7/6/11

Πού πηγαίνει η τουρκική Δημοκρατία;

της Dorothy Schmid                Le Monde


Η Τουρκία ψηφίζει στις 12 Ιουνίου, για την ανανέωση των βουλευτών της Εθνικής  Συνέλευσης της. Το αποτέλεσμα θεωρείται σαν δεδομένο: πιστοποιημένο με ευρύ προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, το κυβερνών Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Adalet ve Kalkinma Partisi, AKP), στην εξουσία από το 2002, πρέπει πάλι να κερδίσει μια μεγάλη εκλογική νίκη.



Το άγνωστο είναι το μέγεθος αυτής της νίκης και οι συνέπειές της. 
Με τις οικονομικές επιτυχίες του, το ΑΚΡ έχει συσπειρώσει μέχρι στιγμής ένα  ανόμοιο κοινό γύρω από την ιδέα της δημοκρατικής εμβάθυνσης. 
Όμως, η παρεμπόδιση της εναλλαγής, στα πλαίσια της αύξησης των περιφερειακών εντάσεων, οδηγεί σήμερα σε μερικές ερωτήσεις σχετικά με το μέλλον του τουρκικού καθεστώτος.

Από το 2002, οι ψηφοφορίες διαδέχονται η μια την άλλη με γρήγορο ρυθμό. 
Ούτε έτος χωρίς ψηφοφορία, φαίνεται να έχει γίνει το έμβλημα: τοπικές εκλογές (2009), βουλευτικές (οι τελευταίες το 2007),  δημοψηφίσματα (το τελευταίο το Σεπτέμβριο του 2010), σύντομα προεδρικές (το 2012 ή το 2013, για πρώτη φορά με άμεση ψηφοφορία). 

Η ακολουθία των ψηφοφοριών είναι σίγουρα ένας δείκτης της δημοκρατίας,αλλά αποκαλύπτει επίσης ένα ορισμένο τύπο διαχείρισης της εξουσίας: για μια ακόμη φορά, η προεκλογική εκστρατεία κυριαρχήθηκε από την προσωπικότητα του Πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος
διασταυρώνει τη δημοτικότητά του σε αυτές τις διαδικασίες των δημοψηφισμάτων.


Ο Πρωθυπουργός απολαμβάνει, πράγματι, από τις κάλπες,  μια νομιμότητα που δεν ήταν αυτονόητη. 
Η δημιουργία του κόμματός του το 2001, είναι η αρχή μιας «success story»  που κανείς δεν θα τολμούσε να είχε προβλέψει. Η προσχώρηση του ΑΚΡ στα κοινά το 2002, άνοιξε μια εποχή παράδοξης πολιτικής συνέχειας: η κυριαρχία ενός κόμματος έβαλε σ' εφαρμογή ένα  πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που συνοδεύεται από μια βαθιά αμφισβήτηση των κοινωνικοπολιτικών αναφορών που κληρονομήθηκαν από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.

Γεννημένο από ισλαμική γενεαλογία, το ΑΚΡ προκάλεσε εξαρχής τις κλασικές ιδεολογικές αρχές. 
Ξαφνιάζοντας τους παρατηρητές, ξεκίνησε τη κυβερνητική του δράση αναπτύσσοντας την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και τη καταπολέμηση των εμποδίων που παρακωλύουν την είσοδο της Τουρκίας στην μεγάλη κοινότητα των δυτικών εθνών.
Για την παγίωση του σώματος της εκλογικής του δύναμης, το ΑΚΡ έπρεπε να είναι  το ίδιο χρήσιμο σε όλους, και αυτός ο σχεδιασμένος ρεαλισμός του επέτρεπε να κάνει σημαντικά δημοκρατικά ανοίγματα: τέλος της στρατιωτικής ανάμιξης στη πολιτική ζωή, άνοιγμα του αρχείου του κουρδικού  προβλήματος, αρχή της ευαισθητοποίησης για το αρμενικό ζήτημα.
Αυτές οι τολμηρές κινήσεις αποπροσανατόλισαν σε μεγάλο βαθμό την αντιπολίτευση, σπρώχνοντας το παλιό κεμαλικό CHP (Cumhuriyet Halk Partisi) στις πιο συντηρητικές περιχαρακώσεις του, υποβιβάζοντας τα κουρδικά κόμματα σε ένα οριακό επαρχιακό περιθώριο και τους υπερεθνικιστικούς του ΜΗΡ (Milliyetçi Hareket Partisi - Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης) στους αρχαϊσμούς τους.

Ενώπιον αυτών των μεγάλων κόμματων, το ΑΚΡ επιβλήθηκε αρχικά σαν ενσάρκωση του εκσυγχρονισμού, επιδεικνύοντας επαγγελματισμό και αποτελεσματικότητα. 
Εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ακόμη τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις, από τις οποίες κατάφερε για σχεδόν δέκα χρόνια να αντλεί ψήφους.
 Όμως, η πρακτική της εξουσίας που εφαρμόζει  άλλαξε ριζικά: η δυναμική περιορίστηκε και ο ηγεμονικός πειρασμός είναι ορατός.

Το κατώτατο όριο εκπροσώπησης του 10% που ορίζει η τουρκική εκλογική νομοθεσία είναι αδίστακτο και είναι ορατός εκ νέου ο κίνδυνος να μετατρέψει σε καρικατούρα την εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο. 
Το ΜΗΡ –μεταξύ άλλων πολιτικών δυνάμεων- μπορεί να πληρώσει το τίμημα τέτοιων όρων: θύμα μιας ανέντιμης εκστρατείας «βίντεο και σεξ», τα περισσότερα από τα στελέχη του αναγκάστηκαν να παραιτηθούν για να αντιμετωπίσουν τη δημόσια κατακραυγή. 
Η διάδοση μαγνητοσκοπήσεων των σεξουαλικών δραστηριοτήτων των ηγετών των κομμάτων της αντιπολίτευσης φαίνεται εξάλλου να έχει γίνει το εθνικό άθλημα στην Τουρκία, από τότε που η μέθοδος αποδείχτηκε αποτεσλεσματική, με τον αποκλεισμό του Ντενίζ Μπαϊκάλ, του πρώην ηγέτη του CHP.

Μια τέτοια «μέθοδος» εκστρατείας προδίδει, εξ άλλου, την διάχυτη επιστροφή της ηθικής τάξης στην Τουρκία. 
Η γρήγορη απονομισματοποίηση του Κεμαλισμού, μια ιδεολογία της οποίας ο προοδευτικός χαρακτήρας, στα πλαίσια του πολιτικού περιβάλλοντος του εικοστού πρώτου αιώνα,είναι συζητήσιμος,  αφήνει εν τέλει ένα μεγάλο κενό.
Παίζοντας με τις ισλαμικές αναφορές του, το ΑΚΡ επανέφερε τη θρησκεία στο τουρκικό πολιτικό πεδίο.
Της προσέδωσε επίσης μια κοινωνική προβολή, θέτοντας την ως κριτήριο αξιοπρέπειας. 
Η θρησκευτικότητα και η κοινωνική συνείδηση προοδεύουν: η αναγνώριση των μειονοτήτων, που παρουσιάζεται σαν δημοκρατική εξέλιξη για μια καλύτερη συμβίωση, φαίνεται ότι μάλλον επαναφέρει   μια νέο-οθωμανική φαντασίωση, όπου η ιεραρχική διοικητική διάταξη των μιλέτ (όπου τα έθνη υπό της αυτοκρατορίας ορίζονται από τη θρησκεία τους), προσδιορίζει πάλι την κυριαρχία του Μουσουλμάνου.

Η κοσμική παλιά φρουρά έκανε πίσω μπροστά στην προφανή σημερινή πλειοψηφία: η τουρκική κοινωνία είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό διαποτισμένη από τη θρησκεία και αυτή η επιστροφή του Ισλάμ ικανοποιεί επίσης μια κίνηση για την επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας, ειδικά ενώπιο μιας Ευρώπης που σνομπάρει τώρα τους Τούρκους. 
Η ισλαμική ταυτότητα, που χρησιμοποιήθηκε ήδη από τον Ατατούρκ, εξαφανίζει πάλι την θρησκευτική, εθνοτική, πολιτιστική πολυμορφία της χώρας: ενώ οι Κούρδοι δεν υπήρξαν στο κεμαλικό σύστημα (είμαστε όλοι Τούρκοι), σήμερα  συλλαμβάνονται από το ΑΚΡ μέσω ενός στοιχείου μείωσης της ταυτότητάς τους (είμαστε όλοι μουσουλμάνοι).

Για τις παλιές δημοκρατίες μας, όλο και περισσότερο της αποχής, το επίπεδο του προεκλογικού ενθουσιασμού στην Τουρκία προκαλεί κάποια  έκπληξη. 
Τα κόμματα εμπλέκονται σε μια κλιμάκωση που αποκαλύπτει αναμφισβήτητα κάποιες εκρήξεις αντίδρασης της αντιπολίτευσης. 
Υπό την ηγεσία του νέου ηγέτη του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, το CHP συνεχίζει τις προσπάθειές ανασυγκρότησης του και επιχειρεί να επαναπροσδιοριστεί ως Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.
Όλα τα κόμματα απαιτούν ένα νέο σύνταγμα για την αντικατάσταση αυτού του 1980, που κληρονόμησαν από τους στρατιωτικούς, και να τεθεί οριστικό τέλος στην εποχή των πραξικοπημάτων.

Αλλά η βία των συζητήσεων αποκαλύπτει τη δυσκολία στην επίτευξη επιβολής μιας νέας τάξης: κυριαρχεί ο εθνικισμός, και η εκστρατεία σημαδεύτηκε από πολλά επεισόδια, κυρίως στη χώρα των Κούρδων. 
Το φιλοκουρδικό κόμμα (BDP Baris ve Demokrasi Partisi - Κόμμα για την Ειρήνη και τη Δημοκρατία), που υποχρεώνεται να υποβάλει τους υποψηφίους του ως ανεξάρτητους για να εξασφαλιστεί η πρόσβαση στο Κοινοβούλιο, παρά το κατώτατο όριο του 10%, είναι έτοιμο για την αντιπαράθεση. 
Με φόντο τις μεγάλες δίκες που εμπλέκουν τον στρατό, δίνεται η εντύπωση ενός ξεκαθαρίσματος αδιαφανών λογαριασμών.

Μέχρι τους τελευταίους μήνες, το τουρκικό πολιτικό σύστημα θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα είδος ανταγωνιστικής δημοκρατίας: μια ποικιλία εξουσιών, όπως εκτελεστική, δικαστική, στρατιωτική, των μέσων ενημέρωσης, των αδελφοτήτων, ήταν ενταγμένες σε μια μάχη, πολύ συχνά βίαιη, για την επικράτηση πολύ διαφορετικών ατζεντών, εξασφαλίζοντας τελικά μια ακολουθία βραχυπρόθεσμων ισορροπιών.

Σήμερα, η αποδυνάμωση του στρατού, η μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος κινούνται όλες προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας. 
Το ΑΚΡ κυβερνούσε για πολύ καιρό με μια αντιπολιτευτική κουλτούρα, αισθάνονταν απειλημένο παρόλο που ασκούσε την εξουσία, σε μια χώρα όπου δεν είναι τόσο δύσκολο να εξαφανιστούν τα «ενοχλητικά» πολιτικά κόμματα: το AKP δεν πέρασε μακριά από τη διάλυση το 2008, και ένα κουρδικό κόμμα απαγορεύτηκε το 2009. 
Ωστόσο, η ομάδα που είναι σήμερα στην εξουσία απολαμβάνει πλέον το καθεστώς της κυρίαρχης  του παιχνιδιού.
 Το AKP κατάφερε να ελέγξει τους θεσμούς, σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαθέτει σήμερα τα μέσα για να κλειδώσει το πολιτικό γίγνεσθαι.
Σήμερα, ορισμένοι δείκτες επισημαίνουν μια σκλήρυνση του καθεστώτος. 
Το μοντέλο του κυρίαρχου κόμματος επιστρέφει δυνατά: οι χρόνιες αδυναμίες του CHP, τόσο στην οργάνωση όσο και στις ιδέες, απομακρύνουν την οποιαδήποτε προοπτική εναλλαγής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο πρωθυπουργός φαίνεται να επηρεάζεται από ένα ηγεμονικό πειρασμό. 
Έχει ανακοινώσει επανειλημμένα την πρόθεσή του να μεταρρυθμίσει το σύστημα προς την Προεδρική Δημοκρατία, για να εξασφαλίσει οριστικά την εξουσία του. 
Αδίστακτος έναντι στις κριτικές, εμφανίζει ένα ύφος όλο και πιο αυταρχικό: μετά από ορισμένες θεαματικές συλλήψεις δημοσιογράφων της αντιπολίτευσης, που κατηγορήθηκαν ότι συνωμοτούσαν εναντίον του Κράτους, εγκαθιστά ένα κλίμα αυτολογοκρισίας στη χώρα.

Κάθε ερώτηση για τον χαρακτήρα του τουρκικού καθεστώτος πρέπει να λάβει υπόψη τους βαρείς εξωτερικούς καθοριστικούς παράγοντες. 
Στο εσωτερικό της Τουρκίας οι διπλωματικές επιτυχίες του υπουργού Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, εμφανίζονται θετικές. 
Η περιφερειακή αναδιάταξη που επιχειρήθηκε υπό την ηγεσία του επέτρεπε την αυτονόμηση της τουρκικής διπλωματίας που ευθυγραμμιζόταν με τη Δύση από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. 
Η Τουρκία επιβάλλεται στη γειτονιά της – στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, στον Καύκασο- ως «ήπια δύναμη» (soft power) καλοπροαίρετη, ικανή να παρέχει την καθοδήγηση σε σχετικά δύσκολα ζητήματα: οι Τούρκοι υπερασπίζουν τη διπλωματική οδό για το Ιράν και αντιστέκονται στο Ισραήλ για το παλαιστινιακό ζήτημα.

Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ανησυχούν για αυτές τις επιλογές στις οποίες δεν έχουν κανέναν έλεγχο και οι οποίες μπορεί να προαναγγέλλουν την επιτυχία ενός εναλλακτικού προτύπου κατανόησης των διεθνών σχέσεων, όλο και περισσότερο ισλαμιστικού χαρακτήρα. 
Το διεθνές κύρος της χώρας χαροποίει αντιθέτως τους Τούρκους στην αναζήτηση της ταυτότητας τους. 
Η συζήτηση για ένα πιθανό «τουρκικό μοντέλο» για τις αραβικές επαναστάσεις έχει την αξία της, αλλά με ασαφή τρόπο, επιστρέφοντας τις ενδόμυχα  στο ανατολικό στρατόπεδο.

Η «αραβική άνοιξη», στην πραγματικότητα, εξέπληξε τους Τούρκους όπως όλον τον κόσμο, και τους επηρεάζει πιο άμεσα, διότι ξαφνικά τους έβαλε αντιμέτωπους με νέες πολιτικές ευθύνες. 
Η ενόχληση είναι εμφανής: μετά τον δισταγμό για την Αίγυπτο και την αναζήτηση μιας μέσης λύσης για τη Λιβύη, η τουρκική κυβέρνηση σήμερα αγωνίζεται μάταια να καταστείλει την κρίση στη Συρία, χώρα με την οποία οι σχέσεις ήταν ιδιαίτερα στενές τα τελευταία χρόνια.
Επιτακτικές ανάγκες οικονομικής φύσεως, η πολυπλοκότητα του ιστού των σχέσεων με τα αραβικά καθεστώτα,  η απουσία πιστικών μέτρων πίεσης: βάλλει την αποτελεσματικότητα της προβαλλόμενης ηθικής συνοχής του νταβουτογλιανού μοντέλου.
Η γοητεία του τουρκικού παραδείγματος είναι αμφίσημη στη Μέση Ανατολή: για ορισμένους, η Τουρκία είναι το παράδειγμα μιας κοσμικής δημοκρατικής μετάβασης, για άλλους, προωθεί  την άνοδο ενός ισλαμικού διαχειριστικού μοντέλου.
Εναπόκειται στην επόμενη τουρκική κυβέρνηση να αποσαφηνίσει αυτή την ασάφεια, με την επιβολή  ενός ακόμα αβέβαιου πολιτικού μοντέλου, υπό το άγρυπνο βλέμμα των συμμάχων της.

Dorothee Schmid, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έκδοση της 07.06.11

 Le Monde.fr          07.06.2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.