19/1/17

Το “θνησιγενές εγχείρημα” αναβάθμισης της ΣΕΘΑ! Ποιος το ΄χε τολμήσει

Του Παναγιώτη Μαυρόπουλου, Απόστρατου Αξιωματικού
Η Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ) είναι το τελευταίο στάδιο της δια βίου μάθησης των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων. Σκοπός της είναι η επιμόρφωση και η εκπαίδευση Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος, καθώς και υπαλλήλων των Υπουργείων, Οργανισμών και Επιχειρήσεων Δημοσίου ή ιδιωτικού Δικαίου επί θεμάτων εφαρμοσμένης στρατηγικής εθνικής ασφαλείας.
Όταν, τον Μάρτιο του 2014, ο Αντιστράτηγος Ηλιόπουλος Ανδρέας ανέλαβε την διοίκηση της ΣΕΘΑ, διαπίστωσε ότι...
το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, παρόλο που ήταν οργανωμένο σε κύκλους σπουδών, ουσιαστικά αποτελείτο από ένα συνονθύλευμα διαλέξεων ποικίλου περιεχομένου· οι σπουδαστές της Σχολής απλά παρακολουθούσαν καθημερινώς επί έξι ώρες τους διαλέκτες να εναλλάσσονται στο βήμα της Σχολής· η συμμετοχή των σπουδαστών στην εκπαιδευτική διαδικασία περιοριζόταν στην διατύπωση ενός περιορισμένου αριθμού ερωτήσεων στο τέλος της κάθε διάλεξης· και τέλος, η Σχολή δεν διέθετε δικούς της καθηγητές, με αποτέλεσμα να λειτουργεί με εξωτερικούς διαλέκτες, ενώ η παντελής απουσία ερευνητικού έργου ήταν κάτι περισσότερο από προφανής.
Ο νέος διοικητής, λόγω της εμπειρίας την οποία απεκόμισε από την φοίτησή του σε αντίστοιχα σχολεία του εξωτερικού, αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα, απεφάσισε να προχωρήσει στην αναδιάρθρωση του προγράμματος εκπαιδεύσεως και του τρόπου λειτουργίας της Σχολής, έτσι ώστε αυτή να προσεγγίσει το επίπεδο των αντίστοιχων σχολών του εξωτερικού. Η αναδιάρθρωση ήταν ριζική και αφορούσε τα ακόλουθα θέματα:
  • Όντας μια σχολή εφαρμοσμένης στρατηγικής, η συμμετοχή των σπουδαστών, οι οποίοι διέθεταν επαγγελματική εμπειρία τουλάχιστον είκοσι ετών, στην εκπαιδευτική διαδικασία ήταν εξαιρετικά ουσιαστική για την επίτευξη βέλτιστου αποτελέσματος. Η συμμετοχή αυτή υλοποιήθηκε μέσω της συζήτησης των θεμάτων της στρατηγικής σε ολιγομελείς ομάδες, υπό την καθοδήγηση καταλλήλων εκπαιδευτών, συνδυάζοντας έτσι την θεωρητική γνώση με την πρακτική εμπειρία της εφαρμογής της στρατιωτικής επιστήμης και τέχνης. Εξ άλλου, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν όλες οι αντίστοιχες Σχολές του εξωτερικού.
  • Η εισαγωγή της συζήτησης στην εκπαιδευτική διαδικασία συνδυάστηκε με την παράλληλη μείωση του αριθμού των διαλέξεων και την συνεπακόλουθη εξασφάλιση χρόνου στους σπουδαστές για μελέτη και αφομοίωση των πραγματευομένων θεμάτων στρατηγικής
  • Η δομή του εκπαιδευτικού προγράμματος έπρεπε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες δεν πρέπει κατά κανένα τρόπο να απεμπολήσουν το δικαίωμα και την υποχρέωσή τους να καταρτίζουν μόνες τους τα προγράμματα των στρατιωτικών σχολών, όπως αυτές κρίνουν ότι εξυπηρετούνται οι ανάγκες τους. Αυτό όμως έθετε αυτομάτως εκτός προγράμματος σχολής αντικείμενα διαλέξεων (και κατά συνέπεια τους αντίστοιχους διαλέκτες) τα οποία ήταν εξαίρετα μεν, ακατάλληλα δε για το πρόγραμμα μιας σχολής εφαρμοσμένης στρατηγικής διάρκειας δέκα μηνών.
Είναι αυτονόητο ότι μια τέτοια ριζική αλλαγή θα προκαλούσε συγκρούσεις με διάφορα συμφέροντα τα οποία είχαν από ετών παγιωθεί στη Σχολή, θέτοντας τον Διοικητή απέναντι σε όλους όσους εθίγοντο από τις ρηξικέλευθες αλλαγές. Ο Ηλιόπουλος, έχοντας πλήρη συναίσθηση των κινδύνων που εγκυμονούσε ένα τέτοιο εγχείρημα, προχώρησε τις αλλαγές με μοναδικό γνώμονα την βελτίωση του παρεχομένου εκπαιδευτικού έργου και με σεβασμό στον χρόνο των σπουδαστών, διακινδυνεύοντας την παραμονή του στο στράτευμα, δεδομένου ότι οι σχετικές πιέσεις που ασκούνται στον Διοικητή της Σχολής είναι αφόρητες. Για διάφορους λόγους την γενναιότητά του αυτή δεν την «πλήρωσε» σε υπηρεσιακό επίπεδο· όμως, από την άλλη πλευρά, στο εγχείρημα αυτό δεν τον συνέδραμε ολόψυχα κανείς. Όμως δεν απέφυγε το προσωπικό κόστος· λοιδορήθηκε μέσω ανωνύμων επιστολών δειλών συντακτών, τις οποίες άλλοι καλοθελητές, με αδιευκρίνιστα κίνητρα, φρόντισαν να διακινήσουν στο ευρύτερο πλαίσιο του σώματος των αξιωματικών, εν ενεργεία και εν αποστρατεία.
Ως αποτέλεσμα των εν λόγω αλλαγών, η Σχολή επί των ημερών του λειτούργησε με αναθεωρημένο πρόγραμμα σπουδών, εφάμιλλο αντίστοιχων σχολών του εξωτερικού (των οποίων βέβαια υπελείπετο σε μέσα και σε μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό). Όμως, όπως συνηθίζεται στην χώρα μας, οι αλλαγές αναιρέθηκαν από τις επόμενες διοικήσεις, αν και όχι πλήρως. Η επιστροφή στο προ-Ηλιόπουλου καθεστώς της σχολής, σε συνδυασμό με τον ακατανόητο και μοναδικό παγκοσμίως περιορισμό της διάρκειας της ΣΕΘΑ σε έξι μήνες, αναδεικνύει όλες τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, οι οποίες θίγουν πλέον και τον σκληρό πυρήνα του κράτους, τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Μια ιστορία η οποία αναπαράγεται μεταξύ των ασχολουμένων με την στρατηγική είναι αυτή του Αντιναυάρχου των ΗΠΑ Stansfield Turner ο οποίος, αναλαμβάνοντας την διοίκηση της Ναυτικής Σχολής Πολέμου των ΗΠΑ την δεκαετία του ’70, αναθεώρησε εκ βάθρων το πρόγραμμα σπουδών της, οδηγώντας την στην μετά-Βιετνάμ εποχή, και αναδεικνύοντάς την ως μία από τις καλύτερες του είδους της παγκοσμίως.
Ο Ηλιόπουλος, τηρουμένων των αναλογιών, προσπάθησε να κάνει ακριβώς το ίδιο, και μάλιστα κάτω από δυσκολότερες συνθήκες και με λιγότερα μέσα :
  • Αναβάθμισε, δυστυχώς προσωρινά, το επίπεδο της ΣΕΘΑ, παλεύοντας σχεδόν εναντίον όλων, μην υπολογίζοντας το συνεπαγόμενο προσωπικό κόστος και μην υποχωρώντας σε σχετικές εξωτερικές πιέσεις.
  • Υπερέβη τα τυπικά υπηρεσιακά του καθήκοντα και την λογική του «να μην εκτεθούμε», τόσο προσφιλή σε πολλούς συναδέλφους.
  • Μετέφερε στην χώρα μας την τεχνογνωσία που απέκτησε στο εξωτερικό προς όφελος της στρατιωτικής υπηρεσίας.
  • Ανέλαβε «έργω» την ευθύνη να καταρτίσει ένα πρόγραμμα εκπαιδεύσεως το οποίο ανταποκρινόταν στις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων.
Το παράδειγμά του είναι από τα λίγα που συντάκτης του παρόντος άρθρου συνάντησε στην θητεία του στις Ένοπλες Δυνάμεις και για το λόγο αυτό του αξίζουν θερμά συγχαρητήρια. Το έργο του στην ΣΕΘΑ πρέπει να προβάλλεται στους νεώτερους συναδέλφους ως ένα εξαιρετικό παράδειγμα πρωτοβουλίας ενός υπηρεσιακού παράγοντα, τώρα μάλιστα που αποστρατευόμενος αποχώρησε από τις τάξεις του στρατεύματος.
Πηγή

1 σχόλιο:

  1. Studying at the National Defence School should be a prerequisite for all politicians or at least ministers.
    We have to infuse private funds into our educational system, specially in R&D. A look abroad will show us that the Omogeneia has spent millions in founding and maintaining Greek departments in various universities.
    An independent of political nonsense Greece will benefit to the maximum of involving all Greek citizens to its development.
    I would like to share a success story of a small South American country, Ecuador, where the government has invested (not spent) over a billion dollars in creating the country's first university city / R&D center focusing on Ecuador's biodiversity. Yachay (Quichua for knowledge) is headed by a Greek professor. It is time we bring the brain home.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.