27/12/11

Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για τα Σκόπια: Επισκόπηση και Παρατηρήσεις, γ΄ μέρος

Ιωάννης Σ. Λάμπρου, διεθνολόγος
Σχετικά άρθρα
Τοποθέτηση του Δικαστηρίου για το ζήτημα της Αρμοδιότητας
Το Διεθνές Δικαστήριο θεώρησε ότι η διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 21 παρ. 2 από την ελληνική πλευρά δεν είναι αποδεκτή. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο αυτό, της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, εξαιρείται από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου η διαφορά του ονόματος.
Το Δικαστήριο στράφηκε στα Ψηφίσματα 817 και 845 του 1993, διότι σε αυτά τα Ψηφίσματα παραπέμπει το άρθρο 5 παρ.1 θέλοντας να εντοπίσει την φύση της διαφοράς. Το Δικαστήριο, μετά την μελέτη των Ψηφισμάτων 817 και 845, διέκρινε μεταξύ του ονόματος των Σκοπίων, διαφορά για την οποία  τα δύο Ψηφίσματα ενθάρρυναν τις διαπραγματεύσεις προς οριστική επίλυση της, και του προσωρινού ονόματος με το οποίο θα αναφέρονται τα Σκόπια στο εσωτερικό των Ηνωμένων Εθνών μέχρι να υπάρξει επίλυση του ζητήματος. Ο ίδιος διαχωρισμός υιοθετήθηκε και στην Ενδιάμεση Συμφωνία, όπου το άρθρο 5 παρ.1 απαιτεί από τα μέρη- Ελλάδα και Σκόπια- να διαπραγματευτούν σχετικά με την επίλυση της διαφοράς ( του ονόματος), ενώ το άρθρο 11 παρ. 1 επιβάλλει στην Ελλάδα να μην παρεμποδίζει  την αίτηση μέλους των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισμούς, εκτός και αν αναφέρεται στο συγκεκριμένο οργανισμό με όνομα διαφορετικό από αυτό του Ψηφίσματος 817 ( ‘Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας’). Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανάγνωση του άρθρου 21 παρ.2 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ.1 καθιστά σαφές ότι η διαφορά η οποία εξαιρείται από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αφορά το ζήτημα της οριστικής επίλυσης του ονόματος και όχι διαμάχες σχετικά με την υποχρεώσεις της Ελλάδος όπως αυτές καθορίζονται από το άρθρο 11 παρ.1. Τα δύο μέρη, αναφέρεται στην απόφαση, αν επιθυμούσαν να εξαιρέσουν από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου το περιεχόμενο του άρθρου 11 παρ.1 θα μπορούσαν ρητώς να το είχαν προβλέψει. Η αποδοχή της διασταλτικής ερμηνείας της ελληνικής πλευράς του άρθρου 21 παρ.2, τονίζεται, θα καθιστούσε πολύ δύσκολο για το Δικαστήριο να αναλάβει κάποια υπόθεση αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Το γεγονός ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της διαμάχης ενώπιον του Δικαστηρίου και της διαφοράς του ονόματος δεν στερεί από το Δικαστήριο την αρμοδιότητα να επιληφθεί της συγκεκριμένης υπόθεσης. Εάν το Δικαστήριο εκκαλείτο από τα Σκόπια να αποφασίσει αναφορικά με την οριστική επίλυση του ονόματος, τότε θα υπήρχε εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 21 παρ.2.
Το Δικαστήριο, στη συνέχεια ασχολήθηκε με τους ισχυρισμούς της ελληνικής πλευράς ότι η προσφυγή αφορά την συμπεριφορά των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και του γεγονότος ότι η απόφαση για μη πρόσκληση των Σκοπίων ήταν συλλογική απόφαση. Σε αυτή την περίπτωση το Δικαστήριο θα έπρεπε να τοποθετηθεί πάνω σε μια προσφυγή η οποία βασίζεται σε μια συλλογική απόφαση κρατών-μελών ενός οργανισμού. Ως εκ τούτου, βάσει της ελληνικής επιχειρηματολογίας, εφόσον το αντικείμενο της υπόθεσης θα αφορούσε άμεσα τα νομικά συμφέροντα τρίτων, το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητα του (υπόθεση Monetary Gold, 1954).
Το Δικαστήριο δήλωσε πως η προσφυγή των Σκοπίων αφορούσε συγκεκριμένα τη συμπεριφορά της Ελλάδος την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, τον Απρίλιο του 2008, σε σχέση με την υποχρέωση την οποία ανέλαβε βάσει του άρθρου 11 παρ.1, να μην παρεμποδίσει αίτηση μέλους των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισμούς στους οποίους η Ελλάς είναι ήδη μέλος. Το προς  εξέτασιν θέμα, αναφέρεται στην απόφαση, δεν είναι τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής, ούτε κατά πόσο η απόφαση αυτή οφείλεται στην δραστηριότητα της Ελλάδος αλλά κατά πόσο η Ελλάδα παραβίασε, με την συμπεριφορά της, την πρόνοια της Ενδιάμεσης Συμφωνίας ( άρθρο 11 παρ.1). Το Δικαστήριο δεν τοποθετήθηκε σχετικά με την απόφαση της Συνόδου Κορυφής, ούτε με την τυχόν ευθύνη των λοιπών κρατών-μελών αλλά μόνο με την στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της ελληνικής αντιπροσωπείας ότι τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τρίτων κρατών αποτελούν το αντικείμενο επί της όποιας απόφασης λάβει το Δικαστήριο, στην απόφαση τονίζεται ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση την οποία επικαλέστηκε η ελληνική πλευρά (Monetary Gold) διότι η συμπεριφορά της Ελλάδος μπορεί να αξιολογηθεί ανεξάρτητα από την απόφαση της Συνόδου Κορυφής καθώς και ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των κρατών μελών του ΝΑΤΟ δεν αποτελούν αντικείμενο της απόφασης αλλά ούτε και εκτίμηση της ευθύνης τους θα αποτελούσε προαπαιτούμενο για τον καθορισμό της ευθύνης της Ελλάδος.

Το δικαστήριο στράφηκε, μετά, στο επιχείρημα της ελληνικής αντιπροσωπείας αναφορικά με την έλλειψη πρακτικής αξίας της όποιας απόφασης από την στιγμή κατά την οποία δεν μπορεί ( η απόφαση) να αλλάξει τους όρους εισδοχής των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, άρα δεν υπάρχει λόγος για το Δικαστήριο να ασχοληθεί με την υπόθεση, διαφυλάσσοντας την δικαστική του λειτουργία. Η απάντηση των Σκοπίων στους ελληνικούς ισχυρισμούς ήταν ότι στη προσφυγή ζητείτο μια διακήρυξη εκ μέρους του Δικαστηρίου ότι η Ελλάδα έχει παραβιάσει την Ενδιάμεση Συμφωνία, και ότι μια τέτοια διακήρυξη θα έχει απτό νομικό αποτέλεσμα υπό την άποψη ότι η αίτηση μέλους των Σκοπίων, στο μέλλον, δεν θα διατρέχει τον κίνδυνο να παρεμποδιστεί βάσει αντιρρήσεων εκτός αυτών οι οποίες καλύπτονται από την Ενδιάμεση Συμφωνία  (άρθρο 11 παρ. 1).
Το Δικαστήριο, αρχικά τόνισε πως οι αποφάσεις του οφείλουν να έχουν πρακτική συνέπεια υπό την έννοια ότι επηρεάζουν νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, απομακρύνοντας έτσι αβεβαιότητες αναφορικά με τις νομικές τους σχέσεις  (Υπόθεση Βορείων  Καμερούν, 1963). Σύμφωνα με την ίδια υπόθεση του 1963, το Δικαστήριο έχει την δυνατότητα υπό κατάλληλες περιστάσεις να εκδίδει διακηρυκτική απόφαση. Ο σκοπός μιας τέτοιας διακηρυκτικής απόφασης είναι να εγγυηθεί την αναγνώριση μιας νομικής κατάστασης, ώστε στο μέλλον να μη τεθούν ξανά προς αμφισβήτηση οι νομικές συνέπειες, οι οποίες απορρέουν από αυτή. Το Δικαστήριο τονίζει ότι η προσφυγή δεν επιζητεί να αλλάξει η απόφαση στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ αλλά επικεντρώνεται στη συμπεριφορά της Ελλάδος. Το Δικαστήριο στη συνέχεια αντιπαραθέτει δύο παλαιότερες υποθέσεις, στις οποίες κατέφυγε η ελληνική αντιπροσωπεία, με την προσφυγή των Σκοπίων. Στην υπόθεση των Βορείων Καμερούν, αναφέρεται στο κείμενο της υπόθεσης, το Ηνωμένο Βασίλειο απέτυχε να τηρήσει ορισμένες υποχρεώσεις βάσει της Συμφωνίας Κηδεμονίας της 13ης Δεκεμβρίου 1946.  Όταν όμως, η υπόθεση ήρθε ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, το 1963, η Συμφωνίας Κηδεμονίας είχε τερματιστεί. Επίσης, στην υπόθεση των Πυρηνικών Δοκιμών -κοινή προσφυγή της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας κατά των πυρηνικών δοκιμών της Γαλλίας- το Δικαστήριο μετά από δήλωση της γαλλικής κυβέρνησης ότι δεν προτίθεται να προχωρήσει σε δοκιμή πυρηνικών όπλων στην ατμόσφαιρα, δήλωσε ότι δεν συνίσταται πλέον διαφορά και ότι δεν χρειαζόταν επιπλέον δικαστική δράση εκ μέρους του. Οι δύο υποθέσεις, επιχειρηματολόγησε το Δικαστήριο, διαφέρουν από την υπόθεση προσφυγής των Σκοπίων. Σε αντίθεση με την υπόθεση των Βορείων Καμερούν όπου η συνθήκη επί της οποίας βασιζόταν η προσφυγή δεν βρισκόταν πλέον σε ισχύ, και σε σχέση με την υπόθεση των Πυρηνικών Δοκιμών όπου μετά την δήλωση της γαλλικής κυβέρνησης περί μη πραγματοποίησης πυρηνικών δοκιμών εξέλιπε η βάση της προσφυγής Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας, το άρθρο 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας παραμένει σε ισχύ. Δεν έχει υπάρξει τελική διευθέτηση της υπόθεσης και η ουσία της προσφυγής παραμένει, σε αντίθεση με τις υποθέσεις των Βορείων Καμερούν και των Πυρηνικών Δοκιμών. Μια απόφαση του Δικαστηρίου στην παρούσα προσφυγή, αναφέρεται στην απόφαση, θα επηρεάσει υπάρχοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Τέλος, αναφορικά με τον ισχυρισμό της ελληνικής αντιπροσωπείας, ότι η άσκηση αρμοδιότητας εκ μέρους του Δικαστηρίου θα θεωρείτο παρέμβαση στη διαπραγματευτική διαδικασία όπως αυτή ορίζεται από τα Ψηφίσματα 817 και 845 του Συμβουλίου Ασφαλείας, το Δικαστήριο υπενθύμισε προηγούμενες υποθέσεις  (Υπόθεση Ηπειρωτικής Υφαλοκρηπίδας Αιγαίου, 1978 και Διπλωματικό και Προξενικό Προσωπικό των ΗΠΑ στην Τεχεράνη, 1980) πως το γεγονός της διεξαγωγής διαπραγματεύσεων το ίδιο χρονικό διάστημα με τη διαδικασία παρουσίασης της υπόθεσης ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, δεν αποτελεί, νομικά, εμπόδιο στην άσκηση της δικαστικής του λειτουργίας. Σύμφωνα με την απόφαση, το Δικαστήριο πρέπει να αποδείξει αν η διαφορά η οποία τίθεται ενώπιον του είναι νομική διαφορά, και ύστερα να διερευνήσει εάν συντρέχουν περιστάσεις οι οποίες καθιστούν την όποια προσφυγή απαράδεκτη. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η  συμπεριφορά της Ελλάδος σε σχέση με το άρθρο 11 παρ. 1 είναι νομικό ζήτημα το οποίο αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Επιπροσθέτως, τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, με το άρθρο 21 παρ. 2, συμφώνησαν να υποβάλλουν οποιαδήποτε διαφορά τέτοιας φύσης ( περί ερμηνείας και εφαρμογής της Ενδιάμεσης Συμφωνίας) στο Διεθνές Δικαστήριο. Το Δικαστήριο καταλήγει τονίζοντας πως τα δύο μέρη, Ελλάδα και Σκόπια, συμπεριέλαβαν στην ίδια Ενδιάμεση Συμφωνία, διάταξη στην οποία παρεχόταν αρμοδιότητα στο Διεθνές Δικαστήριο ( άρθρο 21), όσο και διάταξη  η οποία απαιτούσε να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις ( άρθρο 5 παρ. 1).Σε περίπτωση κατά την οποία, συνεχίζει η απόφαση, τα δύο συμβαλλόμενα μέρη πίστευαν ότι μια απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί να παρέμβει σε διπλωματικές διαδικασίες ορισθείσες από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, τότε δεν θα είχαν συμφωνήσει να παραπέμψουν στο Δικαστήριο υποθέσεις σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Καταληκτικά, το Δικαστήριο απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς της ελληνικής πλευράς περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Είναι συζητήσιμη η στρατηγική της παράθεσης πολλών επιχειρημάτων για την μη αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Κάποια ήταν καταδικασμένα εξ’αρχής όπως η φερόμενη αναρμοδιότητα Δικαστηρίου λόγω διεξαγωγής διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδος-Σκοπίων. Το ίδιο επιχείρημα είχε χρησιμοποιήσει η Τουρκία στην υπόθεση της Ηπειρωτικής Υφαλοκρηπίδας του Αιγίου το 1978, γεγονός το οποίο θα ήταν γνωστό στην ελληνική πλευρά. Επίσης, το επιχείρημα περί μη αναρμοδιότητας βασιζόμενο στο ότι η όποια απόφαση του Δικαστηρίου δεν θα έχει πρακτικό αποτέλεσμα ήταν άστοχο αφενός γιατί υπήρχε το προηγούμενο των διακηρυκτικών αποφάσεων· αφετέρου, κατά έμμεσο τρόπο, υπονομεύεται το κύρος του Διεθνούς Δικαστηρίου όταν εκφράζεται η άποψη ότι μια απόφαση από ένα τέτοιο δικαιοδοτικό όργανο δεν θα έχει πρακτικό αποτέλεσμα, δηλαδή θα είναι άχρηστη. Επιπροσθέτως, ο ισχυρισμός της ελληνικής πλευράς, στην προσπάθεια της να αποδείξει ότι η προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη διότι εμπίπτει στην ουσία του ονόματος της διαφοράς, πως η απόφαση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, τον Απρίλιο του 2008, οφείλεται, κυρίως, στη διαφορά του ονόματος, ακυρώνει  επιχειρήματα, τα οποία η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να υποστηρίξει αναφορικά με την ακαταλληλότητα των Σκοπίων και της μη εκπλήρωσης των όρων συμμετοχής στο ΝΑΤΟ. Ακαταλληλότητα, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για να  δικαιολογηθεί η άρνηση της Ελλάδος να συναινέσει στην ένταξη των Σκοπίων στην Ατλαντική Συμμαχία. Φυσικά, ο γράφων γνωρίζει ότι η εκ των υστέρων κριτική είναι πάντα εύκολη...
Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.