Ενόψει του δημοψηφίσματος για την αποχώρηση ή όχι του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit) στις 23 Ιουνίου 2016, κρίνεται αναγκαίο να αναλυθεί η διαδικασία με την οποία ένα κράτος-μέλος της Ένωσης μπορεί εκούσια να αποχωρήσει από αυτήν. Η σχετική πρόνοια εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται στο Άρθρο 50 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επιτρέπει σε κράτος-μέλος της Ένωσης να την ενημερώσει ότι αποσύρεται από αυτήν. Το Άρθρο 50 υποχρεώνει, παράλληλα, την Ένωση να προβεί σε διαπραγμάτευση «συμφωνίας αποχώρησης».
Συγκεκριμένα, το σχετικό Άρθρο της Συνθήκης υπαγορεύει τη γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης από το κράτος-μέλος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την υποχρέωση της Ένωσης να προβεί σε διαπραγματεύσεις και να συνάψει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που να καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συμφωνία εκείνη συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Με τη σύναψη της συμφωνίας αποχώρησης, οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες παύουν να ισχύουν όσον αφορά στο κράτος που αποχωρεί από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης, ή σε περίπτωση που αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στη συμφωνία, δύο χρόνια μετά. Υπάρχει η δυνατότητα παράτασης της παύσης ισχύος των Συνθηκών, σε περίπτωση ομόφωνης απόφασης για παράταση της προθεσμίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του εν λόγω κράτους που αποχωρεί. Νοείται ότι στις συζητήσεις ενώπιον του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τα θέματα αποχώρησης, ο αντιπρόσωπος του κράτους που αποχωρεί δεν συμμετέχει ούτε στις συζητήσεις, ούτε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Σε περίπτωση που το κράτος που αποχώρησε επιθυμεί να ξαναγίνει μέλος της Ένωσης, ακολουθείται η συνηθισμένη διαδικασία προσχώρησης στην Ένωση, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 49 της Συνθήκης. Υπενθυμίζεται ότι η επίκληση του Άρθρου 50 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει γίνει ποτέ στο παρελθόν και η διαδικασία δοκιμάζεται για πρώτη φορά. Ειδικότερα, αυτό που παραμένει αδιευκρίνιστο από το Άρθρο 50 και την όλη διαδικασία που προβλέπεται εκεί είναι η έκταση και το εύρος της συμφωνίας αποχώρησης, το οποίο αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των μερών (Συμβουλίου και κράτους που αποχωρεί), όπως θα παρουσιαστεί στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της εν λόγω συμφωνίας αποχώρησης. Θεωρείται πιθανόν ότι πέραν των εμπορικών συμφωνιών που έχει συνομολογήσει το Ηνωμένο Βασίλειο με 53 χώρες, όλα τα υπόλοιπα που προβλέπονται από τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να τύχουν ξανά διαπραγμάτευσης (π.χ. ελευθερία διακίνησης, υπηρεσίες, γεωργία κ.ο.κ.).
Τονίζεται επίσης ότι κανένα από τα υφιστάμενα μοντέλα συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση (π.χ. Νορβηγία, Ελβετία) δεν φαίνεται να ικανοποιεί απόλυτα το Ηνωμένο Βασίλειο, τουλάχιστον ως προς την επιθυμία του για τη μέγιστη δυνατή πρόσβαση στην ενιαία αγορά και τον μέγιστο δυνατό έλεγχο στα θέματα της μετανάστευσης. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, θα πρέπει να αναμένουμε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου, ενώ παράλληλα θα πρέπει να γίνονται ασκήσεις επί χάρτου για τα σενάρια της επόμενης μέρας, ανεξαρτήτως αποτελέσματος.

*Ο Αντώνης Στ. Στυλιανού είναι λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL. BLaw (Bristol), Ph.D in Law-International Law and Human Rights (Kent), διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.