31/12/12

Δικαίωμα Παρέμβασης ή Διεθνές Δίκαιο; Απάντηση στην αντι-αντιπολεμική αριστερά

Jean Bricmont* (μτφ. Κριστιάν)
«Αγαπητοί Αμερικανοί, παρακαλούμε, κάντε πόλεμο, όχι έρωτα!»
Ανίκανη να ανασυσταθεί ιδεολογικά μετά από την εξαφάνιση του μεγάλου αδελφού της Σοβιετικής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Αριστερά έχει πληγεί με τις κοινωνικές μάχες στο εσωτερικό και με τον ανθρωπιστικό παρεμβατισμό στο εξωτερικό. Με πλήρη ασυνέπεια, καλεί υπέρ της προστασίας των λαών μέσω του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Αλλά πώς μπορείς να επιθυμείς να προστατεύσεις οποιονδήποτε όταν εσύ ο ίδιος παραιτήθηκες από την ελευθερία σου;

Από τη δεκαετία του 1990 και ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου το 1999, οι αντίπαλοι των δυτικών επεμβάσεων και του ΝΑΤΟ είχαν να αντιμετωπίσουν μια οντότητα που θα μπορούσαμε να ονομασούμε μια αντι-αντιπολεμική αριστερά (και άκρα αριστερά), η οποία περιλαμβάνει τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους, και το μεγαλύτερο μέρος από την «ριζοσπαστική» αριστερά (Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα [ 1 ], διάφορες αντιφασιστικές ομάδες κλπ.). [ 2]. 
Πρόκειται για μια αριστερά που δεν δηλώνεται ανοιχτά υπέρ των δυτικών στρατιωτικών επεμβάσεων και μερικές φορές είναι επικριτική εναντίον τους (συνήθως μόνο σε σχέση με τις ακολουθημένες τακτικές και με τις γεωστρατηγικές η πετρελαϊκές προσθέσεις που αποδίδονται στις δυτικές δυνάμεις), αλλά ξοδεύει το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας της για να «προειδοποιήσει» εναντίον των υποτεθημένων παρακλήσεων της αριστεράς που παραμένει σταθερά αντίθετη σε αυτές τις επεμβάσεις.

Μας καλεί να υποστηρίξουμε τα «θύματα» κατά των «δραστών», να είμαστε «αλληλέγγυοι με τους λαούς ενάντια των τυράννων», να μην παραδοθούμε σε απλοϊκούς «αντι-ιμπεριαλισμό», «αντι-αμερικανισμό» ή «αντι-σιωνισμό» και, πάνω απ 'όλα, να μην συμμαχήσουμε με την άκρα δεξιά. 
Μετά τους Αλβανο-κοσοβάρους, το 1999, ακολούθησαν οι γυναίκες του Αφγανιστάν, οι Ιρακινοί Κούρδοι, και πιο πρόσφατα οι λαοί της Λιβύης και της Συρίας, που «εμείς» πρέπει να προστατεύσουμε.

Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η αντι-αντιπολεμική αριστερά ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική. 
Ο πόλεμος στο Ιράκ, ο οποίος παρουσιάστηκε ως αγώνας ενάντια σε μια φανταστική απειλή, προσέλκυσε όντως μια παροδική αντιπολίτευση, αλλά η αντίθεση της αριστεράς στις παρουσιαζόμενες ως «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις υπήρχε πολύ άτονη, όπως αυτή στο Κοσσυφοπέδιο, το βομβαρδισμό της Λιβύης, ή τη παρέμβαση στη Συρία σήμερα. 
Κάθε σκέψη για την ειρήνη ή τον ιμπεριαλισμό σαρώθηκε απλά ενώπιο της επίκλησης του «δικαιώματος παρέμβασης», της «ευθύνης για προστασία» ή του «καθήκοντος για βοήθεια σε λαούς που κινδυνεύουν».

Η άκρα αριστερά, νοσταλγική των επαναστάσεων και των εθνικών απελευθερωτικών αγώνων, τείνει να αναλύσει κάθε σύγκρουση εντός μιας συγκεκριμένης χώρας ως επίθεση ενός δικτάτορα εναντίον του καταπιεσμένου λαού του που φιλοδοξεί τη δημοκρατία. 
Η κοινή ερμηνεία, της αριστεράς και της δεξιάς, της νίκης της Δύσης στον αγώνα κατά του κομμουνισμού, είχε παρόμοια επίδραση.

Ποιος είναι αυτός ο «εμείς» που καλείται «να προστατεύσει και να παρέμβει;»

Η θεμελιώδη ασάφεια του λόγου της αντι-αντιπολεμικής αριστεράς αφορά το ζήτημα του ποιος είναι το «εμείς», που πρέπει να προστατεύσει, παρέμβει, κλπ… 
Αν πρόκειται για τη δυτική αριστερά, τα κοινωνικά κινήματα ή τις οργανώσεις που υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα πρέπει να τους τεθεί το ερώτημα του Στάλιν σχετικά με το Βατικανό: «Πόσες μεραρχίες διαθέτει;». Πράγματι, όλες οι συγκρούσεις, στις οποίες «εμείς» υποτίθεται ότι πρέπει να παρέμβουμε είναι ένοπλες συγκρούσεις. Επέμβαση σημαίνει στρατιωτική επέμβαση και γι 'αυτό θα πρέπει να έχεις τα στρατιωτικά μέσα για να το πράξεις.

Προφανώς, η ευρωπαϊκή αριστερά δεν διαθέτει τέτοια μέσα. 
Θα μπορούσε να καλέσει τους ευρωπαϊκούς στρατούς να επέμβουν, και όχι ο στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά αυτοί οι στρατοί ποτέ δεν το έκαναν χωρίς μαζική υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έτσι ώστε το πραγματικό μήνυμα της αντι-αντιπολεμικής αριστεράς είναι: «Αγαπητοί Αμερικανοί, κάντε πόλεμο, όχι έρωτα!»
Καλύτερο: καθώς μετά την πανωλεθρία τους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι Αμερικανοί δεν θα επιχειρήσουν πλέον χερσαίες επεμβάσεις, ζητάμε από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ, και μόνη της, να πάει να βομβαρδίσει τις χώρες που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Κάποιος μπορεί βέβαια να ισχυριστεί ότι το μέλλον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα πρέπει να αφεθεί στην φροντίδα και την προθυμία της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών, των βομβαρδιστικών τους αεροπλάνων και των μη επανδρωμένων αεροπλάνων τους.
Αλλά είναι σημαντικό να καταλάβουμε τι σημαίνουν στην πραγματικότητα όλες αυτές οι εκκλήσεις για «αλληλεγγύη» και «υποστήριξη» στα αποσχιστικά κινήματα η σε αντάρτες που εμπλέκονται σε ένοπλους αγώνες. Πράγματι, αυτά τα κινήματα δεν έχουν ανάγκη από συνθήματα που εκφωνούνται σε «διαδηλώσεις αλληλεγγύης» στις Βρυξέλλες ή στο Παρίσι, και δεν είναι αυτά που ζητάνε. Θέλουν βαριά όπλα και τον βομβαρδισμό των εχθρών τους, και αυτά, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να τους το προσφέρουν.

Η αντι-αντιπολέμου αριστερά θα έπρεπε, αν ήταν ειλικρινής, να αναλάβει αυτή την επιλογή, και να καλέσει ανοιχτά τις ΗΠΑ, να βομβαρδίσουν όπου παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά θα πρέπει να αναλάβει αυτή την επιλογή μέχρι το τέλος.
Πράγματι, είναι η ίδια πολιτική και στρατιωτική τάξη που υποτίθεται ότι θα σώσει τους λαούς «θύματα των τυράννων τους» που έκανε τον πόλεμο του Βιετνάμ, το εμπάργκο και τους πολέμους κατά του Ιράκ, που επιβάλλει αυθαίρετες κυρώσεις κατά της Κούβα, του Ιράν και όλων των χώρων που δεν της αρέσουν, η οποία υποστηρίζει ανοικτά το Ισραήλ, η οποία αντιτίθεται με όλα τα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών πραξικοπημάτων, σε όλους τους μεταρρυθμιστές στη Λατινική Αμερική   -από τον Αρμπενς στον Τσάβες μέσω των Αλιέντε, Γκούλάρ και άλλων-   και που εκμεταλλεύεται ξεδιάντροπα τους πόρους και τους εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο. 
Χρειάζεται πολύ καλή θέληση για να δούμε σε αυτή τη πολιτική και στρατιωτική τάξη το εργαλείο για τη σωτηρία των «θυμάτων», αλλά είναι, στην πράξη, ό τι προνοεί η αντι-αντιπολεμική αριστερά, επειδή, δεδομένης της ισορροπίας των δυνάμεων στον κόσμο, δεν υπάρχει άλλη αρχή που να είναι σε θέση να επιβάλει τη θέλησή της με στρατιωτικά μέσα.

Προφανώς, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ελάχιστα γνωρίζει ότι υπάρχει αντι-αντιπολεμική αριστερά στην Ευρώπη. Η Ουάσιγκτον αποφασίζει να κάνει πόλεμο ή όχι ανάλογα με τις πιθανότητες επιτυχίας της, τα συμφέροντά της, την εσωτερική και εξωτερική αντιπολίτευση της, κλπ… Και, όταν αρχίσει ο πόλεμος, η Ουάσιγκτον θέλει να τον κερδίσει με κάθε μέσο. Δεν έχει κανένα νόημα να της ζητήσουμε να κάνει μόνο καλές επεμβάσεις, μόνο κατά των πραγματικών κακών, και με ευγενικά μέσα που αποφεύγουν τους αμάχους και αθώους.

Εκείνοι που κάλεσαν το ΝΑΤΟ «να διατηρήσει τη πρόοδο των γυναικών στο Αφγανιστάν», όπως η Διεθνής Αμνηστία (ΗΠΑ) το έκανε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του ΝΑΤΟ στο Σικάγο [ 3 ], καλούν στην ουσία τις Ηνωμένες Πολιτείες να παρέμβουν στρατιωτικά και, μεταξύ άλλων, να βομβαρδίσουν αμάχους στο Αφγανιστάν και να στείλουν μη επανδρωμένα αεροσκάφη πάνω από το Πακιστάν. Δεν έχει κανένα νόημα να τους ζητήσεις να προστατεύσουν και να μην βομβαρδίσουν, γιατί έτσι λειτουργούν οι στρατοί.

Ένα από τα αγαπημένα θέματα της αντι-αντιπολεμικής αριστεράς είναι να καλέσει εκείνους που αντιτίθενται στον πόλεμο να μην «στηρίξουν τον τύραννο», τουλάχιστον όχι αυτόν του οποίου η χώρα δέχεται επίθεση. Το πρόβλημα είναι ότι κάθε πόλεμος απαιτεί μια μαζική εκστρατεία προπαγάνδας, και ότι αυτή στηρίζεται στη δαιμονοποίηση του εχθρού, και ειδικά του ηγέτη του. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η προπαγάνδα αποτελεσματικά, πρέπει αναγκαία να εκθέσεις τα ψέματα της προπαγάνδας, να αναλυθούν τα εγκλήματα του εχθρού, και να συγκριθούν  με αυτά του δικού μας στρατοπέδου. Αυτό το έργο χρειάζεται, αλλά είναι άχαρο και επικίνδυνο: θα σας κατηγορήσουν αιωνίως για το παραμικρό λάθος, ενώ όλα τα ψεύδη της προπαγάνδας του πολέμου θα ξεχαστούν μόλις ολοκληρωθούν οι επιχειρήσεις.

Ο Bertrand Russell και οι Βρετανοί ειρηνιστές κατηγορούνταν ήδη, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, για «υποστήριξη του εχθρού», αλλά αν διέλυαν τη προπαγάνδα των Συμμάχων, δεν ήταν για αγάπη προς τον Κάιζερ, αλλά λόγω προσήλωσης στην ειρήνη. 
Η αντι-αντιπολεμική αριστερά λατρεύει να καταγγείλει «τα διπλά μέτρα και σταθμά» των συνεπών ειρηνιστών που επικρίνουν τα εγκλήματα του ίδιου του στρατοπέδου τους, αλλά δικαιολογούν η διαψεύδουν αυτά που ανατέθηκαν στον εχθρό της στιγμής (Μιλόσεβιτς, Καντάφι, Άσαντ, κλπ…) αλλά αυτά «τα διπλά μέτρα και σταθμά» δεν είναι παρά μόνο το αποτέλεσμα μιας ακούσιας και νομιμοποιημένης επιλογής: να αντιστέκονται στη πολεμική προπαγάνδα όπου και να βρίσκεσαι (ήτοι στη Δύση), προπαγάνδα η οποία στηρίζεται η ίδια σε συνεχή δαιμονοποίηση του αμυνομένου εχθρού, καθώς και σε ιδεατοποίηση αυτών που του επιτίθενται.

Η αριστερά αντι-αντιπολέμου δεν έχει καμία επιρροή στην πολιτική των ΗΠΑ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει καμία επίδραση. 
Από τη μία πλευρά, η ύπουλη ρητορική της βοήθησε να εξουδετερωθεί κάθε αντιπολεμικό κίνημα η κίνημα υπέρ της ειρήνης, αλλά έκανε επίσης αδύνατη κάθε ανεξάρτητη θέση οποιασδήποτε ευρωπαϊκής χώρας, όπως ήταν η περίπτωση της Γαλλίας του Ντε Γκωλ, και ακόμη σε μικρότερο βαθμό, του Σιράκ, η της Σουηδία του Ούλοφ Πάλμε. 
Σήμερα, μια τέτοια θέση θα ήταν αμέσως αντικείμενο επίθεσης από την αντι-αντιπολεμική αριστερά, η οποία διαθέτει τεράστια μιντιατική απήχηση ως «υποστήριξη στο τύραννο», μια πολιτική του «Μονάχου», ένοχη για το «έγκλημα της αδιαφορίας».

Αυτό που κατέφερε η αντι-αντιπολεμική αριστερά είναι να καταστρέψει την κυριαρχία των Ευρωπαίων ενώπιον των Ηνωμένων Πολιτειών και να εξαλείψει κάθε ανεξάρτητη αριστερά σε σχέση με τους πόλεμους και τον ιμπεριαλισμό. Οδήγησε επίσης την πλειοψηφία της ευρωπαϊκής αριστεράς να λάβει θέσεις σε πλήρη αντίθεση με αυτές της λατινοαμερικανικής αριστεράς και να τεθούν ως αντίπαλοι, χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίες επιδιώκουν να υπερασπιστούν το διεθνές δίκαιο (και έχουν απολύτως δίκιο να το κάνουν).

Μια περίεργη πτυχή της αντι-αντιπολεμικής αριστεράς είναι ότι είναι η πρώτη που κατήγγειλε ότι οι επαναστάσεις του παρελθόντος είχαν ως αποτέλεσμα τον ολοκληρωτισμό (Στάλιν, Μάο,  Πολ Ποτ, κλπ…) και μας βάζει συνεχώς σε επιφυλακή εναντίον της επανάληψης των «λαθών» της υποστήριξης σε δικτάτορες που πραγματοποίησε η αριστερά της εποχής. 

Αλλά τώρα που η επανάσταση οδηγείται από ισλαμιστές, υποτίθεται ότι πρέπει να πιστεύουμε ότι όλα θα πάνε καλά και να χειροκροτήσουμε! 

Αλλά μήπως το «μάθημα του παρελθόντος» είναι ότι οι βίαιες επαναστάσεις, η στρατιωτικοποίηση και οι ξένες παρεμβάσεις δεν ήταν ο μόνος ή ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί η κοινωνική αλλαγή;

Αντί να υποστηρίξουμε την παρέμβαση, καλύτερα να απαιτήσουμε την αυστηρή τήρηση του διεθνούς δικαίου.

Μας απαντούν συχνά ότι πρέπει να ενεργήσουμε «με βιασύνη» (για να σωθούν τα θύματα).  Ακόμα κι αν δεχόμασταν την άποψη αυτή, το γεγονός είναι ότι μετά από κάθε κρίση, καμία σκέψη δεν γίνεται από την αριστερά για το τι θα μπορούσε να είναι μια άλλη πολιτική, εκτός από την υποστήριξη στις στρατιωτικές επεμβάσεις. Μια τέτοια πολιτική θα έπρεπε να κάνει στροφή 180° σε σχέση με αυτή που αγκαλιάστηκε από την αριστερή αντι-πολέμου. 
Αντί να ζητούν περισσότερες παρεμβάσεις, θα έπρεπε να απαιτήσουμε από τις κυβερνήσεις μας την αυστηρή τήρηση του διεθνούς δικαίου, τη μη-παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών και την αντικατάσταση των συγκρούσεων με τη συνεργασία. 
Η μη παρέμβαση δεν είναι μόνο η στρατιωτική μη-επέμβαση, αλλά επίσης στα διπλωματικά και οικονομικά πεδία: όχι σε μονομερείς κυρώσεις, όχι στις απειλές στη διάρκεια διαπραγματεύσεων και η αντιμετώπιση όλων των κρατών επί ίσοις όροις.

Αντί να «καταγγείλουμε» συνεχώς τους κακούς ηγέτες χωρών, όπως η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν, η Κούβα, στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων  -πράγμα που η αντι-αντιπολεμική αριστερά λατρεύει να κάνει-   θα έπρεπε να τους ακούσουμε, να κάνομε διάλογο μαζί τους και να κάνουμε τις πολιτικές απόψεις τους κατανοητές για τους συμπολίτες μας.

Προφανώς, μια τέτοια πολιτική δεν θα έλυνε τα προβλήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Συρία ή τη Λιβύη ή αλλού. 
Αλλά τι τα λύνουν; Η πολιτική της παρέμβασης αυξάνει την ένταση και τη στρατιωτικοποίηση στον κόσμο. Οι χώρες που αισθάνονται στοχευόμενες από αυτή την πολιτική, και είναι πολλές, αμύνονται όσο καλύτερα μπορούν. Οι εκστρατείες δαιμονοποίησης εμποδίζουν τις ειρηνικές σχέσεις μεταξύ των κρατών, τις πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ των πολιτών τους και, έμμεσα, την ανάπτυξη των φιλελεύθερων ιδεών τις οποίες οι υποστηρικτές των παρεμβάσεων ισχυρίζονται ότι προωθούν. Από τη στιγμή που η αντι-αντιπολεμική αριστερά εγκατέλειψε οποιοδήποτε εναλλακτικό πρόγραμμα εναντίον αυτής της πολιτικής, παραιτήθηκε στην ουσία από το να έχει τη παραμικρή επιρροή στις παγκόσμιες υποθέσεις. Δεν είναι αλήθεια ότι «βοηθάει τα θύματα» όπως ισχυρίζεται. Εκτός από το γεγονός ότι κατέστρεψε εδώ κάθε αντίσταση στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, δεν κάνει τίποτα, οι μόνοι που δρουν πραγματικά είναι, τελικά, οι αμερικανικές κυβερνήσεις. Το να τους εμπιστευτούμε την ευημερία των λαών είναι μια στάση απόλυτης απελπισίας.

Η στάση αυτή είναι μια πτυχή του πώς η πλειοψηφία της αριστεράς αντέδρασε στην «πτώση του κομμουνισμού», υποστηρίζοντας το ακριβώς αντίθετο από τις πολιτικές που ακλούθησαν οι κομμουνιστές, ειδικά στις διεθνείς υποθέσεις, όπου κάθε  αντίσταση στον ιμπεριαλισμό και κάθε υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας θεωρείται από την αριστερά ως μια μορφή αρχαιο-σταλινισμού.

Η πολιτική της παρέμβασης, όπως άλλωστε και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, μια άλλη μεγάλη επίθεση κατά της εθνικής κυριαρχίας, είναι δυο πολιτικές της δεξιάς, η μια υποστηρίζει τις προσπάθειες ηγεμονίας των ΗΠΑ, η άλλη τον νεο-φιλελευθερισμό και την καταστροφή των κοινωνικών δικαιωμάτων, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό δικαιολογήθηκαν από τον λόγο της «αριστεράς»: δικαιώματα του ανθρώπου, διεθνισμός, αντιρατσισμός και αντι-εθνικισμός. Και στις δύο περιπτώσεις, μια αποπροσανατολισμένη αριστερά από το τέλος του κομμουνισμού αναζήτησε σανίδα σωτηρίας σε έναν λόγο «ανθρωπιστικό» και  «γενναιόδωρο», στον οποίον έλειπε εντελώς μια ρεαλιστική ανάλυση της ισορροπίας δυνάμεων  στον κόσμο. Με μια τέτοια αριστερά, η δεξιά δεν χρειάζεται σχεδόν καμία ιδεολογία, της αρκεί αυτή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Παρ 'όλα αυτά, αυτές οι δύο πολιτικές, ο παρεμβατισμός και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, βρίσκονται σήμερα σε αδιέξοδο: ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες, τόσο από οικονομική όσο και από διπλωματική πλευρά. Η πολιτική των παρεμβάσεων κατάφερε να ενώσει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου εναντίον τους. 
Σχεδόν κανένας δεν πιστεύει σε μια άλλη Ευρώπη, σε κοινωνική Ευρώπη, η υπάρχουσα Ευρώπη, νεοφιλελεύθερη (η μόνη δυνατή) δεν προκαλεί πολύ ενθουσιασμό μεταξύ των εργαζομένων.

Φυσικά, αυτές οι αποτυχίες οφείλουν τη δεξιά και την άκρα δεξιά, αλλά μόνο και μόνο επειδή το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς έχει εγκαταλείψει την υπεράσπιση της ειρήνης, του διεθνούς δικαίου και της εθνικής κυριαρχίας, ως προϋπόθεσεις για τη δημοκρατία.

Jean Bricmont

*Πρωτοστάτης του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, ο Jean Bricmont είναι καθηγητής θεωρητικής φυσικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Louvain (Βέλγιο). Έχει εκδώσει το βιβλίο «Ο ανθρωπιστικός ιμπεριαλισμός. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, δικαίωμα παρέμβασης, δικαίωμα του ισχυρότερου; (Εκδόσεις Aden, 2005).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.