3/7/11

«Δημόπουλος & Άλλοι εναντίον Τουρκίας», Απόφαση ΕΔΑΔ, Μάρτιος 2010

Τμήμα 1: Υιοθέτηση των καρπών του υπερτάτου εγκλήματος της «aggression»
(Α) Χρήση βίας από την Τουρκία εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος και της πολιτικής ανεξαρτησίας της ΚΔ – Έγκλημα κατά της ειρήνης – Παραβίαση αναγκαστικού έναντι πάντων κανόνα του διεθνούς δικαίου (του Άρθρου 2(4) του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ)
Εφ’ όσον ουδόλως απειλήθη ή υπέστη επίθεση απο την Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ) και εφ’ όσον ουδόλως εξουσιοδοτήθη εξ οιασδήποτε εντολής απο το Συμβούλιον Ασφαλείας του ΟΗΕ, η χρήση στρατιωτικής βίας (το θέρος του 1974) από την Τουρκία, εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος και της πολιτικής ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ), συνιστά:

i. Έγκλημα κατά της ειρήνης όπως αυτό συμπεριελήφθη στον Καταστατικό Χάρτη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης [Nuremberg, Charter of the International Military Tribunal, (1945), Art. 6(a)], συνιστά δηλαδή το «υπέρτατο» έγκλημα της «aggression», όπως αυτό διεπράχθη από τις δυνάμεις του άξονος εναντίον πολλών κρατών και δια το οποίο (όπως και δια εγκλήματα πολέμου και δια εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος [Nuremberg, Charter of the International Military Tribunal, (1945), Art. 6(b,c)]) κατεδικάσθησαν οι σημαντικώτεροι εγκληματίες πολέμου στην κύρια δίκη της Νυρεμβέργης, οι αποφάσεις της οποίας καθώς και οι συμφώνως του Χάρτη του Δικαστηρίου αναγνωρισθείσες αρχές του διεθνούς δικαίου, ενεκρίθησαν ομοφώνως από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1946 [UN, GA Resolution 95(I) (1946)].
ii. Παραβίαση του Άρθρου 2(4) του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ [Charter of the United Nations, Article 2, par. 4] δηλαδή του, έναντι πάντων («erga omnes»), αναγκαστικού κανόνα («jus cogens») του διεθνούς δικαίου, ο οποίος απαγορεύει την χρήση ή απειλή χρήσεως βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε κράτους (της ΚΔ συμπεριλαμβανομένης) [Amerasinghe & Others, International Jurists Opinion on Local Remedies, par. 1 (4/12/2009)].
(Β) Εξάντληση εσωτερικών ενδίκων μέσων – Καθιερωθείς κανόνας του διεθνούς δικαίου
Η αναγκαία εξάντληση εσωτερικών ενδίκων μέσων προ οιασδήποτε προσφυγής σε διεθνή δικαστικά όργανα αποτελεί καθιερωθέντα κανόνα του διεθνούς δικαίου. Τούτο βεβαίως ισχύει εφ’ όσον η εγκαθίδρυση καθώς και η λειτουργία των ευρίσκεται εν αρμονία με το διεθνές δίκαιο.
(Γ) Αναγνώριση «Νόμου 67/2005» και «δικαστηρίων» στα κατεχόμενα - Εν αντιθέσει με διεθνείς αποφάσεις οι οποίες δέν αναγνωρίζουν οιεσδήποτε καταστάσεις, οι οποίες προέκυψαν από την χρήση βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας ενός κράτους – Εν αντιθέσει με το διεθνές δίκαιο όπως το κωδικοποιεί η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου
Η αναγνώριση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) του «θεσπισθέντος» «Νόμου 67/2005» [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010) par. 127, 33, 34, 35, 36, 37] (συμφώνως του οποίου «ενεκαθιδρύθη» η «Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας» («ΕΑΠ») και συμφώνως του οποίου θα μπορούν να εφεσιβάλλονται οι αποφάσεις της «ΕΑΠ» στο «εγκαθιδρυθέν» εκ του 1985 «High Administrative Court») ως «προσβασίμου» και «αποτελεσματικού πλαισίου θεραπείας» (και άρα και η αναγνώριση της «ΕΑΠ» και του «High Administrative Court» ως «εσωτερικών ενδίκων μέσων») στην «αυτοανακηρυχθείσα» (εκ του 1983) «ανεξάρτητη» «Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου» («ΤΔΒΚ»), στην «μετεξελιγμένη» δηλαδή «Τουρκική Ομόσπονδη Πολιτεία Βορείου Κύπρου» («ΤΟΠΒΚ»), η οποία «εδημιουργήθη» το 1975 στο τμήμα του εδάφους της ΚΔ το οποίο κατελήφθη δια της βίας και άρα δια της παραβιάσεως της υποχρεώσεως της Τουρκίας έναντι του εθιμικού διεθνούς δικαίου δια μή χρήση ή μή απειλή χρήσεως βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε κράτους (δηλαδή της διαπράξεως του υπερτάτου εγκλήματος της «aggression» ως καθωρίσθη στην κύρια δίκη της Νυρεμβέργης το 1945 καθώς και της παραβιάσεως του θεμελιώδους Άρθρου 2(4) του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ το οποίο συνιστά αναγκαστικόν έναντι πάντων κανόνα του διεθνούς δικαίου), συγκρούεται, μεταξύ άλλων, με [Amerasinghe & Others, International Jurists Opinion on Local Remedies, par. 2, (4/12/2009)]:
1. Το Άρθρο 11 της Συμβάσεως του Μοντεβιδέο δια τα Δικαιώματα και τις Υποχρεώσεις των Κρατών, το οποίο τονίζει την υποχρέωση των συμβαλλομένων Κρατών (της Αμερικανικής Ηπείρου) να μην αναγνωρίσουν κατακτήσεις εδαφών ή αποκομίσεις ειδικών πλεονεκτημάτων τα οποία προέκυψαν δια της (χρήσεως) βίας [Montevideo Convention on Rights and Duties of States 1933, Article 11],
2. Το Άρθρο 5(3) του συναινετικού ορισμού της «aggression» του 1974 («aggression» είναι η χρήση στρατιωτικής βίας απο οιονδήποτε κράτος εναντίον της κυριαρχίας, εδαφικής ακεραιότητος ή πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε κράτους, ή καθ’οιονδήποτε άλλον τρόπο αντίθετο με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, ως παρατίθεται σε αυτό τον ορισμό» («Aggression is the use of armed force by a State against the sovereignty, territorial integrity or political independence of another State, or in any other manner inconsistent with the Charter of the United Nations, as set out in this Definition») [Consensus Definition of Aggression GA Res 3314 (XXIX) 1974, Article 1]), το οποίο τονίζει ότι «δέν αναγνωρίζεται ούτε θα αναγνωριστεί ως νόμιμη, η κατοχή εδάφους ή η αποκόμιση (οιουδήποτε) «special» πλεονεκτήματος η οποία προέκυψε από aggression» («no territorial acquisition or special advantage resulting from aggression is or shall be recognized as lawful») [Consensus Definition of Aggression GA Res 3314 (XXIX) 1974, Article 5(3)],
3. Τα «Draft Articles» δια την Υπευθυνότητα των Κρατών της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου (εντεταλμένης από τον ΟΗΕ δια την εξελικτική-προοδευτική ανάπτυξη και κωδικοποίηση του διεθνούς δικαίου), στα οποία τονίζεται ότι «υπάρχει παραβίαση διεθνούς υποχρεώσεως ενός κράτους όταν οιαδήποτε «act» του δέν ευρίσκεται σε συμφωνία με ότι απαιτείται από αυτό από εκείνη την υποχρέωση (Art. 12)» και επίσης απαγορεύεται η παροχή βοηθείας από ένα κράτος προς άλλο δια την διάπραξη μίας «internationally wrongful act» από το άλλο κράτος (Art.16) [International Law Commission (ILC), Draft Articles on the Responsibility of States for Internationally Wrongful Acts, Articles 12, 16 (2001)],
4. Το Άρθρο 41(2) των Draft Articles δια την Υπευθυνότητα των Κρατών δια «Internationally Wrongful Acts» της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου, στο οποίο τονίζεται ότι «ουδέν κράτος θα πρέπει να αναγνωρίσει ως νόμιμη οιανδήποτε κατάσταση η οποία προέκυψε από σοβαρή παραβίαση του Άρθρου 40 (στο οποίο ορίζεται ως σοβαρή, η ολοκληρωτική ή συστηματική παραβίαση απο ένα κράτος οιασδήποτε υποχρεώσεώς του η οποία απορρέει απο οιονδήποτε αναγκαστικό κανόνα του γενικού διεθνούς δικαίου) ούτε θα πρέπει να παράσχει βοήθεια ή συνδρομή δια την διατήρηση αυτής της (παράνομης) καταστάσεως» [ILC Draft Articles on the Responsibility of States for Internationally Wrongful Acts, Articles 40, 41(2) (2001)],
5. Και με το διευκρινιστικό σχόλιο της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου δια το Άρθρο 41 και του παραδείγματος δια την «sovereignty» (την οποία το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (ΔΔΔ) χαρακτηρίζει ως την θεμελιώδη αρχή επι της οποίας εδράζεται ολόκληρο το διεθνές δίκαιο [State Sovereignty, Science for Humanity, International Development Research Centre, Doc 13/37, ICJ Reports, 1986, par. 263]) απο το οποίο προκύπτει σαφώς ότι ουδέν κράτος θα πρέπει να αναγνωρίσει (είτε επισήμως είτε δια «acts» οι οποίες θα υπονοούσαν εμμέσως) ως νόμιμη, την επιχειρουμένη από την Τουρκία αρπαγή της «sovereignty» (αν όχι εξ ολοκλήρου, έστω τμήματος) του εδάφους της ΚΔ δια της αρνήσεως (της ασκήσεως) του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως του κυπριακού λαού (επι τη βάσει των ίσων δικαιωμάτων μεταξύ όλων των πολιτών της ΚΔ), ούτε θα πρέπει να παράσχει βοήθεια ή συνδρομή δια την διατήρηση αυτής της (παράνομης) καταστάσεως [ίδε σχόλιον ILC Draft Articles on the Responsibility of States for Internationally Wrongful Acts, Article 41 (2001)].
(Δ) Αναγνώριση «Νόμου 67/2005» και «δικαστηρίων» στα κατεχόμενα - Εν αντιθέσει με την καθιερωθείσα αρχή του διεθνούς δικαίου «ex injuria jus non oritur»
Η αναγνώριση από το ΕΔΑΔ του «θεσπισθέντος» «Νόμου 67/2005» καθώς και της «ΕΑΠ» και του «High Administrative Court» ως «εσωτερικών ενδίκων μέσων» στο κατεχόμενο τμήμα της ΚΔ, συγκρούεται με την καθιερωθείσα αρχή του διεθνούς δικαίου (κατ’άλλους δόγμα) «ex injuria jus non oritur» («δέν μπορούν να προκύψουν νόμιμα δικαιώματα απο μία παράνομη κατάσταση») απο την οποία εξάγεται σαφώς ότι, από την παρανομία της παραβιάσεως της υποχρεώσεως της Τουρκίας δια μή χρήση βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας της ΚΔ ουδόλως μπορεί να προκύψει είτε άμεσα είτε έμμεσα οιονδήποτε νόμιμο δικαίωμα υπέρ της Τουρκίας, ουδόλως δηλαδή μπορεί να νομιμοποιηθεί η κατοχή τμήματος της ΚΔ ούτε η ίδρυση της υποτελούς προς την Τουρκία «ΤΟΠΒΚ» ούτε η «μετεξέλιξή της, «ΤΔΒΚ», ούτε η δημιουργία οιασδήποτε νομοθετικής εξουσίας και η θέσπιση νόμων ούτε η «εγκαθίδρυση» «δικαστικών» ή οιωνδήποτε άλλων «αρχών» ή «οργάνων» (είτε αποδιδομένων στην Τουρκία είτε στην «ΤΔΒΚ» είτε και στις δύο) [ίδε και Amerasinghe & Others, International Jurists Opinion on Local Remedies, par. 3 (4/12/2009)].
(Ε) Αναγνώριση «δικαστηρίων» απο το ΕΔΑΔ στα κατεχόμενα - Εν αντιθέσει με το Άρθρο 6 της (Ευρωπαϊκής) Συμβάσεως δια την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών
Η αναγνώριση απο το ΕΔΑΔ των παραγώγων απο την παρανομία της παραβιάσεως της υποχρεώσεως της Τουρκίας δια μή χρήση βίας και άρα (ως δεικνύεται ανωτέρω) των παρανόμως «εγκαθιδρυθέντων δικαστικών οργάνων» στο κατεχόμενο τμήμα της ΚΔ (είτε αποδιδομένων στην Τουρκία είτε στην «ΤΔΒΚ» είτε και στις δύο), συγκρούεται με το Άρθρο 6 της (Ευρωπαϊκής) Συμβάσεως δια την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, στο οποίο τονίζεται μεταξύ άλλων ότι η διεκδίκηση των δικαιωμάτων θα πρέπει να γίνεται σε δικαστήρια νομίμως εγκαθιδρυθέντα [Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, Article 6].
(ΣΤ) Αναγνώριση «δικαστηρίων» απο το ΕΔΑΔ στα κατεχόμενα - Εν αντιθέσει με την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης «nemo judex in causa sua»
Το ΕΔΑΔ με την αναγνώριση ως «εσωτερικών ενδίκων μέσων» «δικαστικών οργάνων» στο κατεχόμενο τμήμα της ΚΔ (είτε αποδιδομένων στην Τουρκία είτε στην «ΤΔΒΚ» είτε και στις δύο), παραπέμπει τους παραπονουμένους να διεκδικήσουν τα δικαιώματά των σε «δικαστήρια» στα οποία «δικαστές» θα είναι οι διορισθέντες εκ των κατηγορουμένων ότι τα παρεβίασαν και συνεχίζουν να τα παραβιάζουν και άρα συγκρούεται με την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης «nemo judex in causa sua» («ουδείς δύναται να είναι δικαστής - κριτής σε υπόθεση η οποία τον αφορά») [ίδε και: Η απόφαση του ΕΔΑΔ και η αρχή του δικαίου, Ξενοφώντος Λαζάρου, Σημερινή 10/3/2010 και Συνταγματικό και Διοικητικό Δίκαιο Σ.Α. ντε Σμιθ (σελ. 57), N. M. Ranka, Senior Advogate, Principles of Natural Justice].
(Η) Αναγνώριση του «Νόμου 67/2005» της «ΤΔΒΚ» από το ΕΔΑΔ – Υπονόμευση του ψηφίσματος 541(1983) του ΣΑ του ΟΗΕ
Η αποδοχή/αναγνώριση απο το ΕΔΑΔ του «Νόμου 67/2005» καθώς και της «ΕΑΠ» και του «High Administrative Court» ως «εσωτερικών ενδίκων μέσων» υπαγομένων στην Τουρκία [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 103] (ως συναίνεσε και αφ’ εαυτής [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 108]) όχι μόνον προσδίδει «νομιμότητα» στην κατοχή τμήματος του εδάφους της ΚΔ απο την Τουρκία αλλά επιπλέον προσδίδει «νομιμότητα» και στην «ΤΔΒΚ» καθότι αναγνωρίζει την «νομοθετική εξουσία» της «ΤΔΒΚ» η οποία «εθέσπισε» τον «Νόμο 67/2005», αναγνωρίζει «διατάξεις» του «συντάγματος» της «ΤΔΒΚ» τμήμα του οποίου αποτελεί ο «Νόμος 67/2005» και αναγνωρίζει (ως αναφέρονται στον «Νόμο 67/2005») «θεσμούς», «αρχές», «όργανα» καθώς και άλλους «νόμους» (πχ τον «Πρόεδρο» της «ΤΔΒΚ», το «Υπουργικό Συμβούλιο της ΤΔΒΚ», το «Supreme Council of Judicature της ΤΔΒΚ», το «Ανώτατο Δικαστήριο της ΤΔΒΚ» το «Κτηματολόγιο», τον «Νόμο Προϋπολογισμού», το «Υπουργείο υπεύθυνο δια οικονομικά ζητήματα»), εκ των οποίων εξαρτάται η «ύπαρξη» και «λειτουργία» του «μηχανισμού» της «ΕΑΠ». Η αναγνώριση της «ΕΑΠ» και του «High Administrative Court» έχει επίσης ως άμεσο επακόλουθο ότι το ΕΔΑΔ θα μπορούσε να αναγνωρίσει/αποδεχθεί και την «νομιμότητα» «αποφάσεών» των και αναπόφευκτα την αναγνώριση των «προνοιών» του «Συντάγματος» οι οποίες θεσμοθετούν το «δικαιακό σύστημα» δηλαδή την «δικαστική εξουσία» της «ΤΔΒΚ». Εν κατακλείδι, η αναγνώριση του «Νόμου 67/2005», του μηχανισμού της «ΕΑΠ» καθώς και τα αποτελέσματα της λειτουργίας του (συμπεριλαμβομένων και «δεδικασμένων εφέσεων» στο «High Administrative Court»), απολήγουν αναποφεύκτως στην έμμεση πλήν ουσιαστική αναγνώριση της «ΤΔΒΚ» απο το ΕΔΑΔ. Τέτοια αναγνώριση, ανεξαρτήτως των συνεχών διαβεβαιώσεων του ΕΔΑΔ περί του αντιθέτου (πχ «As has been consistently emphasised, this conclusion does not in any way put in doubt the view adopted by the international community regarding the establishment of the «TRNC» or the fact that the government of the Republic of Cyprus remains the sole legitimate government of Cyprus ([ECHR, Foka vs Turkey, (2008) par. 84])» [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey, par. 96]), υπονομεύει το ψήφισμα 541(1983) της 18/11/1983 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το οποίο μεταξύ άλλων καταδικάζει την ανακήρυξη (της 15/11/1983) της «ΤΔΒΚ» ως «legally invalid», καλεί την απόσυρσή της και καλεί όλα τα κράτη να μήν αναγνωρίσουν οιονδήποτε Κυπριακό κράτος πλήν της ΚΔ [UN, Security Council Resolution 541(1983)] και επιβάλλει (σύμφωνα με το Άρθρο 25 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ [Charter of the United Nations, Article 25]) το υποχρεωτικό καθήκον της μή αναγνωρίσεως της «ΤΔΒΚ» προς όλα τα κράτη μέλη του ΟΗΕ. [Ίδε και ECHR, Cyprus vs Turkey (2001), Partly dissenting Opinion of Judge Palm joined by Judges Jungwiert, Levits, Pantiru, Kovler and Marcus-Helmons]
(Θ) Αναγνώριση «δικαστηρίων» απο το ΕΔΑΔ στα κατεχόμενα – Παρερμηνεία της εξαιρέσεως της Ναμίμπια – Διαφορετική η περίπτωση των κατεχομένων
Θεμελιώδες επιχείρημα του ΕΔΑΔ δια την αναγνώριση ως «εσωτερικών ενδίκων μέσων» «εγκαθιδρυθέντων» «δικαστικών οργάνων» στα κατεχόμενα ήτο η «άντληση στηρίξεως» [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey, par. 94], από την εξαίρεση της παραγράφου 125 της συμβουλευτικής γνωματεύσεως του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης (ΔΔΔ) δια την Ναμίμπια (το 1971), η οποία προέκυψε απο το ενδιαφέρον του ΔΔΔ δια το συμφέρον ή όφελος των «people» της υπο κατοχήν περιοχής, δηλαδή δια την μή χειροτέρευση της ήδη δεινής θέσης των δοκιμαζομένων στην καθημερινότητα της κατοχής. Δια να στηρίξει όμως αυτή του την απόφαση το ΕΔΑΔ, διωλίσθησε σε πλήρη παρερμηνεία της εξαιρέσεως της παραγράφου 125 και επίσης, διεσυνέδεσε δύο περιπτώσεις (της Ναμίμπια και των κατεχομένων) οι οποίες διαφέρουν σημαντικώς:
1. Όταν το ΔΔΔ απεδέχθη, κατ’ εξαίρεση, την ισχύ ορισμένων «acts» των παρανόμων κατοχικών νοτιοαφρικανικών αρχών, όπως της εκδόσεως πιστοποιητικών γεννήσεων, θανάτων και γάμων, οι επιπτώσεις των οποίων θα απέβαιναν αποκλειστικώς και μόνον προς όφελος των «people» της κατεχομένης Ναμίμπια (η συντριπτική πλειονότης των οποίων αποτελούσε τους εν δοκιμασία ένεκα της κατοχής αυτόχθονες (85% και πλέον) καθώς και τους μιγάδες (6~7%)) [Cyprus vs Turkey, par. 93, Advisory Opinion on Legal Consequences for States of the Continued Presence of South Africa in Namibia (South West Africa), International Court of Justice Reports 16, p. 56, par. 125], έθεσε την αποδοχή τέτοιων «acts» καθώς και των επιπτώσεών των μέσα στο αυστηρό πλαίσιο της κεντρικής (και υπερισχύουσας) φιλοσοφίας της συμβουλευτικής γνωματεύσεώς του, η οποία μεταξύ άλλων τόνιζε την παρανομία της συνεχίσεως της παρουσίας της Νοτίου Αφρικής στην Ναμίμπια, την υποχρέωση της άμεσης αποσύρσεως της Νοτίου Αφρικής από την Ναμίμπια, την υποχρέωση όλων των κρατών της μή αναγνωρίσεως οιασδήποτε «act» διενεργούσε η Νότιος Αφρική δια λογαριασμό της Ναμίμπια και την υπευθυνότητα της Νοτίου Αφρικής έναντι του διεθνούς δικαίου δια οιεσδήποτε παραβιάσεις των διεθνών της υποχρεώσεων ή και των δικαιωμάτων των «people» της Ναμίμπια [ECHR, Cyprus vs Turkey, Partly dissenting Opinion of Judge Marcus-Helmons, par. 1 (2001), Amerasinghe & Others, International Jurists Opinion on Local Remedies, par. 5 (4/12/2009)]. Η αποδοχή από το ΔΔΔ της ισχύος ορισμένων «acts» των παρανόμων νοτιοαφρικανικών αρχών αφορούσε σε τέτοιες «acts», οι οποίες εξ αντικειμένου αφ’ ενός θα πραγματοποιούντο/διεκπεραιώνοντο προς όφελος των «people» της κατεχομένης Ναμίμπια και αφ’ ετέρου δέν θα αναιρούσαν την καταδίκη ούτε την υποχρέωση της μή αναγνωρίσεως της παρανομίας της κατοχής ούτε οιωνδήποτε παραγώγων της. Το συγκεκριμένο παράδειγμα (της αποδοχής της ισχύος των εκδιδομένων απο τις παράνομες κατοχικές αρχές πιστοποιητικών γεννήσεων, θανάτων και γάμων) το οποίο κατεδείκνυε ξεκάθαρα και το γράμμα και το πνεύμα του ΔΔΔ, πληρούσε και την πρώτη προϋπόθεση και την υπερισχύουσα της πρώτης, δεύτερη προϋπόθεση, καθότι αφ’ ενός εξυπηρετούσε το συμφέρον των «people» της Ναμίμπια (η συντριπτική πλειονότης των οποίων αποτελούσε τους εν δοκιμασία ένεκα της κατοχής αυτόχθονες), και αφ’ ετέρου δέν αναιρούσε την καταδίκη ούτε την υποχρέωση μή αναγνωρίσεως της παρανομίας της κατοχής ούτε οιωνδήποτε παραγώγων της. Αντιθέτως, η αναγνώριση «δικαστικών οργάνων» των κατεχομένων από το ΕΔΑΔ (είτε αποδιδομένων στην Τουρκία είτε στην «ΤΔΒΚ» είτε και στις δύο), αφ ενός, δέν αποβαίνει (εκτός επιτηδευμένων εξαιρέσεων) προς όφελος των, εκ των κατ’ εξοχήν θυμάτων της κατοχής, Ελληνο-Κυπρίων ιδιοκτητών περιουσιών στα κατεχόμενα [ίδε (Ι) και (Θ(4))], και αφ’ετέρου (ως αναφέρεται επανειλημμένως ανωτέρω) συγκρούεται με διεθνείς αποφάσεις καθώς και με την καθιερωθείσα αρχή του διεθνούς δικαίου «ex injuria jus non oritur» δια μή αναγνώριση εδαφικών ή διοικητικών αλλαγών (όπως «εγκαθιδρύσεως» και «λειτουργίας» «δικαστικών οργάνων») στο τμήμα του εδάφους της ΚΔ το οποίο κατελήφθη δια της βίας και άρα δια της παραβιάσεως της υποχρεώσεως της Τουρκίας έναντι του εθιμικού διεθνούς δικαίου δια μή χρήση ή μή απειλή χρήσεως βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε κράτους.
2. Ενώ ο πληθυσμός της κατεχομένης (τότε) Ναμίμπια (85% και πλέον αυτοχθόνων, 6~7% μιγάδων και 6~7% λευκών) ουδόλως υπέστη ουσιαστική δημογραφική αλλοίωση εκ μέρους της Νοτίου Αφρικής, αντιθέτως, ο πληθυσμός των κατεχομένων συνιστά προϊόν ουσιαστικής δημογραφικής αλλοιώσεως εκ μέρους της Τουρκίας, ως αποτέλεσμα του εγκλήματος της μαζικής εκδιώξεως σχεδόν όλων των αυτοχθόνων Ελληνο-Κυπρίων εξ αιτίας της εθνοτικής των καταγωγής και θρησκευτικής πίστεως, ως αποτέλεσμα του εγκλήματος του εποικισμού (δια της μεταφοράς πεντακοσίων και πλέον χιλιάδων εποίκων μέγα μέρος των οποίων «κατέχει» και «χρησιμοποιεί» κατασχεθείσες ιδιωτικές Ελληνο-Κυπριακές περιουσίες), ως αποτέλεσμα της παράνομης παραμονής περίπου 50 χιλιάδων Τούρκων στρατιωτών και ως αποτέλεσμα της παραμονής (συνεχούς ή κατά διαστήματα) 10~20 χιλιάδων ξένων (κυρίως Ευρωπαίων πολιτών) οι οποίοι «απέκτησαν» δια «αγοράς» ή άλλων «μεθόδων» κατασχεθείσες Ελληνο-Κυπριακές περιουσίες. Οι 500 και πλέον χιλιάδες έποικοι, οι 50 χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες και οι 10~20 χιλιάδες ξένοι προστίθενται στους Τουρκο-Κυπρίους οι οποίοι διέμεναν στο μετέπειτα κατεχόμενο τμήμα της ΚΔ και οι οποίοι προ της εισβολής ανήρχοντο σε 71 χιλιάδες καθώς και στους 45,000 Τουρκο-Κυπρίους οι οποίοι διέμεναν στο μή καταληφθέν τμήμα της ΚΔ και οι οποίοι άνευ οιουδήποτε καταναγκασμού εκ μέρους της ΚΔ το εγκατέλειψαν μετά την εισβολή (1974~75) και «εγκατεστάθησαν» σε κατασχεθείσες ιδιωτικές Ελληνο-Κυπριακές περιουσίες και οι οποίοι (ή οι νόμιμοι κληρονόμοι/απόγονοί των) έχουν την δυνατότητα, όποτε θελήσουν, να διεκδικήσουν την αποκατάσταση (εκτός εξαιρέσεων) των περιουσιών των στο ελεύθερο τμήμα και εάν επιθυμούν να επιστρέψουν σε αυτές (ή οπουδήποτε αλλού στο ελεύθερο τμήμα της ΚΔ). Ο αριθμός του ουσιαστικώς αλλοιωμένου πληθυσμού των κατεχομένων υπερβαίνει σήμερα τις 700 χιλιάδες συμπεριλαμβανομένου και του αμελητέου αριθμού των εναπομεινάντων (όχι πέραν των 300) Ελληνο-Κυπρίων και μή συμπεριλαμβανομένου του αριθμού μερικών χιλιάδων Τουρκο-Κυπρίων οι οποίοι σύν τω χρόνω εγκατέλειψαν τα κατεχόμενα (πρίν και (κυρίως) μετά την τουρκική εισβολή) και διαμένουν σε άλλες χώρες, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο.
3. Όταν το ΔΔΔ απεδέχθη, κατ’ εξαίρεση και με ιδιαίτερη προσοχή, την ισχύ ορισμένων «acts» των παρανόμων κατοχικών νοτιοαφρικανικών αρχών, όπως της εκδόσεως πιστοποιητικών γεννήσεων, θανάτων και γάμων, οι επιπτώσεις των οποίων θα απέβαιναν αποκλειστικώς και μόνον προς όφελος των «people» της κατεχομένης Ναμίμπια (η συντριπτική πλειονότης των οποίων αποτελούσε τους εν δοκιμασία ένεκεν της κατοχής αυτόχθονες (πλέον του 85%) καθώς και τους μιγάδες (6~7%)) το έπραξε καθότι οι μή εκδιωχθέντες «people» της Ναμίμπια, εβίωναν αναπόφευκτα στην καθημερινότητά των την κατοχή. Αντιθέτως, το ΕΔΑΔ απεφάσισε χωρίς δυσκολία να κατευθύνει προς τα παράνομα «δικαστήρια» οιουσδήποτε Ελληνο-Κυπρίους [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 94, 98, ECHR, Cyprus vs Turkey (2001), par. 98] επιθυμούν να διεκδικήσουν τα ούτως ή άλλως ακρωτηριασθέντα εκ του ιδίου [(Κ), (Λ)] ιδιοκτησιακά των δικαιώματα στα κατεχόμενα, οι οποίοι όμως είτε εκδιωχθέντες (πλήν ελαχίστων) είτε ιδιοκτήτες κατεχομένων περιουσιών αλλά μη διαμένοντες (προ της εισβολής) στα μετέπειτα κατεχόμενα, δέν βιώνουν την κατοχή στην καθημερινότητά των δια να είναι απαραίτητο να εξαρτώνται απο ορισμένες «acts» των παρανόμων κατοχικών αρχών, οι επιπτώσεις των οποίων θα αποβαίνουν αποκλειστικώς και μόνον προς «όφελός των».
4. Εφ’όσον το καθωρισθέν πλαίσιο λειτουργίας, των αναγνωρισθέντων εκ του ΕΔΑΔ «ενδίκων μέσων» στα κατεχόμενα, (θα) απολήγει στην «προστασία» και «κατοχύρωση» «αφαιρεθέντων» ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων απο μία εθνοτική ομάδα (Ελληνο-Κυπρίων νομίμων ιδιοκτητών) και «εκχωρηθέντων» προς άλλες εθνοτικές ομάδες (Τούρκων εποίκων, Τουρκο-Κυπρίων και άλλων) παρανόμων «κατεχόντων/χρηστών» των κατασχεθεισών ιδιοκτησιών των νομίμων (Ελληνο-Κυπρίων) ιδιοκτητών, συνιστά, ταυτοχρόνως με την παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικής ιδιοκτησίας και ξεκάθαρη παραβίαση της αρχής της μή διακρίσεως [ίδε (Ο)] και άρα ουδεμίαν σχέση έχει με την εξαίρεση της (παραγράφου 125 της) Ναμίμπια η οποία απέβλεπε προς το συμφέρον/όφελος (όλων) των «people» της κατεχομένης περιοχής άνευ οιασδήποτε διακρίσεως.
5. Εκτός από την εν αντιθέσει με το διεθνές δίκαιο έμμεση αλλά ουσιαστική «νομιμοποίηση» των παραγώγων της παρανομίας της τουρκικής εισβολής (της τουρκικής κατοχής [ίδε (Γ), (Δ)], της ανακηρύξεως της «ΤΔΒΚ» [ίδε (Η)] και της κατασχέσεως των Ελληνο-Κυπριακών ιδιοκτησιών και διανομής των προς «κατοίκους» της «ΤΔΒΚ» [ίδε (Κ), (Λ)]), ο αναγνωρισθείς εκ του ΕΔΑΔ μηχανισμός της «ΕΑΠ», ουδόλως άπτεται ή σχετίζεται, κατά οιανδήποτε πρακτική έννοια οιασδήποτε «προστασίας» των δικαιωμάτων καθώς και της «βελτιώσεως» της καθημερινής διαβιώσεως των «κατοίκων» των κατεχομένων, οι οποίοι ούτως ή άλλως (κατά κανόνα) δέν ευρίσκονται υπο δοκιμασίαν ένεκεν της τουρκικής κατοχής, και άρα, (ο μηχανισμός της «ΕΑΠ») ουδόλως σχετίζεται με την εξαίρεση της Ναμίμπια. Επιπλέον, εν αντιθέσει με τους κατοίκους της Ναμίμπια οι οποίοι εξαρτώντο από «acts» όπως εκδόσεις πιστοποιητικών γεννήσεων, γάμων,θανάτων κλπ των κατοχικών νοτιοαφρικανικών αρχών, οι Τουρκο-Κύπριοι (εκτός του ότι πολλοί εξ αυτών «κατέχουν/χρησιμοποιούν» παρανόμως ιδιοκτησίες οι οποίες δέν τους ανήκουν) αποκτούν (εκ του 2003) εκ της ΚΔ διάφορα πιστοποιητικά και άλλα έγγραφα τα οποία τους είναι χρήσιμα διεθνώς (πχ ταυτότητες και διαβατήρια της ΚΔ δια ταξίδια στην ΕΕ και αλλού), και επίσης, όλοι ανεξαιρέτως απολαμβάνουν στο ελεύθερο τμήμα της ΚΔ διαφόρων ωφελημάτων (όπως δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως) και μάλιστα άνευ οιασδήποτε οικονομικής ή άλλης υποχρεώσεως! Οι δε έποικοι άνκαι συμμετέχοντες στην παρανομία η οποία εκπηγάζει απο την παρανομία του εποικισμού καθώς και στην παρανομία της «κατοχής/χρήσεως» ιδιοκτησιών οι οποίες δέν τους ανήκουν, παραμένουν Τούρκοι πολίτες και ουδέν κώλυμμα αντιμετωπίζουν ως προς οιεσδήποτε διεθνείς των δραστηριότητες καθώς διαθέτουν (ή μπορούν να αποκτήσουν) πιστοποιητικά και έγγραφα της Τουρκίας.
6. Εν αντιθέσει με την υιοθετηθείσα εκ του ΕΔΑΔ άποψη μερικών δικαστών του ΔΔΔ («It is to be noted that the International Court's Advisory Opinion, read in conjunction with the pleadings and the explanations given by some of that court's members, shows clearly that, in situations similar to those arising in the present case, the obligation to disregard acts of de facto entities is far from absolute. Life goes on in the territory concerned for its inhabitants. That life must be made tolerable and be protected by the de facto authorities, including their courts; and in the very interest of the inhabitants, the acts of these authorities related thereto cannot simply be ignored by third States or by international institutions, especially courts, including this one.» [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 94, ECHR, Cyprus vs Turkey (2001), par. 96]) βάσει της οποίας υιοθετείται εκ του ΕΔΑΔ και το συμπέρασμα ότι «δέν μπορεί έτσι απλά να αγνοήσει τα «δικαστικά όργανα» τα οποία συνεστάθησαν από την «ΤΔΒΚ» και «ότι είναι προς το συμφέρον των κατοίκων της «ΤΔΒΚ», συμπεριλαμβανομένων και των Ελληνο-Κυπρίων (εννοεί ασχέτως εάν δέν ευρίσκονται στα κατεχόμενα) να μπορούν να αναζητούν την προστασία τέτοιων οργάνων» («... it cannot simply disregard the judicial organs set up by the “TRNC” in so far as the relationships at issue in the present case are concerned. It is in the very interest of the inhabitants of the “TRNC”, including Greek Cypriots, to be able to seek the protection of such organs; ...» [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 94, ECHR, Cyprus vs Turkey (2001), par. 98]), η εξαίρεση της παραγράφου 125 της συμβουλευτικής γνωματεύσεως του ΔΔΔ δια την Ναμίμπια («In general, the non-recognition of South Africa's administration of the Territory should not result in depriving the people of Namibia of any advantages derived from international co-operation. In particular, while official acts performed by the Government of South Africa on behalf of or concerning Namibia after the termination of the Mandate are illegal and invalid, this invalidity cannot be extended to those acts, such as, for instance, the registration of births, deaths and marriages, the effects of which can be ignored only to the detriment of the inhabitants of the Territory.» [ECHR, Cyprus vs Turkey (2001), par. 93]) ουδόλως ανεφέρετο και ουδόλως παρέπεμπε είτε σε εξάντληση «εσωτερικών ενδίκων μέσων» είτε σε αναγνώριση «εγκυρότητος δικαστηρίων» τα οποία «ενεκαθιδρύθησαν» και «λειτουργούσαν» σε καθεστώς παρανομίας. Πάντοτε υπο την βασική προϋπόθεση της μή αναγνωρίσεως της παρανομίας της κατοχής, εξυπηρετούσε αποκλειστικώς και μόνο την προστασία των δικαιωμάτων των κατοίκων (στην συντριπτική πλειονότητα αυτοχθόνων) οι οποίοι διέμεναν στην κατεχόμενη περιοχή και οι οποίοι υπέφεραν από την κατοχή) σε κατάσταση καθολικής παρανομίας. [Ίδε και ECHR, Cyprus vs Turkey, Partly dissenting Opinion of Judge Marcus-Helmons (2001), par. 2, 6]
7. Οι «αρχές» οι οποίες ασκούσαν εξουσία στην (μετονομασθείσα σε Ναμίμπια με ψήφισμα της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ το 1968) Νοτιο-Δυτική Αφρική ήτο αρχικώς νόμιμες (όπως και τα δικαστήριά των) συμφώνως της εντολής προσωρινής διοικήσεως («mandate») η οποία εκχωρήθη από την Κοινωνίαν των Εθνών το 1920 προς την Νότιον Αφρική. Κατέστησαν παράνομες (όπως και τα δικαστήριά των) μόνον όταν, μετά από παρέλευση σχεδόν μισού αιώνος, ετερματίσθη η εντολή (το 1966), με απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ [GA Resolution 2145 (XXI) (1966)] (ως επιβεβαιώθη το 1971 και από το ΔΔΔ (έπειτα από προσφυγή του ΣΑ του ΟΗΕ το 1970)). Στο βόρειο τμήμα της ΚΔ, νομίμως εγκαθιδρυθέντα δικαστήρια υπήρχαν μόνο μέχρι το καλοκαίρι του 1974 και έκτοτε, εξαιτίας της τουρκικής εισβολής, δέν υπάρχουν. Ενώ δηλαδή στην περίπτωση των κατεχομένων τα παράνομα «δικαστήρια» «ενεκαθιδρύθησαν» μετά την τουρκική εισβολή και ουδεμίαν απολύτως σχέση είχαν με τα νόμιμα δικαστήρια τα οποία υπήρχαν στο βόρειο τμήμα της ΚΔ πρίν από την εισβολή, στην περίπτωση της Νοτιο-Δυτικής Αφρικής τα δικαστήρια πρίν από τον τερματισμό της «mandate» (από το 1920 μέχρι το 1966) ήτο νόμιμα και μόνον μετά τον τερματισμό της «mandate» (1966), τα ίδια και τα αυτά δικαστήρια, κατέστησαν παράνομα. [Ίδε και ECHR, Cyprus vs Turkey, Partly dissenting Opinion of Judge Marcus-Helmons (2001), par. 3]
8. Ενώ η επικράτεια της Ναμίμπια ευρίσκετο ολόκληρη υπο κατοχή, μόνον τμήμα της ΚΔ κατελήφθη και άρα η εν αντιθέσει με το διεθνές δίκαιο αναγνώριση απο το ΕΔΑΔ «εγκαθιδρυθέντων δικαστικών οργάνων» στα κατεχόμενα, όχι μόνον προσδίδει «νομιμότητα» στην παρανομία της κατοχής αλλά επιπλέον πλήττει και υποβαθμίζει την κυριαρχία της ΚΔ.
(Ι) Ούτε η αναγνώριση ούτε οιαδήποτε προσφυγή σε «αναγνωρισθέντα» εκ του ΕΔΑΔ «δικαστήρια» στην «ΤΔΒΚ» αποβαίνει (εκτός επιτηδευμένων εξαιρέσεων) προς όφελος των Ελληνο-Κυπρίων
Η «άντληση στηρίξεως» από την εξαίρεση της Ναμίμπια (η οποία προέκυψε από το ενδιαφέρον του ΔΔΔ δια το συμφέρον των κατοίκων της Ναμίμπια ως θυμάτων της νοτιοαφρικανικής κατοχής), ώθησε αναποφεύκτως το ΕΔΑΔ να επιδείξει ανάλογο «ενδιαφέρον» δια το συμφέρον/όφελος και των εκ των κατ’εξοχήν θυμάτων της τουρκικής κατοχής Ελληνο-Κυπρίων ιδιοκτητών κατασχεθεισών περιουσιών στην «ΤΔΒΚ».
Το ατομικό συμφέρον, όμως, των Ελληνο-Κυπρίων ιδιοκτητών ουδόλως προστατεύεται (εκτός επιτηδευμένων εξαιρέσεων) απο την αναγνώριση «εγκαθιδρυθέντων» «δικαστικών οργάνων» στην «ΤΔΒΚ» καθ’ ότι οιαδήποτε προσφυγή σε αυτά τα «δικαστικά όργανα» δια διεκδίκηση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων παρανόμως κατασχεθεισών ιδιωτικών ιδιοκτησιών θα εκδικάζεται από δικαστές διορισθέντες απο τον ίδιο τον κατασχόντα τις ιδιοκτησίες, ιδίως μάλιστα μέσα στο νέο «νομικό» πλαίσιο το οποίο διεμορφώθη (επίσης) με την απόφαση του ΕΔΑΔ δια εξασθένηση με την πάροδο του χρόνου του δεσμού μεταξύ νόμιμης ιδιοκτησίας και κατοχής/χρήσεως, η οποία θα πρέπει να έχει επιπτώσεις καθιστούσες την αποκατάσταση απομεμακρυσμένη εξαίρεση στο είδος της θεραπείας των δικαιωμάτων των (ακινήτων) κατασχεθεισών ιδιωτικών Ελληνο-Κυπριακών ιδιοκτησιών [ίδε επόμενο κεφάλαιο (Κ)]. Άς σημειωθεί επίσης ότι ο κατ’ ουσίαν ακρωτηριασμός του δικαιώματος της αποκαταστάσεως της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των Ελληνο-Κυπρίων στα κατεχόμενα έχει ως επακόλουθο και τον ακρωτηριασμό και άλλων δικαιωμάτων όπως της επιστροφής στις κατοικίες και περιουσίες των.
Επιπλέον, η αναγνώριση «δικαστηρίων» στην «ΤΔΒΚ» συνδιαζομένη και με μαζικοποίηση προσφυγών προς αυτά τα «δικαστήρια» («ΕΑΠ» και «High Constitutive Court») θα επιφέρει στην πράξη πλήγματα στην κυριαρχία της ΚΔ (ιδίως εφ’όσον υπάρξει αδράνεια από πλευράς της ΚΔ) και θα συμβάλει στην συνεχή προσπάθεια σταδιακής αναγνωρίσεως της παρανομίας της τουρκικής κατοχής και σταδιακής υποβαθμίσεως της ΚΔ, της μοναδικής εστίας και ασπίδος προστασίας των συλλογικών συμφερόντων και δικαιωμάτων των Ελληνο-Κυπρίων.
(Κ) Απόφαση απο το ΕΔΑΔ καθιστούσα την αποκατάσταση απομεμακρυσμένη εξαίρεση - Εν αντιθέσει με διεθνείς αποφάσεις, οι οποίες δέν αναγνωρίζουν οιεσδήποτε καταστάσεις, οι οποίες προέκυψαν από την χρήση βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας ενός κράτους - Εν αντιθέσει με την καθιερωθείσα αρχή του διεθνούς δικαίου «ex injuria jus non oritur»
Εν αντιθέσει με την διαβεβαίωση της μή αναγνωρίσεως της στρατιωτικής κατοχής ως μορφής χρησικτησίας [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 112] και εν αντιθέσει με το μή εφαρμόσιμον χρησικτησίας σε περίπτωση χρήσεως βίας, η στηριζομένη σε άσχετα χρήσεως βίας (εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος κράτους) δεδικασμένα χρησικτησίας [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 111, πχ ECHR, J.A. Pye (Oxford) Ltd v The United Kingdom (Application no. 44302/02) 30 August 2007] απόφαση του ΕΔΑΔ δια εξασθένηση με την πάροδο του χρόνου του δεσμού μεταξύ νόμιμης ιδιοκτησίας και «κατοχής/χρήσεως», η οποία θα πρέπει να έχει επιπτώσεις καθιστούσες την αποκατάσταση απομεμακρυσμένη εξαίρεση [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 114, 115, 116, 117, 118, 119] στο είδος της θεραπείας των δικαιωμάτων των ιδιωτικών Ελληνο-Κυπριακών (ακινήτων) ιδιοκτησιών [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 113], οι οποίες κατησχέθησαν [ίδε και ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 33] στο τμήμα του εδάφους της ΚΔ το οποίο κατελήφθη δια της βίας και άρα δια της παραβιάσεως της υποχρεώσεως της Τουρκίας έναντι του εθιμικού διεθνούς δικαίου δια μή χρήση ή μή απειλή χρήσεως βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε κράτους, ευρίσκεται σε σύγκρουση μεταξύ άλλων, με [Amerasinghe & Others, International Jurists Opinion on Local Remedies, par. 2, 3 (4/12/2009)]:
1. Το Άρθρο 11 της Συμβάσεως του Μοντεβιδέο δια τα Δικαιώματα και τις Υποχρεώσεις των Κρατών, το οποίο τονίζει την υποχρέωση των συμβαλλομένων Κρατών (της Αμερικανικής Ηπείρου) να μην αναγνωρίσουν κατακτήσεις εδαφών ή αποκομίσεις ειδικών πλεονεκτημάτων τα οποία προέκυψαν δια της (χρήσεως) βίας [Montevideo Convention on Rights and Duties of States 1933, Article 11],
2. Το Άρθρο 5(3) του συναινετικού ορισμού της Aggression του 1974, το οποίο τονίζει ότι «δέν αναγνωρίζεται ούτε θα αναγνωριστεί ως νόμιμη η κατοχή εδάφους ή η αποκόμιση (οιουδήποτε) «special» πλεονεκτήματος η οποία προέκυψε από aggression» («no territorial acquisition or special advantage resulting from aggression is or shall be recognized as lawful») [Consensus Definition of Aggression GA Res 3314 (XXIX) 1974, Article 5(3)],
3. Και με την καθιερωθείσα αρχή του διεθνούς δικαίου «ex injuria jus non oritur» («δέν μπορούν να προκύψουν νόμιμα δικαιώματα απο μία παράνομη κατάσταση») απο την οποία εξάγεται σαφώς ότι, από την σοβαρή παρανομία της παραβιάσεως της υποχρεώσεως της Τουρκίας δια μή χρήση βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας της ΚΔ ουδόλως μπορεί να προκύψει είτε άμεσα είτε έμμεσα οιονδήποτε νόμιμο δικαίωμα υπέρ της Τουρκίας, ουδόλως δηλαδή μπορεί να νομιμοποιηθεί η κατοχή τμήματος της ΚΔ ή η ίδρυση της υποτελούς προς την Τουρκία «ΤΟΠΒΚ» ή η «μετεξέλιξή της «ΤΔΒΚ» ή η (μαζική) κατάσχεση των ιδιωτικών Ελληνο-Κυπριακών (ακινήτων) ιδιοκτησιών.
(Λ) Απόφαση απο το ΕΔΑΔ καθιστούσα το δικαίωμα της αποκαταστάσεως απομεμακρυσμένη εξαίρεση – Συνεργεί στην εξουδετέρωση μαζικής επιστροφής προσφύγων και άρα παραβιάζει το ψήφισμα 365 του ΣΑ του ΟΗΕ - Υιοθετεί την διατήρηση της υπάρξεως εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων η οποία προέκυψε απο την μαζική εκδίωξή των, δηλαδή απο την διάπραξη εγκλήματος πολέμου και εγκλήματος κατά της ανθρωπότητος - Συγκρούεται με τις Αρχές Πινέϊρο
Η εν λόγω απόφαση του ΕΔΑΔ, η οποία (ως ανεφέρθη – ίδε (Κ)) καθιστά την αποκατάσταση απομεμακρυσμένη εξαίρεση στο είδος της θεραπείας των δικαιωμάτων των κατασχεθεισών ιδιωτικών Ελληνο-Κυπριακών (ακινήτων) ιδιοκτησιών στα κατεχόμενα:
1. Συνεργεί (με την τουρκική πρακτική) στην εξουδετέρωση οιασδήποτε πιθανότητος μαζικής επιστροφής Ελληνο-Κυπρίων προσφύγων (εφ’ όσον δέν δημιουργεί τις συνθήκες επαναποκτήσεως (εκτός εξαιρέσεων) των κατοικιών και περιουσιών των στα κατεχόμενα) και άρα:
i. Παραβιάζει ξεκάθαρα το ομόφωνο (συναινούσης και της Τουρκίας) ψήφισμα 3212 της Γενικής Συνελεύσεως [GA Res 3212 (XXIX), 1974], το οποίο υιοθετήθη στο επίσης ομόφωνο ψήφισμα 365 του Συμβουλείου Ασφαλείας [UN, Security Council Resolution 365(1974)] του ΟΗΕ και το οποίο, μεταξύ άλλων, τονίζει την επιστροφή των προσφύγων στις «homes» των υπο συνθήκες ασφαλείας. (Πρόκειται περί διπλής παραβιάσεως καθότι στο ψήφισμα, μαζί με το δικαίωμα της επιστροφής, κατοχυρώνεται αυτονόητα και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, τουλάχιστον ως προς τις κατοικίες στις οποίες διεβίωναν (με την αναφορά «στις homes των») χωρίς βεβαίως να υπονοείται μή κατοχύρωση ως προς τις υπόλοιπες ιδιοκτησίες).
ii. Εν αντιθέσει με την καθιερωθείσα αρχή του διεθνούς δικαίου «ex injuria jus non oritur» (δέν μπορεί να προκύψει νομιμότης απο την παρανομία) υιοθετεί την παρανομία της διατηρήσεως της υπάρξεως εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων (καθώς και οιασδήποτε συνεπαγομένης καταστάσεως), η οποία προέκυψε απο την (εκ μέρους της Τουρκίας και του κατοχικού καθεστώτος) μαζική εκδίωξη των Ελληνο-Κυπρίων εκ των κατεχομένων (η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, συνιστά παράγωγο της σοβαρής παρανομίας της χρήσεως βίας εκ μέρους της Τουρκίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος και της πολιτικής ανεξαρτησίας της ΚΔ). Τέτοια μαζική εκδίωξη συνιστά έγκλημα πολέμου και έγκλημα κατά της ανθρωπότητος, συμφώνως του δεδικασμένου της Νυρεμβέργης (δηλαδή της καταδίκης των Ναζί εγκληματιών πολέμου δια την εκδίωξη ενός εκατομμυρίου Πολωνών από την Warthegau της Δυτικής Πολωνίας το 1939~40 και 105,000 Γάλλων απο την Alsace της Γαλλίας το 1940) και συμφώνως των Άρθρων 7 και 8 του Καταστατικού της Ρώμης του 1998 (του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου) και παραβιάζει επίσης το Άρθρο 49 της Συμβάσεως της Γενεύης του 1949 στο οποίο απαγορεύεται ρητώς η εκδίωξη αμάχου πληθυσμού από την κατέχουσα δύναμη και οιαδήποτε παραβίασή του σύμφωνα με το επιπρόσθετο Πρωτόκολλο 1 του 1977 αποτελεί «grave breach» η οποία διώκεται και καταδικάζεται συμφώνως των Άρθρων 146, 147 της Συμβάσεως [Alfred de Zayas, The implantation of Turkish settlers in northen Cyprus, (Norms-principal sources of hard law)].
2. Παραβιάζει τις υιοθετηθείσες τον Αύγουστο του 2005 «Αρχές Αποκαταστάσεως Κατοικιών και Περιουσιών των Προσφύγων και Εκτοπισθέντων» της «Υπεπιτροπής Διαδόσεως και Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» του ΟΗΕ, οι οποίες κατεστάθησαν ευρέως γνωστές ως «Αρχές Πινέϊρο» και οι οποίες, μεταξύ άλλων, αποδίδουν ουσιαστική προτεραιότητα στο δικαίωμα της αποκαταστάσεως της ιδιωτικής ιδιοκτησίας [UN, Pinheiro Principles (2005), par. 2(1,2)] (εκτός εάν προτιμήται από το θιγόμενο μέρος η αποζημίωση έναντι της ολικής απωλείας της ιδιοκτησίας) και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπουν συνδυασμό αποκαταστάσεως (τμήματος της ιδιοκτησίας) και αποζημιώσεως (έναντι οριστικής απωλείας του υπολοίπου τμήματος της ιδιωτικής ιδιοκτησίας), εφόσον θα είναι η πιο αρμόζουσα θεραπεία [UN, Pinheiro Principles (2005), par. 21(1,2)] και εφόσον δέν θα περιορίζονται, αλλοιώνονται ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραβιάζονται τα διεθνώς αναγνωρισθέντα ανθρώπινα δικαιώματα, το ανθρωπιστικό δίκαιο, το δίκαιο δια τους πρόσφυγες ή άλλο σχετικό δίκαιο [UN, Pinheiro Principles (2005), par. 23(1)], τονίζουν την εφαρμογή του δικαιώματος της εθελοντικής επιστροφής όλων των προσφύγων και εκτοπισθέντων στις πρώην κατοικίες, στη γή ή στα μέρη μόνιμης διαμονής των υπο συνθήκες ασφαλείας και αξιοπρεπείας και απαγορεύουν την κατάργηση του δικαιώματος της επιστροφής ακόμη και υπό συνθήκες «State Succession» ή την υποβολή του σε αυθαίρετες ή παράνομες χρονικές προθεσμίες [UN, Pinheiro Principles (2005), par. 10], τονίζουν την απόλυτη προτεραιότητα των δικαιωμάτων της νόμιμης ιδιωτικής ιδιοκτησίας έναντι οιωνδήποτε δικαιωμάτων των «secondary occupants» [UN, Pinheiro Principles (2005), par. 17(2)], απαγορεύουν την εισαγωγή κριτηρίων (στο είδος της θεραπείας) τα οποία αποκλείουν το δικαίωμα της αποκαταστάσεως [UN, Pinheiro Principles (2005), par. 13(1)] και, απαγορεύουν την λήψη οιασδήποτε αποφάσεως βασισμένης σε φυλετικές διακρίσεις ως προκύπτει απο την Παράγραφο 3 [UN, Pinheiro Principles (2005), par. 3(1,2)].
3. Παραβιάζει το Άρθρο 17 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο τονίζει ότι ουδείς μπορεί να στερηθεί αυθαίρετα την ιδιοκτησία του [UN, Universal Declaration of Human Rights, Article 17] καθώς επίσης και το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της (Ευρωπαϊκής) Συμβάσεως δια την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο τονίζει (παρομοίως) ότι ουδείς μπορεί να στερηθεί την ιδιοκτησία του εκτός δια (επιδιωκομένους από νόμιμη και μόνον κυβερνητική αρχή) σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι θα υπόκεινται σε συνθήκες νόμιμες και σύμφωνες με τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου [Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, Protocol 1, Article 1]
4. Παραβιάζει επίσης και σχετικές διατάξεις των Συμβάσεων της Γενεύης και της Χάγης οι οποίες κατοχυρώνουν την ιδιωτική ιδιοκτησία ακόμη και υπο συνθήκες στρατιωτικής κατοχής. Η εκτεταμένη κατάσχεση (καθώς και καταστροφή) ιδιωτικής ιδιοκτησίας (όταν δέν δικαιολογείται απο στρατιωτική ανάγκη και όταν γίνεται παράνομα και αναίτια) συμπεριλαμβάνεται στις σοβαρές παραβιάσεις της 4ης Συμβάσεως της Γενεύης (Άρθρο 147) οι οποίες επιβάλλουν την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και καταδίκη οιωνδήποτε τις παρεβίασαν (Άρθρο 146) [Convention (IV) Relative to the Protection of Civilian Perons in Time of War, Articles 147, 146]. Η ιδιωτική ιδιοκτησία δέν μπορεί να κατασχεθεί τονίζεται στο Άρθρο 46 της 4ης Συμβάσεως της Χάγης του 1907 [Convention (IV) respecting the Laws and Customs of War on Land and its annex: Regulations concerning the Laws and Customs of War on Land. The Hague, 18 October 1907, Article 46].
(Μ) Αναγνώριση «ευαισθήτων στρατιωτικών ζωνών» και (πράξεων) «δημοσίου συμφέροντος/οφέλους» υποδηλούσα αναγνωρίσεως των «αρχών» στα κατεχόμενα – Εν αντιθέσει με το διεθνές δίκαιο
Η αναγνώριση από το ΕΔΑΔ «ευαισθήτων στρατιωτικών ζωνών» («militarily sensitive zones») καθώς και (πράξεων) «δημοσίου συμφέροντος/οφέλους» («public purposes») ((«public purpose»: κυβερνητική πράξη/ενέργεια ή οδηγία η οποία αποσκοπεί στο όφελος του πληθυσμού στην ολότητά του - α governmental action or direction that purports to benefit the populace as a whole [Webster’s New World Law Dictionary Copyright C 2010 by Wiley Publishing, Inc.]), («… irrespective of who is now living there or whether the property is allegedly in a militarily sensitive zone or used for vital public purposes»)) [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey, (2010), par. 112] καθώς και η αναφορά του αναγνωρισθέντος/υιοθετηθέντος από το ΕΔΑΔ «Νόμου 67/2005» [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey, (2010), par. 127] σε «national security», «public order», «public interest reasons», «military areas», «military installations» και «social justice purposes» [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey, (2010), par. 37], υποδηλούν αναγνώριση και των «αρχών» στις οποίες υπάγονται, «εγκαθιδρυθεισών» στο τμήμα του εδάφους της ΚΔ το οποίο κατελήφθη δια της βίας και άρα δια της παραβιάσεως της υποχρεώσεως της Τουρκίας έναντι του εθιμικού διεθνούς δικαίου δια μή χρήση ή μή απειλή χρήσεως βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε κράτους, και άρα (ως αναφέρεται επανειλημμένως ανωτέρω) συγκρούεται με διεθνείς αποφάσεις/διακηρύξεις καθώς και με την καθιερωθείσα αρχή του διεθνούς δικαίου «ex injuria jus non oritur», οι οποίες δέν αναγνωρίζουν ως νόμιμες, καταστάσεις οι οποίες προέκυψαν από την παραβίαση του Άρθρου 2(4) του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, το οποίο συνιστά μάλιστα αναγκαστικόν έναντι πάντων κανόνα του διεθνούς δικαίου. Εάν η εν λόγω αναφορά του ΕΔΑΔ υποδηλοί καθ’ οιονδήποτε τρόπο αναγνώριση της «ΤΔΒΚ» υπονομεύει και το ψήφισμα 541(1983) του ΣΑ του ΟΗΕ το οποίο μεταξύ άλλων καταδικάζει την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» ως «legally invalid» και καλεί όλα τα κράτη μέλη να μην την αναγνωρίσουν.
Εκτός της συρρικνώσεως των νομίμων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων από την «κατοχή/χρήση» από Τουρκο-Κυπρίους, εποίκους ή άλλους, περαιτέρω συρρίκνωσή των προκαλεί και η εν λόγω αναγνώριση δια όσες Ελληνο-Κυπριακές ιδιοκτησίες ευρίσκονται σε «στρατιωτικές ζώνες» ή «χρησιμοποιούνται» δια το «δημόσιο συμφέρον».
(Ν) «Εκχώρηση» «υπερισχύουσας εξουσίας» και προς εποίκους «κατέχοντες/χρήστες» – Αποδοχή και «νομιμοποίηση» της παρανομίας της παραμονής εποίκων, παραγώγου της σοβαρής παρανομίας του εποικισμού, ο οποίος συνιστά έγκλημα πολέμου και έγκλημα κατά της ανθρωπότητος
Η απορρέουσα, εκ της αποφάσεως δια εξασθένηση του δεσμού μεταξύ της ιδιοκτησίας και της κατοχής/χρήσεως [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 113], «αφαίρεση» ουσιαστικών δικαιωμάτων απο τους νομίμους ιδιοκτήτες και η «εκχώρησή» των ούτως ώστε να αποκτήσουν «ντε φάκτο» «υπερισχύουσα εξουσία» τρίτα μέρη [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey, (2010), par. 116], συμπεριλαμβάνει και Τούρκους εποίκους οι οποίοι έχουν «δημιουργήσει» τις «homes» των [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey, (2010), par. 84] σε κατασχεθείσες ιδιωτικές Ελληνο-Κυπριακές ακίνητες ιδιοκτησίες και άρα, εν αντιθέσει με την καθιερωθείσα αρχή του διεθνούς δικαίου «ex injuria jus non oritur», αποδέχεται και «νομιμοποιεί» την παρανομία της παρουσίας και παραμονής εκατοντάδων χιλιάδων εποίκων (καθώς και της ενθαρρύνσεως περαιτέρω επαυξήσεώς των), η οποία προέκυψε απο τον (εκ μέρους της Τουρκίας και του κατοχικού καθεστώτος) συνεχιζόμενο (εκ του 1974) εποικισμό στα κατεχόμενα (ο οποίος, στην προκειμένη περίπτωση, συνιστά παράγωγο της σοβαρής παρανομίας της χρήσεως βίας εκ μέρους της Τουρκίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος και της πολιτικής ανεξαρτησίας της ΚΔ). Όπως και στην περίπτωση της μαζικής εκδιώξεως πληθυσμών, ο εποικισμός συνιστά έγκλημα πολέμου και έγκλημα κατά της ανθρωπότητος, συμφώνως του δεδικασμένου της Νυρεμβέργης (δηλαδή της καταδίκης των Ναζί εγκληματιών πολέμου δια εποικισμό των κατεχομένων εδαφών της Πολωνίας με Γερμανούς εποίκους) και συμφώνως των Άρθρων 7 και 8 του Καταστατικού της Ρώμης του 1998 (του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου) και παραβιάζει επίσης το Άρθρο 49 της Συμβάσεως της Γενεύης του 1949 στο οποίο απαγορεύεται ρητώς ο εποικισμός («Η κατέχουσα δύναμη δέν πρέπει να μεταφέρει τμήμα του αμάχου πληθυσμού της στο έδαφος το οποίο καταλαμβάνει») και οιαδήποτε παραβίασή του σύμφωνα με το επιπρόσθετο Πρωτόκολλο 1 του 1977 αποτελεί «grave breach» η οποία διώκεται και καταδικάζεται συμφώνως των Άρθρων 146, 147 της Συμβάσεως [Alfred de Zayas, The implantation of Turkish settlers in northen Cyprus, (Norms-principal sources of hard law)].
(Ξ) Η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση «Δημόπουλος & Άλλοι vs Τουρκίας» συγκρούεται με την απόφαση στην υπόθεση «Αποστολίδης vs Όραμς» η οποία ευθυγραμμίζεται προς την διεθνή υποχρέωση του σεβασμού της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητος της ΚΔ, συμπεριλαμβανομένων και των κατεχομένων και η οποία επίσης, κατοχυρώνει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των νομίμων ιδιοκτητών στα κατεχόμενα
Η, εν αντιθέσει (ως ετονίσθη επανειλημμένεως προηγουμένως) με το διεθνές δίκαιο, αποδοχή/αναγνώριση απο το ΕΔΑΔ του «Νόμου 67/2005», η οποία αφ’ενός δημιουργεί πλαίσιον «νομιμότητος» της παρανομίας της καταστάσεως η οποία προέκυψε από την σοβαρή παρανομία της χρήσεως βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος και της πολιτικής ανεξαρτησίας της ΚΔ και αφ’ ετέρου (η αναγνώριση του «Νόμου 67/2005») προκαλεί περαιτέρω πλήγμα στην κυριαρχία της ΚΔ, συγκρούεται με την ξεκάθαρη έμπρακτη ευθυγράμμιση προς την διεθνή υποχρέωση του σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητος και της κυριαρχίας της ΚΔ, του κατεχομένου τμήματος συμπεριλαμβανομένου, η οποία προκύπτει σαφώς από την απόφαση/σύσταση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) [ECJ, Grand Chamber, Apostolidis vs Orams, 2009-04-28] προς το Βρεττανικό Εφετείο δια πλήρη υιοθέτηση και εκτέλεση των αποφάσεων των Κυπριακών Δικαστηρίων, οι οποίες αφορούσαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στο παρανόμως κατεχόμενο τμήμα της ΚΔ.
Η, εν αντιθέσει με το διεθνές δίκαιο, αποδοχή/αναγνώριση απο το ΕΔΑΔ του «Νόμου 67/2005» η οποία «νομιμοποιεί» την «ΕΑΠ» καθώς και το «High Administrative Court» να εκδικάζουν υποθέσεις ακίνητης ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα κατεχόμενα, συγκρούεται με την απόφαση/σύσταση του ΔΕΚ συμφώνως της οποίας τα δικαστήρια της ΚΔ έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάζουν «civil and commercial» υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων και υποθέσεων ακίνητης ιδιοκτησίας, οι οποίες αφορούν στα κατεχόμενα.
Η «αφαίρεση» ουσιαστικών δικαιωμάτων απο τους νομίμους ιδιοκτήτες και η «εκχώρησή» των, ούτως ώστε να αποκτήσουν («ντε φάκτο») «υπερισχύουσα εξουσία» οι παράνομοι «κατέχοντες/χρήστες» (έποικοι, Τουρκο-Κύπριοι, Βρεττανοί και άλλοι) των ιδιωτικών Ελληνο-Κυπριακών ακινήτων ιδιοκτησιών στα κατεχόμενα, συγκρούεται με την κατοχύρωση των νομίμων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ως προκύπτει εκ της διαταγής προς τους «καταπατητές» («trespassers») δια κατεδάφιση των οικοδομικών παρεμβάσεων, παράδοση της περιουσίας καθώς και καταβολή χρηματικών αποζημιώσεων προς τον νόμιμο ιδιοκτήτη, ως αυτή (η διαταγή) εξεδόθη απο τα Κυπριακά Δικαστήρια [Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, Apostolidis vs Orams, Default Judgment 2004-11-09, Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, Apostolidis vs Orams, 2005-04-19, Ανώτατο Δικαστήριο Κυπριακής Δημοκρατίας, Apostolidis vs Orams, 2006-12-21], η οποία υιοθετήθη και της οποίας η εκτέλεση ενετάλη τελεσιδίκως από το Βρεττανικό Εφετείο [UK Court of Appeal, Apostolidis vs Orams, 2010-01-19] κατόπιν συστάσεως του ΔΕΚ [ECJ, Grand Chamber, Apostolidis vs Orams, 2009-04-28].
(Ο) Παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της μή διακρίσεως εκ μέρους του ΕΔΑΔ
Η ταυτότης των Ελληνο-Κυπρίων, η οποία καθορίζεται ουσιαστικώς εκ της εθνοτικής των καταγωγής, πολιτισμικής παραδόσεως και θρησκευτικής πίστεως, συνιστά την μοναδική αιτία της μαζικής εκδιώξεώς των από τα κατεχόμενα (κυρίως την περίοδο 1974~75) και της κατασχέσεως των κατοικιών και υπολοίπων περιουσιών των καθώς και την μοναδική αιτία της απαγορεύσεως της επιστροφής των και της αποκαταστάσεως των κατοικιών και υπολοίπων περιουσιών των.
Το ΕΔΑΔ όχι μόνον δέν κατεδίκασε την τουρκική πρακτική της εθνοθρησκευτικής καθαρότητος στο παρανόμως κατεχόμενο τμήμα της ΚΔ αλλά, αντιθέτως, ακριβώς την στιγμή κατα την οποία παρεβίαζε το δικαίωμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας με την «αφαίρεση» ουσιαστικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων απο τους νομίμους Ελληνο-Κυπρίους ιδιοκτήτες και την «εκχώρησή» των προς τους αλλοεθνείς παρανόμους «κατέχοντες/χρήστες» των, λόγω της εθνοθρησκευτικής ταυτότητος των ιδιοκτητών, κατασχεθεισών και διανεμηθησών ιδιοκτησιών, ακριβώς την ίδια στιγμή κατα την οποίαν ανεγνώριζε, επίσης, την «λειτουργία» «ενδίκων μέσων» σε προκαθωρισθέν πλαίσιο διακρίσεως, παρεβίαζε και το ίδιο την θεμελιώδη αρχή της μή διακρίσεως και της αλληλενδέτου της, της ισότητος. Συγκεκριμένως:
1. Η απορρέουσα, εκ της, ως απεφάνθη το ΕΔΑΔ, εξασθενήσεως του δεσμού μεταξύ της ιδιοκτησίας και της κατοχής/χρήσεως, «αφαίρεση» ουσιαστικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων απο τους νομίμους Ελληνο-Κυπρίους ιδιοκτήτες και η «εκχώρησή» των ούτως ώστε να αποκτήσουν «ντε φάκτο» «υπερισχύουσα εξουσία» Τούρκοι έποικοι, Τουρκο-Κύπριοι και άλλοι παράνομοι «κατέχοντες/χρήστες» των, λόγω της εθνοθρησκευτικής ταυτότητος των ιδιοκτητών, κατασχεθεισών και διανεμηθησών ιδιοκτησιών, συνιστά, ταυτοχρόνως με την παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικής ιδιοκτησίας, και παραβίαση του δικαιώματος της μή διακρίσεως (Άρθρο 2 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΟΔΑΔ) του 1948 [UN, Universal Declaration of Human Rights, Article 2], Άρθρο 2 της (εγκεκριμένης εκ της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ το 1965 και εν ισχύϊ τελούσης εκ του 1969 [UN, GA Res 2106 (XX)] Διεθνούς Διασκέψεως δια την εξάλειψη όλων των μορφών Φυλετικών Διακρίσεων [International Convention on the Elimination of All Forms of Racial Discrimination (1965), Article 2], Άρθρο 2 της (εγκεκριμένης εκ της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ το 1966 και εν ισχύϊ τελούσης εκ του 1976 [UN, GA Res 2200A (XXI)] Διεθνούς Διασκέψεως δια Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα [International Covenant on Civil and Political Rights (1966), Article 2] και Άρθρο 14 της (Ευρωπαϊκής) Συμβάσεως δια την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΣΠΑΔΘΕ) [Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, Article 14], παραβίαση του δικαιώματος σε ίση προστασία του νόμου άνευ οιασδήποτε διακρίσεως (Άρθρο 7 της ΟΔΑΔ) [UN, Universal Declaration of Human Rights, Article 7] και εν κατακλείδι παραβίαση της θεμελιώδους αρχής των ίσων δικαιωμάτων (Άρθρο 1 της ΟΔΑΔ) [UN, Universal Declaration of Human Rights, Article 1].
2. Η «αφαίρεση» ουσιαστικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων απο Ελληνο-Κυπρίους Ευρωπαίους πολίτες και η «εκχώρησή» των προς αλλοεθνείς Ευρωπαίους πολίτες (Τουρκο-Κυπρίους, Βρεττανούς ή άλλους) παρανόμους «κατέχοντες/χρήστες» των, λόγω της εθνοθρησκευτικής ταυτότητος των ιδιοκτητών, κατασχεθεισών και διανεμηθησών ιδιοκτησιών, συνιστά, ταυτοχρόνως με την παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικής ιδιοκτησίας, και παραβίαση του δικαιώματος της μή διακρίσεως ως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 21(1) του (προκηρυχθέντος το 2000 και ισχύοντος άμα τη εγκρίσει της Συνθήκης της Λισσαβώνος το 2009) Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΧΘΔ) της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ) [Charter of Fundamental Rights of the European Union, Article 21(1)] καθώς και παραβίαση του δικαιώματος της ισότητος όλων έναντι του νόμου (Άρθρο 20 του ΧΘΔ της ΕΕ) [Charter of Fundamental Rights of the European Union, Article 20]. Η παραβίαση καθίσταται εξόχως προκλητική προς την ΕΕ καθώς το ΕΔΑΔ «αφαιρεί» αυτά τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα από Ευρωπαίους πολίτες και τα «εκχωρεί» και σε Τούρκους εποίκους οι οποίοι ούτε πολίτες της ΕΕ είναι ούτε δικαιούνται να ευρίσκονται σε Ευρωπαϊκό έδαφος (και βεβαίως ούτε δικαιούνται (όπως και οι Τουρκο-Κύπριοι, Βρεττανοί και άλλοι) να «κατέχουν/χρησιμοποιούν» Ελληνο-Κυπριακές ιδιοκτησίες).
3. Τα αναγνωρισθέντα εκ του ΕΔΑΔ «ένδικα μέσα» (θα) λειτουργούν σε προκαθωρισθέν πλαίσιο διακρίσεως καθώς:
i. Ο διορισμός των δικαστών, εκ της κατασχούσης τις Ελληνο-Κυπριακές ιδιοκτησίες δυνάμεως, ως κριτών οιωνδήποτε εναντίον της προσφυγών προς τα «εσωτερικά ένδικα μέσα» δια διεκδίκηση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των κατασχεθεισών Ελληνο-Κυπριακών ιδιοκτησιών, συνιστά παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης «nemo judex in causa sua» [ίδε και (ΣΤ)], όπως παρομοίως και του Άρθρου 10 της ΟΔΑΔ καθώς και του Άρθρου 6 της (ΣΠΑΔΘΕ), συνιστά δηλαδή παραβίαση της αμεροληψίας και μή προκαταλήψεως των δικαστηρίων, και άρα παραβίαση του δικαιώματος της μή διακρίσεως ως ορίζεται και κατοχυρώνεται σε πληθώρα διεθνών και ευρωπαϊκών διακηρύξεων και διασκέψεων [ίδε πχ (Ο)(1,2))ανωτέρω].
ii. Οιαδήποτε προσφυγή θα εκφυλίζεται σε διεκδίκηση υπολειμμάτων δικαιωμάτων εξαιτίας της εκ των προτέρων «αφαιρέσεως» ουσιαστικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων εκ των νομίμων Ελληνο-Κυπρίων ιδιοκτητών και «εκχωρήσεώς» των και άρα και της υπερισχύουσας εξουσίας προς Τούρκους εποίκους, Τουρκο-Κυπρίους, Βρεττανούς ή άλλους παρανόμους «κατέχοντες/χρήστες» των, λόγω της εθνοθρησκευτικής ταυτότητος των ιδιοκτητών, κατασχεθεισών και διανεμηθησών ιδιοκτησιών.
4. Ενώ τα δικαιώματα των (ακινήτων) ιδιωτικών ιδιοκτησιών, οι οποίες ευρίσκονται υπο το καθεστώς του Κηδεμόνα Τουρκο-Κυπριακών Περιουσιών στο ελεύθερο τμήμα της ΚΔ, είναι σεβαστά (υπο τις περιστάσεις της δυσβάστακτης ανοικτής πληγής της παράνομης κατοχής τμήματος του εδάφους της ΚΔ) και ούτως ή άλλως εάν δια οιονδήποτε λόγο κρίνεται ότι δέν ικανοποιούν ως έχουν ή δισερμηνεύονται/αμφισβητούνται (είτε από την εκτελεστική είτε απο την νομοθετική εξουσία της ΚΔ είτε από οιονδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο), μπορούν (άνευ χρονικού ορίου) να διεκδικούνται σε νόμιμα δικαστήρια (της ΚΔ) (και εάν δέν ικανοποιούν, να διεκδικούνται και σε Ευρωπαϊκά δικαστήρια) από τους Τουρκο-Κυπρίους ιδιοκτήτες, κατά κανόνα (εκτός εξαιρέσεων) επι τη βάσει της αποκαταστάσεως των (ακινήτων) ιδιοκτησιών και επιστροφής των ιδιοκτητών (εν αρμονία με τις «Αρχές Πινέϊρο» [UN, Pinheiro Principles (2005), par. 2, 10, 17(2), 13(1)] και γενικώς εν αρμονία με το διεθνές δίκαιο [πχ ψήφισμα 365(1974) του ΣΑ του ΟΗΕ]), αντιθέτως, τα δικαιώματα των κατασχεθεισών ιδιωτικών Ελληνο-Κυπριακών ιδιοκτησιών στο κατεχόμενο τμήμα της ΚΔ μπορούν (μέχρι την 21/12/2011 [ECHR, Demopoulos & Others (2010), par. 35]) να «διεκδικούνται» σε παράνομα «δικαστήρια» των κατεχομένων από τους Ελληνο-Κυπρίους ιδιοκτήτες, κατά κανόνα (εκτός εξαιρέσεων) επι τη βάσει της «αποζημιώσεως-ρευστοποιήσεως ή ανταλλαγής» και μή αποκαταστάσεως των (ακινήτων) ιδιωτικών ιδιοκτησιών και μή επιστροφής των ιδιοκτητών (και άρα εν πλήρει δισαρμονία με τις «Αρχές Πινέϊρο» [UN, Pinheiro Principles (2005), par. 2, 10, 17(2), 13(1)] και γενικώς εν πλήρει δισαρμονία με το διεθνές δίκαιο [πχ ψήφισμα 365(1974) του ΣΑ του ΟΗΕ]). Εφ’όσον εκ της δημιουργηθείσης απο το ΕΔΑΔ καταστάσεως θα ισχύει κατά κανόνα η αποκατάσταση/επιστροφή Τουρκο-Κυπριακών περιουσιών και ιδιοκτητών στο ελεύθερο τμήμα της ΚΔ αλλά όχι η αποκατάσταση/επιστροφή Ελληνο-Κυπριακών περιουσιών και ιδιοκτητών στο παρανόμως κατεχόμενο τμήμα της ΚΔ, προκύπτει ξεκάθαρα δυσμενής διάκριση εις βάρος των Ελληνο-Κυπρίων και άρα παραβιάζεται και το δικαίωμα της μή διακρίσεως ως ορίζεται και κατοχυρώνεται σε πληθώρα διεθνών και ευρωπαϊκών διακηρύξεων και διασκέψεων καθώς και το αλληλένδετό του, δικαίωμα της ισότητος [ίδε πχ Ο(1,2) ανωτέρω].
(Π) Μετά την «αφαίρεση» ουσιαστικών δικαιωμάτων εκ των νομίμων ιδιοκτητών και την αναγνώριση του μή αμερολήπτου μηχανισμού της «ΕΑΠ», το ΕΔΑΔ διευκρίνησε ότι δέν είναι υποχρεωτικές οι προσφυγές – Παγίδα εθελουσίας υιοθετήσεως και αποδοχής εκ των ιδίων των Ελληνο-Κυπρίων, των καρπών του υπερτάτου εγκλήματος της «aggression» καθώς και του ακρωτηριασμού βασικών δικαιωμάτων των
Αφού το ΕΔΑΔ όχι μόνο δέν κατεδίκασε την τουρκική παρανομία αλλά αντιθέτως, παραβιάζον το διεθνές δίκαιο, προχώρησε στον ακρωτηριασμό του δικαιώματος αποκαταστάσεως ιδιοκτησιών και επιστροφής ιδιοκτητών [ίδε και Λ(1)(i)] ασχέτως οιασδήποτε προσφυγής στην «ΕΑΠ» της οποίας την «εγκαθίδρυση» και «λειτουργία» παρανόμως ανεγνώρισε και αφού απεφάνθη ότι οιοσδήποτε Ελληνο-Κύπριος επιθυμεί να διεκδικήσει ιδιοκτησιακά του δικαιώματα θα πρέπει να εξαντλήσει τον μηχανισμό της «ΕΑΠ» τον οποίο προκαθόρισε μάλιστα σε πλαίσιο διακρίσεως (υπέρ της Τουρκίας, της «ΤΔΒΚ» και των παρανόμων «κατεχόντων/χρηστών» και εις βάρος των νομίμων Ελληνο-Κυπρίων ιδιοκτητών) στο οποίο, ούτως ή άλλως θα διεκδικούνται υπολείμματα ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, διευκρίνησε ότι δέν καθίσταται υποχρεωτική η προσφυγή στον μηχανισμό της «ΕΑΠ» και εάν οιοσδήποτε δέν επιθυμεί να προσφύγει θα μπορεί να αναμένει πολιτική λύση (του Κυπριακού Ζητήματος) [ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 128].
Με ούτως ή άλλως «επικρεμμάμενο» τον τεχνητό χρονικό εκβιασμό της καταληκτικής προθεσμίας του Δεκεμβρίου του 2011 ([«Νόμος 67/2005», ECHR, Demopoulos & Others vs Turkey (2010), par. 35]) και με ακρωτηριασθέν το δικαίωμα αποκαταστάσεως ιδιοκτησιών και επιστροφής ιδιοκτητών, το ΕΔΑΔ ξεκαθάρισε την μή υποχρέωση προσφυγής ούτως ώστε (με το ΕΔΑΔ σε επιτηδευμένη Ποντιοπιλατική θέση) ο μηχανισμός της «ΕΑΠ» να καταστεί αποτελεσματική παγίδα εθελουσίας αυτοχειρίας επιτηδείως εκφοβισθέντων Ελληνο-Κυπρίων ιδιοκτητών, όχι μόνον ως προς την έναντι ψιχίων (εκτός επιτηδευμένων εξαιρέσεων) «ρευστοποίηση» (ή «ανταλλαγή») των περιουσιών έναντι των τίτλων αλλά επίσης και (κυρίως) ως προς την νομιμοποίηση των καρπών του υπερτάτου εγκλήματος της «aggression» (συμπεριλαμβανομένης της νομιμοποιήσεως της Τουρκικής κατοχής και της «ΤΔΒΚ») καθώς και ως προς την συρρίκνωση της κυριαρχίας της ΚΔ εκ των ιδίων των θυμάτων του υπερτάτου εγκλήματος της «aggression».
Η κεντρική στόχευση προς την εκ των ιδίων των θυμάτων εθελούσια νομιμοποίηση των καρπών του υπερτάτου εγκλήματος της «aggression» καθώς και προς την εκ των ιδίων των θυμάτων συρρίκνωση της κυριαρχίας της ΚΔ δέν εξαντλείται μόνο στον επιτήδειο εκφοβισμό της καταληκτικής προθεσμίας και στο δέλεαρ της χρηματικής «αποζημιώσεως» ή «ανταλλαγής» έναντι των επίσης στο στόχαστρο τίτλων ιδιοκτησίας.
(Θα) Προσδίδεται επίσης, νομιμοποίηση στους καρπούς του υπερτάτου εγκλήματος της «aggression» και (θα) προκαλείται επίσης συρρίκνωση στην κυριαρχία της ΚΔ και απο προσφυγές Ελληνο-Κυπρίων ιδιοκτητών, αφ’ ενός εκφοβισθέντων εκ της καταληκτικής προθεσμίας και αφ’ ετέρου ελκυσθέντων απο το απατηλό «δέλεαρ» της (άνευ παραδόσεως τίτλων) «διεκδικήσεως» «αποζημιώσεως» δια απώλειαν χρήσεως καθώς και της εώλου προσδοκίας εκθέσεως της «αποτελεσματικότητος» της «ΕΑΠ» ενώπιον του ΕΔΑΔ σε αόριστο χρονικό ορίζοντα.
Ο παγιδευτικός μηχανισμός ευρίσκεται ήδη σε λειτουργία. Οιοσδήποτε Ελληνο-Κύπριος προσφεύγει εθελουσίως στην «ΕΑΠ» υιοθετεί την απόφαση του ΕΔΑΔ. Υιοθετεί και προσδίδει νομιμοποίηση εθελουσίως και ο ίδιος προς τους καρπούς του υπερτάτου εγκλήματος της «aggression» εναντίον της εδαφικής ακεραιότητος και της πολιτικής ανεξαρτησίας της ΚΔ και υιοθετεί και προκαλεί εθελουσίως και ο ίδιος συρρίκνωση της κυριαρχίας της ΚΔ. Αποδεχόμενος τον ακρωτηριασμό βασικών του δικαιωμάτων, προσφεύγει εθελουσίως στον εκ του ΕΔΑΔ διορισθέντα «aggressor» θύτη ως δικαστή δια να αιτηθεί «δικαιώσεως» υπο τους υιοθετηθέντες εκ του ΕΔΑΔ όρους του «aggressor» θύτη.
2010-12-19
Σωτήρης Κωνσταντίνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.