«Χαρτοπόλεμος» ανακοινώσεων από το κόμμα των Τσάμηδων (PDIU), σύμφωνα με τον αλβανικό τύπο προς την Αθήνα ,  με την οποία κατηγορούν την χώρα μας, ενώ «αυτοί» θεωρούν τον  « εαυτόν τους» «αθώες περιστερές».
Με ένα «σαθρό» δελτίο τύπου το PDIU αναφέρει σημειολογικά ότι  «η εκλογή του προέδρου  (Σπετίμ Ιντρίζι) , βουλευτή για αρκετά χρόνια στην Αλβανική Βουλή, σύμφωνα με το Σύνταγμα και  το καταστατικό της Βουλής, αλλά  και  την  πολιτική συμφωνία για την διακυβέρνηση της χώρας , είναι μια εσωτερική ανεξάρτητη πράξη των ανώτατων  θεσμών της χώρας» .

Δηλαδή το παράνομο « αλισβερίσι» του Έντι Ράμα με τους Τσάμηδες,  κατόπιν  τουρκικών « εντολών»   για να μιλήσουμε την γλώσσα τους,  αποκαλείται «πράξη  ανώτατων θεσμών»…
Συνεχίζοντας η ανακοίνωση των Τσάμηδων αναφέρεται  ότι «Μας κάνει εντύπωση πως ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος μιας γειτονικής χώρας ( Ελλάδα)  που έχει μεγάλα προβλήματα, με σοβαρές συνέπειες για όλη την Ευρώπη, βρίσκει το χρόνο να σχολιάσει τις εσωτερικές  πράξεις ρουτίνας της  αλβανικής βουλής». 

Εδώ κατηγορείται και λοιδορείται η  Ελλάδα από τους Τσάμηδες, με τρόπο μειώνει την το κύρος και την παρουσία της στην περιοχή. Την ίδια στιγμή η νυν αλβανική κυβέρνηση « ποιεί την νήσσαν», σαν  να μην συμβαίνει τίποτα.  

«Είναι γεγονός πως η νέα πλειοψηφία με ένα υψηλό βαθμό ανεξαρτησίας στις αποφάσεις της, έχει ξεκαθαρίσει συγχρόνως πως είναι υπέρ φιλικών σχέσεων με την Ελλάδα, σεβόμενη τις αρχές της ανεξαρτησίας, αλλά και της μη επεμβατικότητας στις εσωτερικές υποθέσεις του καθενός, επικυρωμένη μεταξύ άλλων και με  Σύμφωνο Φιλίας μεταξύ των δύο χωρών », αναφέρει επί λέξη  το δελτίο τύπου.

Σύμφωνα με αυτό το Κόμμα των Τσάμηδων ,  «ο Ιντρίζι εμπνέεται από το ίδιο πνεύμα φιλίας και συνεργασίας με την Ελλάδα, με  όλους τους γείτονες της Αλβανίας, αλλά και με  όλους τους στρατηγικούς  εταίρους ( Τουρκία) . Σε σχέση με τους πολιτικούς χαρακτηρισμούς, θα θέλαμε να πούμε πως το πρόγραμμα του Κόμματος μας και  οι πολιτικές θέσεις του,  δεν εμπεριέχουν κανένα απολύτως ίχνος «αλυτρωτικής αντίληψης, συνδεδεμένης άμεσα με το τρομακτικό παρελθόν της ναζιστικής και φασιστικής Ευρώπης.

Τέτοιου είδους ορισμοί  έχουν ως βάση μία ιστορική πλαστογραφία, την οποία θεωρούσαμε πως η  Ελλάδα στην οποία, η  διακυβέρνηση ευρίσκεται σε μια αριστερή κυβέρνηση , με την οποία έχουμε κοινή πολεμική ιστορία , λόγω των  ανταρτών  παρτιζάνων μας (ελληνικός εμφύλιος) , θα ήταν  τουλάχιστον πιο απελευθερωμένη. Προσπαθούμε να  βοηθήσουμε  τoν Έλληνα εκπρόσωπο να κατανοήσει  την πλαστογραφία αυτή», καταλήγει η ανακοίνωση.

Σύμφωνα με ιστορική αναδρομή από την ιστοσελίδα μας pentapostagma.gr, γνωστοποιούμε  ποιοι ήταν  ΑΚΡΙΒΩΣ οι Τσάμηδες.

Οι Τσάμηδες ήταν ένας παραδοσιακός αγροτικός, συμπαγής μουσουλμανικός  πληθυσμός που για άγνωστους  λόγους εξαιρέθηκε της ανταλλαγής πληθυσμών του 1922.
H συμβίωσή τους με το χριστιανικό στοιχείο της περιοχής υπήρξε εξαρχής προβληματική και αμφιλεγόμενη .
Η πολιτισμική διαφοροποίηση, οι κτηματικές διαφορές , η νοοτροπία τους, ενίσχυσε την καχυποψία τους επιτρέποντας  την δράση εξτρεμιστικών αλυτρωτικών στοιχείων στην  κοινότητα τους. Αυτό εκμεταλλεύθηκε  η φασιστική Ιταλία  του Ντούτσε , για να θέσει το Τσάμικο ζήτημα  και να δικαιολογήσει την εισβολή του 1940.
Όπως είναι φυσικό, η εξέλιξη αυτή δυναμίτισε την ήδη τεταμένη κατάσταση στην περιοχή. Ένοπλοι Τσάμηδες συνόδευσαν τον ιταλικό στρατό κατά τη σύντομη προέλασή του στο ελληνικό έδαφος τον Νοέμβριο του 1940, ο τοπικός πληθυσμός υποδέχθηκε πανηγυρικά τους εισβολείς, ενώ σημειώθηκαν και οι πρώτες λεηλασίες και επιθέσεις εναντίον χριστιανικών χωριών, αλλά και οι ομαδικές εκτελέσεις Ελλήνων
.
H ιταλική, αρχικά, και η γερμανική Κατοχή στην συνέχεια συνοδεύτηκαν από βία. Οι ηγέτες των Τσάμηδων συνεργάστηκαν με τις κατοχικές αρχές και συμμετείχαν σε διώξεις, καταστροφές, και μαζικές εκτελέσεις, η πιο γνωστή από τις οποίες υπήρξε η εκτέλεση 49 επιφανών κατοίκων της Παραμυθιάς τον Σεπτέμβριο 1943. Οι αντάρτες του ΕΔΕΣ, μέσα στο κυκεώνα του ελληνικού εμφυλίου με τον ΕΑΜ, που κυριαρχούσαν στην περιοχή, προέβησαν μετά την αποχώρηση των Γερμανών σε  εκδίωξη των Τσάμηδων στην Αλβανία, τον Σεπτέμβριο του ’44.

Από τότε  οι Τσάμηδες προσπαθούν  με όλα τα μέσα να τους αναγνωριστούν οι περιουσίες,  καθώς και η δυνατότητα «επιστροφής τους » στην περιοχή.