12/6/15

Εγώ δεν θα συγχωρέσω (2)

Εγώ δεν θα συγχωρέσω (2)
Με τον Σενέρ Λεβέντ

Μας έπληξαν άσχημα τα ματωμένα Χριστούγεννα του 1963. Το πρωί της 30ής Δεκεμβρίου, σε συνέλαβε η οργάνωση. Σε πέταξαν στα κελιά στα οποία πέταξαν και εμένα μετά από χρόνια. Φοβηθήκαμε πολύ ότι θα σε σκότωναν και δεν μπορέσαμε να κοιμηθούμε μέχρι το πρωί. Δεν είχες φταίξει σε τίποτα, όπως δεν έφταιξα ούτε εγώ.

Αλλά ο Κεμάλ Σεμί, που μας είχε στήσει πόστα, βρήκε μια δικαιολογία. Είχες βάλει έναν τίτλο που έλεγε ότι «τα χαρακώματα αφήνονται στους Άγγλους», κάτι που ήταν είδηση που έμαθες από το BBC. Ενώ εσύ ήσουν στη φυλακή, εμείς τα τρία αδέλφια βγάλαμε την εφημερίδα εκείνη την ημέρα. Και αυτό ήταν το τελευταίο μας φύλλο. Την επόμενη μέρα επέστρεψες σπίτι με λυτά παπούτσια και μεγάλα γένια. Έμεινες στο κελί μια βδομάδα. Έβηχες. Σταμάτησες να βγάζεις την εφημερίδα. Έτσι μπήκαμε στο 1964. Πάλι από εσένα άκουσα πως συνέλαβαν τον Κεμάλ Ντενίζ. Πως μπροστά σου ο Κεμάλ Σεμί χαστούκισε εκείνον τον κοτζάμ βουλευτή της Κυπριακής Δημοκρατίας. Να ήξερες πώς χαράχτηκαν στην καρδιά μου όλα αυτά. Πώς μαράζωσα. Και με ρωτούν και από πάνω γιατί είμαι έτσι. Πώς αλλιώς να είμαι αφού ήμουν μάρτυρας σε όλα αυτά τα γεγονότα; Ακολουθώ αχνάρια αδελφέ, πάντα ακολουθώ αχνάρια.  Αναζητώ τους δολοφόνους. Εκείνους που κατέστρεψαν αυτή την κοινότητα. Δεν τους συγχώρεσα ποτέ. Εσύ τους συγχώρεσες, αλλά εγώ δεν θα τους συγχωρέσω.

Μετά από δύο χρόνια εξέδωσες την πρώτη βραδινή εφημερίδα της κοινότητάς μας ξαναμαζεύοντας το θάρρος σου. Ήθελες πολύ και εσύ, όπως και εγώ, να γράψεις τις αδικίες που βίωνες. Δεν τις έγραψες όμως. Βρήκα σε ένα συρτάρι σου και διάβασα κρυφά αυτά που έγραψες και φύλαγες τόσα χρόνια. Ειδικά τα διαδραματιζόμενα στην πρεσβεία. Μου προκάλεσαν αναγούλα. Με επισκέφτηκες στην εφημερίδα το 2000 όταν συνελήφθηκα και αποφυλακίστηκα. «Κέρδισες, αλλά εκείνοι είναι πολύ βλάκες», μου είπες. Ναι. Κέρδισα. Και εκείνοι έχασαν.  Επειδή έχασαν, χάρηκα τόσο για τους Αϊχάν και Γκιουρκάν, όσο και για εσένα. Χάρηκα επειδή δεν μπορούν να μας καταπιέζουν και να μας αφανίζουν όπως παλιά.

«Είναι πολύ άρρωστη η μητέρα σου, έλα αμέσως», μου είπες όταν θα πέθαινε η μητέρα μου. Ξεκίνησα και ήρθα από την Αμμόχωστο. Κλαίγατε. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι μου είχες πει ψέματα. Είχε πεθάνει η μητέρα. «Θέλεις να δεις τη μητέρα σου», με ρώτησες, στο νεκροτομείο;». «Όχι, δεν θέλω», σου απάντησα.

Αν σε άκουγα δεν θα άρχιζα ποτέ το κάπνισμα. Αν σε άκουγα, δεν θα έκανα ποτέ τόσες τρέλες όμως. Αφότου μου άνοιξες την πόρτα του Ναζίμ, τον αναζητούσα πάντοτε. Όπου υπήρχε κάποιο επαναστατικό χρώμα το ακολουθούσα. Χρόνια. Βασανισμένα χρόνια έφυγαν σαν μάλλινη κλωστή, όπως είπε και ο ποιητής. Αυτή η πόλη δεν είναι η δική μας πόλη. Έχει αλλάξει πολύ. Δεν αυξηθήκαμε. Λιγοστέψαμε. Λιγοστέψαμε κατά ένα άτομο. Αγαπημένοι μας νεκροί που κείτεστε κάτω από ψηλά κυπαρίσσια. Πού να βγω να φωνάξω; Ποια γαρύφαλλα, ποια γιασεμιά να σας προσφέρω; Πώς να ανατρέξω σε εκείνο το παλιό τραγούδι; Ακόμα είσαι σε εκείνη την ηλικία. Δεν έχουν πέσει τα μαλλιά σου ακόμα. Δεν ρυτίδωσε το πρόσωπό σου. Αυτό είναι ένα χοντρό βιβλίο χωρίς επίλογο. Πέθανες προτού σου πω πόσο σε αγαπώ. Μήπως εδώ τέλειωσε αυτή η ζωή;

πηγή  12/06/2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.