29/6/17

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, των Αγίων Αποστόλων

του Σάββα Καλεντερίδη*
Κάθε χρονιά των Αγίων Αποστόλων, το βουνό στην κυριολεξία ζωντάνευε. Μετά τον εκκλησιασμό οι περισσότεροι άνδρες, αλλά και γυναίκες, ανέβαιναν στα άλογα και τα γαϊδούρια και έπαιρναν τους δρόμους και τα μονοπάτια που οδηγούσαν στις πλαγιές του βουνού, εκεί που άνθιζαν οι φλαμουριές. Οι άνδρες σκαρφάλωναν στα δέντρα και έκοβαν με προσοχή, για να μην τα πληγώσουν, τα κλαδιά που είχαν τα πιο πολλά λουλούδια. Κάτω, το «συνεργείο» άρχιζε να μαζεύει από τα κομμένα κλαδιά τους ανθούς της φλαμουριάς, για να αποτελέσουν τα πρωινά και τις κρύες νύχτες του χειμώνα το αφέψημα της οικογένειας.

Εκεί που τις κανονικές μέρες το βουνό ζούσε στην ησυχία του, την οποία τάραζαν μόνο τα κελαηδήματα των πουλιών και οι κραυγές των αγρίων ζώων, και πού και πού οι ιαχές των βοσκών, των Αγίων Αποστόλων το βουνό ζωντάνευε.
Ακούγονταν τα τσεκούρια που έκοβαν τα κλαδιά, οι φωνές των συνεργείων που συνέλεγαν τους ανθούς της φλαμουριάς, και οι χαιρετισμοί και τα χωρατά που αντάλλαζαν οι οικογένειες και τα συνεργεία από τις διπλανές και τις απέναντι πλαγιές. Οι πιο ψαγμένοι αναζητούσαν και μάζευαν ένα άλλο τσάι, μέσα από τις χαράδρες και τα ρέματα, πιο σπάνιο, πιο δυνατό και πιο νόστιμο στη γεύση του. Το απόγευμα, φορτωμένοι όλοι τη σοδειά τους, κατηφόριζαν για το χωριό για να ακολουθήσει η άλλη διαδικασία.
Σε πανιά βαμβακερά, που είχαν υφάνει στους αργαλειούς οι γυναίκες με ντόπιο βαμβάκι, άπλωναν με ιδιαίτερη –μητρική θα έλεγε κανείς– φροντίδα τους ανθούς της φλαμουριάς, για να στεγνώσουν ήρεμα, σε κάποια σκιά, χωρίς τη «στεναχώρια» του καυτού ήλιου, και στη συνέχεια να τους φυλάξουν και πάλι σε πάνινα σακιά, για το χειμώνα ή και για ολόκληρη χρονιά, αφού το φλαμούρι όλο και κάποιος το αναζητούσε, ιδιαίτερα αν ήθελε να ηρεμήσει.
Το άλλο, το πιο ποιοτικό τσάι, δεμένο φροντισμένα με κάποιο ανθεκτικό χόρτο σε «ματσάκι», το κρεμούσαν από τα δοκάρια, για στεγνώσει κι εκείνο ήσυχα, μέχρι να πάρει τη θέση του στις πραμάτειες και τις προμήθειες της νοικοκυράς.
Αυτές ήταν οι όμορφες στιγμές στο χωριό, τότε που ακόμα οι άνθρωποι είχαν ιδιαίτερη σχέση με τα ζώα, τη φύση, τα βουνά, τα ρέματα, τα δένδρα και τα φυτά, πραγματικά μια σχέση ζωής.
Τότε που δεν υπήρχε το Lipton.
*Αναμνήσεις του γράφοντος από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του, τη Βέργη Σερρών.

2 σχόλια:

  1. Και...διηγώντας τα να κλαις,κύριε Καλεντερίδη.Αυτή είναι,μάλλον,η μοίρα των απλών ανθρώπων,των πολλών.Οι άλλοι,οι λίγοι και γαλαζοαίματοι-όχι απαραίτητα και βασιλιάδες-έχουν άλλες εμπειρίες να διηγηθούν,χα'ι'λίκια και σελεμπριτιές...
    Υ.Γ.Οχι ότι κατάλαβα λάθος τη νοσταλγία και τη φυσική,απλή ζωή των ανθρώπων,τότε.
    Μοίρα και κατάντια είναι το μπλέξιμό μας σήμερα, με τα derivatives και τα subprimes των λαμογίων κάθε μορφής και κάθε χρώματος,με προεξάρχον βεβαίως βεβαίως,το λευκό και προχωρημένο.Τόσοι αιώνες τεχνογνωσίας-αποικιοκρατία,δουλεία,ΧιτλεροΝαζισμός κ.ά.να πάνε χαμένοι;δεν κάνει...
    (παρασύρθηκα πάλι,με τόση φόρτιση και τέτοιο φόρτωμα)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Νοσταλγικο αρθρο.Μου θυμησε την μανα μου που στεγνωνε το φλαμουρι (με κλειστα πατζουρια)στο σαλονι(στην ροτοντα μας)σκεπασμενο.Ετσι στεγνωνε και το χαμομιλι που μαζευαμε μαζι.Φυσικα το σαλονι μεχρι να στεγνωσουν και να τα βαλει στα πανινα τσουβαλακια ηταν απαγορευμενο μερος ωια μενα.Τι ωραια χρονια!!!Ακομα και τωρα στα 82 της χρονια μας προμηθευει φασκομηλο,χαμομιλι και ματζουρανα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.