20/7/18

Το Χρονικό μιας αιχμαλωσίας: Τουρκική Εισβολή, Εγκλωβισμός, Αιχμαλωσία

Του Γρηγόρη Κατσελλή
Το οδοιπορικό του Ιούλη του 1974, περιγράφει γεγονότα, που διαδραματίστηκαν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και σε συγκεκριμένο χώρο – Πέλλαπαϊς, Κερύνεια, Τούρκικες Φυλακές. 
Εξιστορεί, σε έκταση, τα βιώματα και τις προσωπικές μαρτυρίες του Γρηγόρη Κατσελλή, όπως έζησε και βίωσε τις τραγικές εκείνες μέρες, ο ίδιος και η οικογένεια του, όπου τους έταξε η μοίρα να βρεθούν μέσα στα γεγονότα και να γίνουν μέρος αυτής της ιστορίας. 
Τα γεγονότα που αναφέρονται είναι εντελώς αυθεντικά και αποτυπώνουν τη τραγική αλήθεια, για τα όσα δραματικά επισυνέβησαν το καλοκαίρι του 1974, χωρίς υπερβολές και διαστρεβλώσεις. 
Το κείμενο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λογοτεχνικό ή άλλο είδος γραπτού λόγου, παρά μόνο ως αφήγηση των γεγονότων, που μπορεί να διαβαστεί, για να θυμίζει στους παλαιότερους εκείνο το καλοκαίρι, που σημάδεψε τη ζωή όλων μας και άλλαξε την ιστορία της πατρίδας μας. Αλλά και για τους νεώτερους, για να γνωρίσουν μια αληθινή, δραματική πτυχή της τραγωδίας που πέρασε εκείνη τη χρονιά ο τόπος μας και που αποτυπώνει λίγο ή πολύ την όλη εικόνα των γεγονότων που επισυνέβησαν κατά την εισβολή και τη προέλαση των Τούρκων.
Όταν το πρωί της Δευτέρας,15ης του Ιούλη 1974, η ώρα 08:20 ακούσαμε από το ΡΙΚ ότι «η Εθνική Φρουρά επενέβη, για να σταματήσει τον αδελφοκτόνο σπαραγμό» και ότι «ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός» μας κυρίεψε δέος και αγωνία. Ήμασταν πολύ ανήσυχοι για το τι θα ακολουθούσε και για τις μαύρες μέρες που έμελλε να αντιμετωπίσει ο Κυπριακός Ελληνισμός. 

Δεν χρειαζόταν πολλή γνώση και σοφία για να αντιλαμβανόταν κάποιος το τι θα ακολουθούσε και τι θα συνέβαινε, μετά το πραξικόπημα. Εξάλλου ο Εθνάρχης Μακάριος είχε προειδοποιήσει πολλές φορές και δημόσια. Τα λόγια του προφητικά και ξεκάθαρα ηχούν ακόμη στα αυτιά μας: «η ΕΟΚΑ Β’ και αυτοί που την υποστηρίζουν και την υποθάλπουν είναι νεκροθάφτες της Ένωσης και με τις ενέργειές τους θα φέρουν τους Τούρκους». 

Οι πραξικοπηματίες προσπαθούσαν να καθησυχάσουν τους Τούρκους και δήλωναν με κάθε ευκαιρία ότι οι Τούρκοι δεν πρέπει να ανησυχούν και ότι αυτά που συμβαίνουν στη Κύπρο, είναι μόνο μεταξύ των Ελληνοκυπρίων. Δήλωναν επίσης ότι οι συνομιλίες για λύση του Κυπριακού προβλήματος θα συνεχιστούν. Όμως οι ξένοι ραδιοσταθμοί μετέδιδαν συνεχώς πληροφορίες για τις προετοιμασίες του Τουρκικού στρατού. 

Οι μέρες περνούσαν βαριά και με αγωνία. Τη νύχτα μας επέβαλλαν κατ οίκο περιορισμό. Περιμέναμε την επόμενη μέρα που θα ξημέρωνε και τι θα μας επιφύλασσε. Μετά την ορκωμοσία του Νίκου Σαμψών ως νέου «Προέδρου» άρχισε ένα όργιο προπαγάνδας εναντίον της Κυβέρνησης Μακαρίου. Αυτή ήταν η έγνοια τους και όχι ο τούρκικος κίνδυνος. 

Αλλά ο Μακάριος δεν ήταν νεκρός. Κατάφερε να διαφύγει. Πήγε στην Πάφο και από ένα ερασιτεχνικό ραδιοσταθμό καλούσε, με διάγγελμά του, τον Κυπριακό λαό να αντισταθεί στην Χούντα και στο Πραξικόπημα. Οι συλλήψεις ανθρώπων, Μακαριακών και αντιστασιακών, ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ακόμα και το κάστρο της Κερύνειας είχε γεμίσει από υποστηρικτές του Μακάριου και από ανθρώπους που ήταν αντίθετοι στην δράση της ΕΟΚΑ Β’. 

Συνέλαβαν και τον αδελφό της γυναίκας μου, τον Σάββα. Μόλις το πληροφορηθήκαμε σκεφτήκαμε να φέρουμε την γυναίκα και τα τρία παιδιά του στο σπίτι μας για λόγους ασφάλειας. Το σπίτι του συνόρευε με το στρατόπεδο της 33 Μοίρας Καταδρομών στο Πέλλαπαϊς. Μόλις πλησίασα το στρατόπεδο πήδηξαν μπροστά μου μερικοί λοκατζήδες αγριεμένοι και με τα όπλα προταγμένα μου φώναξαν να σταματήσω και να κατέβω αμέσως από το αυτοκίνητο με τα χέρια ψηλά. Εγώ υπάκουσα. Κατέβηκα και τους ρώτησα τι συμβαίνει. Δεν μου απάντησαν. Με ρώτησαν αν έχω όπλα στο αυτοκίνητο. Τους απάντησα αρνητικά. Μετά ερεύνησαν το αυτοκίνητο και με ρώτησαν τι γυρεύω στη περιοχή, κοντά στο στρατόπεδο. Τους εξήγησα και τους έδειξα το σπίτι. Ο Λοχίας έδειξε πως το κατανοούσε. Ξαφνικά παρουσιάστηκε ένας Έλληνας Λοχαγός των ΛΟΚ πιο αγριεμένος από τους άλλους και άρχισε να φωνάζει και να με ρωτά τι γυρεύω εκεί, βρίζοντας τους πάντες. Ο Λοχίας του εξήγησε. Ο Λοχαγός δεν είπε ούτε ναι ούτε όχι, αλλά με ρώτησε να του πω τι γίνεται στο χωριό και τι λέει ο κόσμος. Του είπα ότι είναι ησυχία και ο κόσμος σχολιάζει το Πραξικόπημα και ανησυχεί από τους Τούρκους. Αυτός αγρίεψε και μου είπε έξαλλος: «να πας να τους πεις να πάνε αμέσως να κλειστούν στα σπίτια τους διαφορετικά θα διατάξω τα άρματα να έρθουνε πάνω και θα κάψω το χωριό ακούς; Θα το κάψω.» Εγώ του απάντησα «εντάξει». Με άφησαν και πήρα την οικογένεια του κουνιάδου μου και τους πήγα σπίτι μας. 

Η διχόνοια εξελισσόταν σε πραγματικό εμφύλιο και η ανταλλαγή πυρών μεταξύ των αντιπάλων παρατάξεων, σε διάφορες περιοχές, είχαν ήδη αρχίσει. Ακόμα και εκτελέσεις εν ψυχρώ έγιναν αρκετές, πέραν αυτών που έπεσαν στις μάχες για την προάσπιση της Δημοκρατίας και Ελευθερίας. Το ηθικό των Ελληνοκυπρίων, όπως ήταν φυσικό, είχε καταρρακωθεί, από τα τραγικά και δραματικά γεγονότα που ζούσε αυτές τις μέρες ο τόπος μας και όλοι περίμεναν με αγωνία τα χειρότερα. 

Ένα απομεσήμερο δύο μέρες πριν την Τούρκικη Εισβολή περνούσε ένας έφεδρος λοκατζής έξω από το σπίτι μας και τον ρώτησα: «τι θα γίνει τώρα με τους Τούρκους που ετοιμάζονται για εισβολή;». Μου απάντησε: «Θα τους δώσουμε και αυτούς ένα μικρό κομματάκι και θα σιωπήσουν». Το είπε με τόση σιγουριά που με εξέπληξε. Δεν φαινόταν να ανησυχούσε καθόλου από τους Τούρκους. Δεν περίμενα τέτοια απάντηση, ιδιαίτερα από ένα λοκατζή. Θα ταίριαζε καλύτερα και στο πράσινο μπερέ που φορούσε, εάν μου έλεγε ότι θα τους κόψουν τα πόδια αν τολμήσουν. Αλλά αυτός αν μη τι άλλο μας είπε την αλήθεια. Φαίνεται πως τους είχαν πείσει οι Έλληνες αξιωματικοί τους πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας από τους Τούρκους και ότι όλα θα είναι εντάξει. Που να ήξερε ο καημένος ο άνθρωπος, πως σ’ αυτό το «μικρό κομματάκι» που θα ‘διναν στους Τούρκους, που τελικά δεν ήταν καθόλου μικρό, θα περιλαμβανόταν το χωριό του κι’ αυτό το ίδιο το σπίτι του. Δεν ξέρω πως αισθάνεται τώρα. Ίσως να λέει και αυτός όπως και πολλοί άλλοι, ότι τους ξεγέλασε η Χούντα. 

Τρεις μέρες πριν την Εισβολή προσέξαμε ότι τις νύχτες φαινόντουσαν δύο μικρές εστίες φωτιάς, πολύ περιορισμένες, σε δύο συγκεκριμένα σημεία του Πενταδαχτύλου, απέναντι από το σημείο όπου είχε γίνει μετά η εισβολή των Τούρκων. Τις έβλεπα και από το σπίτι μας στο Πέλλαπαϊς. Σκεφτόμουν και διερωτόμουν τι σκοπό θα μπορούσαν να είχαν. Μήπως ήταν σηματοδότες; Αν ήταν διαφορετικά, γιατί δεν τις έσβηναν; Δεν μεγάλωναν, ούτε μίκραιναν. Δεν ήταν επικίνδυνες μήνα Ιούλιο; !! Ήταν φανερό πως ήταν ελεγχόμενες. 

Η Τούρκικη Εισβολή

Το Σάββατο 20 του Ιούλη τα ξημερώματα ξυπνήσαμε έντρομοι από τον ανατριχιαστικό θόρυβο των πολεμικών αεροπλάνων και από τις εκκωφαντικές εκρήξεις. Βομβάρδιζαν το στρατόπεδο των ΛΟΚ στο Πέλλαπαϊς και πολυβολούσαν στη γύρω περιοχή. Πετούσαν σε χαμηλό ύψος πάνω από τα σπίτια του χωριού και δημιουργούσαν ένα πραγματικό πανδαιμόνιο. Η γυναίκα μου φώναξε: «Παναγία μου, ήρθαν οι Τούρκοι!» 

Τινάχτηκα από το κρεβάτι και πήγα αμέσως στο παράθυρο του υπνοδωματίου μας, που κοίταζε προς τη θάλασσα. Τα Τούρκικα πλοία ήταν ήδη στις ακτές της Κερύνειας. Ένα-δύο αεροπλάνα κυνηγούσαν μια από τις τορπιλάκατες της Εθνικής Φρουράς που προσπαθούσε απεγνωσμένα, με ελιγμούς να τους ξεφύγει. Μάταια όμως. Σ’ ελάχιστα λεπτά φάνηκαν καπνοί κι η τορπιλάκατος εξαφανίστηκε. Την κατάπιε η θάλασσα μαζί με τα παιδιά που αποτελούσαν το πλήρωμά της. 

Η Τούρκικη Εισβολή ήταν πλέον γεγονός. Ήταν φανερό πως αυτή τη φορά οι Τούρκοι δεν ήρθαν για να βομβαρδίσουν και να φύγουν, όπως έγινε τον Αύγουστο του 1964. 

Πήραμε αμέσως από το κρεβατάκι της τη μικρή μας Δέσπως που ήταν 14 μηνών και κατεβήκαμε στο ισόγειο του σπιτιού μας, που έμενε η οικογένεια του πεθερού μου, για περισσότερη ασφάλεια. 

Ανοίξαμε το ραδιόφωνο για να μάθουμε τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Κύπρο. Δεν μετέδιδε οτιδήποτε, κι απορήσαμε. Στις 06.00 που ήταν η κανονική ώρα έναρξης της εκπομπής του ΡΙΚ ακούσαμε το γνωστό μουσικό κομμάτι. 

Μετά μας καλημέρισε κανονικά και «…σήμερα είναι Σάββατο 20 Ιουλίου. Η εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη Ηλιού του Προφήτου, κ.λπ.» Μετά ακούσαμε τη καθιερωμένη προσευχή!! Τα τούρκικα αεροπλάνα συνέχιζαν να δημιουργούν πανδαιμόνιο με το τρομακτικό τους θόρυβο κι οι εκρήξεις από τις βόμβες που έριχναν, κοντινές και μακρινές, έγιναν πιο συχνές. Το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα της Κύπρου, που ελεγχόταν, όπως ήταν φυσικό, από τους πραξικοπηματίες, συνέχιζε το βιολί του. Μετέδιδε μουσική. Ήταν εξοργιστικό. Φαινόταν σίγουρο πως θα δεινοπαθούσε ο τόπος, ιδιαίτερα με την εξαθλίωση που είχαν προκαλέσει στην Εθνική Φρουρά. 

Επιτέλους μετά από λίγο άρχισαν να μεταδίδονται πολεμικά εμβατήρια και ακούστηκε το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν. «Από της 6ης πρωινής της σήμερον, τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν να βάλλουν απρoκλήτως και χωρίς καμία προειδοποίηση εναντίον θέσεων της Εθνικής Φρουράς ... Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». 

Από εδώ και μπρός αρχίζει πλέον η επίσημη αποδοχή του γεγονότος ότι βρισκόμασταν σε πόλεμο. Η ισχυρή Τουρκία, μ’ ένα πλήρως εξοπλισμένο και οργανωμένο στρατό ξηράς θάλασσας και αέρα, κτυπά ανελέητα με όλες της τις δυνάμεις τη μικρή κι’ απροστάτευτη πατρίδα μας. 

Το ραδιόφωνο καλούσε τους εφέδρους σε επιστράτευση. Σε μια εντελώς άτακτη επιστράτευση, χωρίς τη στοιχειώδη οργάνωση, που αρκετές φορές είχε σαν αποτέλεσμα να σταλούν πολλοί άνθρωποι ως πρόβατα επί σφαγή, έρμαιο των τούρκικων πολεμικών αεροπλάνων που τους κτυπούσαν ανελέητα στους χώρους συγκέντρωσης, ή κατά τη μεταφορά τους στα διάφορα μέτωπα. 

Με ένα στρατό διαλυμένο και διχασμένο από το πραξικόπημα. Με Έλληνες αξιωματικούς, που στις περισσότερες φορές, ήταν μυημένοι στη προδοσία και τα πολυβολεία και πυροβολεία που βρίσκονταν στις ακτές της Κερύνειας εντελώς άδεια. Οι έφεδροι που πήγαιναν να καταταγούν, τις περισσότερες φορές δεν έβρισκαν όπλα για να πολεμήσουν κι οι Έλληνες αξιωματικοί τους έδιωχναν και τους έστελναν να πάνε πίσω στα σπίτια τους, για να πάρουν τις οικογένειες τους και να φύγουν, για να σωθούν. 

Τους κρατούμενους που είχαν συλλάβει κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος, αλλά και μετέπειτα, Μακαριακούς-αντιστασιακούς, τους εγκατέλειψαν κλισμένους στο Φρούριο της Κερύνειας, στο έλεος της τούρκικης αεροπορίας. Είναι μια άλλη τραγική ιστορία για το πώς κατάφεραν τελικά, μετά από αρκετές ταλαιπωρίες, αυτοί οι άνθρωποι ν’ απελευθερωθούν και πολλοί από αυτούς βρήκαν όπλα και ρίχτηκαν στην άνιση μάχη για ν’ αντισταθούν στους εισβολείς. 

Με βάση τη διαταγή για επιστράτευση οι τεχνικοί και μηχανικοί της ΑΤΗΚ και ΑΗΚ, θα έπρεπε να παρουσιαστούν στους τόπους εργασίας τους. Ενώ ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω για την ΑΤΗΚ στη Κερύνεια, κάποιος ανεύθυνος αστυνομικός άρχισε να προτρέπει τους κατοίκους του χωριού να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, γιατί λέει είχαν πληροφορίες ότι οι Τούρκοι θα κτυπήσουν το χωριό. Ο κόσμος έγινε ανάστατος. Πού θα πήγαιναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι – γυναίκες-παιδιά-νήπια- γέροντες. Κάποιοι ρωτούσαν επίμονα το νεαρό αστυνομικό και ζητούσαν καθοδήγηση. «Εγώ δεν ξέρω, έχω εντολή να σας πω να φύγετε γιατί θα βομβαρδιστεί το χωριό», τους είπε. Και που θα πάμε; «Πηγαίνετε στο βουνό στις ρεματιές, κάτω από δέντρα, δεν ξέρω κάνετε ότι νομίζετε», ήταν η απάντηση του. Βλέποντας αυτή την απελπιστική κατάσταση, πήρα τηλέφωνο τους συναδέλφους στην ΑΤΗΚ. Τους εξήγησα για την αναστάτωση που επικρατούσε στο χωριό και τους είπα ότι θα καθυστερήσω λίγο μέχρι να βολέψω σε ασφαλές μέρος την οικογένεια μου. 

Όλος ο κόσμος βρισκόταν στους δρόμους σε μια πρωτοφανή κινητοποίηση. Γυναίκες να κρατούν τα νήπια στην αγκαλιά τους, γιαγιάδες να κρατούν από το χέρι τα εγγονάκια τους, κοπέλες, γέροι, μεσόκοποι, νέοι που πήγαν να καταταγούν και τους έδιωξαν, τραβούσαν ανατολικά του χωριού προς τις ρεματιές γυρεύοντας ένα τόπο για να βολευτούν και να προστατευτούν μέχρι να περάσει το κακό. 

Κρατούσα στην αγκαλιά μου τη μικρή μας Δέσπω, η Σούλα η γυναίκα μου, που ήταν έγκυος, κρατούσε από το χέρι τη μάνα της, που δε μπορούσε να περπατήσει αρκετά. Ο πεθερός μου μας οδηγούσε από κάποια μονοπάτια που αυτός ήξερε. Όταν φτάσαμε σε μια ρεματιά, που είχε στη πλάτη της ένα μεγάλο βράχο καταλύσαμε εκεί. Κοίταξα γύρω. Υπήρχε αρκετή κάλυψη και προστασία από τα αεροπλάνα. Ετοιμαζόμουν να τους αφήσω εκεί και να φύγω για τη Κερύνεια. 

Ενώ ανταλλάσαμε μεταξύ μας τις τελευταίες κουβέντες μας και προτροπές, αντιληφθήκαμε καπνούς από ψηλά στο ύψωμα, που δεσπόζει της περιοχής. Ήταν φανερό πως άναψε φωτιά από τις βόμβες που έριχναν συνεχώς τα πυροβόλα των πλοίων. Σε λίγο οι φλόγες άρχισαν να φαίνονται καθαρά και ή πυρκαγιά άρχισε να ξαπλώνεται με ταχύτητα και ναι προχωρεί προς τα κάτω. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος και οι καπνοί ήταν ήδη αρκετά κοντά. 

Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει με απόγνωση, να διαμαρτύρεται και να ζητά καθοδήγηση, για το τι θα πράξουν για να βγούμε από εκείνη τη κόλαση που βρεθήκαμε. Οι εκκωφαντικές εκρήξεις από τους κανονιοβολισμούς των πλοίων, που κτυπούσαν πιο ψηλά το Πενταδάκτυλο και από τον δαιμονισμένο θόρυβο των πολεμικών αεροπλάνων, που πετούσαν σε χαμηλό ύψος και κάποτε πολυβολούσαν, προκαλούσαν πανικό. 

Οι καπνοί, οι φλόγες, οι απεγνωσμένες φωνές των ανθρώπων και τα κλάματα των μωρών, συμπλήρωναν το τέλειο σκηνικό κινηματογραφικής πολεμικής ταινίας. Δυστυχώς όμως ήταν η τραγική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί. 

Χωρίς πολλή σκέψη και από το φόβο ότι κινδυνεύαμε να καούμε ζωντανοί, αποφασίσαμε να φύγουμε από εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε και να επιστρέψουμε πίσω στο χωριό και στα σπίτια μας και ας γινόταν ότι ήθελε ο Θεός. Στο δρόμο προς το σπίτι μας, σταματήσαμε για λίγο, γιατί η Σούλα δεν αισθανόταν και τόσο καλά, λόγω της εγκυμοσύνης της. Η φωτιά σε λίγο άλλαξε κατεύθυνση και προχωρούσε πιο ψηλά, λόγω του ανέμου, με δυτική κατεύθυνση. Μετά από αρκετή ώρα και με πολλές προφυλάξεις, από τα τούρκικα αεροπλάνα, επιστρέψαμε πίσω στο χωριό και στα σπίτια μας. 

Ετοιμάστηκα βιαστικά, είπα στη γυναίκα αν συμβεί κάτι να μου τηλεφωνήσει και ξεκίνησα για τη Κερύνεια. Στο δρόμο υπήρχε κίνδυνος από τα αεροπλάνα που δεν σταμάτησαν να κτυπούν ανενόχλητα και να κάνουν βυθίσεις. Μερικές φορές αναγκαζόμουν να βγαίνω έξω από το δρόμο για να καλυφθώ. Έφθασα με αρκετή καθυστέρηση στην ΑΤΗΚ κι’ ανάσανα. 

Αποστολή μας εκεί ήταν η διευκόλυνση και ενίσχυση των διαβιβάσεων της Εθνικής Φρουράς, μέσω του δικτύου της ΑΤΗΚ και η αποκατάσταση των λειτουργιών της που είχαν πληγεί από τους βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς των αεροπλάνων. 

Τη Δευτέρα 22 του Ιούλη, λίγο πριν το μεσημέρι αντιληφθήκαμε ότι γινόταν μεγάλη μάχη στην είσοδο της Κερύνειας από δυτικά, στην περιοχή του σταδίου Γ.Σ. Πράξανδρος. Κοιτάξαμε με τα κιάλια από την οροφή του κτιρίου, αλλά βλέπαμε μόνο καπνούς. Ακούονταν εκρήξεις και κροταλισμοί πολυβόλων. Ήταν φανερό ότι ο τούρκικος στρατός έμπαινε στα πρώτα σπίτια δυτικά της Κερύνειας. 

Η κίνηση στους δρόμους της περιοχής των δικαστηρίων, που είναι απέναντι, ήταν ανύπαρκτη. Πού και που ακούονταν αραιοί πυροβολισμοί. Από την υποτονική, έως κα μηδαμινή λειτουργία των μηχανημάτων του τηλεφωνικού μας Κέντρου, γινόταν αντιληπτό ότι ελάχιστοι κάτοικοι θα πρέπει να είχαν μείνει στη Πόλη. Ήταν ενδεικτικό ότι οι περισσότεροι την είχαν εγκαταλείψει. 

Στις μια η ώρα το μεσημέρι διακόψαμε για φαγητό, αλλά δεν προλάβαμε. Μόλις είχαμε σταματήσει τη λειτουργία της ηλεκτρογεννήτριας για να κρυώσει. Δούλευε ασταμάτητα από το Σάββατο. 

Από το παράθυρο του δωματίου που βρισκόμασταν, προσέξαμε ότι οι λίγοι άνθρωποι που στελέχωναν τη πολιτική άμυνα, που στεγαζόταν κάτω από το ταχυδρομείο απέναντι μας, εγκατέλειπαν την πόλη με ένα μικρό τζιπ της αστυνομίας. Τους φωνάξαμε και τους ερωτήσαμε για το τι συμβαίνει. Μας έκαναν νόημα με το χέρι να φύγουμε κι εμείς, χωρίς καν να μας δώσουν άλλες εξηγήσεις. Μπήκαμε βιαστικά στα αυτοκίνητα και κατευθυνθήκαμε προς το Πέλλαπαϊς, μέσα από τις εκρήξεις και φωτιές που προκαλούσαν οι οβίδες των Τουρκικών πλοίων, που κτυπούσαν εκείνη την ώρα τις παρυφές του Πενταδάκτυλου. 

Το Πέλλαπαϊς ήταν καλυμμένο με πυκνούς καπνούς και νομίσαμε πως καιγόταν. Εκεί, στο σπίτι της οικογένειάς μου φιλοξενούσαμε αρκετούς Κερυνειώτες. Φίλους, γνωστούς, γονείς και συγγενείς, που είχαν καταφύγει εκεί για να σωθούν. 

Ο κουνιάδος μου, ο Γιαννάκης που κατοικούσε στη Λευκωσία, μας τηλεφώνησε για να μας προειδοποιήσει να μη δοκιμάσουμε να φύγουμε μέσω του χωριού Δίκωμο, γιατί θα πέσουμε στα χέρια των τούρκων που το είχαν καταλάβει από νωρίς. 

Σε μια από τις αίθουσες του Αβαείου είχαν μεταφερθεί αρκετοί τραυματίες. Εκεί είχε στηθεί ένα πρόχειρο νοσοκομείο που έδιδε τις πρώτες βοήθειες στους πληγωμένους, οι οποίοι μεταφέρονταν μετά στο Νοσοκομείο Λευκωσίας, μέσω ενός δύσβατου αγροτικού δρόμου. Ο Πενταδάκτυλος καιγόταν από τους βομβαρδισμούς, οι καπνοί και οι στάχτες κάλυψαν το όμορφο τοπίο. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Το χωριό κινδύνεψε να καεί. Η φωτιά είχε πλησιάσει κοντά στα πρώτα σπίτια, όμως σαν από θαύμα, φύσηξε αντίθετος άνεμος και το χωριό σώθηκε. Οι κάτοικοι του χωριού που πιστεύουν βαθειά στη προστασία της Παναγίας της Ασπροφορούσας, το απέδωσαν σε θαύμα της Μεγαλόχαρης. 

Τη Δευτέρα 22 Ιουλίου στις 4:00 μ.μ. ανακοινώθηκε η κήρυξη της εκεχειρίας, την οποία οι Τούρκοι ποτέ δεν τήρησαν. Μόνο η αεροπορία και το ναυτικό σταμάτησαν να κτυπούν. Οι άλλες δυνάμεις ξηράς των εισβολέων συνέχισαν να κτυπούν αδιάκοπα και να προχωρούν. 

Την Τετάρτη 24 Ιουλίου το τηλέφωνο του σπιτιού μας σταμάτησε να λειτουργεί. Προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε και να διορθώσουμε την βλάβη, που πιθανότατα θα οφειλόταν στο εναέριο καλώδιο, αλλά εγκαταλείψαμε την προσπάθεια μας, μετά που άρχισε μια σφοδρή μάχη μεταξύ μιας ομάδας εθνοφρουρών που περνούσε από το χωριό και Τούρκων που κινούνταν από τη πλευρά του χωριού Καζάφανι. 

Το χωριό έγινε ανάστατο. Οι σφαίρες που έρχονταν από κάτω κτυπούσαν τα σπίτια, κυρίως της γειτονιάς μας, γιατί η ομάδα των εθνοφρουρών ήταν ταμπουρωμένη στην οροφή του σπιτιού μας, το οποίο δέχτηκε και τα πιο πολλά πυρά. Η σφοδρή αυτή ανταλλαγή πυρών σταμάτησε μετά που οι εθνοφρουροί εγκαταλείψαν το σπίτι μας και συνέχισαν την πορεία τους. 

O επικεφαλής της ομάδας ήταν ένας Ελλαδίτης ανθυπολοχαγός. Τον ρώτησα τι είχε συμβεί, πώς έγινε όλος αυτός ο σαματάς και πως σταμάτησαν ξαφνικά. Δεν μου έδωσε πολλές εξηγήσεις. “Μας ρίχνανε από κάτω και τους ρίξαμε κι’ εμείς” μου είπε. Ζήτησε νερό να πιουν και να γεμίσουν τα παγούρια τους κι έφυγαν. Μου φαίνεται πως δεν ήταν σίγουρο ότι τα πυρά που έρχονταν από κάτω, προέρχονταν από τούρκους ή δικούς μας. 

Τις επόμενες 2-3 μέρες, οι φιλοξενούμενοι μας άρχισαν λίγοι-λίγοι να φεύγουν, καθώς και πολλοί άλλοι που είχαν καταφύγει στο Πέλλαπαϊς. Έφευγαν μέσω ενός αγροτικού δρόμου, ανατολικά του χωριού. Έφυγε κι ο φίλος-συνάδελφος Ρένος Μιχαηλίδης. Ήθελε να φύγει για να αναζητήσει την οικογένεια του. Δεν ήξερε που βρίσκονταν. Έφυγαν μαζί με τον κουνιάδο μου, Γιαννάκη, που είχε έλθει έκτακτα στο χωριό. Μετά έφυγαν και οι γονείς μου. 

Κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας το ραδιόφωνο μετέδιδε μηνύματα προς τους ξένους υπηκόους και τους καλούσε να συγκεντρωθούν σε κάποιο σημείο, για να επιβιβαστούν σε μια βρετανική φρεγάδα, που είχε αγκυροβολήσει ανοικτά στο Παχύαμμο, κοντά στο χωριό Άγιος Επίκτητος. Μαζί στο σπίτι μας, εκείνες τις μέρες, φιλοξενούσαμε και ένα αγοράκι, που ήταν Άγγλος υπήκοος και ήρθε στη Κύπρο για διακοπές, μαζί με τον αδελφό μου, τον Αντρέα, που ήταν φοιτητής στην Αγγλία. O αδελφός μου, ο Μιχάλης ανάλαβε να το μεταφέρει σ’ εκείνο το συγκεκριμένο σημείο με το αυτοκίνητο του. Αγωνιούσαμε και γι αυτό, γιατί θ’ απρεπε να περάσουν μέσα από την εμπόλεμη ζώνη. Ευτυχώς τα κατάφερε κι επέστρεψε πίσω μετά από μερικές ώρες και αρκετή ταλαιπωρία. 

Μια από αυτές τις μέρες, απόγευμα, ένα τζιπ των Ηνωμένων Εθνών κατέφθασε στη πλατεία του χωριού. Ήταν ένας Αυστριακός λοχαγός με τον οδηγό του. Μίλησε σε κάποιους που ήταν εκεί κοντά. Ζητούσε να μάθει εάν βρίσκονταν στο Πέλλαπαϊς οι Αρχές της Πόλης - Κερύνειας. Κάποιοι μας φώναξαν για να μιλήσουμε μαζί τους. 

Ο λοχαγός μας είπε ότι οι Τούρκοι που κατέλαβαν την Κερύνεια θέλουν να συνεργαστούν με τις Αρχές της πόλης, Δήμαρχο, Έπαρχο, τον υπεύθυνο της ΑΗΚ και ΑΤΗΚ, για να προσπαθήσουν λέει να λειτουργήσουν όλες οι υπηρεσίες της Πόλης, ώστε να μπορέσουν να επιστρέψουν οι κάτοικοι στα σπίτια τους. Δεν το πολυπιστέψαμε φυσικά αλλά δεν το σχολιάσαμε. Αν δεν ήταν εκεί οι επικεφαλής των υπηρεσιών, λέει, τουλάχιστο εκπρόσωποι τους. Τον ρωτήσαμε ποια θα ήταν η ασφάλεια αυτών που θα πήγαιναν. «Όποια ασφάλεια έχουμε κι εμείς», απάντησε. 

Ήταν εκεί ο Αιμίλιος Ιωαννίδης της ΑΤΗΚ, ο Πάμπος Κωνσταντινίδης μηχανικός της ΑΗΚ και ο Γιαννακός Χριστοφή λειτουργός στην Επαρχιακή Διοίκηση. 

Ο λοχαγός δεν είχε αντίρρηση. Ο Αιμίλιος με ρώτησε «εσύ δε θέλεις να έλθεις;». Κάτι μ’ έσπρωχνε να επιστρέψω πίσω στη κατεχόμενη πλέον Πόλη μας και χωρίς να σκεφτώ πολύ του απάντησα. «Αν γίνεται;» Ο λοχαγός δεν είχε κανένα πρόβλημα. Είπα στον αδελφό μου, το Μιχάλη που ήταν εκεί, να πει στη γυναίκα μου ότι θα πάω στη Κερύνεια και θα επιστρέψω. 

Μπήκαμε και οι τέσσερις στο πίσω μέρος του τζιπ. Κατηφορίσαμε προς το κάμπο. Τώρα η Κερύνεια φαινόταν καλύτερα. Αγωνιούσα για να δω πως είχε γίνει η μικρή μας Πόλη μετά τη λαίλαπα που πέρασε. 

Όταν φθάσαμε στη στροφή, που είναι το γνωστό περιβόλι του «Ποτονίδη» ένας ένοπλος τούρκος στρατιώτης παρουσιάστηκε στη μέση του δρόμου και μας έκανε νόημα με το χέρι να σταματήσουμε. Ήταν η πρώτη μας επαφή με τους Τούρκους εισβολείς. Δίπλα κάτω από τις ελιές βρίσκονταν περίπου δύο τούρκικοι λόχοι, με τις νεροφόρες και τα βαρέα όπλα τους στραμμένα προς το δρόμο. Ο Τούρκος πλησίασε το τζιπ και άρχισε να μιλά στα τούρκικα με τον λοχαγό. Ο λοχαγός του μιλούσε στ’ αγγλικά και με νοήματα. Ο λοχαγός, απευθυνόμενος σ’ εμάς είπε πως είναι δύσκολο να συνεννοηθείς μαζί τους γιατί μόνο τούρκικα μιλούν. 

Μετά ο τούρκος ήρθε από το πίσω μέρος του τζιπ και με αυστηρό ύφος και με υψωμένη φωνή μας είπε “πασαπορτ” κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο και αντιληφθήκαμε ότι ήθελε πάσο. Τι να του πούμε, πως δεν είχαμε κάτι τέτοιο; Καθόμουν στη δεξιά πίσω άκρη του τζιπ και ήμουν πολύ κοντά του. Αμέσως σκέφτηκα πως αυτός δε θ’ γνώριζε από γράμματα. Χωρίς δισταγμό έβγαλα από τη τσέπη του υποκαμίσου μου την υπηρεσιακή μου ταυτότητα της ΑΤΗΚ, που είχα μαζί μου και του την έδωσα. Την είδε για λίγο και μου την έδωσε κάνοντας νόημα ότι είναι εντάξει. Όμως ήθελε και από τους άλλους πάσο και περίμενε. Ο Γιαννακός μουρμούρισε… τι να του δώσω… Βρες κάτι, ένα χαρτί του είπα. Έψαξε και βρήκε μια απόδειξη στη τσέπη του, για κάτι που είχε αγοράσει πριν μέρες, και του την έδωσε. Την πήρε τη ‘διάβασε’ και έγνεψε εντάξει. Ο Πάμπος του έδωσε μια επιστολή της ΑΗΚ που τον ενημέρωνε για το τόπο κατάταξης του σε περίπτωση επιστράτευσης. Κι’ αυτός εντάξει. Ο Αιμίλιος δεν είχε τίποτε μαζί του και σκεφτόταν. Ξανάβγαλα την υπηρεσιακή μου ταυτότητα και με νοήματα του εξήγησα ότι αυτή ήταν και για τους δύο μας. Το δέχτηκε και μας έκανε νόημα να προχωρήσουμε. 

Καθ’ οδό προς τη Κερύνεια συναντήσαμε μια ίλη αρμάτων που ερχόταν από τη πλευρά της Κερύνειας. Περιμέναμε να περάσουν τα άρματα και προχωρήσαμε. 

Μπαίνοντας στη Κερύνεια είδαμε κάτω στο δρόμο αρκετά καλώδια της ΑΗΚ και της ΑΤΗΚ πεσμένα στο έδαφος, προφανώς από τα κτυπήματα των αεροπλάνων. Δεν φαίνονταν μεγάλες υλικές καταστροφές. Έξω από τα γραφεία του Έπαρχου φάνηκε ο πρώτος νεκρός στρατιώτης μας στη άκρη του δρόμου. Ήταν σε κατάσταση τυμπανισμού. Προχωρώντας στη περιοχή γύρω από το Δημαρχείο της Κερύνειας το ίδιο θέαμα με άλλους δύο νεκρούς. Ακόμα ένας νεκρός, πλάι από το περιτείχισμα του τουρκικού σχολείου που συνορεύει με την αγγλικανική εκκλησία. 

Η άσχημη δυσωδία από τα σκοτωμένα κορμιά των εθνοφρουρών μας, που έμειναν εκεί εκτεθειμένα στο καυτό ήλιο του Ιούλη, ήταν πλέον ανυπόφορη και αναγκαστήκαμε να κρατήσουμε τη μύτη μας. Η εικόνα της περιοχής γύρω από το Δημοτικό Μέγαρο έδειχνε, πως ίσως εκεί να είχε γίνει μάχη με τους ελάχιστους εθνοφρουρούς που είχαν απομείνει στην έρημη πλέον πόλη, υποχωρώντας προς τα ανατολικά. Το τζιπ προχώρησε κατηφορίζοντας έξω από τον αστυνομικό σταθμό, έστριψε αριστερά και βρεθήκαμε στο λιμανάκι, που ήταν κι’ αυτό έρημο, βουβό κι’ αμίλητο. Ούτε ψυχή του θεού. 

Καθώς το διασχίζαμε πέρασαν από τη σκέψη μου ένα σωρό ευχάριστες αναμνήσεις από τη ζωή μας σε τούτο το μικρό αλλά ζωτικό χώρο, όπου κτυπούσε η καρδιά της Κερύνειας. 

Βρεθήκαμε έξω από το ξενοδοχείο «Ντόουμ». Εκεί υπήρχε κάποια δραστηριότητα από τους Οηέδες. Ένα τζιπ των Ην. Εθνών ήταν ανεβασμένο στα σκαλοπάτια της εισόδου του ξενοδοχείου, προφανώς για να εμποδίζει την είσοδο σε ανεπιθύμητους, για την προστασία αρκετών Κερυνειωτών που είχαν καταφύγει εκεί. Προχωρήσαμε προς το ξενοδοχείο «Εσπερίδες» και από εκεί φθάσαμε στο αρχηγείο των Ην. Εθνών. Εκεί υπήρχαν μερικοί αξιωματικοί της Δύναμης των Ην. Εθνών που μπαινόβγαιναν. Μόλις κατεβήκαμε από το τζιπ, ήλθε ένας από τους αξιωματικούς των Οηέδων και μας σύστησε σε μια ομάδα τουρκοκυπρίων, που ήδη βρισκόταν εκεί. Ο επικεφαλής τους ήταν κάποιος Σαμί που μιλούσε άπταιστα ελληνικά και αγγλικά και μας εξήγησε ότι ήθελε να λειτουργήσει ο ηλεκτρισμός και τα τηλέφωνα και μετά βλέπουμε. Εισηγήθηκε να επισκεφτούμε πρώτα το κτίριο της ΑΤΗΚ. 

Όταν φθάσαμε εκεί, μας ρώτησε ο Σαμί εάν σκόπιμα είχαμε κάνει ζημιά στην ηλεκτρογεννήτρια του σταθμού μας, πριν εγκαταλείψουμε το κτίριο. Του απαντήσαμε αρνητικά, αλλά αυτός επέμενε. Φαίνεται πως είχαν δοκιμάσει από πριν για να την λειτουργήσουν αλλά δεν τα κατάφεραν. «Τότε δοκίμασε εσύ» μου είπε. Δοκίμασα αρκετές φορές, αλλά αυτή αρνιόταν πεισματικά να ξεκινήσει, λες κι είχε ορκιστεί να μην υπηρετήσει τους κατακτητές. 

Εκεί είχαμε αντιληφθεί, από τις κουβέντες που έκαναν μεταξύ τους, πως ήθελαν να λειτουργήσει η ηλεκτρογεννήτρια για να τροφοδοτήσουν, μέσα από τα καλώδια της ΑΗΚ, τα ψυγεία που βρίσκονταν στα υπόγεια της υπεραγοράς «Νεοκλής Λοΐζου», όπου υπήρχαν μεγάλες ποσότητες κρεάτων Νέας Ζηλανδίας και άλλα είδη. 

Ενώ βρισκόμασταν ακόμα εκεί στην ΑΤΗΚ, ο Αιμίλιος μου ψιθύρισε ότι η ταμειακή μηχανή του γραφείου είχε μέσα χρήματα και αν μπορέσω να τα πάρω χωρίς να γίνω αντιληπτός. Την ώρα της άτακτης φυγής μας δεν τα είχαμε σκεφτεί. Βρήκα σε κάποια στιγμή την ευκαιρία πήρα τα λεφτά, τα έριξα βιαστικά σ’ ένα φάκελο και τα έκρυψα κάτω από τη φανέλα που φορούσα. Οι Τούρκοι ξαναδοκίμασαν να ξεκινήσουν τη γεννήτρια αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Φύγαμε με όλη τη συνοδεία και πήγαμε στην υπεραγορά «Νεοκλής Λοΐζου». Το μεγάλο τζάμι δίπλα από την είσοδο, ήταν σπασμένο και αρκετά εμπορεύματα ήταν πεσμένα στο πεζοδρόμιο, αλλά ανέγγιχτα. 

Δε κυκλοφορούσε κανείς στους δρόμους. Φαίνεται πως οι κατοχικές δυνάμεις είχαν επιβάλει περιορισμούς στη διακίνηση, ακόμη και στους τουρκοκύπριους. Εκεί στο κέντρο της Κερύνειας, στην οδό Ελλάδος, όπου άλλοτε έσφυζε από ζωή με τους γνωστούς μας συμπολίτες, Κίκα Κρανιδιώτη, Κούλη Λεπτό και άλλους, που με τα γνωστά τους πειράγματα και αστεία με τους διερχόμενους, έδιναν μια ευχάριστη νότα στη ζωή της γειτονιάς. 

Τώρα ερημιά και σιωπή. 

Έπειτα από λίγη ώρα έφθασε ένα τζιπ των Οηέδων κι’ έφερε μαζί του τον ιδιοκτήτη της υπεραγοράς. Χαιρετιστήκαμε κι’ ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες μαζί του. Ήταν κι αυτός, όπως και πολλοί αλλοι, εγκλωβισμένος στο ξενοδοχείο «Ντόουμ» και τον έφεραν εκεί, όπως μας είπε, για να επιβλέψει, ώστε να μη χαθεί κάτι από το κατάστημά του! Χαμογέλασε πικρά κι’ μπήκε μέσα. Οι Τούρκοι εξέταζαν τους ηλεκτρικούς διακόπτες κι αντάλλασαν σκέψεις μεταξύ τους. Ο κ. Κίκας είπε σε όλους να πάρουν ότι τρόφιμα χρειάζονταν. Του ζήτησα και μου έδωσε, με μεγάλη προθυμία, αρκετές παιδικές τροφές για τη μικρή μας κόρη. 

Από εκεί φύγαμε κι’ επιστρέψαμε στο αρχηγείο των Ην. Εθνών. 

Ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύση του. Εκεί στην άκρη του δρόμου, έξω από το κτίριο των Ηνωμένων Εθνών, συγκεντρωθήκαμε όλοι εκεί, μαζί Έλληνες, Τούρκοι και Οηέδες κι’ ανταλλάσαμε κάποιες κουβέντες πριν φύγουμε. 

Σε μια στιγμή ένας από τους τουρκοκύπριους κάτι ψιθύρισε στο αυτί του Σαμί. Αυτός γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε. « Έλα εδώ εσύ και φέρε μου αυτό που έχεις κρυμμένο κάτω από τη φανέλα σου». «Δεν έχω κάτι να σου δώσω» του είπα κι έκανα ένα βήμα προς τα πίσω. Αυτός επέμενε. Το κλίμα άρχισε ν’ αλλάζει. Του απάντησα τελικά ότι πήρα τα λεφτά του ταμείου της ΑΤΗΚ, γιατί εμείς είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτά και θα τα παραδώσουμε στη Κεντρική Διοίκηση του Οργανισμού μας». «Φαίνεται πως δε κατάλαβες καλά τι συμβαίνει και δεν αντιλήφτηκες ποιος κουμαντάρει τώρα εδώ. Να τα δώσεις αμέσως», μου είπε θυμωμένα. Εγώ πάλι αρνήθηκα με αποτέλεσμα να επέμβει ένας αξιωματικός των Ην. Εθνών. Του εξηγήσαμε το θέμα. Σκέφτηκε λίγο και μας εισηγήθηκε να παραδώσουμε τα λεφτά, για φύλαξη, στα Ην. Έθνη. Δέχτηκαν όλοι την εισήγηση του. Μπήκαμε και καθίσαμε σ’ ένα τραπεζάκι στο Χωλ του κτιρίου. Τα μετρήσαμε στη παρουσία όλων και πήραμε απόδειξη από τα Ην. Έθνη και το θέμα έληξε. Νομίζω ήταν 221 λίρες περίπου, αν θυμάμαι καλά. Κανείς δε γνωρίζει τι απέγιναν τελικά εκείνα τα λεφτά. 

Άρχισε να σουρουπώνει κι ο Αυστριακός λοχαγός βιαζόταν να φύγουμε πριν πέσει το σκοτάδι. Ευτυχώς επιστρέψαμε χωρίς κανένα πρόβλημα. 

Στο διάστημα αυτό ήλθε στο χωριό μια μικρή δύναμη των Ην. Εθνών και εγκαταστάθηκε στη πλατεία και ύψωσαν τη σημαία τους στο Αβαείο του Πέλλαπαϊς. Στο κέντρο του χωριού, ένας ο Άγγλος αξιωματικός τους, που ήταν επικεφαλής, μας είπε ότι είμαστε τυχεροί, γιατί είχε γίνει εκεχειρία και το χωριό δεν καταλήφθηκε από τους Τούρκους και ότι βρισκόμασταν κάτω από την ‘ευθύνη’ και ‘εγγύηση’ των Ην. Εθνών !!. Μας παρουσίασε και ένα χάρτη για να μας πείσει. Γι' αυτό μας είπε να μην ανησυχούμε. Εγκατέστησαν μπλόκο των Ην. Εθνών στην είσοδο του χωριού με μπάρα και ένας κυανόκρανος έλεγχε την είσοδο του χωριού. 

Οι περισσότεροι από τους συνεπαρχιώτες μας, που είχαν έλθει κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών και αρκετοί από τους συγχωριανούς μας είχαν ήδη φύγει προς τις άλλες ελεύθερες περιοχές. Έφυγαν και οι γονείς μου και άλλοι συγγενείς που ήταν μαζί μας. Αρκετοί από μας δεν βιάστηκαν να φύγουν για πολλούς και διαφόρους λόγους. Πιστεύω πως ίσως η παρουσία των Ην. Εθνών, αλλά και το γεγονός ότι οι κάτοικοι που απέμειναν δεν φαίνονταν και πολύ πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να πάρουν το δρόμο προς το άγνωστο. Αποφασίσαμε, με τη Σούλα να φύγουμε κι’ εμείς αφού σκεφτήκαμε την εγκυμοσύνη της και τη μικρή μας Δέσπω. Όμως δε προλάβαμε. 

Οι Τούρκικες δυνάμεις προχωρούσαν κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας και γύρω στις 25 Ιουλίου απέκοψαν το δρόμο διαφυγής και κανένας πλέον δε θα μπορούσε να φύγει. Μόλις έγινε γνωστό αυτό το γεγονός, ακούσαμε για πρώτη φορά τη λέξη «εγκλωβισμένοι» και συνειδητοποιήσαμε το νόημά της. Μείναμε «εγκλωβισμένοι». Λέξη που έμελλε να γίνει πασίγνωστη μέχρι και σήμερα. Τη λέμε ή την ακούμε πολλές φορές και ίσως κάποιοι από εμάς να μη συνειδητοποιούν τη σημασία και το δράμα που κρύβεται πίσω από αυτή τη φράση. 

Η ατμόσφαιρα μέσα στο χωριό έγινε ακόμη πιο βαριά. 

Ο ουρανός πάνω από το Πενταδάχτυλο είχε γεμίσει από γύπες. Ήταν τα αρπαχτικά πουλιά που είχαν μυριστεί πτώματα ανθρώπων, που άφησαν τη τελευταία τους πνοή εκεί πάνω στα βουνά του Πενταδάχτυλου. Όταν είδα αυτά τα πουλιά, που έκαναν κύκλους στον ουρανό για να εντοπίσουν τη λεία τους, η σκέψη μου πήγε σ’ αυτούς που είχαν επιχειρήσει να φύγουν περπατητοί από το χωριό και πήραν το δρόμο προς το χωριό Δίκωμο, που βρίσκεται πίσω από το Πενταδάχτυλο. Μεταξύ τους ήταν και μερικοί φίλοι, γνωστοί και συγγενείς μας, που είναι ακόμη αγνοούμενοι. 

Όλος ο κόσμος που είχε εγκλωβιστεί στο Πέλλαπαϊς σκεφτόταν το ίδιο πράγμα. Το τι μέλλει γενέσθαι. Η αγωνία για το τι θα συμβεί όταν θ’ αποφάσιζαν οι τούρκοι να μπουν στο χωριό, ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Ήταν τα τόσα γυναικόπαιδα, ηλικιωμένοι, αλλά και νέοι άνθρωποι. Η μόνη παρηγοριά κι’ ελπίδα που απέμεινε, ήταν η λιγοστή παρουσία μερικών ειρηνευτών που είχαν εγκατασταθεί εκεί. 

Μια από εκείνες τις βαριές νύχτες είχε αρρωστήσει η μικρή μας Δέσπω. Καιγόταν από ψηλό πυρετό και φοβηθήκαμε πως θα της προκαλούσε σπασμούς. Όλη τη νύχτα της βάζαμε κρύες κομπρέσες. Το πρωί πήγα και βρήκα το γιατρό Φρέιζερ. Ήταν ένας Σκωτσέζος γιατρός, συνταξιούχος, μόνιμος κάτοικος στο Πέλλαπαϊς, που είχε βοηθήσει πάρα πολλούς ανθρώπους, εκείνες τις δύσκολες μέρες ακόμα και τραυματίες. Μού έδωσε φάρμακα για να πέσει ο πυρετός και όλα πήγαν καλά. 

Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας επιφανής φιλέλληνας που έδωσε όλο του το είναι για να βοηθήσει τους εγκλωβισμένους καθ’ όλη τη διάρκεια της Τούρκικης εισβολής, αλλά και μετέπειτα με πολλούς και διάφορους τρόπους, πριν οι τούρκοι εκδιώξουν τους κατοίκους από το χωριό τους, αλλά και τον ίδιο νωρίτερα όταν ανακάλυψαν τη δράση του. 

Οι χωριανοί που είχαν περιβόλια μέσα, ή πολύ κοντά στο χωριό συνέχιζαν να τα φροντίζουν ή τουλάχιστο να τα ποτίζουν για να μη ξεραθούν. Έτσι κι ο πεθερός, ο Γρηγόρης Γιαννάκη, λεγόμενος ‘ρεσπέρης,’ μου φώναξε ένα απόγευμα και μου είπε ότι ήθελε να ποτίσει ένα-δυό από τα περιβόλια του, από τη πηγή του χωριού. Με παρεκάλεσε να πάω στη πηγή, για να κοιτάζω μήπως του αλλάξουν την ροή του νερού που ερχόταν, μέσα από τα πετραύλακα. Είπα και στον Αιμίλιο και πήγαμε μαζί παρέα. Ήταν μια ευκαιρία και για μένα να γνωρίσω τη πηγή, που ήταν ψηλά στο βουνό στην άκρη του χωριού. Καθίσαμε σ’ ένα βράχο κουβεντιάζοντας μέχρι να περάσει η μιάμιση ώρα, πού μου είχε πει ο πεθερός μου. 

Μετά που πέρασε η ώρα μας αρχίσαμε να κατεβαίνουμε προς το χωριό. Στη μέση της διαδρομής αντιληφθήκαμε με έκπληξη ένα στρατιώτη με το κράνος και το όπλο του, και είχε τη πλάτη του ακουμπισμένη στο τοίχο της μικρής εκκλησίας του Άη Γιώργη, που βρίσκεται κοντά στο χείλος του ποταμού. Κοιτάξαμε ξανά με προσοχή. Ο στρατιώτης κοίταζε συνεχώς πάνω, δεξιά κι’ αριστερά. Ήταν φανερό ότι εκτελούσε χρέη σκοπού και οι κινήσεις του φανέρωναν ανησυχία. Τα διακριτικά του όμως δε ξεχώριζαν, λόγω της απόστασης. Διερωτόμασταν αν ήταν τούρκος ή στρατιώτης των Ην. Εθνών. 

Προχωρήσαμε με προφυλάξεις ακόμα λίγο πιο κάτω κι’ αντιληφθήκαμε ακόμα ένα στρατιώτη που φύλαγε στην άλλη πλευρά της εκκλησίας. Διακρίναμε στο κράνος του το σήμα των Τούρκων. Το σπίτι μας δεν ήταν μακριά από εκείνο το εκκλησάκι. Αμέσως σκέφτηκα την οικογένεια μου. Στρίψαμε με προσοχή μέσα από τα περιβόλια και πλησιάσαμε στη πίσω πλευρά του σπιτιού μας. Προσέξαμε ότι επικρατούσε μεγάλη ησυχία σε όλα τα σπίτια της γειτονιάς μας. Απόλυτη σιγή. Μπήκαμε στη πίσω αυλή μας κι αφουγκραστήκαμε. Άκρα σιωπή. Τίποτε δεν ακουγόταν από μέσα. Το σπίτι φαινόταν άδειο. Κοιτάξαμε ξανά προς το εκκλησάκι που τώρα ήταν αρκετά κοντά κι’ εντοπίσαμε ακόμα ένα τούρκο στρατιώτη. 

Από την ανατολική πλευρά, που ήταν το κέντρο του χωριού, ακουόταν η βοή του κόσμου, κάποιες μακρινές κουβέντες κι’ άλλοι θόρυβοι που φανέρωναν ότι εκεί, στο κέντρο του χωριού υπήρχε κόσμος. Όμως η γειτονιά μας έμοιαζε εγκαταλειμμένη. Πού να πήγαν άραγε. Τι τους συνέβηκε. Κι οι Τούρκοι στο εκκλησάκι, τι γύρευαν εκεί; Πολλές σκέψεις άρχισαν να περνούν από το μυαλό μου. Είπα στον Αιμίλιο και πήραμε το δρόμο πίσω προς τη πηγή κι’ από κάποιο σημείο, πάλι μέσα από τα περιβόλια, στρίψαμε προς το κέντρο του χωριού, στη πλατεία του Αββαείου. Εκεί, σκέφτηκα, ίσως μάθουμε τι συμβαίνει. 

Μόλις φθάσαμε στη πλατεία είδαμε ότι υπήρχε αραιή κίνηση. Βρήκαμε κάποιο χωριανό και πήγα προς το μέρος του για να του μιλήσω. Πριν τον πλησιάσω αρκετά με ρώτησε εκείνος. «Εσένα δε σ’ έπιασαν οι Τούρκοι;» Τον κοίταζα απορημένος και προσπαθούσα να αντιληφθώ τι εννοούσε. Δεν ήμουν σπίτι, τι έγινε του είπα. «Μάζεψαν, οι Τούρκοι, όλη τη γειτονιά από το ποταμό και πέρα και τους πήραν στη Κερύνεια», μου απάντησε. Ακατανόητα πράγματα, σκέφτηκα. Πώς γίνεται να πάρουν ολόκληρη γειτονιά, γυναίκες, παιδιά, γέρους και να τους μεταφέρουν στη Κερύνεια! Προς τι; Απορούσα και μαζί με τον Αιμίλιο διερωτόμασταν. Τι να σήμαιναν όλα αυτά. Καθίσαμε στα σκαλοπάτια πλάι από το γνωστό Καφέ-εστιατόριο, Τεμπελόδεντρο, απέναντι από το δρόμο προς τη Κερύνεια, σιωπηλοί κι απορημένοι γι’ αυτά που μόλις μάθαμε Ένας-δυό άλλοι χωριανοί που πέρασαν από μπροστά μας με ρώτησαν περίπου τα ίδια. 

Μείναμε εκεί καθισμένοι στα σκαλοπάτια σαν αποσβολωμένοι και σκεφτόμασταν. Σκεφτόμουν τη γυναίκα μου, που ήταν έγκυος, τη μικρή μας Δέσπω και ανατρίχιαζα στη σκέψη ότι βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων. 

Ενώ βρισκόμουν σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση, είδα ξαφνικά τον πεθερό μου να έρχεται προς τα πάνω πολύ βιαστικός, καταϊδρωμένος και κατάκοπος. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Μετά σκέφτηκα ότι ίσως κι’ αυτός να ερχόταν από το πότισμα των περβολιών του. Ήταν τόση η έκπληξη μου, που έμεινα εκεί καθισμένος στα σκαλοπάτια κι’ έβλεπα το πεθερό που ερχόταν προς το μέρος μας. «Αυτός που έρχεται δεν είναι ο πεθερός σου;» με ρώτησε ο Αιμίλιος. «Ναι αυτός είναι», του απάντησα στεγνά. Μόλις πλησίασε αρκετά, σηκώθηκα και πήγα κοντά του για να τον ρωτήσω αν ήξερε κάτι. Πριν προλάβω να το ρωτήσω, μου λέει «Ελάτε γρήγορα να πάμε σπίτι κι η Σούλα ανησυχεί μήπως σας συνέλαβαν οι Τούρκοι». 

Πηγαίνοντας προς το σπίτι, μας εξήγησε ότι οι Τούρκοι περικύκλωσαν τη γειτονιά μας, μέχρι το ποταμό και τους μάζεψαν όλους και τους πήραν στο Δημοτικό Σχολείο, που ήταν εκεί κοντά. Τους μίλησε ένας τούρκος αξιωματικός, μέσω διερμηνέα, και τους είπε: «Ο τουρκικός στρατός θα μπει τις επόμενες μια-δυό μέρες στο χωριό κι’ αυτό να το πείτε σε όλους τους κατοίκους . Εάν κρύβετε έλληνες στρατιώτες να τους πείτε να πετάξουν τα όπλα τους και να παραδοθούν και δε θα πάθουν κανένα κακό». Ακόμη τους είπε ότι για κάθε τούρκο στρατιώτη που θα βρίσκουν σκοτωμένο, θα σκοτώνουν δέκα από τους κατοίκους του χωριού. Αν είναι φρόνιμοι, τους είπε, δεν έχουν να φοβηθούν οτιδήποτε. Αν πάλι θέλουν να φύγουν από το χωριό να το σκεφτούν. 

Στις 2 Αυγούστου, ημέρα Παρασκευή, γύρω στις 6.00 το πρωί, οι Τούρκοι αποφάσισαν να μπουν μέσα στο χωριό, αφού ειδοποίησαν από την προηγούμενη μέρα τα Ην. Έθνη, τα οποία μας συνέστησαν, αν έχουμε όπλα, να τα πετάξουμε. Αφού περικύκλωσαν το χωριό, μπήκε μια δύναμη περίπου δύο λόχων σε παράταξη, από την είσοδο του χωριού. Ξυλοκόπησαν και έδιωξαν τους ελάχιστους άνδρες των Ην. Εθνών που φύλαγαν την είσοδο του χωριού. Ακολούθησαν ένα-δύο αυτοκίνητα της Κυπριακής Αστυνομίας, που τα πήραν οι Τουρκοκύπριοι ‘αστυνομικοί’, οι οποίοι καλούσαν με μεγάφωνα όλους τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού. 

Σ' αυτή την μικρή πλατεία του χωριού, που άλλοτε έσφυζε από ζωή και γέμιζε με τη χαρούμενη παρουσία των ντόπιων και ξένων επισκεπτών, συντελείτο εκείνη την ώρα το τραγικότερο δράμα, που έμελλε πλέον να αφήσει τη σφραγίδα της πιο βάναυσης, αποτρόπαιης και βάρβαρης πράξης. 

Μόλις συγκεντρώθηκε όλο το χωριό εκεί, οι Τούρκοι ανέβηκαν στο Αβαείο, κατέβασαν τη σημαία των Ην. Εθνών που κυμάτιζε πάνω σε ένα ιστό με σταυρό. Έσπασαν με μανία το σταυρό και ύψωσαν την τούρκικη σημαία. Στην ίδια ακριβώς θέση που κυμάτιζε για τόσα χρόνια η ελληνική. Ήταν η τραγική επισημοποίηση της τουρκικής κατοχής και η αρχή της μελανότερης περιόδου της πιο πρόσφατης ιστορίας του νησιού. Ήταν η στιγμή της μετάβασης από την ελευθερία στην υποδούλωση, στην ταπείνωση και στον εξευτελισμό. Ξανά πίσω στο σκοταδισμό και στην Τουρκοκρατία, με ότι αυτό σημαίνει. Σκυθρωποί κι αμίλητοι παρακολουθούσαμε με αγωνία τα διαδραματιζόμενα. Τώρα πλέον, όλα τα σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Αγωνιούσαμε για τη συνέχεια και ποια θα ήταν η τύχη μας. 

Αφού ερεύνησαν όλα τα σπίτια, άρχισαν να φωνάζουν και να χωρίζουν τους άνδρες από τα γυναικόπαιδα. Εκείνη τη στιγμή, κρατούσα στην αγκαλιά μου το μικρή μας Δέσπω. Την έδωσα στη γυναίκα μου, που στεκόταν πλάι μου και πήγα μαζί με τους άνδρες προς την άλλη μεριά του Αββαείου. Αφού ξέσκισαν αρκετά σεντόνια, που τα μάζεψαν από τα σπίτια πού είχαν ερευνήσει, μας έδεσαν τα μάτια και τα χέρια. Μας φόρτωσαν σε φορτηγά και ξεκίνησαν, χωρίς να γνωρίζουμε πού μας πήγαιναν. 

Καθ' οδό μας αφαίρεσαν ό,τι θεωρούσαν πολύτιμο αντικείμενο, ρολόγια, βέρες, δακτυλίδια και άλλα. Σε κάποια στιγμή, ενώ τα μάτια και τα χέρια μας ήταν δεμένα, ένας από τους Τούρκους που μας φύλαγαν μέσα στο φορτηγό, προσπαθούσε να πάρει το ρολόι από το χέρι μου και το τραβούσε με μανία. Σκέφτηκα πως, μήπως του έρθει στο νου να μου κόψει το χέρι για να πάρει το ρολόι και έκανα μια κίνηση, με το δάχτυλο μου, ξεκλείδωσε η καδένα και πήρε το ρολόι. 

Τα φορτηγά προχωρούσαν και σε λίγη ώρα μυρίσαμε σκόνη και χωματίλα και ήταν φανερό ότι μπήκαμε σε ανώμαλο χωματόδρομο. Μετά από λίγο σταμάτησαν και αφού μας κατέβασαν από τα φορτηγά, μας έλυσαν τα μάτια και τα χέρια. Κοιτάζοντας γύρω διαπιστώσαμε ότι βρισκόμασταν έξω από μια μάντρα, χωρίς να φαίνεται οτιδήποτε άλλο κοντά. Γύρω ήταν ερημιά. Πίσω από ένα λόφο ακουγόταν ο θόρυβος από το σκάψιμο που έκανε μια μπουλντόζα και η μυρωδιά από σκαμμένο χώμα. Τίποτε άλλο. 

Σε λίγο έφθασε ένα τζιπ και κατέβηκε ένας ανώτερος αξιωματικός του Τούρκικου στρατού. Στη θέα του όλοι οι τούρκοι που ήταν εκεί κοκάλωσαν. Ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζα ένα κατάξανθο τούρκο και μου έκανε εντύπωση. Εκείνη τη στιγμή ένας τούρκος στρατιώτης βρισκόταν μπροστά μου και μου ζητούσε μαζί με νοήματα να βγάλω την βέρα, που ξέκοψε στο δάχτυλο μου και να του τη δώσω. Ο τούρκος αξιωματικός ερχόμενος, φαίνεται πως είχε αντιληφθεί τις προθέσεις του στρατιώτη κι΄ ήλθε κατευθείαν κοντά μας. Άρχισε να του θυμώνει με έντονο ύφος και τον έσπρωξε με δύναμη προς τα πίσω. Γύρισε μετά σε μένα και μου είπε στ’ αγγλικά να μη δώσω ποτέ και σε κανένα τη βέρα μου. 

Μετά φώναξε ένα λοχία και κάτι τον πρόσταξε. Αυτός με τη σειρά του φώναξε τους στρατιώτες και συγκεντρώθηκαν όλοι μπροστά στο ξανθό αξιωματικό. Τους είπε μερικά λόγια κι’ έβγαλε το κράνος που φορούσε στο κεφάλι, το γύρισε ανάποδα κι’ έρχονταν οι στρατιώτες ένας-ένας κι’ άρχισαν να βάζουν μέσα στο κράνος ότι μας είχαν αφαιρέσει νωρίτερα. Το κράνος γέμισε από ρολόγια, αττικές, σταυρούς, αρραβώνες και ότι άλλο μας είχαν πάρει. Μετά πήρε από χάμω ένα παλιό κασόνι, που ήταν εκεί, το γύρισε ανάποδα κι’ άδειασε επάνω του όλο το περιεχόμενο του κράνους. Ύστερα φώναξε όλους τους αιχμαλώτους κι’ άρχισε να ρωτά και να τους επιστρέφει ότι τους είχαν πάρει οι στρατιώτες. Μετά μπήκε στο τζιπ κι’ έφυγε. 

Μας έβαλαν μέσα στη μάντρα, η οποία ήταν κλειστή από τις τρεις πλευρές και πάνω σκεπασμένη με τσίγκους. Μπροστά υπήρχε συρματόπλεγμα. Απ' έξω έβαλαν φρουρά από μερικούς τούρκους στρατιώτες και ένα-δύο τουρκοκύπριους ‘αστυνομικούς’. Η μάντρα αυτή, όπως μάθαμε αργότερα, βρισκόταν δύο-τρία χιλιόμετρα έξω από το χωριό Αγύρτα. 

Μετά από λίγο εμφανίστηκαν εκεί κι άλλοι τουρκοκύπριοι ‘αστυνομικοί’. Ένας απ’ αυτούς αναγνώρισε τον Αιμίλιο. Εργάζονταν μαζί στην ΑΤΗΚ πριν το 1964. Τον φώναξε, με τ’ όνομα του κι’ αυτός πήγε κοντά του. «Κύριε Αιμίλιε», του λέει, «πώς βρέθηκες εσύ εδώ;». «Εσύ να μου πεις» του απάντησε ο Αιμίλιος. «Ήμασταν στο Πέλλαπαϊς, μας πήραν και μας έφεραν εδώ κι’ ο Θεός ξέρει». Ο ‘αστυνομικός’ έσκυψε και του είπε εμπιστευτικά «δεν είναι καλό σημάδι που σας έφεραν εδώ και να παρακαλείτε να σας βρει ο Ερυθρός Σταυρός, που ήδη άρχισε να σας ψάχνει. Αλλιώς τι να σου πω». Ο Αιμίλιος ήρθε κοντά μου σκυθρωπός και μου είπε τη κουβέντα που είχε μαζί του. 

Έξω από τη μάντρα βρισκόταν μια στέρνα με βρύση που έπιναν νερό τα ζώα. Εμείς πίσω από το συρματόπλεγμα μέσα στη μάντρα. Από εκείνη τη στέρνα άφηναν ένα από μας να γεμίζει ένα παλιό τενεκεδένιο δοχείο, που χωρούσε περί τα δύο λίτρα νερό, για να πίνουμε από λίγο ο καθένας. 

Την επόμενη μέρα, κοντά στο μεσημέρι, ένας από τους στρατιώτες που μας φύλαγαν πλησίασε το συρματόπλεγμα και ρώτησε εάν κάποιος από εμάς μιλούσε τούρκικα. Του απάντησε ο Γιαννάκης που μιλούσε αρκετά καλά τα τούρκικα και τον ρώτησε τι θέλει. Του είπε ότι ήθελε ένα ρολόι που είχε στο χέρι του ένας συγχωριανός μας, ο λεγόμενος «Στάλιν». Αυτός είχε ένα μουστάκι που έμοιαζε με αυτό του Στάλιν, γι’ αυτό τον φώναζαν έτσι. 

Ο Τούρκος είπε ακόμη ότι δεν πήρε κανένα λάφυρο από το πόλεμο και δεν έκανε όπως άλλοι, που σκότωσαν ή που έκοψαν ακόμη και χέρια ή δάχτυλα ανθρώπων για να πάρουν κάποιο λάφυρο. Αυτός ζητούσε, λέει, να του δώσουμε από μόνοι μας το συγκεκριμένο ρολόι. Ο Γιαννάκης μας ενημέρωσε και φωνάξαμε τον Στάλιν και του ζητήσαμε για να δώσει το ρολόι για να μη έχουμε προβλήματα. Αυτός όμως, που ήταν λίγο ιδιόρρυθμος, αρνιόταν πεισματικά με τη δικαιολογία ότι το ρολόι ήταν δώρο του αδελφού του από την Αμερική και ότι άξιζε δώδεκα λίρες. Ο Γιαννάκης είπε στον Τούρκο να διαλέξει άλλο ρολόι, γιατί ο Στάλιν δεν το έδινε. Ο Τούρκος όμως ήθελε εκείνο το συγκεκριμένο ρολόι και δεν ήθελε κανένα άλλο. Μετά από αυτό, η συμπεριφορά του Τούρκου απέναντι μας έγινε σκληρή και δεν μας άφηνε πλέον να πάρουμε νερό. 

Πέρασαν περισσότερο από δύο ώρες. Η Αυγουστιάτικη ζέστη, κάτω από τους τσίγκους της μάνδρας ήταν ανυπόφορη κι η δίψα μεγαλύτερη. Πιέζαμε τον Στάλιν αλλά αυτός το βιολί του. Σε κάποια στιγμή ο Σάββας Κουρτέλλας, που καθόταν σε μια γωνιά της μάντρας, φώναξε το Γιαννάκη και του είπε. «Ρώτησε τον Στάλιν και πες του να μας πωλήσει το ρολόι. Να του δώσουμε δώδεκα λίρες». Φαίνεται πως ο Σάββας είχε καταφέρει να κρύψει κάποια λεφτά επάνω του, που δεν τ’ ανακάλυψαν οι Τούρκοι. 

Ο Γιαννάκης μετά από μερικά λεπτά συζήτησης με τον Στάλιν τα κατάφερε. Πήρε τα λεφτά ο Στάλιν, ο τούρκος το ρολόι που ήθελε κι εμείς ήπιαμε νερό να ξεδιψάσουμε. 

Το κωμικοτραγικό της ιστορίας με το ρολόι ήταν, ότι ο τούρκος το’ βαλε στο χέρι του ανάποδα και κάθε τόσο έκανε πως κοίταζε την ώρα. Προφανώς δεν είχε ξαναβάλει ρολόι στο χέρι του, ούτε θα ήξερε να διαβάζει την ώρα. 

Στις 6 Αυγούστου, το μεσημέρι, παρουσιάστηκε πάλι στη μάντρα, για να βγάλει σκοπιά ο ‘αστυνομικός’ που γνώριζε τον Αιμίλιο. Μετά από λίγο του έγνεψε και του ψιθύρισε τα καλά νέα. Σας ανακάλυψε, λέει, ο Ερυθρός Σταυρός και ότι το απόγευμα θα μας μετέφερναν πίσω στο Πέλλαπαϊς ή θα μας έδιωχναν προς τις ελεύθερες περιοχές. 

Στις τέσσερις η ώρα το απόγευμα, κατέφθασε στη μάντρα συνεργείο του ραδιοσταθμού Μπαϊράκ με επικεφαλής τον γνωστό Τζιαφέρ. Ήθελε, λέει, να πάρει συνεντεύξεις από εμάς και κρατούσε στο χέρι ένα φορητό κασετόφωνο. 

Φώναξε πρώτα τον ιερέα του χωριού τον Παπασάββα κι’ άρχισε να τον ρωτά αν είχε καλή μεταχείριση κι αν ήθελε να επιστρέψει στο χωριό του. 

Ο Παπασάββας δεν του είπε βέβαια ότι οι τούρκοι στρατιώτες τον εξευτέλιζαν καθημερινά, τραβούσαν τα γένια του και τον κλωτσοκοπούσαν. Του είπε ξερά πως πέρασε καλά και θέλει να επιστρέψει στο Πέλλαπαϊς. Μετά φώναξε τον γνωστό δικηγόρο της Κερύνειας Γεώργιο Κάιζερ, που ήταν κι αυτός μαζί μας. Εκτός των άλλων τον ρώτησε τι νομίζει τώρα για τη λύση του Κυπριακού προβλήματος, μετά την ‘ειρηνευτική επιχείρηση’ της Τουρκίας. Αυτός του απάντησε ότι εξακολουθεί να πιστεύει ότι η καλύτερη λύση είναι η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μίλησαν μετά και μερικοί άλλοι. Φεύγοντας ο Τζιαφέρ μας είπε ότι σε λίγο θα μας πάρουν πίσω στο χωριό μας και να μην ανησυχούμε. 

Πράγματι μετά από λίγο ήλθαν τα λεωφορεία και μας μετέφεραν, με δεμένα τα μάτια, πίσω στο Πέλλαπαϊς. Στην πλατεία του χωριού μας μίλησε ο στρατιωτικός διοικητής, μέσω διερμηνέα και μας είπε ότι ο πόλεμος για μας, έχει πια τελειώσει και δε θα πάθουμε τίποτα, αν δεν ενοχλούμε τον τουρκικό στρατό. Μας συνέστησε να υπακούμε στις εντολές τους, για να περνούμε καλά. 

Εκεί ξανασμίξαμε με τις οικογένειές μας, που είχαν μείνει στο χωριό και πήγαμε ξανά στα σπίτια μας. 

Εκεί μάθαμε από τους δικούς μας ότι κατά τη διάρκεια της κράτησής μας στη μάντρα, οι Τούρκοι μάζεψαν τα γυναικόπαιδα και τα έκλεισαν ομαδικά σε μερικά σπίτια δυτικά του χωριού, κοντά στο στρατόπεδο των λοκατζήδων, καθ’ όλη τη διάρκεια της δικής μας κράτησης στη μάντρα. 

Αφήγηση Σούλας Κατσελλή

«Μετά πού οι Τούρκοι πήραν τους άνδρες κι έφυγαν, μας διέταξαν να ξεκινήσουμε με τα πόδια και μας οδήγησαν δυτικά προς την έξοδο του χωριού. Δεν γνωρίζαμε πού θα μας πήγαιναν και τι σκοπούς είχαν. Ρωτούσαμε συνεχώς για να μας πουν αλλά καμιά απάντηση. Όταν πλησιάσαμε αρκετά το στρατόπεδο των λοκατζήδων, μας είπαν να συγκεντρωθούμε εκεί στη μέση του δρόμου και μας είπαν ότι θα μας έβαζαν σε μερικά σπίτια εκεί κοντά και στο ξενοδοχείο του Γερμανού, μέχρι ν’ αποφασίσουν για τη τύχη μας. 

Εγώ μαζί με τη μητέρα μου και την αδελφή μου με τα τρία της παιδιά, φροντίσαμε να μπούμε στο σπίτι του αδελφού μου, που βρίσκεται πλάι στο στρατόπεδο των ΛΟΚ. 


Κανένας τούρκος στρατιώτης ή ‘αστυνομικός’ πλησίασαν τα σπίτια και δεν έδειξαν καμιά πρόθεση για να μπουν ούτε καν στην αυλή των σπιτιών. Αυτό μας έκανε να αισθανθούμε κάπως καλύτερα. Φυσικά οι τούρκοι στρατιώτες είχαν περικυκλώσει ολόκληρη τη περιοχή. 


Την επομένη σηκωθήκαμε από τα χαράματα. Η αγωνία για το πού πήγαν τους άνδρες αλλά και για το πού θα καταλήγαμε εμείς, δε μας άφησε να κλείσουμε μάτι όλη τη νύκτα. 


Κρατούσα συνεχώς στην αγκαλιά μου τη μικρή μας Δέσπω, που στις 7 Αυγούστου έκλεινε 15 μηνών. Τα μωρά άρχισαν να δυσανασχετούν και ήταν αρκετά ανήσυχα. Άλλα έκλαιγαν, άλλα ήθελαν να τρέξουν έξω κι’ άλλα δεν ήθελαν ν’ αφήσουν την αγκαλιά της μάνας τους. Ήταν φανερό πώς αυτή η αναστάτωση είχε επηρεάσει τη συμπεριφορά τους. 


Οι τουρκοκύπριοι ‘αστυνομικοί’ δεν μας έλεγαν και πολλά πράγματα για το τι θα μας κάνουν και για το πού πήγαν τους άνδρες μας. Κάποτε οι πληροφορίες που μας έδιναν ήταν συγκεχυμένες ή αλληλοσυγκρουόμενες, κι αυτό μας έκανε ν’ ανησυχούμε περισσότερο. Ακούστηκε από κάποιους ότι θα έφερναν λεωφορεία για να μας στείλουν στις ελεύθερες περιοχές. Κοντά στο απόγευμα μας είπαν αν θέλαμε μπορούσαμε να πάμε στα σπίτια μας, με τη συνοδεία τούρκων στρατιωτών, για να πάρουμε πράγματα που χρειαζόμασταν για τα μικρά παιδιά μας. Όλες οι γυναίκες που είχαν μικρά μωρά είπαν πως θα πήγαιναν. Έτσι που μας είχαν κουβαλήσει εκεί, άρον-άρον, χρειαζόμασταν ένα σωρό πράγματα για τα παιδιά μας. Ρουχαλάκια, πανάκια, και προπάντων το φαΐ τους. 


Μαζί μου κι η αδελφή μου η Ελένη. Τα παιδιά μας τ’ αφήσαμε μαζί με τις γιαγιάδες τους. 


Μας έβγαλαν στο δρόμο και μας έβαλαν στη γραμμή. Μπροστά, πίσω και στο πλάι τούρκοι στρατιώτες με τα όπλα τους. Ξεκινήσαμε με τα πόδια, με την ένοπλη συνοδεία μας. Η απόσταση μέχρι το κέντρο του χωριού είναι περίπου πεντακόσια μέτρα. Οι τούρκοι στρατιώτες ήταν ήσυχοι και δεν συνέβηκε κάτι που να μας κάνει να τρομάξουμε. Ήταν πολύ τολμηρό αυτό που κάναμε, αλλά φαίνεται πως η ανάγκη και η θέληση για επιβίωση στις δύσκολες στιγμές, αλλά και η πίστη στο Θεό και στη Παναγία, μας έδινε θάρρος, δύναμη και κουράγιο. 


Μπήκαμε βιαστικά στα σπίτια μας, παίρναμε τα πράγματα που χρειαζόμασταν και επιστρέφαμε στη γραμμή. Οι τούρκοι στρατιώτες μας περίμεναν έξω από τα σπίτια. Ήταν πολύ φρόνιμοι και η συμπεριφορά τους μας έκανε εντύπωση. Σε μια ώρα περίπου επιστρέψαμε πίσω στα σπίτια ‘κρατητήρια’ στην άκρη του χωριού. 


Μείναμε εκεί μέχρι τις 6 Αυγούστου. Πριν το μεσημέρι αυτής της μέρας, οι τούρκοι μας είπαν να φύγουμε και να πάμε στα σπίτια μας και ότι το απόγευμα θα έφερναν και τους άνδρες πίσω στο χωριό. Αυτό μας έδωσε μεγάλη ανακούφιση, παρόλο ότι είχαμε τις επιφυλάξεις μας για την ειλικρίνεια τους. Ήταν όμως κάτι που μας άφηνε να ελπίζουμε για το καλύτερο. 


Πράγματι αργά το απόγευμα είδαμε τα λεωφορεία που έρχονταν και τρέξαμε να τους υποδεχτούμε. Τους είδαμε μέσα στα λεωφορεία με τα μάτια τους δεμένα. Μερικές από μας άρχισαν να τους φωνάζουν: «Είσαστε στο Πέλλαπαϊς- είσαστε στο χωριό σας, μη φοβάστε», τρέξαμε όλοι στη Πλατεία να τους συναντήσουμε. Εκεί τους μίλησε ένας ανώτερος τούρκος αξιωματικός και μετά πήγαμε όλοι στα σπίτια μας, για να πλυθούν και να καθαριστούν οι άνδρες γιατί μύριζαν όπως τα ζώα, αφού έμεναν τόσες μέρες συρμένοι μέσα στη μάντρα».
……………………………………

Τις επόμενες μέρες οι τούρκοι στρατιώτες περιπολούσαν στους δρόμους χωρίς να προκαλούν. Οι κάτοικοι ξεθαρρεύτηκαν κάπως και άρχισαν να βγαίνουν στους δρόμους, με κάποιες κρυμμένες ανησυχίες για την στάση και την ειλικρίνεια στη συμπεριφορά των Τούρκων. Κάθε τόσο έρχονταν οι εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού, καθώς και ξένα ειδησεογραφικά κανάλια, για να μεταδίδουν τις ειδήσεις και τις εικόνες τους για τη κατάσταση που επικρατούσε στη στρατοκρατούμενη περιοχή. Πιθανότατα αυτό να ήταν ένα καλά στημένο σχέδιο που επινοήθηκε για να προβληθεί το ‘πολιτισμένο’ προσωπείο της Τουρκίας . 

Οι Τούρκοι είχαν δώσει άδεια σε όσους χωριανούς ήθελαν, να πηγαίνουν στα περιβόλια τους για να τα φροντίζουν. Η αποστολή τροφίμων μέσω των Ην. Εθνών ήταν ταχτική και δεν υπήρχε έλλειψη βασικών ειδών. Επιπρόσθετα άρχισαν να έρχονται τουρκοκύπριοι πλανόδιοι για να μας πωλήσουν διάφορα είδη και τσιγάρα, που όλα ήταν κλεμμένα από τα λεηλατημένα καταστήματα των Ελλήνων ιδιοκτητών στη Κερύνεια. 

Παρακολουθούσαμε τις εξελίξεις από το ραδιόφωνο. Ήταν οι συνομιλίες της Γενεύης με τη συμμετοχή της Ελλάδας, Τουρκίας και Αγγλίας. Περιμέναμε με αγωνία, με τη κρυφή ελπίδα πως θα γινόταν κάτι, που θα μας οδηγούσε στη λύτρωση. Όμως οι Τούρκοι ήταν οι νικητές και ήθελαν να επιβάλουν τους όρους τους και οι συνομιλίες της Γενεύης ναυάγησαν. 

Το πρωί της 14ης Αυγούστου, άρχισε η δεύτερη φάση της εισβολής. Ακούστηκαν ξανά τα τούρκικα αεροπλάνα κι’ άρχισαν να ξεσχίζουν τον ουρανό. Πετούσαν σε χαμηλό ύψος, πάνω από το Πενταδάχτυλο κι’ έριχναν τις βόμβες τους προφανώς στη Μια Μηλιά και στη Κυθρέα. Ακούαμε τις υπόκωφες και μακρινές εκρήξεις κλεισμένοι στ σπίτια μας. Μαθαίναμε τις εξελίξεις και τη προέλαση των Τούρκων παρακολουθώντας συνεχώς το ραδιόφωνο. 

Εκείνες τις δυο-τρείς μέρες οι τούρκοι στρατιώτες που περιπολούσαν καθημερινά στους δρόμους, δεν εμφανίστηκαν και κανένας από τους χωριανούς δε κυκλοφορούσε στους δρόμους. Μείναμε από μόνοι μας σε κατ’ οίκο περιορισμό. Ανησυχούσαμε μήπως οι τούρκοι άλλαζαν τη στάση τους ένεκα των νέων πολεμικών επιχειρήσεων. Κοιτάζαμε συνεχώς έξω, από τα φυλλαράκια του παραθύρου, για να παρακολουθούμε τη κατάσταση. 

Σε κάποια στιγμή αντιλήφτηκα ένα ένοπλο τούρκο στρατιώτη, κατάμονο, που κατευθυνόταν προς την είσοδο του σπιτιού μας. Το είπα αμέσως και στους υπόλοιπους, που ήταν εκεί και συγκεντρωθήκαμε όλοι στο χωλ του σπιτιού. Σε λίγο ακούστηκαν βαριά τα κτυπήματα στη πόρτα. Του άνοιξε ο πεθερός μου και τον ρώτησε στη γλώσσα του τι θέλει. Αυτός μπήκε μέσα χωρίς να μιλήσει και τοποθέτησε το όπλο του, με το τρίποδα, πάνω στο τραπέζι που ήταν πιο πέρα, με τη κάνη στραμμένη προς εμάς. Ήρθε κοντά μου και κάτι ρωτούσε, που εγώ δεν καταλάβαινα. Ο πεθερός μου του απάντησε ότι είμαι ο άντρας της κόρης του, που στεκόταν πλάι μου με το παιδί στην αγκαλιά της. Ρωτούσε το πεθερό μου για τον καθένα που βρισκόταν εκεί. Μετά στάθηκε μπροστά στον Αιμίλιο και ρωτούσε κάτι και του απάντησε πάλι ο πεθερός μου, αλλά φαίνεται πως δεν τον πίστεψε. Πήρε το όπλο του από το τραπέζι και το έστρεψε προς τον Αιμίλιο. Του έγνεψε να βγει έξω από το σπίτι και τον ακολούθησε, με το όπλο στραμμένο συνεχώς επάνω του. Έκλεισε η πόρτα κι αμέσως έτρεξα στο παράθυρο για να δω που θα τον πήγαινε και τι θα γινόταν. 

Κατηφόρισαν προς τα κάτω, μπρός ο Αιμίλιος και πίσω ο Τούρκος με το όπλο σχεδόν ακουμπισμένο επάνω του. Έστριψαν στη γωνιά του δρόμου και μετά δεν τους έβλεπα. Γύρισα το κεφάλι προς τους υπόλοιπους μέσα στο σπίτι, που ήταν κι’ αυτοί αμίλητοι κι’ απορημένοι. Τι θα τον κάνει τον Αιμίλιο ψιθυρίσαμε. Γιατί τον πήρε και που θα τον πάει. Πέρασαν άσχημες σκέψεις από το μυαλό μου, αλλά δε μίλησα. Άραγε θα ξαναδούμε τον Αιμίλιο; σκέφτηκα. Και μετά ποιος θα έχει σειρά. Δε προλάβαμε ν’ ανταλλάξουμε μερικές κουβέντες μεταξύ μας και ξανακτυπά η πόρτα. Παγώσαμε όλοι και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο. Άνοιξε πάλι τη πόρτα ο πεθερός μου και βλέπουμε τον Αιμίλιο να μπαίνει μέσα. Πίσω του δεν ήταν κανένας. Το ρωτήσαμε να μας πει τι έγινε. Μας είπε ότι μετά που έστριψαν τη γωνιά του δρόμου και προχώρησαν καμιά τριανταριά μέτρα, ο Τούρκος του είπε να σταματήσει, σκέφτηκε για λίγο και μετά του έγνεψε να φύγει και να έρθει πίσω στο σπίτι. 

Μείναμε κλεισμένοι μέσα στο σπίτι σ’ όλη τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της εισβολής, παρακολουθώντας τις εξελίξεις και τη προέλαση των τούρκων από το ραδιόφωνο. Τις επόμενες μέρες, μετά το πέρας της δεύτερης φάσης, άρχισε πάλι να ‘ομαλοποιείται’ κάπως η κατάσταση. Συνεχίστηκαν οι συχνές επισκέψεις του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, για να παρακολουθούν τη διαβίωση των εγκλωβισμένων. Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι διόρισαν ένα τούρκο ‘αστυνομικό’ λοχία, τον Χαλίλη, ως υπεύθυνο αστυνομικό του χωριού για να επιλαμβάνεται διαφόρων θεμάτων και προβλημάτων, εφόσον μιλούσε αρκετά καλά τα ελληνικά. 

Στις 22 Αυγούστου, νωρίς το πρωί, ακούστηκαν πάλι οι Τούρκοι, από τα μεγάφωνα των αστυνομικών αυτοκινήτων, που καλούσαν όλους τους άρρενες κατοίκους να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού. Η πλατεία του Αββαείου ήταν περικυκλωμένη από πολλούς ένοπλους Τούρκους στρατιώτες και αρκετούς ‘αστυνομικούς’. Μας είπαν ότι θα μας έπαιρναν στη Λευκωσία για ανάκριση. Αυτή τη φορά δεν πήραν μαζί τους τούς γέροντες. Μας έδεσαν πάλι τα μάτια και τα χέρια και μας έβαλαν σε λεωφορεία που περίμεναν λίγο έξω από το χωριό και ξεκινήσαμε. 

Βλέποντας κάτω από το ρούχο που ήταν δεμένα τα μάτια μου, κατάλαβα ότι βρισκόμασταν στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας, κοντά στη Πύλη της Κερύνειας. Τα λεωφορεία κοντοστάθηκαν σε κάποια στιγμή και μας πλησίασαν αρκετοί Τουρκοκύπριοι, που μας έβριζαν χυδαία και μας έριχναν διάφορα αντικείμενα. Μας απειλούσαν ότι θα μας κόψουν το κεφάλι και άλλα διάφορα. Τελικά δεν μας κατέβασαν στις φυλακές Σεραΐου, φαίνεται πως ήταν γεμάτες. Μας πήραν στο γκαράζ Παυλίδη. Εκεί είδαμε ότι υπήρχαν και άλλοι πάρα πολλοί κρατούμενοι Ελληνοκύπριοι, που είχαν συλληφθεί από άλλες περιοχές κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της εισβολής. Εκεί πρόσεξα ότι την ευθύνη είχε η Τουρκοκυπριακή ‘αστυνομία’ και όχι ο στρατός. Δεν ξέραμε γιατί μας πήραν εκεί, κάναμε διάφορες εικασίες από μόνοι μας, για την τύχη μας. Ρωτούσαμε τους ‘αστυνομικούς’, αλλά δεν μας έλεγαν. 

Το απόγευμα της ίδιας μέρας ήλθαν στο γκαράζ εκπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και ζήτησαν να μιλήσουν στην ομάδα που συνελήφθη στο Πέλλαπαϊς. Μας έδωσαν ειδικά έντυπα να συμπληρώσουμε για να συμπεριληφθούμε στον κατάλογο των αιχμαλώτων πολέμου, για τη δική μας ασφάλεια, όπως είπαν. 

Η παραμονή μας (10 μέρες) στο γκαράζ Παυλίδη ήταν κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες υγιεινής, αλλά και αγωνίας, γιατί σχεδόν καθημερινά επισκέπτονταν το χώρο αυτό οπλοφόροι της ΤΜΤ και ζητούσαν να πάρουν μαζί τους κάποιους από εμάς, φωνάζοντας ονόματά και κοιτάζοντάς μας κατά την ώρα του φαγητού, για να αναγνωρίσουν κάποιους που ζητούσαν, κάμνοντας φανερές τις προθέσεις τους. 

Επιπλέον όταν οι εφημερίδες τους είχαν αναφορές σε βαρβαρότητες των ελληνοκυπρίων, οι ‘αστυνομικοί’ μας απειλούσαν. Θυμάμαι μια μέρα μας πλησίασαν, πολύ θυμωμένοι κι’ εξαγριωμένοι. Κρατούσαν στα χέρια τους κάποιες δικές τους εφημερίδες και μας ρωτούσαν με άγριο ύφος «Είδατε τι έκαναν οι δικοί σας;» Ήταν τότε που είχαν ανακαλύψει ομαδικούς τάφους στην Αλόα και Μάραθα. «Τώρα τι χαμπάρια; Να πάρουμε κι’ εμείς καμιά πενηνταριά από εσάς, να κόψουμε το κεφάλι σας εν νάναι καλά;». Τι να τους λέγαμε εκείνη την ώρα. «Εμείς τι φταίμε κύριε» είπαμε στο λοχία που ήταν μπροστά. Αυτός απάντησε με οργίλο ύφος. «Αυτοί που σκότωσαν οι δικοί σας τι έφταιγαν;» Εμείς μείναμε σιωπηλοί και παρακολουθούσαμε όλες τις κινήσεις τους, μήπως και υλοποιήσουν τις απειλές τους. Ευτυχώς ήταν μόνο απειλές και τίποτε δε συνέβηκε. Ίσως τα αντίποινα να έγιναν κάπου αλλού. 

Στις 31 Αυγούστου 1974 μας ανέφεραν ότι θα μας μετέφεραν σε οργανωμένες φυλακές στην Τουρκία. Την επομένη μέρα λίγο μετά το μεσημέρι μας έδεσαν πάλι τα μάτια και τα χέρια και μας έβαλαν σε λεωφορεία που περίμεναν απ’ έξω. Τον Αιμίλιο δεν τον πήραν μαζί μας. Ο τουρκοκύπριος ‘αστυνομικός’ που τον γνώριζε, βρέθηκε εκεί και τον συμβούλευσε να δηλώσει ότι ήταν άρρωστος και τη γλύτωσε. 

Στο δρόμο προς την Κερύνεια, όπου θα μας πήγαιναν, τα λεωφορεία σταμάτησαν λίγο πριν το Μπογάζι και οι Τουρκοκύπριοι ‘αστυνομικοί’ μας είπαν ότι από εκεί και πέρα θα μας αναλάμβανε ο Τουρκικός στρατός και θα «σάσουν τη ράχη μας», όπως μας είπαν, γιατί αυτοί δέρνουν πολλά. «Και επειδή», λέει, «ό,τι κρατάτε πάνω σας θα σας τα πάρουν, καλύτερα να μας τα δώσετε εμάς (λεφτά, ρολόγια, σταυρούς, βέρες)». Μερικοί αιχμάλωτοι τους είπαν να βάλουν από μόνοι τους τα χέρια στις τσέπες τους (τα χέρια μας ήταν δεμένα) και να πάρουν ό,τι είχαν. Αμέσως μετά μπήκαν ορμητικά οι Τούρκοι στρατιώτες μέσα στα λεωφορεία και άρχισαν να μας κτυπούν. Ήταν τα πρώτα κτυπήματα που δεχτήκαμε από την ημέρα της σύλληψής μας. 

Το απόγευμα, λίγο πριν τη δύση του ήλιου, φθάσαμε στο γνωστό σε όλους μας Γυμνάσιο της Κερύνειας. Ήταν εκεί βουβό και αμίλητο και γύρω του ερημιά. Την ευθύνη της όλης αυτής επιχείρησης φαίνεται ότι είχαν οι λοκατζήδες τους. Μας συγκέντρωσαν στην αυλή του Γυμνασίου. 

Χώρος πολύ γνώριμος και νοσταλγικός. Μ’ ένα σωρό νοσταλγικές αναμνήσεις από τα μαθητικά μας χρόνια, χώρος των παιγνιδιών, των μεταξύ μας πειραγμάτων, των ενδοσχολικών εορτών και των Εθνικών μας Επετείων. Τώρα όμως εδώ γυρίζεται μια πράξη από το δράμα της Εθνικής μας Τραγωδίας. Ήταν η συνέχεια ενός δράματος με άγνωστο τέλος για όλους μας, αλλά και ένας Γολγοθάς για τον καθένα χωριστά. Ένα άσχημο και πρωτόγνωρο συναίσθημα με κυρίεψε. Δεν ήταν ο φόβος του θανάτου. Ήταν κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω. 

Μας έδωσαν ξηράν τροφή (ελιές-ψωμί-σαλάμι), για να αντέξουμε δύο μέρες. Μετά μας χώρισαν σε ομάδες και μπήκαμε στις τάξεις του πρώτου ορόφου του Γυμνασίου, με φρουρά έξω από κάθε τάξη. Μείναμε εκεί όλη νύκτα καθισμένοι στις καρέκλες της τάξης. Ήταν μια αγωνιώδης νύκτα. Όλα έδειχναν πως περίμεναν το σήμα για να μας μεταφέρουν στο πλοίο. 

Αυτή τη φορά θα φεύγαμε μακριά από την Κύπρο. Αμίλητοι, καθισμένοι στις τάξεις, αναμένοντας για τα παρακάτω, με την αγωνία του άγνωστου, για το τι άραγε μας περίμενε, ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Μείναμε σιωπηλοί και σκεφτικοί γι’ αρκετή ώρα, ίσως και ώρες κι’ ο καθένας βυθισμένος στις δικές του σκέψεις κι ανησυχίες. 

Λίγο πριν ξημερώσει, αγγίζοντας τα δάχτυλα του χεριού μου, ψηλάφισα την αρραβώνα μου. Πέρασε αμέσως από το μυαλό μου η ιδέα για να βρω τρόπο να τη κρύψω κάπου, γιατί εκεί που θα μας πήγαιναν όχι μόνο η αρραβώνα αλλά και τα δάχτυλα μας θα κινδύνευαν, αν όχι και η ίδια η ύπαρξη μας. Η σκέψη να την κρύψω ήταν έμμονη. Μετά από λίγο άρχισα να προσπαθώ με μανία να ξηλώσω με τα νύχια μου την από μέσα πλευρά του παντελονιού μου, στη μέση πίσω από τη θέση της ζώνης. 

Σε μερικά λεπτά κατάφερα να ανοίξω μια μικρή σχισμή στη φόδρα κι έσπρωξα μέσα την αρραβώνα καθώς και δύο λίρες που ξέκοψαν στη τσέπη μου. 

Νωρίς το πρωί μόλις χάραξε το φως της ημέρας, οι τούρκοι άρχισαν να φωνάζουν και να μας σπρώχνουν προς την αυλή του Γυμνασίου, για να μας μεταφέρουν με λεωφορεία στο γνωστό ‘Νησί’. Εκεί περίμενε ένα αποβατικό σκάφος του Τουρκικού ναυτικού, για να μας μεταφέρει στην Τουρκία. Μέσα στο πλοίο συρμένοι όλοι κάτω σαν ζώα, στριμωγμένοι σ’ ένα χώρο περιφραγμένο με συρματόπλεγμα, και απ έξω ένοπλοι στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη. 

Το πλοίο ξεκίνησε με πολύ αργό ρυθμό, ίσως γιατί δεν ήθελαν να φθάσουμε στη Μερσίνα με το φως της ημέρας, για δικούς τους λόγους. Μέσα στο αμπάρι του πλοίου έκανε πάρα πολλή ζέστη και υποφέραμε πολύ από τη δίψα. Όποιος ήθελε νερό, έπρεπε να πάει κοντά στο συρματόπλεγμα και να ζητήσει από τους Τούρκους στρατιώτες, που είχαν κοντά τους μια στάμνα και ένα τενεκεδένιο δοχείο. Έδιναν το δοχείο με το νερό και τη στιγμή που το πλησιάζαμε στο στόμα μας για να πιούμε, κτυπούσαν δυνατά το δοχείο και μας πλήγωναν τα χείλη και τα δόντια. Φοβόμασταν να ζητήσουμε νερό παρά τη δίψα μας. 

Γύρω στα μεσάνυκτα, το πλοίο σταμάτησε δίπλα από το ναύσταθμο της Μερσίνας. Αποβατικό όπως ήταν, σχεδόν ακούμπησε στην παραλία. Φαίνονταν δένδρα εκεί και το τοπίο έμοιαζε με μικρό άλσος. Ήταν πολύ κοντά σ' έναν αυτοκινητόδρομο. Μέσα στο άλσος φάνηκαν να μας περιμένουν στρατιωτικά φορτηγά αυτοκίνητα και αρκετοί στρατιώτες άρχισαν να μας φωνάζουν άγρια και να μας σπρώχνουν προς τα έξω. Ένθεν και ένθεν ήταν στρατιώτες παρατεταγμένοι, που μας άρπαζαν με δύναμη και μας έριχναν μέσα στα φορτηγά σαν τα σακιά. 

Μόλις γέμισε το φορτηγό που ήμουν μέσα, έκλεισαν το μουσαμά. Το σκοτάδι εκεί μέσα ήταν τόσο, που δεν μπορούσαμε να δούμε ο ένας τον άλλο. Όταν γέμισαν όλα τα φορτηγά, άρχισε η διαδρομή προς τις φυλακές των Αδάνων, ίσως να διάρκεσε δύο-δυόμισι ώρες. 

Όταν τα φορτηγά πλησίασαν την πόλη, γύρω στις 3 η ώρα το πρωί, άρχισαν να κορνάρουν ρυθμικά. Όπως αντιληφθήκαμε εκ των υστέρων, ήταν για να ειδοποιήσουν τους κατοίκους, για να μας υποδεχτούν κατάλληλα. Μέσα στα φορτηγά, μέχρι εκείνη την ώρα ήμασταν όλοι αμίλητοι και ο καθένας μας ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Μόνο ένας σε μια στιγμή ρώτησε, «πού μας πηγαίνουν άραγε;». Σε κανένα στρατόπεδο συγκέντρωσης... σκέφτηκα εγώ, αλλά δεν απάντησα. 

Σε λίγο τα αυτοκίνητα σταμάτησαν. Γύρω ακουγόταν βοή όχλου, κραυγές κι αγριοφωνάρες. Οι μουσαμάδες των φορτηγών ήταν ακόμα κλειστοί και δε βλέπαμε τι γινόταν έξω. Περιμένοντας να ανοίξουν τους μουσαμάδες, άρχισαν να μας τρυπούν με αιχμηρά αντικείμενα που περνούσαν έξω από τους μουσαμάδες. Από μέσα οι φωνές των αιχμαλώτων που πονούσαν από τα τρυπήματα. Μερικοί έκλαιγαν και φώναζαν περισσότερο από φόβο παρά από τον πόνο των πληγών. 

Συγκεντρωθήκαμε αμέσως στο κέντρο της κάσιας του φορτηγού, για να μη μας φθάνουν οι λόγχες και τα άλλα αντικείμενα που μας τρυπούσαν. Γίναμε όλοι ένας μικρός σωρός, για να προφυλαχτούμε. Σε είκοσι περίπου λεπτά, άνοιξε ο μουσαμάς του φορτηγού και είδαμε τι γινόταν εκεί. 

Πολίτες, στρατιώτες, ακόμη και γυναίκες, όλοι ανάμικτοι, κρατούσαν στα χέρια τους, ξύλα, σιδερολοστούς, οι στρατιώτες όπλα με τις ξιφολόγχες, αγκαθωτά τέλια και άλλα αντικείμενα και κτυπούσαν ανηλεώς όλους τους αιχμαλώτους, που κατέβαιναν από τα αυτοκίνητα. Ο χώρος φωτιζόταν από προβολείς. Στη θέα αυτού του μακελειού, διστάζαμε να κατεβούμε από τα φορτηγά. Αλλά που θα πηγαίναμε. Τελικά οι στρατιώτες μάς τράβηξαν έξω και μας έριξαν σαν βορά στο αγριεμένο πλήθος, που διψούσε για αίμα. Άρχισαν να μας κτυπούν από όλες τις πλευρές κι εμείς προσπαθούσαμε μάταια, να προφυλαχτούμε, για να αποφύγουμε τις ξυλιές και τα άγρια κτυπήματα. 

Αυτό το κακό συνεχίστηκε για μια περίπου ώρα. Από αυτά που συνέβαιναν εκεί, δεν μπορέσαμε να κοιτάξουμε γύρω μας για να δούμε σε πιο χώρο ήταν πού βρισκόμασταν. Σε μια στιγμή βρεθήκαμε χωρίς να το αντιληφθούμε, μπροστά σε μια πύλη-είσοδο, που έμοιαζε με πύλη σταδίου περισσότερο. 

Εκεί υπήρχε πολύς συνωστισμός και αναταραχή περισσότερο στρατιωτών και αιχμαλώτων. Διακρίνονταν και αξιωματικοί. Μας έσπρωχναν προς την πύλη και μας κτυπούσαν. Μερικοί από τους αιχμαλώτους, έπαιρναν με τα χέρια τους αίμα, από τις πληγές που είχαν στη πλάτη τους άλλοι αιχμάλωτοι, που ήταν μπροστά τους, με τη ψευδαίσθηση ότι θα τους λυπηθούν οι τούρκοι και να σταματήσουν να τους κτυπούν. 

Αλλά εκείνη τη νύκτα δεν υπήρχε έλεος ούτε οίκτος για κανένα από εμάς. 

Ο όχλος είχε το ελεύθερο να εκφράσει με κάθε τρόπο τα αισθήματα του απέναντι μας και το έκανε με υπερβάλλοντα ζήλο και με πάρα πολύ μίσος. 

Πλησιάζοντας, τα πράγματα ξεκαθάριζαν και κάπου έμπαιναν σε κάποια τάξη. Οι αιχμάλωτοι προχωρούσαν πλέον ένας-ένας μέσα από ένα κανάλι με κάγκελα στο πλάι και έξω από τα κάγκελα ο όχλος που συνέχιζε το έργο του. Δίπλα από την πύλη υπήρχε ένα τραπεζάκι, όπου γινόταν πρόχειρη καταγραφή των αιχμαλώτων. 

Πιο πέρα ένας μεγαλόσωμος Τούρκος στρατιώτης διέταζε τον καθένα από μας να σταθεί προσοχή. Αμέσως μετά τον κτυπούσε με μια γερή γροθιά στο πρόσωπο. Αυτό δεν μπορούσε να το αποφύγει κανένας αιχμάλωτος. Άρπαξα κι εγώ με τη σειρά μου μια γερή γροθιά και βρέθηκα πεσμένος στο έδαφος μισολιπόθυμος. Με σήκωσαν από χάμω δύο στρατιώτες και με ακούμπησαν στον τοίχο, για να με ερευνήσουν. Κρατώντας με πισθάγκωνα με οδήγησαν στο εσωτερικό των φυλακών, όπως έκαναν σε όλους. 

Κατά μήκος των διαδρόμων που οδηγούσαν στους θαλάμους, βρίσκονταν παρατεταγμένοι και στις δύο πλευρές, μεγαλόσωμοι βαρδιάνοι ντυμένοι στα μαύρα και χτυπούσαν άγρια τους αιχμαλώτους, που τους κρατούσαν πισθάγκωνα δύο Τούρκοι στρατιώτες. Έσυραν κι εμένα, χωρίς να καταλάβω πώς βρέθηκα μέσα σε ένα θάλαμο πεσμένος, από το σπρώξιμο, στο πάτωμα. Ένας στρατιώτης πρόσεξε ότι φορούσα ακόμη το σταυρό, που κρεμόταν στο λαιμό μου (είχα ξεχάσει να τον κρύψω στο παντελόνι μου), επέστρεψε και τον άρπαξε με μανία, τον έφτυσε και μετά τον έβαλε στην τσέπη του. 

Ήταν οι περιβόητες φυλακές των Αδάνων. Μεσαιωνικού ρυθμού, με υπόγεια μπουντρούμια από κάτω και από πάνω οι θάλαμοι κράτησης. 

Αφού συμπληρώθηκε ένας αριθμός 30-35 ατόμων, έκλεισαν τη σιδερόπορτα του θαλάμου. Μόλις μείναμε μόνοι μας, αρχίσαμε να κοιταζόμαστε μεταξύ μας και να εξετάζουμε τις πληγές μας από τα κτυπήματα. Απόρησα με τον εαυτό μου. Ποτέ δε πίστευα ότι θα μπορούσα να αντέξω τέτοιο ξυλοδαρμό. Φαίνεται πως ο άνθρωπος, από τη φύση του, διαθέτει μεγάλα αποθέματα ψυχικής αντοχής και αντίστασης, τα οποία όταν χρειαστεί τον βοηθούν για να ξεπεράσει τις δύσκολες στιγμές του. Πολλοί άρχισαν να διαμαρτύρονται για τη μεταχείρισή μας. Φαίνεται πως δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι βρισκόμασταν στα χέρια των Τούρκων, στην καρδιά της Τουρκίας, μέσα στις φυλακές της Ανατολής. 

Μετά από κάποια ώρα άνοιξε απότομα η σιδερόπορτα, μπήκε ένας τούρκος αξιωματικός και αφού τοιχοκόλλησε τους κανονισμούς των φυλακών (γραμμένους στα αγγλικά), μας είπε να ξαπλώσουμε και να είμαστε ήσυχοι. 

Σε δύο περίπου ώρες, αφού είχε ήδη ξημερώσει για καλά, ήλθε πάλι ένας αξιωματικός και είπε ότι όσοι είναι τραυματισμένοι να ετοιμαστούν και θα τους πάνε στο γιατρό. Κάτι μου έλεγε να μη κάνω κάτι τέτοιο, εφ’ όσον δεν είχα πληγές που φαίνονταν να χρειάζονται ραφές. Ετοιμάστηκαν αρκετοί και τους πήγαν στο γιατρό. Όταν επέστρεψαν, μετά από μία-δύο ώρες, μας είπαν ότι μετάνιωσαν που πήγαν, γιατί οι γιατροί ήταν πολύ εχθρικοί. Τους έμπηγαν τις βελόνες, για να τους ράψουν τις πληγές με πολλή βιαιότητα, σκόπιμα για να τους πονάνε και τους κτυπούσαν κιόλας άγρια. 

Το απόγευμα συγκέντρωσαν όλους τους αιχμαλώτους σε μια μεγάλη αυλή των φυλακών και μας μίλησε ο διοικητής. Μας εξήγησε και τους λόγους του ξυλοδαρμού μας και είπε ότι αυτό έγινε, γιατί εμείς οι Έλληνες στην Κύπρο σκοτώνουμε γυναίκες και παιδιά και ότι είμαστε δειλοί. Αλλά μας υποσχέθηκε ότι δε θα μας ξανακτυπήσουν στο στομάχι! 

Στις επόμενες 2-3 μέρες, πήραν όλα τα στοιχεία μας, με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, μας έκοψαν τα μαλλιά, μας έβγαλαν φωτογραφία με τον αριθμό αιχμαλώτου βαλμένο στο στήθος και μας πήραν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα. Μας τόνισαν με έμφαση ότι αν συλληφθούμε ξανά στο μέλλον, θα μας εκτελέσουν αμέσως. 

Σε μια από εκείνες τις μέρες, ενώ καθόμασταν χάμω για να έρθει η σειρά μας για το κούρεμα, ακούσαμε από βαθειά, κάτω από το έδαφος στη γωνιά του τοίχου που ήμασταν ακουμπισμένοι, κάτι σαν ψιθύρισμα, σαν κάποιος να προσπαθούσε να πει κάτι στα κρυφά. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και σταματήσαμε να μιλούμε κι’ αφουγκραστήκαμε. Μετά από λίγο το ψιθύρισμα ακούστηκε ακόμα πιο καθαρά. «Αντρέα-Αντρέα...». 

Ήταν ένα πάρα πολύ μικρό παραθυράκι κάτω χαμηλά στη ρίζα του τοίχου, με σιδερένια κάγκελα και πίσω ένα πυκνό πλέγμα από τέλι. Έμοιαζε ως να ήταν κάτι για να φεύγουν τα νερά της βροχής. Ξεκουμπιστήκαμε από το τοίχο, με τρόπο, για να μη μας αντιληφτούν οι Τούρκοι κι είδαμε δυο χέρια γαντζωμένα στα σίδερα, χωρίς να φαίνεται ποιος ήταν και να λέει κάτι στα Γαλλικά. Πήγε κάποιος κι έφερε το Νίκο πού σπούδασε στη Γαλλία. Οι τούρκοι στρατιώτες συνέχιζαν τη δουλειά τους. Εμείς καθίσαμε κάτω με τρόπο που να καλύπτουμε το Νίκο, που άρχισε κουβέντα με το κρατούμενο στα μπουντρούμια. 

Μετά ο Νίκος μας ενημέρωσε πως εκείνος εκεί κάτω ήταν τούρκος φοιτητής που σπούδαζε στη Γαλλία και συνελήφθηκε από την αστυνομία, στα Άδανα πριν δυο χρόνια, σε μια αντικαθεστωτική διαδήλωση. Περιμένει ακόμη για να δικαστεί. Δεν είχε αντιληφθεί λέει, έλληνες κρατούμενους στα μπουντρούμια, αλλά τις νύχτες άκουε συχνά τις φωνές από τα βασανιστήρια. Είπε ότι από τις εφημερίδες που διαβάζουν, στη Κύπρο συνομιλούν ο Κληρίδης και Ντενκτάς. Μάθαμε τουλάχιστο ότι στη Κύπρο κάτι συζητείται και κάτι ήταν κι’ αυτό. 

Μετά τη συμπλήρωση των στοιχείων όλων των αιχμαλώτων, μας έβαλαν στη γραμμή και μας είπαν να σηκώσουμε το μανίκι από το ένα χέρι κι ένας στρατιώτης περνούσε δίπλα από το καθένα μας, με μια τεράστια σύριγγα με μεγάλο έμβολο στο χέρι και μας την έμπηγε με δύναμη, λίγο πιο κάτω από τον ώμο. Άφηνε λίγο φάρμακο να περάσει και μετά συνέχιζε με τον επόμενο. Με ένα εμβολο μπόλιαζε περίπου δέκα άτομα, πάντα με την ίδια βελόνα. 

Η επόμενη δοκιμασία ήταν οι ανακρίσεις. Μας χώρισαν ανά ομάδες (20 ατόμων), μας έβαλαν σε ειδικά αυτοκίνητα (κλούβες) και μας μετέφεραν στη διοίκηση της στρατιωτικής αστυνομίας, όπου ήταν τα ανακρίτρια. Ήταν και αυτό μια δύσκολη δοκιμασία και αρκετός ξυλοδαρμός από τους κρεμανταλάδες της στρατιωτικής τους αστυνομίας. 

Στην ομάδα που πήγα εγώ, έτυχε να βρίσκεται και ο μακαρίτης Δημήτρης Στρατής, ο οποίος υπέστηκε τόσα πολλά βασανιστήρια κατά τη διάρκεια μιας πολύ σκληρής και βάναυσης ανάκρισης, όσο κανένας άλλος από εμάς. 

Λειτουργούσαν ταυτόχρονα 2-3 ανακρίτρια. Στη δική μου περίπτωση την ανάκριση ανέλαβε ένας αξιωματικός που υπόβαλλε τις ερωτήσεις, μέσω ενός Τουρκοκύπριου διερμηνέα. Νομίζω ήταν ο γνωστός τουρκοκύπριος δικηγόρος Αλή Ντάνα και ένας στρατιώτης, που δακτυλογραφούσε τα πρακτικά. Οι ερωτήσεις ήταν σχεδόν πανομοιότυπες σε όλους, όπως διαπιστώσαμε εκ των υστέρων, εκτός εάν αντιλαμβάνονταν ότι κάποιοι τους έλεγαν ψέματα και τότε τα πράγματα δυσκόλευαν πολύ. 

Γνώρισα ανθρώπους που, εκτός των άλλων βασανιστηρίων, τους τσάκισαν ένα ή δυό από τα δάχτυλα του χεριού, με τανάλια, για να αποσπάσουν πληροφορίες, αφού δεν είχαν πειστεί ότι τους έλεγαν την αλήθεια. 

Διαπιστώσαμε εκ των υστέρων ότι οι Τούρκοι γνώριζαν αρκετά πράγματα για την Εθνική Φρουρά, τη στελέχωσή της ακόμα και τα ονόματα πολλών Ελλήνων Αξιωματικών. Στην απάντηση για τον τόπο που υπηρετούσες και πού ήταν το στρατόπεδο, ρωτούσαν και το όνομα του διοικητή ή υποδιοικητή, για να εξακριβώσουν αν τους έλεγες την αλήθεια. 

Επειδή σε προηγούμενη σχετική απάντησή μου, τους είπα ότι ήμουν τεχνικός στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών, επέμεναν να τους πω αν γνώριζα για ‘ΤΕΛΕΞ’ και αν μπορώ να τα επιδιορθώνω. Επέμεινα ότι δε γνώριζα και ήταν αλήθεια. Τέλειωσε η ανάκρισή μου, χωρίς να πέσει ούτε χαστούκι. Δε γλίτωσα όμως το ξύλο, μόλις βγήκα έξω από τα ανακρίτρια και με παρέλαβαν οι στρατιώτες, για να με οδηγήσουν σε ένα κελί, μέχρι να τελειώσει η ανάκριση όλης της ομάδας. 

Λίγο μετά το μεσημέρι, συγκεντρώθηκε όλη η ομάδα στον προθάλαμο του κτιρίου. Η ανάκριση είχε τελειώσει. Σε μια στιγμή ήλθε ο λοχαγός, κάτι είπε σε άλλο τούρκο αξιωματικό δείχνοντας το Δημήτρη Στρατή, που στεκόταν μαζί μας, ημίγυμνος και κρατούσε στο χέρι το πουκάμισό του. Φαινόταν τρομοκρατημένος. Τα κτυπήματα και τα μαστιγώματα στο γυμνό κορμί του ήταν εμφανή. Ο Τούρκος λοχαγός πλησίασε το Δ. Στρατή, κάτι είπε και έσβησε το τσιγάρο που κρατούσε στο στήθος του. Η ομάδα έφυγε για τις φυλακές των Αδάνων χωρίς τον Στρατή. 

Ήταν μεσάνυκτα, τρεις μέρες μετά την ανάκριση. Ανοίγει η σιδερόπορτα του θαλάμου και μπαίνει ένας μόνιμος λοχίας μαζί με ένα στρατιώτη. Μαζί τους είχαν και το Δημήτρη Στρατή, που ήταν ακόμα ημίγυμνος. Στο χέρι του αυτή τη φορά κρατούσε μια γκρίζα κουβέρτα. Έμοιαζε με το Χριστό που βάδιζε και κρατούσε στο χέρι το Χιτώνα του μαρτυρίου του. Όλοι κοιτάζαμε έκπληκτοι και ξαφνιασμένοι. Ο Τούρκος λοχίας ρώτησε στη γλώσσα του, αν γνωρίζει κανείς μας τουρκικά. Πετάχτηκε ο Ανδρέας Γ. Σεκκίδης (ο γνωστός για τους Κερυνειώτες 'Αλήτης') και είπε πως κάτι ξέρει... και του ζήτησε να πει στο Δημήτρη να μη φοβάται και δεν θα τον ξανακτυπήσουν και να πέσει να κοιμηθεί. 

Η πόρτα έκλεισε και αμέσως μαζευτήκαμε όλοι γύρω από το Δημήτρη, για να τον βοηθήσουμε και να μάθουμε τι έγινε. Μας είπε ότι τον κτυπούσαν κάτω από τη μέση και τον ρωτούσαν πληροφορίες ακόμα και για την ΕΟΚΑ Β. Τον είχαν κλεισμένο μέσα σε ένα πολύ βρώμικο αποχωρητήριο, γεμάτο ακαθαρσίες. Περπατούσε με πολλή δυσκολία και μας είπε ότι πονά πολύ όλο του το σώμα από τη μέση και κάτω. Κοιτάξαμε τα δάκτυλα στα πόδια του (ήταν ξυπόλυτος) και προσέξαμε ότι είχαν μελανιάσει σε μεγάλο βαθμό. Του βγάλαμε το παντελόνι, για να δούμε μέχρι πού φθάνει το μελάνιασμα. Το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν ανατριχιαστικό. Από τη μέση μέχρι τα νύχια το κορμί του ήταν ολόμαυρο από τον ξυλοδαρμό. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Μείναμε όλοι άφωνοι και αλληλοκοιταζόμασταν. Δεν υπήρχε ούτε μια ίντσα στο δέρμα του που να μην είχε μελανιάσει. Το μελάνιασμα από τη μέση μέχρι τα νύχια ήταν καθολικό. Του φορέσαμε το παντελόνι και τον αφήσαμε να ησυχάσει. 

Μετά από μερικές μέρες, πριν χαράξει το φως της ημέρας, υπήρχε πάλι αρκετή κινητικότητα. Μάς συγκέντρωσαν όλους στη μεγάλη αυλή των φυλακών. Καταλάβαμε ότι κάτι ετοιμαζόταν. Άρχισαν μερικοί κάτι να σιγομουρμουρίζουν. Σε λίγο μας έδωσαν ένα σακούλι που είχε μέσα ντομάτα, ψωμί και σαλάμι. Ήταν φανερό ότι θα μας πήγαιναν πάλι για μεγάλο ταξίδι. Μας έβαλαν στα λεωφορεία και ξεκινήσαμε. Μαζί μας ήταν και τέσσερις ένοπλοι φρουροί, Τούρκοι στρατιώτες, που πηγαινοέρχονταν με τη σειρά στο διάδρομο του λεωφορείου, κτυπώντας συχνά με τα όπλα, τους αιχμαλώτους. 

Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα, όταν φθάσαμε και προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε πού βρισκόμασταν. Μας κατέβασαν στα γρήγορα και μας έσπρωξαν βιαστικά προς το εσωτερικό του κτιρίου που βρισκόταν μπροστά μας. Ήταν κάποιες άλλες φυλακές. Πιο σύγχρονες. Μας χώρισαν κατά ομάδες και μας έβαλαν σε θαλάμους. 

Την επομένη το πρωί μας έβγαλαν στην αυλή. Στις φυλακές αυτές υπήρχε μια αυλή για κάθε δύο θαλάμους, που βρίσκονταν στον πρώτο όροφο. Κάτω από τους θαλάμους βρισκόταν μια τραπεζαρία και δύο-τρία αποχωρητήρια. Λίγο αργότερα παρουσιάστηκε μπροστά μας ένας αξιωματικός με μερικούς στρατιώτες. Έλεγξαν τον αριθμό των αιχμαλώτων και τα ονόματά μας και μας έδωσαν κάποιες οδηγίες. «Το φαγητό θα το φέρνουν», λέει, «δύο αιχμάλωτοι για κάθε θάλαμο, από τα μαγειρεία των φυλακών με τη συνοδεία ενόπλων στρατιωτών». 

Στο δικό μας θάλαμο βρίσκονταν και τρεις Ελλαδίτες. Ο Σπύρος, λοχαγός-υποδιοικητής της μοίρας πυροβολικού, που έδρασε στο χωριό Συγχαρί, Ο ανθυπίλαρχος Θανάσης και ο λοχίας της ΕΛΔΥΚ Βαγγέλης. Οι Τούρκοι γνώριζαν γι’ αυτούς. Όρισαν το Λοχαγό για να εκτελεί χρέη θαλαμάρχη. 

Μέχρι το μεσημέρι φαίνονταν όλα ήρεμα. Φώναξαν το λοχαγό να ορίσει 4 άτομα, για να φέρουν το φαγητό για τους δύο θαλάμους, με τη συνοδεία των στρατιωτών. Όταν επέστρεψαν, μετά από είκοσι λεπτά περίπου, φαίνονταν τρομαγμένοι αλλά δεν είπαν τίποτα. Το βράδυ δε δέχτηκαν να πάνε οι ίδιοι να φέρουν το φαγητό, χωρίς να πουν το λόγο στο λοχαγό. Πήγαν κάποιοι άλλοι. Όταν επέστρεψαν και αυτοί, διαδόθηκε ότι κατά τη διαδρομή προς τα μαγειρεία και στην επιστροφή, έπεφτε άγριος ξυλοδαρμός από τους στρατιώτες και τους μαγείρους. Η ατμόσφαιρα έγινε βαριά και όλοι μας μείναμε σκεφτικοί και σκυθρωποί. 

Το βράδυ, όταν μας έκλεισαν στο θάλαμο και μείναμε μόνοι, ο λοχαγός μας μάζεψε κοντά του και μας ανέφερε το περιστατικό και εισηγήθηκε να πηγαίνουμε με τη σειρά για τη μεταφορά του φαγητού, για να μοιραζόμαστε το ξύλο. Θα αρχίζαμε από την επομένη με τη σειρά που είχαν τα κρεβάτια μας στο θάλαμο. Μετρούσαμε όλοι τις μέρες πότε θα έρθει η σειρά μας για το φαί και το ξύλο. 

Η δική μου η σειρά ήρθε μετά από τρεις μέρες. Θα πήγαινα μαζί με άλλους τρεις για το μεσημεριανό μαρτύριο. Προετοιμάστηκα ψυχολογικά, πήρα τη μία από τις δύο χύτρες και περίμενα μαζί με τους υπόλοιπους, να έλθουν οι στρατιώτες να μας φωνάξουν. Σε λίγο ακούσαμε τις φωνές τους και ξεκινήσαμε. Πήραμε το διάδρομο και προχωρήσαμε. Μετά από λίγο άρχισα να διερωτούμαι πότε θα άρχιζαν το ξύλο. Όμως, σκέφτηκα, ότι μπορεί αυτοί να ήσαν καλοί και να μη θέλουν να μας κτυπούν. Φαίνεται ότι έτσι ήθελα να ελπίζω εκείνη την ώρα. Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη σκέψη μου κι έπεσε η πρώτη ξυλιά με τον υποκόπανο του όπλου. Τα όπλα που κρατούσαν ήταν τυφέκια τύπου Μ1 ημιαυτόματα. Μετά άρχισαν να μας κλοτσούν ταυτόχρονα καθώς μας κτυπούσαν με τα όπλα. Ο διάδρομος ήταν μακρύς. Μετά κατεβήκαμε σκάλες, άλλος διάδρομος κι αυτός μακρύς. Οι στρατιώτες κτυπούσαν συνέχεια κι εμείς αμίλητοι προσπαθούσαμε να προφυλαχτούμε και να αποφύγουμε τα κτυπήματα. 

Φθάσαμε στα μαγειρεία. Εκεί μας υποδέχθηκε ένας μάγειρας, που άρχισε να μας κτυπά με την κουτάλα. Μετά σταμάτησαν όλοι και μας κοιτούσαν. Ήρθε κοντά μου ένας στρατιώτης και έκανε νόημα να κλείσω τα μάτια και να ανοίξω το στόμα μου. Δίστασα αλλά τελικά υπάκουσα. Αμέσως μου έχωσε μια χούφτα αλάτι χοντρό που είχε κρυμμένο στο χέρι του και με φοβέριζε με το όπλο του να μην το φτύσω. Δεν άντεξα πολύ, το έφτυσα και έφαγα μια γροθιά στο στομάχι. Μετά μας έβαλαν και τους τέσσερις να γονατίσουμε κάτω. Μας καβαλίκεψαν, σαν να ήμασταν γαϊδούρια και μας κτυπούσαν στα πισινά και οι άλλοι φώναζαν, για να περπατάμε πιο γρήγορα με τα τέσσερα μας, γύρω από το καζάνι με το φαγητό. Μας πονούσαν τα γόνατα από το σύρσιμο στο ανώμαλο έδαφος. Αυτοί γελούσαν και διασκέδαζαν. Δεν άντεχα άλλο, σταμάτησα και έπεσα στο έδαφος. Με σήκωσαν δύο στρατιώτες. Σταμάτησαν και οι άλλοι. 

Μας γέμισαν τις δύο χύτρες. Τις πήραμε και ξεκινήσαμε. Η χύτρα ήταν βαριά και το ζουμί που είχε μέσα (μελιτζάνες βραστές - μέλανας ζωμός) ζεμάτιζε. Οι στρατιώτες τη δουλειά τους. Και δεν έφτανε αυτό... προσέχαμε να μη χύσουμε το ζεματιστό ζωμό πάνω μας. Σε εκείνη τη διαδρομή συναντήσαμε μια άλλη ομάδα, από τέσσερις αιχμαλώτους, που κατευθύνονταν στην αντίθετη πορεία. Ανάμεσά τους και ο Δημήτρη Στρατής, που έσερνε τα πόδια του και δεχόταν κι αυτός τα κτυπήματα. Ευτυχώς είναι ζωντανός, σκέφτηκα. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας και συνεχίσαμε την πορεία μας. 

Ήταν η τελευταία φορά που είδα ζωντανό το Δημήτρη. Άντεξε κι επέστρεψε στη πατρίδα του και πέθανε στο Νοσοκομείο Λευκωσίας την επομένη της, επιστροφής του στην Κύπρο. 

Αυτό που φοβόμασταν πως θα συνέβαινε με τις χύτρες, έγινε σε μια από τις διαδρομές, όταν δύο νεαροί αιχμάλωτοι, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν το ξύλο, έχασαν την ισορροπία τους, κατρακύλησαν από τις σκάλες και περιλούστηκαν το ζεματιστό περιεχόμενο της χύτρας. Έγινε μπροστά στα μάτια μας, γιατί εκείνη τη στιγμή αρκετοί από μας ήταν συγκεντρωμένοι στην αρχή της σκάλας και περίμεναν το φαγητό. Παρ’ ολίγο να δημιουργηθεί σοβαρό επεισόδιο, όταν μερικοί αιχμάλωτοι δε συγκρατήθηκαν και όρμησαν εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι πράγματι ξαφνιάστηκαν από την αντίδρασή μας και έκαναν πίσω. 

http://mkp-archive.blogspot.com/

Ο Γρηγόρης Κατσελλής (το τόξο) στις τουρκικές φυλακές το 1974.
Η επέμβαση όμως του λοχαγού Σπύρου, που με αγωνία μας προέτρεπε να συγκρατηθούμε και με αρκετές παραινέσεις, απέτρεψε το χειρότερο. Θυμάμαι ακόμη τα λόγια του που ήταν χαρακτηριστικά: «Πού νομίζετε ότι βρίσκεστε εσείς; Αν κτυπήσετε Τούρκο εδώ μέσα θα σας εξαφανίσουν – θα χαθείτε και κανένας δε θα σας βρει ποτέ! Το καταλάβετε;» και μας έσπρωχνε με βία προς τα πίσω. Οι Τούρκοι ζήτησαν από το Λοχαγό να στείλει άλλους αιχμαλώτους για να γεμίσουν ξανά τις χύτρες. Το καθημερινό μαρτύριο γι’ αυτούς που πήγαιναν για τη μεταφορά του φαγητού, συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της κράτησής μας στις φυλακές του Αντίγιαμαν. 

Την επόμενη, Κυριακή μεσημέρι, περιμέναμε να μας φωνάξουν για τη μεταφορά του φαγητού. Προσέξαμε ότι καθυστερούσαν. Βρισκόμασταν όλοι μαζεμένοι στην αυλή των φυλακών. Ήταν ένας χώρος 10-15 μέτρα περίπου, περιτοιχισμένος με πανύψηλο τοίχο, ύψους 6 περίπου μέτρων. Ακούσαμε κάτι σα βουητό και κάποιο θόρυβο που έμοιαζε με κόψιμο ξύλων με τσεκούρι, που ερχόταν από τη διπλανή αυλή του άλλου θαλάμου και απορούσαμε τι συνέβαινε. 

Σε λίγο, όλες μας οι απορίες λύθηκαν. Μια ομάδα από δέκα περίπου στρατιώτες, όρμησαν στην αυλή των θαλάμων. Δύο από αυτούς κρατούσαν αυτόματα όπλα και οι υπόλοιποι κρατούσαν ξύλα και τις στρατιωτικές τους ζώνες. Το τι θα γινόταν ήταν φανερό. Μαζευτήκαμε όλοι σε μια γωνιά του τοίχου της αυλής, για να προστατευτούμε. Οι στρατιώτες μάς πλησίασαν και άρχισαν να μας κτυπούν. Φαίνεται όμως πως δεν τους άρεσε έτσι όπως ήμασταν στριμωγμένοι και αυτό δεν τους βόλευε. 

Απομακρύνθηκαν μερικά μέτρα από κοντά μας και με την απειλή των όπλων, μας διέταξαν να μπούμε στη γραμμή και να περνούμε ένας-ένας, αργά, από μπροστά τους, για να μας κτυπούν με άνεση όσο ήθελαν. 

Αυτό συνεχίστηκε για μία και πλέον ώρα. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας, δύο Τούρκοι στρατιώτες ξεμονάχιασαν τον Έλληνα λοχαγό που ήταν μαζί μας και τον περιποιήθηκαν ιδιαιτέρως. Μέχρι και τα νύχια των ποδιών του τα έλιωσαν, πατώντας τον με μανία στα δάκτυλα με τις στρατιωτικές τους αρβύλες (ήταν ξυπόλητος). 

Σε κάποια στιγμή πρόσεξα ένα δόκιμο αξιωματικό που παρακολουθούσε τη σκηνή του ξυλοδαρμού από ένα μικρό παράθυρο, που έβλεπε στην αυλή και το απολάμβανε. Μόλις τέλειωσαν το έργο τους, μας είπαν να στείλουμε τέσσερα άτομα για τη διαδικασία του φαγητού. 

Το απόγευμα της ίδιας μέρας και ενώ καθόμασταν όλοι χάμω στην αυλή, αμίλητοι και συλλογισμένοι, αντιληφθήκαμε τον ερχομό των στρατιωτών που κατέβαιναν τις σκάλες. Ανασηκωθήκαμε τρομαγμένοι. Ήταν ο δόκιμος αξιωματικός με τρεις στρατιώτες. Μας διέταξαν να καθίσουμε κάτω. Οι διαθέσεις τους φαίνονταν διαφορετικές από προηγουμένως. Ζήτησαν κάποιον από μας που μιλούσε τούρκικα, για να μεταφράζει. Ήθελαν, μετά τα όσα έγιναν πριν, να τους τραγουδήσουμε. Ήταν τρομερά εξευτελιστικό. Αρνηθήκαμε. Μας διέταξαν και πάλι. Εμείς μείναμε σιωπηλοί. Άρχισαν να αγριεύουν και διέταξαν ξανά να πούμε ένα τραγούδι. Φοβηθήκαμε πως θα άρχιζαν πάλι το ξύλο και αρχίσαμε σιγά-σιγά να λέμε ένα τραγούδι. 

Δεν ξέρω πώς, γιατί και με ποια έμπνευση και κουράγιο βρέθηκε στα χείλη μας και τελικά είπαμε με βαριά καρδιά το τραγούδι, «βράχο-βράχο τον καημό μου». Οι Τούρκοι στρατιώτες έφυγαν, αφού αντάλλαξαν μερικές κουβέντες μεταξύ τους. 

Υπήρχαν όμως και αναλαμπές ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως ήταν η στάση ενός μαυροσκούφη υπίλαρχου. Ήταν κι αυτός ένας ξανθός Τούρκος, λεπτός και κάπως μικροκαμωμένος αξιωματικός, που φαίνεται πως είχε αντιληφθεί την κατάσταση που επικρατούσε σ’ εκείνες τις φυλακές. Μια μέρα που ήταν υπηρεσία, μας φώναξε και μας ρώτησε, στ’ αγγλικά, εάν κάποιοι από τους στρατιώτες μας κτυπούν. Εμείς ξεθαρρευτήκαμε και του είπαμε αρκετά. Μας είπε να του το πούμε εάν μας ξαναχτυπήσουν. Είναι αλήθεια ότι δεν έπεφτε ούτε ένα χαστούκι όταν ήταν αυτός υπηρεσία. Όταν τον βλέπαμε στις φυλακές ήμασταν ήσυχοι ότι εκείνη την ημέρα δε θα μας ξυλοφόρτωναν. 

Οι κουβέντες που κάναμε μεταξύ μας περιστρέφονταν κυρίως γύρω από το πόλεμο και για το πώς καταλήξαμε στις φυλακές της Τουρκίας. Κι ο καθένας μας είχε τη δική του ιστορία. Έτσι μαθαίναμε για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν και τι είχε συμβεί σε άλλα μέρη. Η κάθε περίπτωση είχε το δικό της ενδιαφέρον. 

Μου έκανε ιδιαίτερη αίσθηση η ιστορία του Νικόλα που πιάστηκε από τους τούρκους αιχμάλωτος, μαζί με άλλους τρείς εθνοφρουρούς, οι οποίοι παραδόθηκαν, μετά από μια μάχη που έδωσαν, στη προσπάθεια τους να διαφύγουν προς τις ελεύθερες περιοχές, κοντά στο χωριό Κλεπίνη. Τους έσερναν, λέει, μαζί τους μέχρι να αποφασίσουν τι θα τους κάνουν. Σε κάποια στιγμή, που οι τούρκοι σταμάτησαν για να ξεκουραστούν, οι τρείς από τους αιχμαλώτους ζήτησαν να πάνε για φυσική τους ανάγκη. Ο τούρκος στρατιώτης που τους φύλαγε, τους έλυσε τα χέρια, τους έβαλε μπροστά, οπλίζοντας το όπλο του. Μόλις έστριψαν πίσω από κάποια βράχια ακούστηκαν ριπές. Σε λίγο ο τούρκος στρατιώτης επέστρεψε πίσω μόνος του χωρίς να πει λέξη. Ο Νικόλας τον κοίταξε με τρόμο. «Τι σκοπούς άραγε έχει για μένα; σκέφτηκε. Ο Τούρκος ούτε μιλιά. Σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Έσερναν μαζί τους τον Νικόλα δεμένο για δυο μέρες. 

Μετά βρέθηκε σ ένα φορτηγό και μεταφέρθηκε μαζί με άλλους αιχμαλώτους στο γκαράζ Παυλίδη. Ο ίδιος απέδωσε τη διάσωση του σε θαύμα και δόξαζε το Θεό. 

Παρόμοια εγκλήματα έγιναν και σε άλλες περιπτώσεις, όπου οι Τούρκοι συλλάμβαναν έλληνες αιχμάλωτους, ιδιαίτερα σε ορεινές κι απόμερες περιοχές. 

Κάθε δυο-τρείς μέρες ερχόταν ο Αντρέας, ο διερμηνέας, μαζί με δυο στρατιώτες και ρωτούσε αν ήθελε κάποιος να πάει στο γιατρό. Από τότε που μαθεύτηκε ότι ακόμη και οι γιατροί έδιναν ξύλο, αραίωσαν πολύ οι επισκέψεις στο ιατρείο. Αυτοί που τολμούσαν ήταν εκείνοι που δεν άντεχαν το πόνο και υπέφεραν. Πήγαιναν αποφασισμένοι για να υποστούν την απάνθρωπη συμπεριφορά των γιατρών. 

Έτσι και ο Αγαθοκλής αποφάσισε να πάει στο γιατρό, γιατί λέει υπέφερε πολύ από τις αιμορροΐδες και δεν άντεχε άλλο το πόνο. Πήγε μαζί με άλλους δυο-τρεις αιχμαλώτους με τη συνηθισμένη διαδικασία. Μετά από καμιά ώρα περίπου επέστρεψαν πίσω και μας διηγούνταν για το πώς πέρασαν και για τις ξυλιές που μάζεψαν. Ο Αγαθοκλής κάθισε σε μια γωνιά αμίλητος. Τον ρωτήσαμε για το πώς τα πέρασε. Μας είπε με δισταγμό, πως μετά που εξήγησε ο διερμηνέας στο γιατρό, για το πρόβλημα που είχε, του είπε να κατεβάσει το παντελόνι του και να σκύψει για να τον εξετάσει. Τότε ο γιατρός πήρε φόρα και του έδωσε μια γερή κλωτσιά στο πισινό και μετά από αρκετές βρισιές τον έδιωξε. 

Η φρικτή διαβίωση στις φυλακές και η πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση των αιχμαλώτων, από τα καθημερινά που συνέβαιναν, επέδρασαν με τρόπο ώστε να παρουσιάζονται φαινόμενα αλλοφροσύνης, που πλησίαζαν τα όρια της τρέλας. Κάποιοι, ευτυχώς ελάχιστοι, άρχισαν να χάνουν τα λογικά τους και να συμπεριφέρονται παράξενα. Ράγιζε η καρδιά μας όταν βλέπαμε αυτά τα λυπηρά φαινόμενα. Ένας να γαυγίζει σαν σκυλί, κάποιος άλλος να τρέχει με τα τέσσερα του και να μουγκρίζει και άλλα διάφορα. Άνθρωποι, που μέχρι πριν μία-δυο βδομάδες ήταν μαζί μας σοβαροί και λογικοί, ξαφνικά τους βλέπαμε σ’ εκείνα τα άσχημα χάλια. 

Περνούσαν οι μέρες εκεί στην περιτοιχισμένη αυλή και βλέπαμε μόνο τον ουρανό περιμένοντας καρτερικά τη λύτρωσή μας. Δεν γνωρίζαμε, ούτε μπορούσαμε να μάθουμε τι συνέβαινε στη Κύπρο και πού βρίσκονταν οι οικογένειές μας. 

Ένα απόγευμα, ενώ καθόμασταν έξω στην αυλή, ένα φίδι έπεσε μπροστά μας από τον ψηλό τοίχο. Σηκωθήκαμε να το σκοτώσουμε. Ο Τάσος μας είπε να το αφήσουμε, γιατί λένε είναι καλό σημάδι να δεις φίδι μπροστά σου. Εμείς όμως το σκοτώσαμε. 

Τα μεσάνυκτα άνοιξε με το γνωστό ανατριχιαστικό θόρυβο η σιδερόπορτα του θαλάμου. 

Ανασηκωθήκαμε από τα κρεβάτια μας. Ένας Τούρκος αξιωματικός μαζί με δύο στρατιώτες και τον Ανδρέα, το διερμηνέα, άρχισε να φωνάζει ονόματα από ένα κατάλογο που κρατούσε. Φώναξε, νομίζω, 7-8 ονόματα και ο Ανδρέας μας ανέφερε ότι αυτοί που άκουσαν το όνομά τους, να ετοιμαστούν αμέσως και θα φύγουν. Μας εξήγησε ότι μαζεύουν τους δασκάλους, τους φοιτητές, και μαθητές για να τους στείλουν πίσω στη Κύπρο. Θα ήταν μέσα του Σεπτέμβρη, που θα άρχιζαν τα σχολεία. 

Ο Τάσος, που άκουσε και αυτός το όνομά του (είναι δάσκαλος), ανέπνευσε και μου ψιθύρισε στο αυτί «Είδες που σας έλεγα για το φίδι;» «Είδα κι εγώ το φίδι, αλλά εγώ δεν θα φύγω», του απάντησα αστειευόμενος. Όμως ήταν και για μας τους υπόλοιπους ένα χαρμόσυνο μήνυμα. Είπα στον Τάσο, που είναι σύγαμπρός μου, να πάρει μήνυμα στη γυναίκα μου, αν τα καταφέρει και να της πει ότι είμαι καλά. 

Οι επόμενες μέρες περνούσαν με τα ίδια όπως και τις προηγούμενες. Οι ξυλοδαρμοί ήταν πολύ συχνό φαινόμενο ακόμα και στο ιατρείο από τους Τούρκους γιατρούς. Όμως υπήρχε μέσα μας η αναπτερωμένη ελπίδα, πως θα ερχόταν και η δική μας σειρά για να επιστρέψουμε στην Κύπρο. 

Μια μέρα δημιουργήθηκε αναταραχή μεταξύ μας, όταν κάποιοι από μας, την ώρα που ο λοχαγός μας μοίραζε το φαγητό από τη χύτρα, αντιλήφθηκαν να επιπλέει μέσα στη χύτρα ένα μισοδιαλυμένο ποντίκι. Ο λοχαγός το είχε αντιληφθεί από την αρχή και προσπαθούσε να μας το κρύψει με τρόπο, αλλά δεν τα κατάφερε. Μας εξήγησε μετά ότι το έκανε, για να μη μείνουμε νηστικοί και εφόσον το ποντίκι ήταν μαγειρεμένο δε θα μας έβλαπτε. «Δε φτάνει που είναι τόσο λίγο το φαγητό... να το πετάμε;» Μας έπεισε και φάγαμε το φαΐ, όχι όμως και το ποντίκι. 

Μετά από μερικές μέρες διαδόθηκε από κάποιους που πήγαν στο γιατρό, ότι ήρθαν στις φυλακές εκπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. 

Σε λίγο εμφανίστηκαν στην αυλή των φυλακών μερικοί Τούρκοι κρατώντας ένα δίκτυ και μια μπάλα του βόλεϊ. Έδεσαν το δίκτυ σε δύο πασσάλους που βρίσκονταν εκεί και μας φώναξαν να παίξουμε μαζί τους. Ήταν φανερό ότι ήθελαν να δείξουν στους ανθρώπους του Ερ. Σταυρού, πόσο καλοί ήταν μαζί μας. Προσπαθήσαμε να παίξουμε, όμως τα πόδια μας δεν μας κρατούσαν. Λύγιζαν τα γόνατά μας από την αδυναμία και πέφταμε κάτω. Μετά φώναζαν άλλους να πάρουν τη θέση μας, μήπως και αντιληφθούν κάτι οι άνθρωποι του Ερ. Σταυρού. 

Καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής μας δεν πήραμε κανένα μήνυμα μέσω του Ερ .Σταυρού, παρόλο που μερικές φορές μας έδιδαν οι Τούρκοι ειδικά έντυπα του Ερυθρού Σταυρού και γράφαμε μηνύματα στους δικούς μας. Τα μηνύματα αυτά, που στείλαμε από τις φυλακές της Τουρκίας, έφθασαν στην Κύπρο στα μέσα Νοεμβρίου, όταν είχαμε ήδη ελευθερωθεί... 

Τις επόμενες μέρες και ιδιαίτερα τις Κυριακές μας επισκέπτονταν διάφοροι πολίτες με τις οικογένειές τους, που τους συνόδευαν Τούρκοι αξιωματικοί και μας κοίταζαν περίεργα. Φαίνεται ότι μας θεωρούσαν αξιοθέατο είδος κι’ εμείς αισθανόμασταν όπως τα ζώα που βρίσκονται στο ζωολογικό κήπο και τα παρατηρούν οι επισκέπτες. 

Πλησιάζαμε στα μέσα του Οκτώβρη και περιμέναμε να έρθει και για μας η μέρα της επιστροφής, αλλά δεν φαινόταν κανένα σημάδι για κάτι τέτοιο. Το πιο περίεργο ήταν, ότι οι Τούρκοι στρατιώτες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πάρουν τα παπούτσια, από τους λίγους που τους είχαν απομείνει παπούτσια στα πόδια. Υπολογίζαμε ότι θα φεύγαμε σύντομα και γι αυτό ήθελαν να τα πάρουν. Τους προσέξαμε από αρκετές μέρες πριν, ότι είχαν βάλει στο μάτι τα παπούτσια μας και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή. 

Ήταν 17 ή 18 του Οκτώβρη, όταν μας συγκέντρωσαν όλους σ’ ένα μεγάλο και φαρδύ διάδρομο των φυλακών που κατέληγε σ’ ένα πιο ευρύχωρο δωμάτιο σαν μεγάλη σάλα. Φώναξαν τους θαλαμάρχες και απ’ ότι μάθαμε, θα είχαν συνάντηση με τους εκπροσώπους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, για να τους ενημερώσουν, αν είχαμε παράπονα και πώς περνούσαμε. Η συνάντηση έγινε με την παρουσία των Τούρκων αξιωματικών και φυσικά οι θαλαμάρχες μας τους είπαν ότι περνούσαμε καλά. Μετά όλοι μαζί πέρασαν μπροστά από όλους τους αιχμαλώτους, για να μας επιθεωρήσουν.. 

Ο επικεφαλής του Ερυθρού Σταυρού μας είπε να κάνουμε υπομονή και ότι γίνονται προσπάθειες, για να μας ελευθερώσουν. Ήταν η πρώτη φορά που είδαμε ανθρώπους του Ερ. Σταυρού, από τη μέρα που μας μετέφεραν στην Τουρκία και ανασάναμε. 

Οι ελπίδες μας τώρα ήταν περισσότερο από βάσιμες. Τις μέρες που ακολούθησαν, μερικοί Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να μας κάνουν νοήματα και να μας λεν τη λέξη «Κύπρις», τάχα ότι πάμε στη Κύπρο.Την επόμενη μέρα, γύρω στις 2-3 η ώρα το πρωί, ακουόταν κάτι που έμοιαζε με κατάσταση ετοιμασιών. Γρήγορα βήματα έξω από το θάλαμο, ομιλίες, διαταγές και άλλοι θόρυβοι, μας έκαναν να ανασηκωθούμε από τα κρεβάτια προσπαθώντας να μαντέψουμε τι συνέβαινε. Πάντα φυσικά στη σκέψη μας ήταν, αν ήρθε επιτέλους η ώρα της επιστροφής. 

Σε λίγο άνοιξε η σιδερόπορτα. Μας φώναξαν βιαστικά να βγούμε έξω. Μας οδήγησαν στο μεγάλο διάδρομο και μας έδωσαν από ένα σακούλι με λίγο ψωμί και ελιές. Άρχισαν να μας οδηγούν προς την έξοδο των φυλακών και συνάμα άρχισαν πάλι να μας κτυπούν, ιδιαίτερα πάνω στις σκάλες, όπου δεν μπορούσαμε να βιαστούμε. Στην έξοδο των φυλακών περίμεναν τα λεωφορεία, με αναμμένες τις μηχανές και τα φώτα τους. Ήταν ακόμη σκοτάδι. Αυτή τη φορά δε μας έδεσαν τα μάτια. Αρπάξαμε ακόμα μερικές ξυλιές στην είσοδο του λεωφορείου. 

Ξεκίνησε η πομπή των λεωφορείων, αφού μπήκε μπροστά ένα περιπολικό της Αστυνομίας κι ένα στρατιωτικό τζιπ. Μέσα στο λεωφορείο είχαν μπει και τέσσερις τούρκοι στρατιώτες ένοπλοι. Κάθε λίγα λεπτά σηκωνόταν ένας τούρκος στρατιώτης, από τα μπροστινά καθίσματα και άρχιζε να μας κτυπά, ιδιαίτερα αυτούς που κάθονταν στην πλευρά του διαδρόμου, στο κεφάλι, το σβέρκο, στους ώμους και όπου αλλού τον βόλευε. 

Δε πιστεύαμε ότι κατά τη διάρκεια της επιστροφής θα συνέχιζαν τα ίδια. Καθόμουν περίπου στη μέση του λεωφορείου στη πλευρά του διαδρόμου. Αφού δέχτηκα και εγώ κάμποσες ξυλιές, σκέφτηκα να μαζέψω τους ώμους μου και το σβέρκο και χαμήλωσα το κορμί μου, μέσα στο κάθισμα, για να προστατευτώ. Ο τούρκος στρατιώτης αντιλήφθηκε τη κίνηση μου και κάθε φορά που με πλησίαζε παραιτούσε το όπλο του και μου έδινε μια δυνατή πλάγια γροθιά στον κρόταφο και τη δεξιά σιαγόνα. Το είπε φαίνεται και στους άλλους στρατιώτες που ήταν στο λεωφορείο, γιατί έκαναν κι’ αυτοί το ίδιο, όταν με πλησίαζαν. Εγώ μόλις αντιλαμβανόμουν ότι με πλησίαζαν έσφιγγα τα δόντια, πριν δεχτώ το χτύπημα. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που φτάσαμε στις φυλακές των Αδάνων, μετά από δέκα ώρες ταξίδι. Το δεξί μέρος της κεφαλής μου είχε φουσκώσει αρκετά και το στόμα μου άνοιγε με δυσκολία. 

Φτάσαμε στις φυλακές των Αδάνων, γύρω στις 2 μετά το μεσημέρι. Κάποιοι από τους αιχμάλωτους, που ήμασταν μαζί στο λεωφορείο, με ρωτούσαν, πως και γιατί είχα ειδική μεταχείριση από τους Τούρκους. 

Εκεί υπήρχε πολλή κινητικότητα και όλα μαρτυρούσαν ότι γίνονται προετοιμασίες για την επιστροφή μας. Κάποιοι από μας είπαν ότι είδαν να κινούνται στις φυλακές άνθρωποι του Ερυθρού Σταυρού. Μας συγκέντρωσαν όλους και μας μίλησε ο διοικητής των φυλακών, μέσω διερμηνέα. Μεταξύ άλλων μας είπε ότι οι τούρκοι ποτέ δε σκοτώνουν γυναικόπαιδα, όπως εμείς και αυτό να το πείτε στους δικούς σας όταν θα πάτε πίσω στη Κύπρο. 

Μας χώρισαν σε ομάδες, άλλους δεξιά και άλλους αριστερά φωνάζοντας τα ονόματα μας. Εδώ άρχισε άλλη αγωνία να μας βασανίζει, γιατί κάποιοι ψιθύρισαν πως δεν θα φύγουμε όλοι. Προσπαθούσαμε να μαντέψουμε ποια ομάδα θα έφευγε και ποια θα έμενε. Δε θυμάμαι ποια ομάδα τελικά ξεκίνησε πρώτη. 

Βγαίνοντας έξω από τις φυλακές των Αδάνων, για να μπούμε στα λεωφορεία, έπεφτε πάλι ξύλο. Φάνηκε από ψηλά ένας άνδρας του Ερυθρού Σταυρού να παρακολουθεί, χωρίς όμως να αντιδρά. Μπήκαμε στα λεωφορεία, χωρίς να μας δέσουν τα μάτια και μας μετέφεραν δίπλα από το ναύσταθμο της Μερσίνας, όπου βρίσκονταν πολλά πλοία πολεμικά. Μας έμπασαν σ’ ένα αποβατικό σκάφος και σε μία περίπου ώρα το πλοίο άρχισε να κινείται, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής. Σε κάποια στιγμή έκαμε την εμφάνισή του πάνω στο πλοίο, ο εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού. 

Στο πλοίο είχε προκληθεί αναταραχή, όταν κάποιος αιχμάλωτος, που ήταν επιληπτικός, σηκώθηκε από χάμω και κατευθύνθηκε σαν υπνωτισμένος προς το μέρος των στρατιωτών που μας φρουρούσαν. Του φώναζαν να σταματήσει, αλλά αυτός συνέχιζε. Όπλισαν και τον σημάδεψαν. Εμείς δεν τολμούσαμε να σηκωθούμε. Τους φωνάζαμε και τους κάναμε νοήματα ότι είναι άρρωστος, αλλά αυτοί τίποτα. Τότε ένας από εμάς, που βρέθηκε δίπλα του, τον άρπαξε από τα πόδια και τον έριξε κάτω. Τότε εμφανίστηκε ο εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού και πήραμε ανάσα. Μετά ήρθε κάποιος γιατρός, του έκανε μια ένεση και ησύχασε. 

Ήταν Κυριακή νωρίς το πρωί. Το πλοίο σταμάτησε σιγά-σιγά κι ακούστηκε ο τρεμουλιαστός θόρυβος των αλυσίδων που κατέβαζαν τη μεγάλη του πόρτα, καθώς αυτή έγερνε για να ακουμπήσει τη στεριά. 

Είδαμε το φώς της ημέρας κι’ αντικρίσαμε το καταγάλανο ουρανό μας και τα’ αγαπημένα ακρογιάλια της Κερυνειώτικης ακτής. Απέναντι το Πενταδάχτυλο, ορθωμένο εκεί αλύγιστο και περήφανο. Γνώριμοι πλέον όλοι οι τόποι και χιλιοπατημένοι οι δρόμοι και τα μονοπάτια. 

Πολλοί από μας δάκρυσαν. Βρισκόμασταν πάλι πίσω στη πατρώα γη. Τώρα όμως, τουρκοπατημένη και βεβηλωμένη. Πικρό γλυκό συναίσθημα. Ήμασταν πάλι πίσω στο ίδιο σημείο απ’ όπου φύγαμε. Στο Νήσι κοντά στη Γλυκιώτισσα. 

Μπήκαμε στα λεωφορεία. Δύο ‘αστυνομικοί’ που ήταν μέσα φαίνονταν ευδιάθετοι. Μας καλωσόρισαν και μας ρώτησαν πώς τα περάσαμε. Τους ρωτήσαμε για τη κατάσταση που επικρατεί στη Κύπρο και μας είπαν ότι σχετικά είναι ησυχία. Τα λεωφορεία ξεκίνησαν. Μπήκαμε στην Κερύνεια από δυτικά και κοιτάζαμε να δούμε ξανά την αγαπημένη πόλη. Τεράστιες τούρκικες σημαίες κρέμονταν από τα μπαλκόνια των σπιτιών της οδού Ελλάδος, για να τονίζουν το τούρκεμα της πόλης. Οι δρόμοι της σχεδόν έρημοι. 

Μας μετέφεραν στις παλιές αποθήκες της ΚΕΟ, κοντά στη γραμμή αντιπαράταξης στη Λευκωσία. Ήταν ο προθάλαμος για την ελευθερία. Οι τούρκοι ‘αστυνομικοί’ που ήταν εκεί, μας είπαν ότι όσοι θέλουν μπορούν να ζητήσουν να μείνουν στις κατεχόμενες περιοχές, αν οι οικογένειές τους βρίσκονταν ακόμα εκεί. Θα έπρεπε όμως να βγάλουμε ταυτότητα της Διοίκησής τους. 

Ρωτήσαμε να μας πουν τι απέγιναν οι οικογένειές μας που αφήσαμε στο Πέλλαπαϊς. Μας είπαν ότι είναι όλοι εκεί καλά, όπως ήταν από την ημέρα της σύλληψής μας. Σκέφτηκα ότι, εφόσον η οικογένειά μου βρισκόταν ακόμα στο Πέλλαπαϊς θα έπρεπε σίγουρα να επιστρέψω κοντά τους. Ιδιαίτερα ανησυχούσα για τη γυναίκα μου, που, ήταν έγκυος και το μικρό μας κοριτσάκι. 

Σε κάποια στιγμή ήλθαν εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού, είπα σε κάποιον απ’ αυτούς ότι πρέπει να επιστρέψω στο Πέλλαπαϊς και του εξήγησα τους λόγους. Αυτός μου υπέδειξε ότι εκεί δε θα μπορούσα να είμαι ασφαλής και με προέτρεψε να μην το κάνω και μου εξήγησε αρκετά πράγματα. Μου είπε ακόμη πως έγινε συμφωνία και οι έγκυες γυναίκες, αν θέλουν μπορούν να ζητήσουν να έλθουν στις ελεύθερες περιοχές για να γεννήσουν. Όμως εγώ το σκεφτόμουν. 

Γύρω στα μεσάνυχτα, ήλθαν μηνύματα από τον Ερυθρό Σταυρό. Πήρα και εγώ μήνυμα από τη γυναίκα μου. Είχε ημερομηνία 20 Οκτωβρίου και μου έγραφε ότι πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο πως άρχισε η ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Με πληροφορούσε πως η ίδια είχε ζητήσει να έλθει στις ελεύθερες περιοχές, για να γεννήσει. Έτσι αποφάσισα κι εγώ να αλλάξω γνώμη και να μείνω στις ελεύθερες περιοχές. 

Τη νύχτα σχεδόν δεν κοιμηθήκαμε. Γύρω στις 03.00 το πρωί ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη και αμέσως άρχισε μια σφοδρή ανταλλαγή πυρών. Τροχιοδεικτικές και βαριά πολυβόλα, δημιούργησαν πανδαιμόνιο. Οι Τούρκοι μας είπαν να πέσουμε κάτω. Όταν τους ρωτήσαμε τι συμβαίνει μας είπαν ότι οι δικοί μας έριξαν χειροβομβίδα σε τούρκικο φυλάκιο. «Οι δικοί σας δε θα βάλουν ποτέ μυαλό» μας είπαν. Ανησυχούσαμε πως με αυτό που γινόταν εκεί δε θα μας ελευθέρωναν. 

Την επόμενη μέρα ετοίμασαν τα χαρτιά όσων θα έμεναν στα κατεχόμενα χωριά. Αρκετοί από αυτούς θα πήγαιναν πίσω στο Πέλλαπαϊς. Έγραψα ένα σημείωμα, για τη γυναίκα μου τη Σούλα, πάνω σ’ ένα σχισμένο κουτί των τσιγάρων και το έδωσα στον Ευριπίδη, που θα επέστρεφε στο Πέλλαπαϊς να της το δώσει. Της είχα γράψει να φέρει μαζί της, όταν θα ερχόταν, κάποια δικά μου προσωπικά πράγματα. 

Στις 22 του Οκτώβρη, γύρω στις 9 το πρωί, ήλθαν τα λεωφορεία και όλα φαίνονταν έτοιμα για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Μας μετέφεραν στο Λήδρα Πάλας και τα λεωφορεία σταμάτησαν στη μια άκρη της μεγάλης αυλής του. Μπήκαν στα λεωφορεία άνδρες των Ηνωμένων Εθνών, που μας καλωσόρισαν και μας πρόσφεραν λεμονάδα. 

Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν τα λεωφορεία με τους Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους, που σταμάτησαν στην αντίθετη με τη δική μας πλευρά. Όλα ήταν έτοιμα για τη τελευταία πράξη της δραματικής μας πορείας. Είδαμε το πρώτο λεωφορείο να αδειάζει και οι Τουρκοκύπριοι που βγήκαν, κατευθύνθηκαν προς την πλευρά μας. Παρατηρήσαμε έκπληκτοι πως όλοι οι Τουρκοκύπριοι αιχμάλωτοι κρατούσαν τις βαλίτσες τους, χτενισμένοι, ξυρισμένοι, λες και ήταν τουρίστες που θα πήγαιναν εκδρομή. Εμείς ρακένδυτοι, λερωμένοι, με γενειάδες, ξεσχισμένα ρούχα και ξυπόλυτοι. Ανταλλάξαμε λεωφορεία και όταν συμπληρώθηκε η διαδικασία με όλα τα λεωφορεία, ξεκινήσαμε προς τις ελεύθερες περιοχές και την ελευθερία. 

Μας οδήγησαν προς την Ξενοδοχειακή Σχολή. Εκεί βρισκόταν πλήθος ανθρώπων κάθε ηλικίας, που μαζεύτηκε, άλλοι για να μας υποδεχτούν, συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, για να ρωτήσουν για τους δικούς τους που τους περίμεναν. 

Είδαμε πάρα πολλούς να κρατούν φωτογραφίες ανθρώπων δικών τους και να τους ψάχνουν και να μας ρωτούν αν τους είδαμε ή αν ήταν μαζί μας. Μεγάλες πινακίδες γεμάτες από φωτογραφίες ατόμων που αγνοείτο η τύχη τους. Τότε εκεί συνειδητοποίησα τι συνέβαινε. Ήταν η αρχή ενός άλλου δράματος. Ήταν το μέγα δράμα των αγνοουμένων και των συγγενών τους σε όλη του την έκταση. 

Η χαρά της απελευθέρωσής μας, μετατράπηκε σε θλίψη και πόνο, γι' αυτούς τους ανθρώπους, που έψαχναν με αγωνία τους δικούς τους. Δεν μπορούσαμε να χαρούμε άλλο την ελευθερία μας, όταν ανάμεσά μας εκείνη τη στιγμή βλέπαμε πονεμένους να κλαίνε και να αγωνιούν, κρατώντας στο χέρι μια ή δυο φωτογραφίες και να περιφέρονται ανάμεσα στους αιχμαλώτους, να ρωτούν και πάλι να ρωτούν, περιμένοντας ν’ ακούσουν έστω κάτι, που θα τους δώσει τη δύναμη, το κουράγιο και την ελπίδα για να συνεχίσουν την αναζήτηση των δικών τους. 

Ήταν πέρα για πέρα συνταραχτικό. 

Οι υπεύθυνοι εκεί μας οδήγησαν στην αυλή του κτιρίου της Ξενοδοχειακής Σχολής και άρχισαν αμέσως να μας δίνουν οδηγίες για τις διαδικασίες που εφάρμοζαν. Μας οδήγησαν στα ντους. Μας έδωσαν καινούρια ρούχα και παπούτσια. Αυτά που φορούσαμε τα έπαιρνα αμέσως και τα έριχναν σε ένα κλίβανο για να καούν. Μόλις πρόλαβα να πάρω πίσω το παλιό μου παντελόνι πριν το ρίξουν στη φωτιά, γιατί μόλις θυμήθηκα τη κρυμμένη αρραβώνα μου, που είχα κρύψει εκείνη τη νύχτα στο Γυμνάσιο της Κερύνειας. Χάρηκα που τα κατάφερα και τη πέρασα στο δάχτυλο μου με αρκετή ικανοποίηση και με κάποια δόση περηφάνιας. 

Εδώ βασικά τελειώνει το οδοιπορικό μιας δραματικής πορείας, που για μας άρχισε στις 20 του Ιούλη και τέλειωσε στις 22 Οκτωβρίου 1974. 

Από εδώ κι εμπρός αρχίζει η αναζήτηση των συγγενών. Οι προσπάθειες για να ξανασμίξουμε με τις οικογένειές μας. 

Επικοινωνούσα με τη γυναίκα μου, που ήταν ακόμη στο Πέλλαπαϊς, με μηνύματα ‘εξπρές’που μας μετέφερε ο γιατρός Φρέιζερ, που τον συναντούσαμε τακτικά, μέρα παρά μέρα, στο γνωστό τότε Καφέ Χαραλαμπίδη στην Έγκωμη. 

Μου έγραφε και με ενημέρωνε για το τι της έλεγαν εκεί οι Τούρκοι και κυρίως οι άνθρωποι του Ερυθρού Σταυρού. Όλοι της έλεγαν να έχει έτοιμη τη βαλίτσα της και να αναμένει, αλλά καθυστερούσαν. Εγώ ανησυχούσα, γιατί θεωρούσα τη καθυστέρηση αδικαιολόγητη. Μετά από πολλές προσπάθειες και ταλαιπωρίες, μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, της Υπηρεσίας Ανθρωπιστικών Θεμάτων, ακόμη και της Ερυθράς Ημισελήνου, το θέμα διευθετήθηκε. 

Περίμενα με αγωνία τη μέρα που θα ξανάσμιγε η οικογένεια μας και θα ανταμώναμε πάλι όλοι μαζί, μετά από τρείς μήνες και μετά από τα τόσα που μας είχαν συμβεί. 

Στις 25 Νοεμβρίου πήρα μήνυμα από τα Ηνωμένα Έθνη, να βρίσκομαι στο ξενοδοχείο Κλεοπάτρα το απόγευμα, γύρω στις τρείς η ώρα, για να παραλάβω την οικογένεια μου. Η χαρά μου ήταν ανείπωτη. Πήγα εκεί από νωρίς και περίμενα με αγωνία στην είσοδο του ξενοδοχείου. Επιτέλους έφθασαν. 

Ήταν σ’ ένα αυτοκίνητο των Ην. Εθνών μαζί με δύο άνδρες της Δύναμης, που τη βοήθησαν να κατέβει. Αντίκρισα τη γυναίκα μου, που κρατούσε στην αγκαλιά της τη μικρή μας Δέσπω. Αγκαλιαστήκαμε με μεγάλη συγκίνηση. Τους κοίταζα και τους ξανακοίταζα. Η Σούλα ήταν σχεδόν επτά μηνών και δεν την είχε δει ακόμη γιατρός. Η μικρή μας Δέσπω μεγάλωσε λίγο κι αυτή. Όταν προσπάθησα να τη πάρω στην αγκαλιά μου, δεν ήθελε. Ήταν φανερό πως δεν με θυμόταν και δεν είχε άδικο. Φύγαμε από εκεί όλοι μαζί και πήγαμε στο σπίτι του κουνιάδου μου, που έμενε στη Λευκωσία, για να μείνουμε προσωρινά κοντά του μέχρι να βολευτούμε. 

Γι αυτούς που, έστω και μετά από αρκετές ταλαιπωρίες, μπόρεσαν τελικά να βρουν ζωντανούς τους δικούς τους, ακόμα και κάτω από ένα αντίσκηνο και να ξανασμίξουν μαζί τους, ήταν το καλύτερο που όλοι προσμέναμε και παρακαλούσαμε το Θεό. 

Γι’ αυτούς όμως, που μετά την απελευθέρωσή τους ανακάλυψαν ότι κάποιοι από τους δικούς τους σκοτώθηκαν ή χάθηκαν και αγνοείται η τύχη τους, γι’ αυτούς το δράμα συνεχίζεται και μόνο ο Θεός γνωρίζει πότε αυτοί οι άνθρωποι θα βρουν τη λύτρωσή τους. 

Η άλλη Όψη
Αφήγηση Σούλας Κατσελλή

Νωρίς το πρωί, στις 22 Αυγούστου, μας ξεσήκωσαν τα μεγάφωνα, από τα αυτοκίνητα των Τούρκων, που γύριζαν το χωριό και φώναζαν. Ακούστηκαν σαν κακό όνειρο. Σηκωθήκαμε από το κρεβάτι μας αλαφιασμένοι, προσπαθώντας να ακούσουμε. 

Καλούσαν τους άνδρες να συγκεντρωθούν, αμέσως στη Πλατεία του χωριού! Ξύπνησε μέσα μου ο εφιάλτης της προηγούμενης περιπέτειας μας, στις δυο του Αυγούστου. 


Με κυρίεψε φόβος και αγωνία. Συλλογιζόμουν, τι άραγε να είχαν σκεφτεί πάλι οι Τούρκοι. Περνούσαν από το μυαλό μου ένα σωρό άσχημες σκέψεις. 


Ο Γρηγόρης ετοιμάστηκε βιαστικά. Έφυγε σκεφτικός για τη πλατεία, μαζί με τον Αιμίλιο και το πατέρα μου, χωρίς να ανταλλάξουμε πολλές κουβέντες μεταξύ μας. Παρά μόνο σκέψεις και ανησυχίες που ο καθένας μας τις κρατούσε μόνο για τον εαυτό του. Εμείς μόνες τώρα στο σπίτι ανησυχούσαμε ακόμη περισσότερο και κοιτάζαμε συνεχώς έξω για να δούμε κάποια κίνηση που θα μας διαφώτιζε. Παρατηρήσαμε ότι στο δρόμο υπήρχε ασυνήθιστη κίνηση των τούρκων στρατιωτών κι η αγωνία μας μεγάλωνε. Ήταν φανερό ότι βρισκόταν σε εξέλιξη κάποια επιχείρηση των Τούρκων. 


Πέρασε αρκετή ώρα και μετά ακούστηκαν από μακριά στο δρόμο, ποδοβολητά και βηματισμοί, ανάμεικτα με άλλους θορύβους, προσταγές και αδρές ομιλίες στα τούρκικα. Βγήκα έξω στην αυλή του σπιτιού μας και μέσα από τα κλαδιά των δέντρων προσπαθούσα να εντοπίσω τι ακριβώς συνέβαινε. Κρατούσα τη Δέσπω στην αγκαλιά μου κι έσκυψα κάτω από τα δέντρα για να βλέπω καλύτερα το δρόμο. Οι βηματισμοί πλησίαζαν και σε λίγο είδα τους άνδρες μας, που έρχονταν. Τους είχαν βάλει σε τριάδες και στο πλάι της σειράς, ένοπλοι τούρκοι στρατιώτες που τους φύλαγαν. Πέρασαν όλοι, λίγο ποιο κάτω από μπροστά μου, κι’ εγώ τους κοίταζα σαν απολιθωμένη. Βάδιζαν, αιχμάλωτοι πλέον, προς την έξοδο του χωριού. Είδα και το Γρηγόρη, τον άντρα μου, μαζί τους. Έμεινα εκεί μέχρι που πέρασαν όλοι τους και χάθηκαν στην άκρη του δρόμου και δε τους έβλεπα ποια. Έμεινα κάτω από τη λεμονιά περίλυπη και πικραμένη. 


Ξέσπασα σε λυγμούς. Eκείνη τη στιγμή ένοιωσα τόσο πολύ μετανοιωμένη και πικραμένη, όσο ποτέ, που δε φύγαμε κι’ εμείς νωρίς από το χωριό, όπως τόσοι άλλοι. Διαισθανόμουν ότι τούτη τη φορά, που τους πήραν από κοντά μας, δε θα ήταν το ίδιο όπως και προηγούμενα. Κάτι μου έλεγε πως τώρα τα πράγματα θα ήταν χειρότερα και κανένας δε μπορούσε να προβλέψει τη συνέχεια αυτής της νέας περιπέτειας, που άρχιζε τώρα μπροστά στα μάτια μου. Έσφιξα τη Δέσπω πιο δυνατά στην αγκαλιά μου και μπήκα μέσα στο σπίτι μας. Κλείστηκα στο δωμάτιο μας κι’ έκλαψα αρκετά. Η Δέσπω με κοίταζε παράξενα, σαν ν’ απορούσε. Δε καταλάβαινε. Το μικρό της μυαλουδάκι δε μπορούσε να αντιληφθεί αυτό που γινόταν γύρω μας. Ήταν τόσο μικρή για να καταλάβει, ότι ακόμα και η ίδια ήταν μέρος αυτής της ιστορίας που βιώναμε όλοι μας. 


Δε πέρασε αρκετή ώρα από τη σύλληψη των ανδρών και φάνηκαν με τα αυτοκίνητα τους στη Πλατεία, οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Αρκετές γυναίκες έτρεξαν κοντά τους και τους ανάφεραν τη σύλληψη των ανδρών και τους παρακάλεσαν να κάνουν κάτι. Αυτοί πήραν μερικές σημειώσεις κι’ έφυγαν αμέσως. 


Στη Πλατεία ρωτήσαμε τον Χαλίλη τον ‘αστυνομικό’ για να μας πει αυτός, που πήραν τους άντρες μας. Μας απάντησε πως θα τους πήγαιναν στη Λευκωσία για ανάκριση και σε μερικές μέρες θα τους έφερναν πίσω και να μην ανησυχούμε. Πέρασαν αρκετές μέρες και δεν είχαμε καμιά είδηση. Οι γυναίκες άρχισαν να πιέζουν το Χαλίλη και ζητούσαν επίμονα να τους πει την αλήθεια. Του έλεγαν πως ήθελαν να στείλουν καθαρά ρούχα στους άντρες τους. Όταν ο Χαλίλης δεν άντεχε πλέον τη πίεση και ίσως να είχε μετανιώσει που κορόιδευε το κόσμο με τα ψέματα του, τους ομολόγησε πως οι άντρες μας βρίσκονταν στα Άδανα στη Τουρκία. Μόλις έγινε αυτό γνωστό το Χωριό πάγωσε. 


Τι γύρευαν οι άντρες μας στη Τουρκία, σκεφτόμασταν και γιατί τους πήραν εκεί. Μόλις το πληροφορήθηκα κλείστηκα πάλι στο δωμάτιο μου για να μη με βλέπουν οι γονείς μου που έκλαιγα. 


Οι εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού, που ήρθαν την επομένη μέρα, μας είπαν να γράψουμε μηνύματα στους δικούς μας και ότι θα περνούσαν την επαύριον να τα πάρουν για να τους τα στείλουν. Έγραψα το μήνυμα στο Γρηγόρη με πολύ πόνο και με την ευχή να τους έχει πάντα καλά ο Θεός και η Παναγία. 


Ενώ περνούσαν οι μέρες, η μικρή μας Δέσπω άρχισε να ζητά το πατέρα της. Όταν την άκουγα να φωνάζει «μπαμπάς» όταν άκουγε κάποιο αυτοκίνητο που περνούσε απ’ έξω, μου ξέσχιζε τη καρδιά και με δυσκολία κρατιόμουν να μη κλάψω. Δεν ήθελα πια να με βλέπει όταν έκλαιγα, γιατί μια μέρα που με πήραν τα κλάματα, ενώ την κρατούσα στην αγκαλιά μου, σφίχτηκε στο λαιμό μου κι’ άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Και όχι μόνο γι αυτό, αλλά και για την εγκυμοσύνη μου. Από το άγχος, την αγωνία και τις πολλές συγκινήσεις, αισθανόμουν αρκετές ενοχλήσεις κι ανησυχούσα μήπως συμβεί κάτι. Γιατί αν χρειαζόμουν γιατρό που θα τον έβρισκα. Δεν είχα καμιά διάθεση, ούτε εμπιστοσύνη να ζητήσω να με δει γιατρός, γιατί αυτός θα ήταν σίγουρα Τούρκος. 


Προσευχόμουν και ήλπιζα να μη χρειαστώ γιατρό και παρακαλούσα το Θεό και την Παναγία να μου δίνει δύναμη και κουράγιο ν’ αντέξω. 


Περνούσαν οι μέρες αργά και βασανιστικά και κάθε μέρα περιμέναμε να πάρουμε ένα μήνυμα ή έστω μια είδηση από τους άνδρες μας. Ρωτούσαμε τους εκπροσώπους του Ερυθρού Σταυρού, που σχεδόν καθημερινά ήταν εκεί, αλλά δεν είχαν κάτι νέο να μας πουν, παρά μόνο μας σύστηναν να κάνουμε υπομονή. Αυτή η τόσο βασανιστική αναμονή, μαζί με όλα όσα είχαμε περάσει, από την ημέρα που εγκλωβιστήκαμε με είχαν κουράσει τόσο, που αισθανόμουν ότι είχα χάσει δέκα χρόνια από τη ζωή μου. 


Οι προμήθειες σε είδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα, μέσω των Ηνωμένων Εθνών ήταν ικανοποιητικές. Ευτυχώς οι Τούρκοι δεν ενοχλούσαν κανένα και φαίνονταν προσεκτικοί στην αντιμετώπιση των κατοίκων. Μας ξένιζε το γεγονός, αλλά ήταν φανερό ότι αυτό γινόταν σκόπιμα, για να έχουν το χωριό μας σαν βιτρίνα, για να εξυπηρετούν τη προπαγάνδα τους. Τα ξένα κανάλια ήταν πολύ συχνά εκεί και έπαιρναν πλάνα και έκαναν ρεπορτάζ για τη ζωή στο κατεχόμενο Πέλλαπαϊς. 


Αρχές του Σεπτέμβρη ακούσαμε από το ραδιόφωνο ότι είχε συμφωνηθεί η απελευθέρωση κάποιων αιχμαλώτων που ήταν εκπαιδευτικοί, φοιτητές και μαθητές. Οι ελπίδες μας άρχισαν να αναπτερώνονται και το ηθικό μας να ανεβαίνει. Επιτέλους βλέπαμε κάποιο φώς μέσα στο σκοτάδι της απόγνωσης και της απελπισίας μας. Διαδίδονταν διάφορες φήμες και πληροφορίες για τις απολύσεις αιχμαλώτων. Όμως περιμέναμε να ακούσουμε κάτι ποιό σίγουρο και συγκεκριμένο. 


Αυτό που αναμέναμε, μας ήρθε, μετά τα μέσα του Σεπτέμβρη. Ακούσαμε από το ραδιόφωνο ότι έφθασαν στη Κύπρο και απολύθηκαν οι καθηγητές, δάσκαλοι και φοιτητές. Η χαρά μας ήταν μεγάλη. Ο άνδρας της αδελφής μου, ο Τάσος Γιαννακίδης, που είναι δάσκαλος, ήταν κι αυτός μαζί με τους απολυθέντες. 


Χαρήκαμε πολύ, γιατί η αδελφή μου ήταν κι αυτή έγκυος, στον όγδοο μήνα κι ανησυχούσε πάρα πολύ. Ήθελε να περάσει στις ελεύθερες περιοχές για να γεννήσει στη Λευκωσία. Μετά από λίγες μέρες η αδελφή μου έφευγε μαζί με τα τρία της παιδιά κι ένα στη κοιλιά. Τη γύρεψε ο Ερυθρός Σταυρός και της είπε να είναι έτοιμη και θα έφευγαν, σε λίγες ώρες. Ήθελα κι εγώ πολύ να έφευγα μαζί τους. Αποχαιρετίσαμε την αδελφή μου και τα παιδιά της κι ευχηθήκαμε καλή αντάμωση. 


Μετά που έφυγε η αδελφή μου, περιμέναμε ν’ ακούσουμε τι θα γινόταν με τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Ο Ερυθρός Σταυρός μας καθησύχαζε και μας έλεγαν να κάνουμε λίγη υπομονή. Φτάνει που έγινε η αρχή, μας έλεγαν. Μια μέρα ο Χαλίλης μας πληροφόρησε ότι πιθανό να επιστρέψουν στο χωριό οι αιχμάλωτοι, αυτοί που συνελήφθηκαν στο Πέλλαπαϊς. Αν το ήθελαν οι ίδιοι φυσικά. Γι’ αυτό φρόντισα κι’ έστειλα από νωρίς μήνυμα στο Γρηγόρη, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, για να μη ζητήσει να επιστρέψει στο χωριό, όταν θα τον άφηναν ελεύθερο. Του έγραφα ότι θα έφευγα εγώ και ότι ήταν θέμα ημερών η μεταφορά μου στη Λευκωσία, όπως με διαβεβαίωναν. 


Όμως οι μέρες περνούσαν και δεν είχαμε ακόμη καμιά είδηση για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Το ραδιόφωνο ήταν ολημερίς ανοικτό μήπως ανακοινωθεί κάτι και δεν το μάθουμε. Κοντά στις 18 του Οκτώβρη ήρθε επιτέλους η είδηση που όλοι περιμέναμε. Άρχιζε η ανταλλαγή των αιχμαλώτων. 


Το ΡΙΚ μετέδιδε ένα προς ένα τα ονόματα των αιχμαλώτων που απολύονταν, σε ζωντανή μετάδοση από τη Ξενοδοχειακή Σχολή, που ήταν ο χώρος υποδοχής των αιχμαλώτων. Πάλι έκλαψα, αλλά αυτή τη φορά από χαρά και συγκίνηση. Αισθανόμουν πως βρισκόμασταν κοντά στο τέρμα της περιπέτειας μας. 


Τις επόμενες μέρες συνεχίστηκε η ανταλλαγή αιχμαλώτων και ακούαμε με ανυπομονησία τα ονόματα. 


Στις 22 του Οκτώβρη, με μεγάλη χαρά και συγκίνηση ακούσαμε το όνομα του Γρηγόρη κι ανασάναμε. Η χαρά μου ήταν μεγάλη κι ανείπωτη. Δάκρυα χαράς και συγκίνησης έτρεχαν από τα μάτια μου και ευχαριστούσα το Θεό και τη Παναγία για τη προστασία και το κουράγιο που μας έδιναν. Η ελπίδα ότι πλησιάζαμε προς το τέλος αυτής της μαραθώνιας και μαρτυρικής πορείας, μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Αυτό που περίμενα τώρα με λαχτάρα ήταν να βρεθούμε ξανά μαζί όλη η οικογένεια και να γεννηθεί με υγεία το δεύτερο μας παιδί. Είχε ταλαιπωρηθεί κι αυτό αρκετά, μέσα στα σπλάχνα μου για τόσους μήνες. 


Την ίδια μέρα, 22 του Οκτώβρη το απόγευμα, έφθασαν στο χωριό οι απολυθέντες, που ζήτησαν να επιστρέψουν στο Πέλλαπαϊς. Τους υποδεχτήκαμε με μεγάλη χαρά και συγκίνηση. Συνάντησα αρκετούς από αυτούς για να μάθω για το Γρηγόρη αν ήταν καλά και μου διηγήθηκαν μερικά περιστατικά από τη ζωή τους στις φυλακές της Τουρκίας. Ο Ευριπίδης μου έδωσε ένα μήνυμα, που το έγραψε για μένα ο Γρηγόρης, γραμμένο σε ένα σχισμένο κουτί των τσιγάρων. Μου ζητούσε να πάρω μαζί μου κάποια προσωπικά του αντικείμενα όταν θα έφευγα. 


Μετά την απελευθέρωση του Γρηγόρη πήγαινα, καθημερινά στη Πλατεία του χωριού για να βρω τους ανθρώπους του Ερυθρού Σταυρού. Tους ζητούσα επίμονα να ενεργήσουν, όσο ποιό σύντομα μπορούσαν, για τη μεταφορά μου στη Λευκωσία. 


Μια από εκείνες τις ημέρες μας επισκέφτηκε στο σπίτι μας ένας Τουρκοκύπριος γεωπόνος, που καταγόταν από τη Λεμεσό. Ήθελε να ζητήσει από το πατέρα μου να τον βοηθήσει στη λειτουργία του ελαιοτριβείου του χωριού. 


Ο πατέρας μου ήταν συνιδιοκτήτης αυτού του ελαιοτριβείου. Του δώσαμε κάτι να πιεί και μετά έφυγαν και οι δύο για το ελαιοτριβείο. Όταν επέστρεψε ο πατέρας μου, μας ανάφερε πως ο Τουρκοκύπριος γεωπόνος του πρότεινε, αν θέλαμε κι εμείς φυσικά, να κάνει διευθετήσεις για να γίνει ανταλλαγή με την αδελφή του, που βρισκόταν στη Λεμεσό με τα δύο της παιδιά. Εννοούσε να έρθει εκείνη στη Κερύνεια κι εγώ να πάω στη Λευκωσία. Ούτε καν θέλησα να το συζητήσω, καθότι υπήρχε συμφωνία για τις εγκύους, για νόμιμη μεταφορά μου στις ελεύθερες περιοχές. Πέραν από τους κινδύνους που υπήρχαν, για μένα και τη Δέσπω σε μια τέτοια, ενδεχόμενη παράνομη ανταλλαγή. 


Μπήκε ο Νοέμβρης κι ακόμα βρισκόμασταν στο Πέλλαπαϊς. Τη βαλίτσα μου την είχα έτοιμη εδώ και αρκετές μέρες .Τα συναισθήματα μου ήταν ανάμεικτα. Από τη μια ήθελα να φύγω, χωρίς άλλη καθυστέρηση. Ήμουν ήδη στο έβδομο μήνα. Από την άλλη, σκεφτόμουν που θ άφηνα το χωριό μου κι ένας Θεός ήξερε πότε θα το ξανάβλεπα. Ακόμη σκεφτόμουν και τους γονείς μου που θα έμεναν. 


Με το Γρηγόρη επικοινωνούσαμε τακτικά με επιστολές που τις μετέφερε ο γιατρός Φρέιζερ, που επισκεπτόταν πολύ συχνά τη Λευκωσία. Μας βοήθησε αφάνταστα αυτός ο άνθρωπος. Όλο το χωριό του οφείλει πολλά και του χρωστά μεγάλη ευγνωμοσύνη. Ήταν ένας εξαίρετος Ιρλανδός, αλλά και άνθρωπος. Κατοικούσε μόνιμα στο Πέλλαπαϊς και μπορούσε ναι διακινείται ελεύθερα. Μας προμήθευε ότι χρειαζόμασταν, που δε το βρίσκαμε στο χωριό, κυρίως φάρμακα. 


Τις τελευταίες μέρες είχε εγκατασταθεί και Τούρκος γιατρός σε μια από τις αίθουσες κάτω από το Σωματείο του χωριού μας, που τη μετέτρεψε σε ιατρείο. Τον επισκέφτηκα μια μέρα μαζί με το πατέρα μου για να μου δώσει βεβαίωση ότι ήμουν έγκυος, που την ήθελαν οι Τούρκοι για να επιτρέψουν τη μετάβαση μου στη Λευκωσία. 


Οι επόμενες μέρες πέρασαν χωρίς να μου δοθεί καμιά συγκεκριμένη ημερομηνία για την αναχώρηση μου, παρά μόνο γενικά και αόριστα. Αυτό το αίσθημα της αναμονής με κούραζε πολύ, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι, παρά μόνο να περιμένω. 


Την άλλη μέρα έφυγε και ο θείος Γιάννης Μιχαήλ Καρκάνιας, που έμενε στο σπίτι μαζί μας. Του είχε δοθεί κάποια προτεραιότητα. Ήταν αρκετά μεγάλος με προβλήματα υγείας 


Στις 21 του Νιόβρη, ημέρα της Παναγίας, με ενημέρωσαν ότι τις επόμενες 2-3 μέρες θα έφευγα σίγουρα. Άρχισα να προετοιμάζομαι, κυρίως ψυχολογικά. Ίσως από ένστικτο ή από διαίσθηση, κοίταζα ολημερίς προσεκτικά όλα όσα ήταν γύρω μου, μέσα και έξω από το σπίτι μας. Σαν κάτι μέσα μου να μου έλεγε να τα κοιτάξω όλα καλά, να τα χώσω βαθιά στη θύμηση και τη ψυχή μου και να μη τα ξεχάσω ποτέ. Έβγαινα στις βεράντες, κοίταζα αρκετή ώρα, πότε το κάμπο και τη θάλασσα της Κερύνειας, πότε το γνωστό Αβαείο μας, με τα μεγαλόπρεπα κυπαρίσσια του. Περνούσα με το βλέμμα μου ένα-ένα τα σπίτια της γειτονιάς μας, τα δέντρα και το κήπο της αυλής μας, ακόμη και τα μικρά χρυσόψαρα που κολυμπούσαν στη μικρή δεξαμενή μας με τα νούφαρα, δίπλα από τη βεράντα του ισογείου. Τα απογεύματα κοίταζα, για αρκετή ώρα το ηλιοβασίλεμα, με τον ήλιο να γέρνει πίσω από τις ποιό ψηλές κορφές του μισοκαμένου Πενταδάχτυλου, μέχρι να κρυφτεί σιγά σιγά κι’ η τελευταία του ηλιαχτίδα. Και μετά ένα σωρό αναμνήσεις νοσταλγικές κι αξέχαστες, που έρχονταν άθελα, στο μυαλό μου. Βυθιζόμουν σε σκέψεις βαθιές κι απόμακρες, που άγγιζαν βαθειά τη ψυχή μου. 


Στις 24 του Νιόβρη, το απόγευμα με ενημέρωσαν ότι την επομένη μέρα, γύρω στο μεσημέρι, θα ερχόταν κλιμάκιο του Ερυθρού Σταυρού και μου είπαν να είμαι έτοιμη για να φύγω. 


Η αντίστροφη μέτρηση, για να εγκαταλείψω το σπίτι και το χωριό μου, είχε αρχίσει. Ήταν κάτι που το ήθελα και το περίμενα από καιρό, γιατί αυτό επέβαλλε η επιβίωση και οι περιστάσεις. Όμως δεν ήταν εγκατάλειψη ή απάρνηση, για το σπίτι και το χωριό μου, που για μένα είναι η μικρή μου, η όμορφη κι αγαπημένη ιδιαίτερη μου πατρίδα. 


Την επομένη μέρα 25 Νοεμβρίου το μεσημέρι έφθασε το αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού και όσοι θα έφευγαν έκαναν τις τελευταίες τους ετοιμασίες. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι μας ήταν αρκετά φορτισμένη συναισθηματικά, για πάρα πολλούς και ευνόητους λόγους. Αποχαιρέτησα δακρυσμένη και με πολλή συγκίνηση τους γονείς μου και τους γείτονες, κρατώντας τη Δέσπω από το χέρι, που κοίταζε απορημένη για τα φιλιά και τα χάδια πού έπαιρνε. Έριξα ακόμα μια ματιά γύρω μου. Κοίταξα ξανά το σπίτι μας απέξω, το κήπο μου με τα λουλούδια και όλα γύρω. Φεύγω αλλά μια μέρα θα γυρίσω, είπα μέσα μου, θα έρθει η ώρα. 


Ο πατέρας μου πήρε τις βαλίτσες μας και με αργά βήματα βγήκαμε στο δρόμο, περιμένοντας. Σε λίγο φάνηκε το άσπρο αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού που ερχόταν. Σταμάτησε μπροστά μας. Ο συνοδηγός κατέβηκε και πήρε τη Δέσπω και μου είπε να καθίσω μπροστά. Μπήκε κι αυτός κρατώντας τη Δέσπω στα γόνατα του, για να με διευκολύνει. Στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου ήταν κι άλλοι επιβάτες. Έβαλα το σταυρό μου και ξεκινήσαμε. 


Δεν κατεβήκαμε προς τη Κερύνεια, αλλά πήραμε το δρόμο μέσα από το βουνό, που οδηγεί στο Μπογάζι και από εκεί στη Λευκωσία. Στο δρόμο μου εξήγησαν ότι θα πηγαίναμε στο Ξενοδοχείο Κλεοπάτρα, όπου εκεί θα μας περίμενε ο Γρηγόρης ο άνδρας μου. Σε όλη τη διαδρομή ευχαριστούσα το Θεό και τη Παναγία και τους παρακαλούσα να πάνε όλα καλά μέχρι το τέλος. 


Σε λιγότερο από μισή ώρα βρεθήκαμε έξω από το Ξενοδοχείο. 


Εκεί ήταν ο Γρηγόρης και μας περίμενε. Έτρεξε στο αυτοκίνητο, με βοήθησε να κατέβω. Πήρε τη Δέσπω κι εμένα στην αγκαλιά του. Η χαρά και η συγκίνηση μας ήταν μεγάλη. Επιτέλους βρεθήκαμε πάλι όλοι μαζί στα ελεύθερα μέρη της πατρίδας μας. 


Γι’ αυτό δοξάζω κι ευχαριστώ το Θεό ολημερίς, που μας βοήθησε ν’ αντέξουμε και να ξεπεράσουμε τα τόσα όσα υπεστήκαμε και να βρεθεί ξανά μαζί με υγεία, όλη η οικογένεια.

http://mkp-archive.blogspot.com/
Ανταλαγή αιχμαλώτων το 1974.
https://mkp-archive.blogspot.com/2014/06/blog-post.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.