROC) στο οποίο συμμετέχουν επίσης η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Ωστόσο, οι συνεισφορές αυτές, καίτοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν σημαντικές, σε σχέση προς το μέγεθος της χώρας και των ενόπλων δυνάμεών της, κινδυνεύουν να παραμείνουν, σε κάποιες περιπτώσεις, άνευ αξίας λόγω της τουρκικής αντίδρασης και του γεγονότος ότι η Κύπρος δεν έχει καμία σχέση συνεργασίας με το ΝΑΤΟ.
Συγκεκριμένα, η μη συμμετοχή της Κύπρου τουλάχιστον στη Συνεργασία για την Ειρήνη (PfP), έχει ως αποτέλεσμα τη μη αποδοχή των συνεισφορών της στην ΕΠΑΑ, στις περιπτώσεις που η Ευρωπαϊκή Ένωση ενεργεί στα πλαίσια των ρυθμίσεων Berlin plus (των συμφωνιών δηλαδή που ρυθμίζουν τις σχέσεις ΕΕ-ΝΑΤΟ), δηλαδή κάνοντας χρήση μέσων και/ή δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο αυτό οι κοινές συσκέψεις της ΕΕ με την Ατλαντική Συμμαχία έχουν καταστεί αντικείμενο αντιπαραθέσεων μεταξύ της Κύπρου και της Τουρκίας, από το 2004.
Οι Τούρκοι αρνούνται, στην πράξη, να αποδεχθούν τη συμμετοχή της Κύπρου στις κοινές συσκέψεις των δύο οργανισμών. Η επίσημη αιτιολόγηση που δίδεται από αυτούς είναι η μη ύπαρξη συμφωνίας ασφαλείας της Κύπρου με το ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η Κύπρος μπορεί να συμμετέχει στις αυτόνομες επιχειρήσεις ΕΠΑΑ καθώς στις μη στρατιωτικές επιχειρήσεις. Μέχρι τέλους του 2009 έλαβε μέρος σε 4 στρατιωτικές επιχειρήσεις ΕΠΑΑ (EUFOR Tchad/RCA, EUNAVFOR Somalia, Artemis και EUFOR RD Congo) με 1-2 αξιωματικούς στο καθένα από τα αντίστοιχα επιχειρησιακά στρατηγεία. Δεν συμμετείχε όμως στις επιχειρήσεις Althea και Concordia οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των ρυθμίσεων Berlin Plus. Επίσης έλαβε μέρος σε 4 μη στρατιωτικές επιχειρήσεις με έναν ή δύο αστυνομικούς σε κάθε μία.
Προκειμένου να ξεπεραστεί το πρόβλημα του τουρκικού veto και να αρθεί το εμπόδιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε, με απόφαση που λήφθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2009, με ψήφους 293-283, να ενταχθεί η Κύπρος στην πρωτοβουλία PfP, αναθεωρώντας την μέχρι τώρα στάση της. Ωστόσο, ο Κύπριος Πρόεδρος Δ. Χριστόφιας, απέρριψε αμέσως κάθε τέτοιο ενδεχόμενο.
Σύμφωνα με τη συμφωνία Berlin Plus, η ΕΕ μπορεί να χρησιμοποιεί συγκεκριμένα μέσα και δυνατότητες του ΝΑΤΟ, προκειμένου να διεξάγει τις επιχειρήσεις της. Είναι προφανές ότι όλα τα κράτη μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν τη διάθεση και τη χρήση από την Ευρωπαϊκή Ένωση των μέσων σχεδιασμού και διοίκησης της Συμμαχίας. Η διαδικασία αυτή συνιστά αναντίρρητα ένα μέσο πίεσης που χρησιμοποιείται από τους Τούρκους έναντι της Κύπρου και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Κάθε φορά που μια (στρατιωιτκή) αποστολή στο πλαίσιο της ΕΠΑΑ κάνει χρήση δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ (μέσω της συμφωνίας Berlin Plus), η Τουρκία αξιώνει και επιβάλλει τη μη συμμετοχή της Κύπρου.
Από την άλλη, η Κύπρος προβάλλει veto στη συνεργασία της Τουρκίας με τον Ευρωπαϊκό Αμυντικό Οργανισμό (EDA) μια συνεργασία θα επιθυμούσε η Τουρκία. Η Τουρκία, όπως και η Νορβηγία, ήταν μέλη του WEAG (Western European Armament Group). Μετά την πλήρη απορρόφησή του από τον EDA (στον οποίο μόνο τα κράτη μέλη της ΕΕ μπορούν να συμμετέχουν), η Νορβηγία υπέγραψε ένα πλαίσιο συμφωνίας με τον Οργανισμό, που της επιτρέπει να συμμετέχει σε κάποιες δραστηριότητες του EDA. Αντιθέτως η Τουρκία δεν είναι δυνατόν να υπογράψει τέτοια συμφωνία.
Είναι προφανές ότι, όταν η ΕΕ χρησιμοποιεί μια αυτόνομη μονάδα σχεδιασμού και διοίκησης (για παράδειγμα ένα από τα πέντε επιχειρησιακά στρατηγεία που διαθέτει) τότε τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ωστόσο, η αντίθεση κάποιων κρατών μελών, κυρίως του Ηνωμένου Βασιλείου, μπορεί να εμποδίζουν την πλήρη αυτονομία της ΕΠΑΑ κατά την ανάπτυξη επιχειρήσεων, ώστε να υπάρχει προσφυγή σε μέσα και δυνατότητες του ΝΑΤΟ.
Μια άλλη δυσχέρεια που δημιουργεί η Τουρκία έχει σχέση με τη συνεργασία στις αποστολές ΕΠΑΑ και ΝΑΤΟ στην ίδια περιοχή επιχειρήσεων. Στις περιπτώσεις του Αφγανιστάν και του Κοσσόβου, όπου οι δύο οργανισμοί διεξάγουν ταυτοχρόνως συμπληρωματικές αποστολές, είναι λογικό ότι οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να είναι απόλυτα συντονισμένες. Η Τουρκία φέρει συνεχώς αντιρρήσεις για τον τύπο αυτό των επιχειρήσεων και έτσι δεν καθίσταται δυνατό να υπάρξει μια συμφωνία που θα επέτρεπε στο ΝΑΤΟ να εγγυηθεί την προστασία των αστυνομικών δυνάμεων οι οποίες συμμετέχουν στην αποστολή EUPOL της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Αφγανιστάν, ή της αντίστοιχης EULEX του Κοσσόβου. Επίσης, στην περίπτωση των ναυτικών επιχειρήσεων στην περιοχή του Κέρατος της Αφρικής (Σομαλία), όπου το μεν ΝΑΤΟ έχει τη δική του δύναμη με 6-7 πλοία, η δε ΕΕ έχει την EUNAVFOR (επιχείρηση Atalanta) με 4-6 πλοία, ενώ υπάρχει και η αμερικανική δύναμη που εδρεύει στο Τζιμπουτί, με 10 πλοία, η άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει τη χρήση μέσων επικοινωνιών του ΝΑΤΟ από χώρες που δεν είναι μέλη της Συμμαχίας, δημιουργεί προβλήματα συνεργασίας, ανταλλαγής πληροφοριών και συντονισμού των ενεργειών.
Είναι προφανές ότι υπό αυτές τις προϋποθέσεις η Κύπρος πάντα θα αποκλείεται από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ, όταν η τελευταία προσφεύγει σε μέσα και δυνατότητες του ΝΑΤΟ. Κατά συνέπεια, η μόνη λύση είναι η συμμετοχή της στις πρωτοβουλίες συνεργασίας του ΝΑΤΟ (PfP και EAPC). Η παραμονή της έξω από συμμαχίες και συνεργασίες, ενώ δεν της προσφέρει κανένα πλεονέκτημα, την αποκλείει από σημαντικά πολιτικά πλεονεκτήματα. Η Κύπρος, μη μετέχοντας σε καμία από της προαναφερθείσες πρωτοβουλίες του ΝΑΤΟ, στις οποίες είναι μέλη ακόμη και οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, βρίσκεται έξω από κάθε κοινό όργανο, συνεργασία, κλπ. Θα ήταν λοιπόν σκόπιμο να επιδιωχθεί, για παράδειγμα, η είσοδος της Κύπρου στον Μεσογειακό Διάλογο του ΝΑΤΟ, μια και βρίσκεται στο κέντρο της αντίστοιχης περιοχής, ενώ ελάχιστη επιδίωξή της θα πρέπει να αποτελέσει η είσοδός της στην PfP, κάτι που θα την έφερνε σε άμεση επαφή με την Ατλαντική Συμμαχία. Την θέση αυτή υποστηρίζει και η Ελλάδα, όπως εκφρασθεί στο παρελθόν τόσο από την πολιτική όσο και από την πολιτειακή ηγεσία.
Τίθεται βεβαίως το ερώτημα ποια θα ήταν η αντίδραση της Τουρκίας. Τυχόν προσπάθεια της Τουρκίας να παρεμποδίσει την είσοδο της Κύπρου, θα την έφερνε προ διπλού διλήμματος: πρώτον να δαπανήσει ένα πολιτικό της κεφάλαιο, δηλαδή το βέτο και δεύτερον να υποχρεωθεί να εξηγήσει γιατί δεν δέχεται αρνήσεις από άλλες χώρες για τη δική της είσοδο στην ΕΕ, ενώ η ίδια παρεμποδίζει την είσοδο άλλης χώρας σε διεθνές όργανο. Ακόμη και ως προσπάθεια πρόκλησης της Τουρκίας, μια ανάλογη ενέργεια της Κύπρου, θα είχε το ειδικό βάρος της, όταν μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει ήδη η πρόσκληση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς την Κύπρο, για να υποβάλει αίτηση ένταξης στην PfP.
Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει πρόοδος στο θέμα αυτό; Μπορούν επισημανθούν τρεις δυνατότητες:
 Καταρχήν, η δημιουργία μια διαρκούς αυτόνομης ευρωπαϊκής μονάδας σχεδιασμού και διοίκησης επιχειρήσεων, στο πνεύμα του SHAPE. Αυτό θα εξάλειφε κάθε ανάγκη προσφυγής της ΕΕ σε μέσα και δυνατότητες του ΝΑΤΟ και ενδεχομένως τον μόνιμο αποκλεισμό της Τουρκίας από τις επιχειρήσεις ΕΠΑΑ. Βεβαίως στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και η μόνιμη άρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου σε μια τέτοια προοπτική.
 Η εξομάλυνση των σχέσεων Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ΕΠΑΑ. Έτσι η Τουρκία θα έχει δύο επιλογές: να συμμετάσχει στις αποστολές ΕΠΑΑ σύμφωνα με τις επιδιώξεις της, ή όχι, αλλά χωρίς καμία δυνατότητα να τις μπλοκάρει. Βεβαίως στην πρώτη περίπτωση, τίθεται ως προϋπόθεση η έγκριση της Κύπρου, η οποία φυσικά δεν πρόκειται να συναινέσει ποτέ, εφόσον η Τουρκία συνεχίζει να μην την αναγνωρίζει.
 Η ένταξη της Κύπρου στην πρωτοβουλία PfP, προκειμένου να απολαμβάνει την ίδια θέση με την Αυστρία, την Φινλανδία, την Ιρλανδία ή τη Σουηδία και τη Μάλτα, κράτη μέλη της ΕΕ που επίσης είναι ουδέτερα, στα οποία όμως έχει προσφερθεί ένα πλαίσιο συνεργασίας με τη Συμμαχία.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το όλο πλαίσιο σχέσεων ΕΕ-ΝΑΤΟ έχει επίδραση και στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ, κυρίως εκείνες που δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ και χαρακτηρίζονται ως ουδέτερες. Ειδικώς η Κύπρος αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση, βαδίζοντας μόνη (μετά και την επανένταξη το 2008, της Μάλτας στις PfP και EAPC) εντός της ΕΕ, καθώς δεν ανήκει ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στην PfP. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η Κύπρος δεν μπορεί να συμμετέχει επαρκώς στην «αμυντική εμβάθυνση» μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΠΑΑ, όπως αποφασίσθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2008.
Οι συνέπειες της κατάστασης αυτής αντανακλώνται στην θεσμική και πολιτική αποδυνάμωση της Κύπρου, ειδικώς σε σχέση με τους τομείς της ευρωπαϊκής άμυνας και της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Επίσης στην διατήρηση και ενίσχυση του στρατηγικού ρόλου της Βρετανίας και της Τουρκίας στην περιοχή μέσω της Κύπρου, δεδομένης της ύπαρξης των βρετανικών βάσεων και της παράνομης παρουσίας των τουρκικών στρατευμάτων, που σταθμεύουν στο βόρειο τμήμα της νήσου από το 1974. Κατά συνέπεια, η απόμακρη στάση της Κύπρου έναντι του ΝΑΤΟ και της PfP, περιορίζει την ενεργό συμμετοχή της στους αμυντικούς θεσμούς της ΕΕ.
Η Γαλλική Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιέλαβε στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2008, αναφορές που δίνουν νέα ώθηση στην ΕΠΑΑ και τη σχέση της με το ΝΑΤΟ: «Η πολιτική αυτή, συμμορφούμενη προς τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται κατά πλήρως συμπληρωματικό τρόπο με το ΝΑΤΟ στο συμπεφωνημένο πλαίσιο στρατηγικής». Ο δε Γάλλος Πρόεδρος, μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 16 Δεκεμβρίου 2008, είπε ότι «οι 27 αντιλαμβάνονται τώρα ότι μιλάμε για την πολιτική ασφάλειας και άμυνας της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, ότι η ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας συμπληρώνει το ΝΑΤΟ και ότι δεν υπάρχει έδαφος για δημιουργία προβλημάτων μεταξύ τους».
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το ΝΑΤΟ εμφανίζεται ως το κοινό έδαφος για τις στρατηγικές σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών. Κατά συνέπεια προκύπτουν τα εξής ερωτήματα: Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για τους Ευρωπαίους να διατηρήσουν τη συνοχή τους; Να απομακρυνθούν από το ΝΑΤΟ ή να δημιουργήσουν ευρύτερη, βαθύτερη και εποικοδομητική συνεργασία με την Ατλαντική Συμμαχία;

Δημοσιεύθηκε στο ΑΜΥΝΑ & ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ, Νοέμβριος 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.