Φαντάσου να έχουμε και παράπονο επειδή ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, επιμένει να διεθνοποιεί το θέμα των τουρκικών εγγυήσεων και να ενημερώνει για το αναγχρονιστικό σύστημα που πρέπει να καταργηθεί. Διότι, το ακούσαμε κι αυτό. Μάλιστα, από το στόμα ενός εκ των πιο έμπειρων πολιτικο-νομικών μας, του Αλέκου Μαρκίδη, που εσχάτως επανέκαμψε στις τηλεοράσεις, μαζί με τον Γιαννάκη Καρεκλά για να μας παραδίδουν μαθήματα σουρεαλισμού.
Έλεγε, λοιπόν, ο κ. Μαρκίδης στο Σίγμα, ότι κακώς ο κ. Κοτζιάς θέτει θέμα κατάργησης των εγγυήσεων, διότι, όταν μιλούν οι Τούρκοι διαμαρτυρόμαστε, ενώ όταν μιλά ο Κοτζιάς δεν διαμαρτυρόμαστε. Δύσκολο να συλλάβει ο κοινός νους τέτοιους πολύπλοκους συλλογισμούς. Ο κ. Κοτζιάς, βέβαια, δεν μιλά ως εκπρόσωπος της κατοχικής χώρας για να διαμαρτυρόμαστε, αλλά ως εκπρόσωπος μιας εγγυήτριας δύναμης που ταυτίζεται με τη γραμμή της ελληνοκυπριακής ηγεσίας και δικαιούται να δηλώνει ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί να συνεχιστεί το καθεστώς εγγυήσεων. Εκτός αν κάποιοι από εμάς επιθυμούν να συνεχιστούν οι εγγυήσεις, οπότε είναι λογικό να διαμαρτύρονται. Αλλά, το γεγονός είναι ότι για πρώτη φορά η Ελλάδα, επισήμως και με ολοκληρωμένη και σταθερή πολιτική, διαμηνύει αυτά που οι κυπριακές και οι ελλαδικές κυβερνήσεις δεν είχαν το μυαλό να διαμηνύσουν για τέσσερις δεκαετίες. Ότι το καθεστώς εγγυήσεων, πρώτον, έχει παραβιαστεί από την ίδια την Τουρκία και δεύτερο, δεν είναι σοφό να υφίσταται στο νέο κυπριακό κράτος της Ευρώπης.
 
Το εντυπωσιακό, όμως, είναι που κάθε μέρα πλέον, διάφοροι γνωστοί οπαδοί της όποιας λύσης, βρίσκουν δικαιολογίες για να μασούν τα λόγια τους όταν μιλούν για τις εγγυήσεις. Βλέπουν ότι η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι επιμένουν να συνεχιστούν οι εγγυήσεις και ανησυχούν ότι αυτό δεν θα το δεχθεί ο λαός. Και προσπαθούν να τον προετοιμάσουν, αφοσιωμένοι προφανώς στην τακτική: «να χρυσώσουμε το χάπι για να το καταπιούν». Γι΄ αυτό ενοχλούνται όταν κάποιοι σηκώνουν ψηλά ως προτεραιότητα αυτό το κεφάλαιο. Σου λένε, αν συμφωνήσουμε όλα τα άλλα και διαφωνούμε στις εγγυήσεις θα απορρίψουμε τη λύση;
 
Όμως, οι εγγυήσεις δεν αντιπροσωπεύουν απλώς ένα τυπικό πολιτικό σύστημα, που θα μπορούσαμε να το αποδεχτούμε διότι θα υπάρχει προοπτική με την πάροδο του χρόνου να αναθεωρηθεί ή να μην έχει και τόση σημασία. Αυτό που αντιπροσωπεύουν είναι την αποδοχή εκχώρησης στην Τουρκία δικαίωμα λόγου και πράξεων στην ανεξαρτησία της χώρας μας, νομιμοποιούμε ρόλο μιας ξένης χώρας, και ειδικά της Τουρκίας, στη διαχείριση της πατρίδας μας. Σε αυτό θα έπρεπε να αντιδρούμε όλοι, σταθερά, αποφασιστικά, μέχρι τέλους, χωρίς ταλαντεύσεις. Διότι, από αυτό εξαρτάται η βιωσιμότητα και η λειτουργικότητα του μέλλοντος, όποια κι αν είναι η συμφωνία στην οποία θα καταλήξουμε.
 
Μιλώντας προχτές για τις εγγυήσεις, μετά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, ο Μουσταφά Ακιντζί έλεγε για πολλοστή φορά ότι «οι Τουρκοκύπριοι έχουν απαιτήσεις λόγω των όσων βίωσαν το 1960 και το 1974» και «λόγω των εμπειριών εκείνων, οι Τούρκοι της Κύπρου θέλουν τις εγγυήσεις της Τουρκίας». Με αυτά τα παραμύθια δεν πρόκειται να κτίσουμε μέλλον. Είναι προφανές ότι για τους Τουρκοκύπριους και την Άγκυρα, οι διαπραγματεύσεις δεν γίνονται για ένα ανεξάρτητο και βιώσιμο κράτος, αξιοπρεπές και ισότιμο μέλος της ΕΕ, αλλά για ένα τουρκικό προτεκτοράτο. Και εξαρτάται από εμάς, από τους διαπραγματευτές μας και από τους ηγέτες μας, αν θα μπούμε βαθύτερα σε αυτή την πορεία χωρίς επιστροφή ή αν, επιτέλους, θα δούμε κατάματα την αλήθεια για να την αντιμετωπίσουμε.

Τουλάχιστον, ας αρχίσουμε κι εμείς να μιλάμε για τις εμπειρίες των Ελληνοκυπρίων, για όσα βίωσαν το 1958, το 1960, το 1964, το 1967, το 1974, ακόμα και στα σύγχρονα χρόνια, μόλις το 1996, μακριά από τη σκοτεινή δεκαετία του '60, ώστε εκείνοι που επηρεάζουν τις εξελίξεις να μην ακούνε μόνο όσα βίωσαν οι καημένοι Τουρκοκύπριοι. Αλλά, τι να περιμένουμε; Εδώ ενοχλούνται επειδή μιλά υπέρ των Ελληνοκυπρίων ο Κοτζιάς, και συμφωνούν με τον Ακιντζί.