8/8/18

Περί συμμετοχής των Μητροπολιτών των Νέων Χωρών στη σύνθεση της Ι. Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Κείμενο: Αναστάσιος Βαβούσκος
Οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από της ιδρύσεως ακόμα της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, έχουν διαταραχθεί επανειλλημένως. Και η διατάραξη αυτή δυστυχώς, προκαλείται από πράξεις ή παραλείψεις της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Νέο, πρόσφατο, συμβάν, η φημολογούμενη απόρριψη από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος των ατομικών προσκλήσεων, που απέστειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης προς τους Μητροπολίτες των Νέων Χωρών, για να συμμετάσχουν στην Σύναξη των Μητροπολιτών των επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που θα λάβει χώρα στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1-3 Σεπτεμβρίου τ.ε.
Πέραν της νομίμου βάσεως τόσον της αρμοδιότητας της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου να αποφασίσει για ένα τέτοιο θέμα όσον και του «δικαιώματος» της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος να επιλέγει, εάν θα επιδώσει ή όχι επίσημα έγγραφα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στους αποδέκτες τους – θέματα που θα εξετάσω επίσης στο παρόν άρθρο – το μείζον ζήτημα είναι, αν οι Μητροπολίτες των Νέων Χωρών δύνανται να συμμετέχουν στην σύνθεση των συνοδικών οργάνων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και υπό ποιες προϋποθέσεις.
Η βάση της επιλύσεως του ζητήματος βρίσκεται στις κανονικές διατάξεις περί της Συνόδου του Πατριαρχείου ή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας
Α. Η Σύνοδος του Πατριαρχείου ή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας:
α) είναι πολυμελές διοικητικό και δικαιοδοτικό όργανο ευρύτερο της Επαρχιακής Συνόδου (βλ. 2ο της Β΄ Οικουμενικής, 12ο της Αντιοχείας, 3ο της Σαρδικής),
β) συγκαλείται από τον Προκαθήμενο του Πατριαρχείου ή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας (βλ. 6ο της Β΄ Οικουμενικής) και
γ) συντίθεται από τους προκαθημένους των μητροπόλεων της διευρυμένης αυτής περιφερείας, δηλαδή της Διοικήσεως και μεταγενεστέρως, του Πατριαρχείου ή Αυτοκέφαλης Εκκλησίας (βλ. 2ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής και 18ο της Καρθαγένης). Σε περίπτωση, δε, αδυναμίας αυτών να παραστούν, εκπροσωπούνται κανονικώς από τους αποστελλομένους απ’ αυτούς επισκόπους – τοποτηρητές (βλ. 18ο της Καρθαγένης).
Β. Με αφορμή το θέμα της συνθέσεως της Συνόδου αυτής, τέθηκε θέμα σε σχέση με τους μητροπολίτες, οι οποίοι δικαιούνται να συμμετέχουν στην εν λόγω Σύνοδο.
Κατά μία άποψη, οι μητροπολίτες, που δικαιούνται να συμμετέχουν στην Σύνοδο αυτήν είναι μόνον αυτοί, οι οποίοι χειροτονούνται από τον οικείο Πατριάρχη και δεν έχουν δικαίωμα χειροτονίας επισκόπων, δηλαδή δεν έχουν δική τους Επαρχιακή Σύνοδο. Την άποψη αυτή διατύπωσε ο Θ. Βαλσαμών στο ερμηνευτικό σχόλιό του υπό τον 8ο κανόνα της Πενθέκτης (βλ. Σύνταγμα Ράλλη-Ποτλή, ΙΙ, 326).
Κατ’ αντίθετη άποψη, συμμετοχής δικαιούνται όλοι οι Μητροπολίτες, ανεξαρτήτως αν δικαιούνται ή όχι να χειροτονούν επισκόπους και να έχουν κατά συνέπεια δική τους Επαρχιακή Σύνοδο. Την άποψη αυτή διετύπωσε ο Σπυρίδων Τρωϊάνος (β. ΣΠ. Τρωϊάνου, Η εκκλησιαστική δικονομία μέχρι του θανάτου του Ιουστινιανού, Αθήναι 1964, 29) κατά τον οποίο ο αποκλεισμός των εχόντων οικεία σύνοδο μητροπολιτών οφείλεται σε παρανόηση της Ν. 137 πργφ. 4 του Ιουστινιανού.
Η φιλολογία γύρω από αυτό το ζήτημα έχει μάλλον ως αφετηρία το προαναφερθέν ερμηνευτικό σχόλιο του Θ. Βαλσαμώνος υπό τον 8ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής. Στο σχόλιο αυτό ο ερμηνευτής ερμηνεύοντας τη Ν 137 πργφ. 4 του Ιουστινιανού, διατυπώνει την άποψη ότι στην Πατριαρχική Σύνοδο συμμετέχουν μόνον οι Μητροπολίτες, που δεν έχουν δική τους Επαρχιακή Σύνοδο και όχι και αυτοί που έχουν. Δικαιολογητική βάση της απόψεως αυτής του γνωστού Κανονολόγου συνιστούν οι δυσχέρειες, που δημιουργούσε η πιθανή ημερολογιακή σύμπτωση της συγκλήσεως μιας Πατριαρχικής Συνόδου και μιας ή περισσοτέρων Επαρχιακών Συνόδων του Πατριαρχείου. Η σύμπτωση αυτή θα καθιστούσε υποχρεωτική την απουσία των μητροπολιτών είτε από την Πατριαρχική Σύνοδο, εφ’ όσον επέλεγαν αν προεδρεύσουν της Επαρχιακής Συνόδου της Μητροπόλεώς τους, είτε από την Επαρχιακή Σύνοδο της Μητροπόλεώς τους, εφ’ όσον επέλεγαν τη συμμετοχή τους στην Πατριαρχική Σύνοδο. Επειδή όμως οι Επαρχιακές Σύνοδοι δεν δύνανται να συγκληθούν παρά μόνον από το Μητροπολίτη και δε δύνανται να συνεδριάσουν άνευ της συμμετοχής αυτού, αναγκαστικώς το συνοδικό σύστημα οδηγείται σε αδιέξοδο, αφού η υποχρεωτική παρουσία των Μητροπολιτών στις συνεδριάσεις της Επαρχιακής Συνόδου αποκλείει την συμμετοχή τους από τις συνεδριάσεις της οικείας Πατριαρχικής Συνόδου, η παρουσία τους δε στις συνεδριάσεις της Πατριαρχικής Συνόδου – η οποία είναι επίσης υποχρεωτική – καθιστά ανέφικτη την συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις των Επαρχιακών Συνόδων. Με αυτά τα δεδομένα ο Θ. Βαλσαμών και με γνώμονα την διασφάλιση της λειτουργίας του συνοδικού συστήματος ερμηνεύει τη προαναφερθείσα Νεαρά, εκφράζοντας την άποψή του περί αποκλεισμού από την Πατριαρχική Σύνοδο των μητροπολιτών, που έχουν Επαρχιακή Σύνοδο. Με τη λύση αυτή, η ημερολογιακή σύμπτωση των συνεδριάσεων της Πατριαρχικής Συνόδου και μιας ή περισσοτέρων Επαρχιακών Συνόδων της περιφερείας του οικείου Πατριαρχείου, δεν θα παρεμπόδιζε την ταυτόχρονη σύγκλησή τους ούτε θα παρακώλυε την λειτουργία του συνοδικού συστήματος, αφού η συμμετοχή στην πρώτη (την Πατριαρχική Σύνοδο) των μη εχόντων Επαρχιακές Συνόδους Μητροπολιτών θα επέτρεπε στους έχοντες Επαρχιακές Συνόδους Μητροπολίτες να συγκαλούν και να συμμετέχουν κανονικώς στις συνεδριάσεις των οικείων Επαρχιακών Συνόδων.
Τα επιχειρήματα, όμως, της απόψεως αυτής θεωρώ ότι καταρρίπτονται από τον προαναφερθέντα 18ο κανόνα της Καρθαγένης, ο οποίος παρέχει την δυνατότητα στους Μητροπολίτες, που κωλύονται να συμμετάσχουν στις εργασίες της Πατριαρχικής Συνόδου, να εκπροσωπούνται από κληρικούς, που οι ίδιοι έχουν ορίσει. Με δεδομένα, συνεπώς τη ρύθμιση του 18ου κανόνα της Καρθαγένης αλλά και την ανυπαρξία διακρίσεως από τους ιερούς κανόνες μεταξύ Μητροπολιτών εχόντων οικεία Επαρχιακή Σύνοδο και Μητροπολιτών μη εχόντων οικεία Επαρχιακή Σύνοδο, αμφοτέρων δικαιουμένων να συμμετέχουν στις εργασίες της Συνόδου, θεωρώ ως ορθότερη την άποψη, που δέχεται τη δυνατότητα συμμετοχής απάντων των μητροπολιτών στην Πατριαρχική Σύνοδο.
Η αποδοχή της παραπάνω απόψεως επηρεάζει αμέσως και την απάντηση στο ζήτημα της κατά χρόνο συγκλήσεως της Πατριαρχικής Συνόδου. Εφ’ όσον γίνει δεκτή η άποψη, που αποκλείει τους έχοντες δική τους Επαρχιακή Σύνοδο Μητροπολίτες από τη συμμετοχή τους στις εργασίες της Πατριαρχικής Συνόδου, τότε ουδόλως παρακωλύεται η τακτική σύγκληση της Πατριαρχικής Συνόδου κατά τα τους ιερούς κανόνες ισχύοντα περί των Επαρχιακών Συνόδων, δηλαδή κατ’ αρχήν δύο φορές το χρόνο, τουλάχιστον όμως μια φορά το χρόνο, εφ’ όσον υπάρχουν αποχρώντες λόγοι. Στο ίδιο όμως συμπέρασμα θα καταλήξουμε και με την αντίθετη άποψη, εφ’ όσον προσφύγουμε στην διάταξη του 18ου κανόνα της Καρθαγένης, η οποία επιτρέπει την εκπροσώπηση του κωλυομένου Μητροπολίτη στην Πατριαρχική Σύνοδο από τον ορισθέντα αντιπρόσωπό του – κληρικό του. Η δυνατότητα αυτή εφαρμογής του θεσμού της αντιπροσωπεύσεως αποσυνδέει το εύρυθμο της λειτουργίας του συνοδικού συστήματος από το χρονικώς ταυτόχρονο συνεδριάσεως των δύο Συνόδων και επιτρέπει την παράλληλη λειτουργία τους, ακόμη και αν οι εργασίες αμφοτέρων λαμβάνουν εν λόγω ή εν μέρει χώρα το ίδιο χρονικό διάστημα και επιτρέπει την τήρηση των σχετικών διατάξεων των ιερών κανόνων, που επιβάλλουν τουλάχιστον την άπαξ κατ’ έτος σύγκληση των συνοδικών οργάνων.
Συμπερασματικώς, το Κανονικό Δίκαιο αντιμετώπισε την περίπτωση συμμετοχής ενός Μητροπολίτη σε δύο Συνοδικά όργανα και όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η απάντηση που δίδεται, είναι ότι η συμμετοχή αυτή δεν παρεμποδίζεται ούτε συνιστά πρόβλημα για το συνοδικό σύστημα.
Γ. Η Σύνοδος του Πατριαρχείου ή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας έχει αρμοδιότητα να συζητήσει όλα τα θέματα είτε αυτά είναι δογματικής είτε κανονικής τάξεως, εφόσον οι συνέπειες αυτών έχουν υπερβεί τα γεωγραφικά όρια μιας επαρχίας, εντός των οποίων ασκεί την κανονική δικαιοδοσία της η οικεία Επαρχιακή Σύνοδος. Τα θέματα ηθικής τάξεως, επειδή έχουν από την φύση τους ιδιαιτέρως προσωπικό χαρακτήρα, ως αφορώντα τον αποδέκτη της προσβολής (με απλές λέξεις το θύμα), κατά κανόνα δεν έχουν τον χαρακτήρα του ζητήματος μείζονος ενδιαφέροντος, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται ως σπάνια η περίπτωση ένα τέτοιο θέμα να απασχολήσει Σύνοδο Πατριαρχείου ή Αυτοκέφαλης Εκκλησίας.
Εάν θεωρηθεί, ότι υπάρχει τέτοιας υφής ενδιαφέρον εκ μέρους του συνόλου του πληρώματος της Εκκλησίας, αυτό μάλλον παρουσιάζεται σχετικώς αποδυναμωμένο και εστιάζεται στην απαίτηση για τήρηση των κανόνων, που αφορούν την τιμωρία των κανονικών παραπτωμάτων εν γένει, μέσω της ενεργοποιήσεως του δικαιοδοτικού μηχανισμού της Εκκλησίας, ζητούμενο το οποίο υπάγεται στα ζητήματα κανονικής τάξεως.
Ως θέματα δογματικής τάξεως νοούνται «αἰ κοιναί αἰτίαι» (βλ. σχετ. τον 18ο της Καρθαγένης και τον 95ος της αυτής συνόδου), όρος τον οποίο ερμηνεύει ο Θ. Βαλσαμών στο σχόλιό του υπό τον 95ο κανόνα (Σ.Ρ.Π., ΙΙΙ, 536).
Ως προς τα θέματα κανονικής τάξεως, πρέπει να επισημάνω το γεγονός ότι οι ιεροί κανόνες, οι οποίοι αναφέρονται στα ζητήματα αυτά, δεν χρησιμοποιούν ούτε ενιαία ορολογία ούτε απαριθμούν ποια ακριβώς είναι τα ζητήματα αυτά. ΄΄Ετσι ο 37ος κανόνας των Αποστόλων χρησιμοποιεί τον όρο «τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας», ο 8ος κανόνας της Πενθέκτης τον όρο «ἐκκλησιαστικά κεφάλαια», ο 6ος κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής τον όρο «κανονικῶν καί εὐαγγελικῶν πραγμάτων», ο 20ος κανόνας της Αντιοχείας τον όρο «ἐκκλησιαστικάς χρείας καί τάς τῶν ἀμφισβητουμένων διαλὐσεις» και ο 18ος της Καρθαγένης τον όρο «ἐκκλησιαστικάς αἰτίας». Απάντηση, όμως, μπορούμε να αντλήσουμε από τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις των σχολιαστών των ιερών κανόνων. Ο Ι. Ζωναράς στα ερμηνευτικά του σχόλια υπό τους κανόνες 6 της Ζ΄ Οικουμενικής και 20 της Αντιοχείας φαίνεται να εντάσσει στα ζητήματα κανονικής τάξεως τις υποθέσεις δικαστικού και διοικητικού χαρακτήρα, καθώς και τις παραβιάσεις των επιταγών του Ευαγγελίου (βλ. τα κείμενα των σχολίων σε Σύνταγμα Ράλλη–Ποτλή, ΙΙ, 578 και ΙΙΙ, 163). Με την άποψη του Ι. Ζωναρά φαίνεται να συντάσσεται και ο Θ. Βαλσαμών, ο οποίος στο ερμηνευτικό του σχόλιο υπό τον 6ο κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής σημειώνει:
«…Καί κανονικαί μέν παραδόσεις εἰσίν οἱ εὔλογοι καί παράλογοι ἀφορισμοί, αἱ καταταγαί τῶν κληρικῶν, αἱ διοικήσεις τῶν ἐπισκοπικῶν πραγμάτων, καί τά τοιαῦτα» (βλ. το κείμενο του σχολίου σε Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 579). Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω, στα ζητήματα κανονικής τάξεως θα πρέπει να περιληφθούν η άσκηση της δικαιοδοτικής εξουσίας της Εκκλησίας, η χειροτονία των κληρικών, η εκλογή και χειροτονία επισκόπων, οι μεταθέσεις επισκόπων, η διοίκηση των επισκοπικών υποθέσεων και της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Η αρμοδιότητα συζητήσεως και λήψεως αποφάσεως επί αυτών των θεμάτων είναι απόλυτη. Τούτο σημαίνει, ότι το δικαίωμα της Συνόδου του Πατριαρχείου ή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας να επιλαμβάνεται ενός ή περισσοτέρων από τα ως άνω ζητήματα είναι αδιαπραγμάτευτο, εκτός αν η ίδια η Σύνοδος με δική της απόφαση αναθέσει την άσκηση τομέα της αρμοδιότητας αυτής σε άλλο ισότιμο συνοδικό όργανο, δηλαδή σε ανώτατο συνοδικό όργανο άλλης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Στην περίπτωση αυτή η Σύνοδος του Πατριαρχείου ή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, η οποία αναθέτει σε Σύνοδο άλλης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας την άσκηση συγκεκριμένης αρμοδιότητάς της, παραιτείται αυτής (εννοείται της ασκήσεως της αρμοδιότητας) υπέρ του συνοδικού οργάνου που αναδέχεται την εντολή – ανάθεση αυτή, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που η αναθέτουσα Σύνοδος του Πατριαρχείου ή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας θέτει και προβλέπονται στην σχετική Πράξη της αναθέσεως.
Επί του προκειμένου ζητήματος τώρα, έχω να επισημάνω τα εξής:
Συμφώνως προς την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928:
α) οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών υπάγονται στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η χρήση των σχετικών όρων:
Όρος Α΄: «ἐπαρχίαι τοῦ Ἁγιωτάτου Ἀποστολικοῦ καὶ Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου». Όρος Γ΄: «οἱ ἐκ τῶν ἐν Ἑλλάδι ἐπαρχιῶν τοῦ καθ’ Ἡμᾶς Ἁγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου».
Όρος Δ΄: «οἱ τῶν Ἐπαρχιῶν τοῦ καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτου Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι ἀρχιερεῖς» και «ἐξ ἴσου ἰσχυούσας καὶ διὰ τὰς αὐτόθι Ἐπαρχίας τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου».
Όρος Ε΄: «οἱ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐπαρχιῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου ἀρχιερεῖς».
Όρος ΣΤ΄: «οἱ ἐν Ἑλλάδι ἀρχιερεῖς τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου».
Όρος Η΄: «οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Πατριαρχικῶν Ἐπαρχιῶν»,
αλλά και η ρητή πρόβλεψη μνημονεύσεως του Οικουμενικού Πατριάρχη από τους Μητροπολίτες των Νέων Χωρών (Όρος Θ΄) αποτελούν τις σαφέστερες αποδείξεις.
β) εκ της κανονικής δικαιοδοσίας αυτής, το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρεκράτησε υπέρ αυτού την πνευματική εποπτεία (το ανώτατο κανονικό δικαίωμα) επ’ αυτών, αναθέτοντας την μέριμνα για την επίλυση των διοικητικής φύσεως ζητημάτων στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.
γ) η ανάθεση αυτή δόθηκε για συγκεκριμένο λόγο και υπό καθεστώς προσωρινότητας (επιτροπικώς) και όχι μονιμότητας. Τούτο σημαίνει ότι, εάν το αναθέσαν την εντολή Οικουμενικό Πατριαρχείο κρίνει ότι εξέλιπε ο γενεσιουργός λόγος της αναθέσεως, δύναται – μόλις κρίνει ότι εξέλιπε ο λόγος – με αντίστοιχη απόφασή του να ανακαλέσει την εντολή.
Συμπερασματικώς, οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών υπάγονται υπό την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο έχει παραχωρήσει μέρος αυτής, και δή την διοικητική εποπτεία, στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.
Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα προεκτεθέντα, έχω την άποψη, ότι οι Μητροπολίτες των Νέων Χωρών – λόγω ακριβώς της διασπάσεως της κανονικής δικαιοδοσίας επ’ αυτών – δύνανται να συμμετέχουν και στην σύνθεση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είτε αυτή συγκαλείται και συνεδριάζει υπό μορφή Συνάξεως άνευ αποφασιστικής αρμοδιότητας είτε υπό την κανονική μορφή της, οπότε και δύναται να επιλαμβάνεται ζητημάτων και να λαμβάνει αποφάσεις επ’ αυτών. Στην δεύτερη, όμως, περίπτωση, εξαιρούνται της αρμοδιότητάς της – που ούτως ή άλλως αυτό συμβαίνει – ζητήματα των οποίων η επίλυση με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 έχουν ανατεθεί στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Τούτο σημαίνει, ότι η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου δύναται να συζητεί θέματα, που αφορούν στις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση της πνευματικής εποπτείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου επ’ αυτών. Αφ’ ής στιγμής, λοιπόν, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου – υπό οιαδήποτε μορφή και σύνθεση–ουδέποτε συζητεί κατά τις εργασίες της θέματα διοικήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, διότι η εξουσία επιλύσεως αυτών έχει ανατεθεί στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, η συμμετοχή των Μητροπολιτών των Νέων Χωρών στη σύνθεσή της δεν παρεμποδίζεται σε καμία περίπτωση. Οι Μητροπολίτες των Νέων Χωρών υποχρεούνται να μετέχουν στις εργασίες της και να συναποφασίζουν με τα λοιπά μέλη της Συνόδου:
α) επί παντός θέματος αφορώντος το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις Ιερές Μητροπόλεις του πλην αυτών των Νέων Χωρών και
β) επί παντός θέματος αφορώντος τις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών και σχετιζομένου με την άσκηση της πνευματικής εποπτείας επ΄ αυτών, εξαιρουμένων των θεμάτων που με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 έχουν ανατεθεί στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.
Όσον δε αφορά το ζήτημα της αρμοδιότητας της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου να αποφασίσει περί της αποδοχής ή της απορρίψεως της προσκλήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τους Μητροπολίτες των Νέων Χωρών, έχω να πω τα εξής:
Στη μόνη αρμοδιότητα της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 9 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, που μπορεί να υπαχθεί η λήψη αποφάσεως για το ανακύψαν ζήτημα, είναι σ’ αυτή του εδ. δ΄ της πργφ. 1, κατά την οποία η Διαρκής Ιερά Σύνοδος «Ἐπιλαμβάνεται τῶν τρεχούσης φύσεως ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων». Και ερωτώ, η αποστολή της προσκλήσεως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο προς τους Μητροπολίτες των Νέων Χωρών για συμμετοχή αυτών στην Σύναξη των Μητροπολιτών του συνιστά εκκλησιαστικό θέμα τρεχούσης φύσεως; Όταν μάλιστα η Σύναξη αυτή γίνεται ανά τρία έτη; Σε καμία περίπτωση. Συνεπώς, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα, αν βεβαίως υποτεθεί ότι υπάρχει ζήτημα προς συζήτηση.
Μήπως, όμως, θεμελιώνεται αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας;
Κατά το άρθρο 4 στοιχ. α΄ η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας: «Μεριμνᾷ ……, ὡς καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου….». Από την διάταξη αυτή νομίζω, ότι δημιουργείται μάλλον υποχρέωση διατηρήσεως της «εκκλησιαστικής κοινωνίας» της Εκκλησίας της Ελλάδος – και κατ’ επέκτασιν και των Μητροπολιτών της – με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και όχι δικαίωμα διακοπής ή παρεμποδίσεως αυτής. Ιδίως, μάλιστα, όταν η μέριμνα αυτή συνδέεται στην συγκεκριμένη περίπτωση με την διατήρηση της «εκκλησιαστικής κοινωνίας» των εν Ελλάδι Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου μ’ αυτό. Συνεπώς, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας όχι μόνον δεν έχει αρμοδιότητα, να συζητήσει και να αποφασίσει, αν θα δεχθεί ή όχι τις αποσταλείσες προσκλήσεις αλλά στα πλαίσια της μέριμνας της κατά την διάταξη του άρθρου 4 στοιχ. α΄ υποχρεούται μέσω της Αρχιγραμματείας να διαβιβάσει αμέσως τις προσκλήσεις αυτές στους αποδέκτες της. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παραβιάσει την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 4 στοιχ. α΄ του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Πηγή: Ορθοδοξία

1 σχόλιο:

  1. Προέχει τό Κανονικό δίκαιο τῆς Μιᾶς, Ἀγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς (δηλαδή Ὀρθοδόξου) Ἐκκλησίας.
    Ἡ συνοδικότητα, ὅπως καί ἡ ἔλλειψη οἱουδήποτε πρωτείου ἐξουσίας, εἶναι οἱ βάσεις.
    Ἄλλο ἡ τιμητική πρωτεύουσα θέση τοῦ Πατριάρχου ἤ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου στήν οἰκεία Σύνοδο.
    Ἄλλωστε, καμία πρόσκληση τέτοιου "πρώτου", γιά συμμετοχή σέ Σύνοδο, δέν εἶναι κανονικῶς ὑποχρεωτική, δεσμευτική. Ὁμοίως καί τυχόν γνώμη τέτοιου "πρώτου", ἤ καί τῆς μιᾶς Συνόδου ἐκ τῶν δύο, γιά μή συμμετοχή στήν ἄλλη.
    Ὁ κάθε ἱεράρχης ἔχει τή προσωπική του εὐθύνη πρῶτα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἄρα περαιτέρω, καί κατά τό δυνατόν ἐκ παραλλήλου, γιά τήν ὀρθή τήρηση τῆς ὅλης Ἐκκλησιαστικῆς τάξεως.

    Ἀλλά, ἀπό ἀγάπη Χριστοῦ καί γιά ἀπόδοση τιμῆς, μπορεῖ ὁ Ἐπίσκοπος νά θεωρήσῃ ὅτι πρέπει νά ἀνταποκριθῆ σέ τέτοια πρόσκληση. Ἀνάλογα γιατί γίνεται ἡ σύγκληση, πράγμα πού πρέπει νά τοῦ εἶναι πλήρως γνωστό ἐκ τῶν προτέρων, καί πάντα μετά ἀπό τήν ἀληθινή φώτιση τοῦ Θεοῦ.

    Προτάσσοντας λοιπόν ἔναντι τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, κάποιο ἀπό τά ἐκκλησιαστικά δίκαια, ἕνας ἀναλυτής, ὅπως συχνά συμβαίνει στόν χῶρο τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου τῶν Ἑλλήνων νομικῶν, πού εἶναι κυρίως ὄχι θεολόγοι κανονολόγοι, ἀλλά νομικοί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου τῆς σχολαστικῆς (κυρίως γερμανικῆς-προτεσταντικῆς ἤ παπικῆς) νομικῆς σκέψης ("στό βάθος Πάπας") ,
    ἤ συμπλέκοντάς το μέ τό κανονικό δίκαιο ἀνάρμοστα,
    δηλαδή δίδοντας προτεραιότητα, ἤ ἴση τάξη στό ἐκκλησιαστικό δίκαιο, ἔναντι τοῦ Κανονικοῦ, ἐνδέχεται νά παραβιασθῆ, εὐθέως ἤ πλαγίως, τό Κανονικό Δίκιαο,
    ἤ νά ἑτοιμάζεται παραβίασή του.

    Κάτω ἀπό αὐτά τά προαπαιτούμενα - καί τά ὅμοια πιό ἁγιοπνευματικά - κυττάξτε καί τί προβλέπει τό λεγόμενο ἀπό τό κράτος ἐκκλησιαστικό δίκαιο....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.