1/2/13

«Δεν ντρέπεσαι; Αυτό που κάνεις είναι κοινωνικός αυτοματισμός!»

Η ηθική και η αισθητική της «απεργίας»

Απεργίες πολλές ακούμε, αλλά σπάνια απεργίες βλέπουμε. Βλέπουμε κατά κόρον, όμως, πολλές «απεργίες», οι οποίες καμιά σχέση δεν έχουν με απεργία. Και σε αυτή την περίσταση ισχύει το εμμένον πρόβλημα της άρρωστης κοινωνίας μας. Έχει καμένο λογισμικό, δεν σκέφτεται, δεν αντιμετωπίζει με απλή λογική τα θέματά της, όλα δρομολογούνται βάσει ενός σαλεμένου αυτόματου πιλότου παλιάς κοπής και τεχνολογίας. Λέξεις, έννοιες, λόγος, ατάκτως εριμμένοι.
Άλλα σημαίνουν διεθνώς, άλλα στην καθ’ ημάς διαλυμένη άλογη δημόσια σφαίρα και ορίζουν την ό,τι να ’ναι συνολική εθνική και κοινωνική μας δραστηριότητα.

Από συστάσεως των εργασιακών σχέσεων, ο εργαζόμενος, ως ο ανίσχυρος στη σχέση με τον εργοδότη του, ανέκαθεν προσπαθούσε να μειώσει τη διαφορά δυναμικού, που διαμορφωνόταν πάντα υπέρ του ισχυρού αφεντικού. Έτσι επινοήθηκε η απεργία, ως μηχανισμός αποσυμπίεσης των εργαζόμενων. Κάτι σαν βαλβίδα, που όταν ανοίγει, μειώνει την υψηλή πίεση εντός της χύτρας (όπου αυτοί βρίσκονται «εγκλωβισμένοι») και τείνει να την εξισώνει με την πίεση του εξωτερικού (εργοδοτικού) περιβάλλοντος. Έτσι ο εργαζόμενος συνεννοείται καλύτερα με τον εργοδότη και δικαιώνεται ευκολότερα, εφόσον αισθάνεται πως αδικείται και αν η ζωή το επιβεβαιώνει. Αυτό το στάτους ενισχύθηκε αρκετά μετά τη βιομηχανική επανάσταση, ακόμα περισσότερο δε μετά την επικράτηση του Κεϋνσιανισμού, που αποκάλυψε κι ότι το χορτάτο αρκούδι χορεύει καλύτερα απ’ το νηστικό. Δηλαδή, ο καλοπληρωμένος και ευχαριστημένος εργαζόμενος είναι και καλύτερος καταναλωτής και προθυμότερος δημιουργός, άρα συμφέρει διπλά και το αφεντικό.
Έρχονται, λοιπόν, διά της απεργίας πιο κοντά οι δύο πλευρές και λύνουν τις διαφορές τους. Τότε ο εργαζόμενος «υποκείμενο» «εκβιάζει» τον εργοδότη «αντικείμενο» και τον καθιστά όμηρο: σου δίνω την εργασία μου, μου δίνεις αμοιβή, θεωρώ άδικη τη συναλλαγή, έλα να την εξορθολογίσουμε. Βρίσκεται η λύση, απεγκλωβίζεται από την ομηρεία ο εργοδότης και πάμε παρακάτω. Δηλαδή, η απεργία είναι ένας απολύτως ορθολογικός και δίκαιος εξομαλυντής των εργασιακών σχέσεων. Εξισορροπεί τη χαμένη ισορροπία τους, όταν για κάποιους λόγους έχει διαταραχθεί ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της σχέσης (και μόνο αυτούς), χωρίς να διαταράσσει την ευρύτερη κοινωνική ισορροπία.
Αυτά ισχύουν διεθνώς. Στη σοβιετική Ελλάδα, όμως, όπου σχεδόν παντού αναμειγνύεται το κράτος ως εργοδότης, ψάχνοντας ο εργαζόμενος να βρει τον «τελικό» εργοδότη πάντα τον βλέπει στο κράτος. Αυτό αρχίζει να δημιουργεί προβλήματα δημοκρατίας. Ας δούμε πώς.
Μετά το καλοκαίρι του 1991, μεσούσης της Δίκης στο Ειδικό Δικαστήριο, πιεζόμενος από το άγχος της αναμενόμενης Ετυμηγορίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου επινόησε δύο τρόπους αποσυμπίεσης. Αφενός, την (όχι και τόσο θεσμική) απειλή ότι έτσι και καταδικαστεί «θα βγει ο λαός στους δρόμους να ανατρέψει το πραξικόπημα εις βάρος της δημοκρατίας». Αφετέρου, στο πλαίσιο εξοντωτικού απεργιακού μπαρράζ, προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου «απεργία», που ήταν ουσιωδώς κατάληψη της πρόσβασης στο λιμάνι της Πάτρας και πνίξιμο της ελληνικής εξαγωγικής οικονομίας. Ήταν τότε ακριβώς, όταν η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας είχε κλείσει τον βόρειο οδικό άξονα προς την Ευρώπη, οπότε μόνη εναλλακτική εξαγωγική διέξοδος για τα ελληνικά προϊόντα ήταν το λιμάνι της Πάτρας. Για καιρό η οικονομία πνιγόταν από αυτό τον απίστευτο παράνομο εκβιασμό, ο οποίος «πέρασε». Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν τολμούσε να τα βάλει με τους παράνομους καταληψίες, το θέμα δημιούργησε προηγούμενο.

Έκτοτε όποιος Γιάννης είχε πρόβλημα με τον Γιώργο, έβαζε ένα μαχαίρι στον λαιμό του Νίκου (που δεν γνώριζε ούτε τον Γιάννη ούτε τον Γιώργο) και εκβιάζοντας, με την ισχύ του μαχαιριού, έπαιρνε ό,τι ήθελε. Πάνω στη μεγάλη βαρβατίλα του τότε ο Παπανδρεϊσμός, αυτό το στιλ το επέβαλε, χωρίς να μπορέσει κανείς να το αμφισβητήσει αποτελεσματικά. Από τότε σταδιακά το χωνέψαμε: «απεργία» στον υγροβιότοπο των τσιφτετελλήνων είναι η (αντισυνταγματική και παράνομη) βίαιη κατάληψη, όπου άλλος ευθύνεται για το πρόβλημά μου και άλλον καθιστώ όμηρο για να πάρω αυτό που θέλω. Αυτή προφανώς και δεν έχει καμία σχέση με την οικουμενικά νοούμενη απεργία, όπως την περιγράψαμε προηγουμένως.
Η ηθική της «απεργίας» πλέον έχει ως εξής. Ο πελάτης του κράτους, κλητήρας του Μετρό εγείρει αίτημα από το κράτος/εργοδότη του, που αυτό αρνείται να ικανοποιήσει. Τότε ο κλητήρας κάνει κατάληψη του δημόσιου χώρου και απαγορεύει στον άσχετο ιδιωτικό εργάτη να χρησιμοποιήσει το κοινόχρηστο αγαθό. Και ΑΔΙΚΩΣ τον καθιστά όμηρό του, ώστε να εκβιάσει το κράτος εργοδότη. Το θεωρητικό σχήμα που περιγράφαμε προηγουμένως θα οδηγούσε τον κλητήρα να καταστήσει όμηρο το κράτος και όχι τον εργάτη! ΕΔΩ, λοιπόν, καταλύεται η Δημοκρατία. Και όμως αυτό δεν το βλέπει κανείς! Ούτε βέβαια το ποικιλώνυμο πολιτικό κατεστημένο, ούτε το ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα, που μαζί συνυπηρετούν το ιδιωτικό πελατειακό παρακράτος. Ούτε, όμως, η Δικαιοσύνη που καλείται να επιβλέπει την τήρηση του κράτους Δικαίου, ούτε και η αποβλακωμένη κοινωνία…
Αν ο ιδιωτικός εργάτης τολμήσει λοιπόν να διαμαρτυρηθεί, τότε ο πονηρός κλητήρας έχει έτοιμη την (ανύπαρκτη διεθνώς) -γνωστή μόνο εδώ, στο καθ’ ημάς καρακατσουλιό- παρλαπίπα του «Κοινωνικού Αυτοματισμού». Τι σημαίνει ο Κ.Α.; Τίποτε! Σημαίνει μόνο πως ο ισχυρός πελάτης αρνείται να μοιραστεί το κόστος της χρεοκοπίας (για την οποία έχει συνευθύνη) και προτιμάει να πληρώσει ο άσχετος ιδιωτικός εργάτης, από τους λίγους μη συνυπεύθυνους. Αν αυτός αντιδράσει, τότε του το ξεκόβει ο πελάτης: «Δεν ντρέπεσαι; Αυτό που κάνεις είναι κοινωνικός αυτοματισμός!». Έτσι ο αδύναμος κάθεται και τις τρώει: κανείς δεν υπάρχει να τον προστατέψει, από κάποιον που λέει τη μαγική έκφραση. Κοινωνικός αυτοματισμός, που επινοήθηκε προσφυώς, όταν εγείρονταν αντιδράσεις στην προσπάθεια να εκλογικευτεί το άθλιο ιδιωτικό πελατειακό παρακράτος. Τότε που ο «νεοφιλελεύθερος» Σημίτης φάνηκε πολύ αδύναμος και μοναχός μέσα στο βαθύ ΠΑΣΟΚ, για να πετύχει τέτοιον τετραγωνισμό του κύκλου. Και έτσι κατρακυλήσαμε ως εδώ…
Αυτά ως προς την ηθική της απεργίας στην καθ’ ημάς Δικτατορία του Τραμπουκαριάτου. Κάπως έτσι, οία η ηθική, τοιάδε κι η αισθητική. Όπως πάντα, η ηθική του ισχυρού κρύβει μια μορφή βάρβαρης φασιστικής αισθητικής. Κολλάδες χυδαίοι και βάρβαροι, που ξεγυμνώνουν και εξευτελίζουν τους Άλλους, τους αντιπάλους, στη μέση του δρόμου. Και που μετά από πέντε χρόνια, από εξουσιολιγωμάρα χρίστηκαν παθιασμένοι «εκσυγχρονιστές», λάτρεις του Σημίτη! Και που φυσικά σήμερα, ως λάβροι Τσιπρίστας, καλούν σε «αντίσταση μέχρι τέλους». Γιούργια γιούργια στον ταβλά με τα κουλούρια. Τσιρίδας Φωτόπουλος, Ρομπέν των μεροκαματιάρηδων, από τους οποίους (αντικοινωνικά) υπερσιτίζει το Ασφαλιστικό του Ταμείο. Στα κρίσιμα σταυροδρόμια της επικαιρότητας, «αγρότες», που «παρατάσσουν» τις καγιέν τους (τις μερσεντέ τις χάρισαν στους «αλβανούς τους»), γαρδένιαι, τσιφτετέλια, ρωσίδες. Χαστούκια και φραπέδες στον γερμανό πρόξενο, κατσαπλιάδικες μούντζες στη Βουλή, ντέφια, νταούλια, ρόπαλα, κάθε λογής χουλιγκανισμός. Και ο Καμμένος με ντουντούκα έξω από την ΕΛΣΤΑΤ. Τα γενικά χαρακτηριστικά τους κάπως έτσι τα απέδωσε ο νομπελίστας στο Άξιον Εστί «Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν. Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν. Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι και ερεβομανείς κοπροκρατούν το μέλλον». Εντάξει, όλα ωραία είναι. Και ο καθένας, όπως κάνει γούστα, έτσι πρέπει να πορεύεται.
Τι βλέπει το ελληνικό κράτος δικαίου, όμως, όταν γίνεται μια τραμπούκικη κατάληψη; Μια σοβαρή Δικαιοσύνη θα είχε αντιληφθεί, καλούμενη να δικάσει αν μια «απεργία» είναι παράνομη και καταχρηστική, ότι εδώ δεν υπάρχει θέμα νομιμότητας της κάθε τραμπούκικης «απεργίας». Είναι απευθείας παράνομη, όχι ως απεργία, βάσει συγκεκριμένου νόμου περί νομιμότητας των απεργιών. Αλλά, εξαρχής, ως βίαιη κατάληψη δημόσιου χώρου, που καταλύει το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία και την ελευθερία των πολιτών να έχουν πρόσβαση σε ιδιωτικά και δημόσια αγαθά. Επειδή απαγορεύει σε έναν αδύναμο πολίτη να πάει στη δουλειά του ή στο σπίτι του, ή όπου διάολο θέλει, κρατώντας ΟΜΗΡΟ ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, βλακωδώς αναιτίως και παρανόμως! Δεν γίνεται να δικάσεις έναν ειδεχθή φόνο ως απλή απάτη, επειδή η υπεράσπιση τον ονομάζει «απάτη»… Δεν γίνεται να βαφτίζεις το κρέας ψάρι και να το δικάζεις με βάση το νόμο περί ψαριών, αντί με το νόμο περί κρεάτων…
Δεν χρειάζεται λοιπόν κάποιος ειδικός νόμος, για να διαπιστωθεί και να ετυμηγορηθεί αν ΟΛΕΣ αυτές οι βίαιες καταλήψεις είναι ή όχι παράνομες και καταχρηστικές «απεργίες». Είναι πάντα γενικά παράνομες, γιατί δεν είναι απεργίες, αλλά καταλήψεις. Γιατί είναι αντισυνταγματικές, εκτός δημοκρατικής λογικής, παρανοϊκές και βίαιες καταλήψεις δημοσίου χώρου, καταλυτικές της κοινωνικής ελευθερίας των πολιτών. Είναι μόνο υποκριτική ή ανεπαρκής μια Δικαιοσύνη, που δεν βλέπει μονομιάς την κατάλυση της δημοκρατικής νομιμότητας. Στον αποκλεισμό των οδικών αρτηριών από νεόπλουτους μοσχαναθρεμμένους αγρότες τραμπούκους. Της Χαλυβουργίας, της ΔΕΗ, των ακτοπλοϊκών καραβιών από τραμπούκους Παμίτες, που «περιφρουρούν» με ρόπαλα το (δικό τους) «απεργιακό» δίκαιο, των αμαξοστασίων των ΜΜΜ που απαγορεύουν να δουλέψει το (ανύπαρκτο) προσωπικό ασφαλείας. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΕΡΓΙΕΣ, ΛΕΜΕ!!! Είναι απλή ανόητη φασιστική βαρβαρότητα.
Κι ας δήλωσε σήμερα η κυρία Παπαρήγα: «Είναι ψευδοπρόβλημα το “κλείνουν ή δεν κλείνουν οι δρόμοι”! Εδώ κλείνουν τη ζωή του λαού, θα μας πουν αν κλείνουμε τους δρόμους;»… Πιο πολιτική βλακεία γίνεται; Αυτό μας θυμίζει Ωνασειάδα, όταν ο Αντρέας ήταν τέζα σε βυθιότητα και η χώρα πέντε μήνες ακυβέρνητη και κάποιοι ζητούσαν να εκλεγεί νέος πρωθυπουργός. Και τότε έλεγαν οι βαθυπασόκοι: «Είναι ιεροσυλία, ο ηγέτης μας να είναι στο κρεβάτι του πόνου και σεις να μιλάτε για ακυβερνησία»… Φυσικά μας θυμίζει κυρίως το άλλο μεγάλο Ανδρεϊκό: «Δεν υπάρχουν θεσμοί, υπάρχει μόνο κυρίαρχος λαός! (δηλαδή, εγώ που αυθεντικά τον εκπροσωπώ)»... Τι δεν καταλαβαίνεις;
Βέβαια και η ίδια η κοινωνία δεν πρέπει να βγάζει την ουρά της απόξω. Αυτή απετέλεσε το σταθερό ηθικό έρεισμα της ανομίας και της Δικτατορίας του Τραμπουκαριάτου. Όταν ο Κολλάς χτύπαγε, ξεβράκωνε και ταπείνωνε δημοσίως τους αντιπάλους, η κοινωνία στις εξέδρες (του σαλονιού της) ζητωκραύγαζε. Οία η «απεργία», τοιάδε κι η κοινωνία. Υπάρχει εδώ κρυμμένο ένα οιονεί «μαζί τους δείραμε, μαζί τους γδύσαμε». Πρώτα υπάρχει η συναίνεση των πολλών, μετά έρχεται το ξεσάλωμα και μετά η κοινωνία συνειδητοποιεί και δαγκώνει τα χείλη της και αυτομουτζώνεται. Όταν μπήκαν στην πόλη οι οχτροί, εμείς φωνάζαμε ζήτω και γεια, την πρώτη μέρα. Και μετά, αργούσαμε δραματικά να καταλάβουμε τι παίζει, να διαβάσουμε το δέον. Και όταν ξυπνούσαμε ήταν πάντα πολύ αργά… Όσο είμαστε βυθισμένοι στο σκότος του λαϊκισμού αυτό είναι αναπόδραστη πραγματικότητα.
Μπορεί να το έχουμε συνηθίσει το τέρας, να θεωρούμε αυτονόητο το να είμαστε σφιχταγκαλιασμένοι μαζί του. Ο λαϊκισμός επέβαλε τα βλακώδη «δημοκρατικά» ήθη, που θεωρούν ότι είναι προοδευτικό να φασίζουμε και αντιδραστικό να αντιστεκόμαστε στον φασισμό. Στον φασισμό της ολοσχερούς ακύρωσης των λέξεων, των εννοιών, του ορθού λόγου, η οποία αποδιοργανώνει ολοκληρωτικά τη δημόσια σφαίρα με την επικράτηση του Τρελοκομείου της Αυτοδικίας. Στο κυρίαρχο Ποικιλόχρουν Ακροδεξιό Φαινόμενο (Π.Α.Φ.), που έφερε τη Χρεοκοπία. Και έχει ακόμα το Π.Α.Φ. μακρύ δρόμο να διανύσει, ώσπου να ολοκληρώσει το έργο του, να διαλύσει εντελώς το λαό και την πατρίδα. Δεν το βλέπουμε; Έστω και αργά, έστω και τώρα, ας συνέρθουμε, σιγά σιγά, ας μαζέψουμε τα κομμάτια μας και ας οικοδομήσουμε βασανιστικά, χαλαρά, υποψιασμένα και προσεκτικά μια νέα καλύτερη κοινωνία, μια νέα καλύτερη πατρίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.