17/6/11

Πολιτικός Πατερναλισμός και Δημιουργική Καταστροφή


Αξίζει να σκεφτούμε το λόγο για τον οποίο το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να αυτοεξελιχθεί σε εθνικά επαρκή μηχανισμό κοινωνικής εξέλιξης – για να μην πω ότι συνεχίζει να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την πτώση της οικονομικής, πνευματικής και πολιτιστικής παραγωγικής δυναμικής στα κράσπεδα της χυδαιότητας και της ανυπαρξίας.


Η πολιτική διαδικασία της μεταπολίτευσης ευτελίστηκε σε σύνολο συμβάσεων μεσιτείας: ο Ελληνικός λαός εκπαιδεύτηκε να ψάχνει τον πολιτικό-μεσίτη που θα αυξήσει τις πιθανότητες να πουλήσει τις υπάρχουσες ικανότητές του στο κράτος. Αντίστοιχα, οι πολιτικοί αυτοπροσδιορίστηκαν ως μεσίτες και του πωλητή (πολίτης) και του αγοραστή (κράτος), με αποτέλεσμα να αποτελέσουν επίσης τον καταλύτη του συστήματος εξέλιξης της οικονομικής και πνευματικής ζωής του τόπου: αντί να κρατά τα εν δυνάμει καρκινώματα, φρόντιζε για την απομόνωση των υγιών στοιχείων εν δυνάμει αποσταθεροποίησης του σαθρού συστήματος.

«Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ'αυτό μένειν» είπε ο Ηράκλειτος – «Αν είναι δικός μας, κάτι θα γίνει, αλλιώς ας μη γίνει τίποτα», είπε το βαθύ κράτος της μεταπολίτευσης. Ένας άρρωστος οργανισμός που δεν αποδέχεται οιαδήποτε ανόμοια με την αρρώστια του πρόσθεση, συνεχίζει να παραμένει άρρωστος και, εν τέλει, αρχίζει να αυτοκαταστρέφεται. Με λίγα λόγια, δυστυχώς για κάποιους, ο Ηράκλειτος είναι δεδομένο ότι θα νικήσει.

Ποια θα μπορούσε να είναι η αλλαγή που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την επαναφορά σε ένα υγιές, κατά το δυνατό, πολιτικό σύστημα; Όσο και να ακούγεται τρομακτικό, μια πατερναλιστική μετάλλαξη. Ο πολιτικός θα έπρεπε να είναι ηγέτης: θα έπρεπε να έχει όραμα, να βλέπει μακριά και να προφυλάσσει με προνοητικότητα, να λέει την αλήθεια άνευ υπολογισμού του κόστους. Σκοπός του ηγέτη είναι αποκλειστικά ένας: η βελτιστοποίηση των σημερινών δράσεων για την εξασφάλιση του μέλλοντος.

Είναι πολύ εύκολο για έναν πατέρα να είναι ευχάριστος: να κάνει τα χατίρια της κόρης του, να μην εμπλέκεται στα προσωπικά της (πόσο μάλλον αν και αυτός είναι άτακτος), να την προστατεύει υλικά, να την δικαιολογεί για ό,τι κάνει, να μην συζητά ό,τι αποτελεί εν δυνάμει πηγή έντασης, να κρατάει τους τύπους αλλά όχι την ουσία.
Αντίστοιχα, είναι πολύ εύκολο για έναν πολιτικό να διευκολύνει τους ψηφοφόρους του με διορισμούς ή ό,τι άλλο σχετίζεται με την εμπέδωση του μεσιτικού συστήματος, να μην εμπλέκεται στην υιοθέτηση κοινωνικών προτύπων χαμηλής ηθικής στάθμης μετατρέποντας την ελευθερία επιλογής σε καταδικασμένη ελευθεριότητα, να δανείζεται ως μεσίτης για να βολέψει κενά καταναλωτικά πρότυπα των πολιτών, να δικαιολογεί συμπεριφορές που δεν συνάδουν με την υγιή κοινωνική εξέλιξη έως του σημείου υπόθαλψής της εις όφελος της διαφορετικότητας, να αποφεύγει τη συζήτηση στρατηγικών ζητημάτων για να μην ενοχλήσει είτε τον συνδικαλιστικό σύλλογο των πολιτικών-μεσιτών είτε την πνευματική νηνεμία του λαού, να μιλάει με στόμφο για την προάσπιση της δημοκρατίας την οποία ο ίδιος έχει ακυρώσει στην πράξη.
Το αποτέλεσμα είναι ίδιο: και η κόρη και η κοινωνία, όταν –όχι αν– έρθουν αντιμέτωπες με την αλήθεια, θα δυστυχήσουν.

Ο λύκος κι’αν εγέρασε… είναι δύσκολο να αλλάξει επάγγελμα: το μεταπολιτευτικό σύστημα, μετά από σχεδόν 40 χρόνια ‘δουλειάς’, ήρθε η ώρα να συνταξιοδοτηθεί.

Η αλλαγή θα μπορούσε, εντελώς θεωρητικά, να έχει ξεκινήσει τα τελευταία 10 χρόνια από το ίδιο το σύστημα, ούτως ώστε να διασφαλίσει την κοινωνικά βιώσιμη μετάβαση σε κάτι πιο υγιές. Το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία δεν έλαβε χώρα δεν είναι τυχαίο: το φαινόμενο καλείται επιστημονικά ‘optimism bias’ – ή, αλλιώς, παρηγοριά στον άρρωστο ως που να βγει η ψυχή του. Τα ζητήματα διαχείρισης της αλλαγής είναι απαγορευμένο τραγούδι για ένα σύστημα που έχει μεγαλώσει με τις αρχές «να τρουπώσω, το παν είναι να τρουπώσω, έτσι και τρουπώσω...».

Όταν ένα σύστημα αποτελεί το πρόβλημα, είναι προφανές ότι θα δηλώσει πως «οι περιστάσεις απαιτούν από κάθε πολιτικό να κάνει το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα προσωπικό του ζήτημα και όχι το προσωπικό του ζήτημα πολιτικό πρόβλημα»: επιλέγει να μην αποδέχεται ότι το πολιτικό πρόβλημα και το προσωπικό ζήτημα ταυτίζονται. Όταν ένα σύστημα έχει μάθει να μην δίνει λύσεις και να ψάχνει από μηχανής Θεούς, είναι προφανές ότι θα δηλώσει πως «ο τόπος έχει ανάγκη όχι από μεταρρυθμιστές αλλά από μεταρρυθμίσεις όχι από σωτήρες αλλά από σωτηρία»: επιλέγει να μην αποδέχεται ότι αυτός πρέπει να κάνει τη βρωμοδουλειά.

Η κατά Schumpeter θεωρία της Δημιουργικής Καταστροφής δεν είναι απλά ένα απότοκο σκέψης, αποκομμένο από την πραγματικότητα: αποτέλεσε αφενός την de facto βάση της θεωρίας clustering του Porter, στην οποία οφείλουν την ανάπτυξή τους οι περισσότερες σημερινές δυτικές οικονομίες, και αφετέρου την άλλη όψη του νομίσματος της εφαρμογής της θεωρίας του σοκ της Σχολής του Σικάγο, στην οποία βασίζεται η σύγχρονη μεταλαμπάδευση του συνόλου των αποτόκων των εργαλείων οικονομικού πολέμου που εφαρμόζονται στις μη δυτικές χώρες.

Η Δημιουργική Καταστροφή είναι πλέον ante portas: το θέμα είναι αν θα βρεθούν οι ηγέτες που θα την αξιοποιήσουν εις όφελος της πατρίδας.


Ministre plénipotentiaire

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.