13/2/19

Άρθρο του 2016, εξαιρετικά επίκαιρο - Η Διαδικασία για την Αναθεώρηση του Συντάγματος: Προβλήματα και Προβληματισμοί


του  Νικολάου Σταυριανίδη, Εφέτου Δ.Δ., διπλωματούχου μεταπτυχιακών τίτλων (D.E.A.) Δημοσίου Δικαίου και Φιλοσοφίας του Δικαίου
Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 110 του Συντάγματος του 1975  η αναθεωρητική διαδικασία  απαιτεί από την φύση της νηφαλιότητα και διαχρονική σταθερότητα στην εκτίμηση τόσο της ανάγκης ή λόγου της αναθεωρήσεως, όσο και του περιεχομένου της αναθεωρήσεως,  ούτως ώστε να αποφεύγονται συγκυριακές κομματικές ή παραταξιακές λύσεις σε θεμελιώδη θέματα για την ζωή του λαού και του έθνους. Ἀπαιτείται κατά το Σύνταγμα ευρύτερη συναίνεση, ουσιαστικά από όλο ή σχεδόν όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων.
Γι' αυτό,  η αναθεωρητική διαδικασία συνίσταται, στην λήψη  ταυτόσημης κατά περιεχόμενο αποφάσεως,  από δύο διαδοχικές Βουλές με ειδικές πλειοψηφίες, η χρονικώς πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στον συγκεκριμένο λόγο ή "ανάγκη", της αναθεωρήσεως με σαφήνεια και πληρότητα της νέας διατυπώσεως που προτείνεται στην επόμενη Βουλή, και η χρονικώς δεύτερη απόφαση, της δεύτερης Βουλής, συμφωνεί στην ύπαρξη της ίδιας ακριβώς ανάγκης ή λόγου, και ως εκ τούτου ΔΕΧΕΤΑΙ την νέα διατύπωση της αναθεωρουμένης διατάξεως ως έχει - το πολύ,  απλώς προσαρμόζει κατά τι (ελάχιστα έως ολίγιστα) την τελική διατύπωση της αναθεωρουμένης διατάξεως στον λόγο αυτόν. 
Δεν επιτρέπεται κατά το Σύνταγμα, η πρώτη Βουλή να περιορίζεται στον προσδιορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων και στην διατύπωση κάποιας αναφοράς στην ανάγκη αναθεωρήσεώς τους, την οποία να λαμβάνει υπ'΄οψη της η επόμενη Βουλή μόνο αν το θέλει, αλλά ουσιαστικά με ελεύθερη επιλογή περιεχομένου και διατυπώσεως των νέων διατάξεων.  Συνεπώς, η δεύτερη (επομένη) Βουλή δέν δύναται να προβεί στην αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος με ελεύθερη επιλογή περιεχομένου και διατυπώσεως των νέων διατάξεων.
Διότι τότε θα καταστρατηγείτο  ο λόγος για τον οποίο έχει καταστρωθεί η αναθεωρητική διαδικασία στο άρθρο 110 του Συντάγματος με δύο αποφάσεις, δύο χωριστών Βουλών, και με ειδικές πλειοψηφίες. Θα καταλήγαμε δε εις το άτοπο, να μετατρέπεται η απαίτηση του  άρθρου 110 του Συντάγματος περί δύο χωριστών αποφάσεων από δύο χωριστές Βουλές με ειδικές πλειοψηφίες, σε ένα παράλογο χρονικό εμπόδιο, με το οποίο ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να επιβαρύνει, άνευ ουσιαστικού λόγου, την πολιτική ζωή.
Συνεπώς, η ισχύς της χωριστής αποφάσεως της επομένης Βουλής  που ελήφθη με ελεύθερη επιλογή περιεχομένου και διατυπώσεως των νέων διατάξεων (ύστερα από απόφαση της προηγουμένης Βουλής που προσδιορίζει ΜΟΝΟ το ποιές είναι οι αναθεωρητέες διατάξεις, με γενική αναφορά στην ανάγκη αναθεωρήσεώς τους) έχει ισχύ απλής νομοθετικής ρυθμίσεως.
Το πολύ, εφ' όσον ευρισκόμεθα χρονικώς στην περίοδο της επόμενης Βουλής, δύναται να θεωρηθεί ότι,  αυτή η υποτιθεμένως αναθεωρείσα διάταξη, έτσι όπως έχει με την νέα διατύπωσή της, έχει ισχύ προτάσεως προς την επόμενη Βουλή για ταυτόσημη αρχή αναθεώρησης.  
Συνέπεια τούτου είναι ότι, αφ' ενός μεν είναι δυνατόν να υπάρξουν εύλογες αποκλίσεις από αυτήν την ρύθμιση νομοθετικής ισχύος, με νεώτερους και/ή ειδικότερους νόμους, αφ' ετέρου δε δεν  ισχύει αυτή η νέα διάταξη ούτε σέ επίπεδο  απλού νόμου, στον βαθμό που αντιφάσκει ευθέως προς τις φερόμενες ως προϊσχύσασες συνταγματικές διατάξεις (φερόμενες μεν ως προϊσχύσασες αλλά εξακολουθούσες να έχουν συνταγματική ισχύ, αφού τηρήθηκε πλημμελώς η συνταγματική διαδικασία αναθεωρήσεώς τους).  
Επομένως, λαμβανομένου υπ'όψιν  ότι, μέχρι σήμερα, δεν έχει τηρηθεί ορθὠς η αναθεωρητική διαδικασία, αλλά τηρήθηκε πλημμελώς με την ανωτέρω έννοια, θα μπορούσε κάποιος βάσιμα να ισχυρισθεί, ότι εξακολουθεί να ισχύει το Σύνταγμα του 1975 έτσι όπως αρχικώς ψηφίσθηκε, οι δε λοιπές διατάξεις που έχουν εισαχθεί, ισχύουν ως απλοί νόμοι της δεύτερης εκάστοτε Βουλής, χωρίς η ισχύς τους να δύναται να υποσκελίσει ή παραμερίσει την ισχύ των συνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος του 1975.
Υπό αυτήν την εκδοχή, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εξακολουθεί από νομικής απόψεως α) να ισχύει το άρθρο 48 του Συντάγματος του 1975 που προβλέπει την δυνατότητα κηρύξεως καταστάσεως ανάγκης και για την αντιμετώπιση σοβαρών εσωτερικών κινδύνων, β) εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να συγκαλεί  σε περίπτωση σοβαρής εθνικής περιστάσεως το Συμβούλιο της Δημοκρατίας (άρ. 39 του Συντάγματος 1975), γ) εξακολουθεί να υπάρχει  η δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας  να διαλύει την Βουλή και να προκηρύσσει εκλογές, σε περίπτωση προφανούς δυσαρμονίας της Βουλής με το λαϊκό αίσθημα ή εάν η σύνθεση αυτής δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα  (άρ. 41 του Συντάγματος του 1975), δ) εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να συγκαλεί "παρ΄ αυτώ" το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του σε εκτάκτους περιστάσεις (άρ. 38 παρ. 3 του Συντάγματος του 1975) κ.ο.κ.
Όλα αυτά όμως, παρά την ουσιαστική νομική τους ορθότητα, έχουν να αντιπαλαίσουν με τις κατεστημένες πρακτικές συνταγματικής προχειρότητας, οι οποίες οδήγησαν ήδη σε αναθεωρήσεις πολιτικής συγκυρίας, δηλαδή αναθεωρήσεις πλημμελείς κατά την ανωτέρω έννοια,  και άρα συνταγματικώς ανίσχυρες.
Όσοι καθ' οιονδήποτε τρόπον , συνετέλεσαν ή αποδέχθηκαν εμπράκτως τέτοιες αναθεωρήσεις δεν είναι εύκολο να δεχθούν και δη δημόσια, ότι έχουν σφάλει περί την ερμηνεία του άρθρου 110 του Συντάγματος. Τούτο, πολλώ μάλλον, που η δοθείσα μέχρι σήμερα ερμηνεία στο άρθρο αυτό, δεν αφίσταται του τυπικού γράμματος αυτού, αν και, νομίζουμε, αφίσταται πασιδήλως του αληθούς κατά κρίσιν μέσου αγαθού και σώφρονος ανδρός, νοήματος του άρθρου τούτου.
Επί πλέον, η επιλογή ως Προέδρου της Δημοκρατίας ενός προσώπου που απλώς επρόκειτο να ευρίσκεται στην θέση αυτήν, χωρίς να χρησιμοποιεί τις απονεμόμενες από το Σύνταγμα του 1975 ως άνω δυνατότητες, έχει οδηγήσει σε άτοπα όπως αυτά που είδαμε μεταξύ των  διπλών εκλογών, μετά την αποτυχία του πολιτικού πειράματος  της Κυβερνήσεως Παπαδήμου ,  οπότε ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίσθηκε στο να ακούει τους αρχηγούς κομμάτων, η δε Βουλή να μην υπάρχει παρά μόνο ως παρωδία Βουλής μιάς ημέρας, αντί να συσκέπτονται οι βουλευτές μεταξύ τους, με τους αρχηγούς των κομμάτων και με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με αντικείμενο την ανάδειξη ισχυρής Κυβερνήσεως εν όψει των συγκεκριμένων σοβαρών θεμάτων και επιλογών της Ελλάδος.
Διά τούτο, χρήσιμο είναι, Α) Να θεωρηθεί από όλους ότι ισχύει ως Σύνταγμα μόνο το κείμενο του Συντάγματος του 1975, οι δε αναθεωρήσεις του ότι είχαν ισχύ απλού νόμου, Β) Να τεθεί σε κίνηση μία συνταγματικώς ομαλή αναθεώρηση του Συντάγματος για ταυτόσημη απόφαση δύο χωριστών Βουλών κατά τα ανωτέρω, ούτως ώστε να προσαρμοσθεί το Σύνταγμα του 1975 στις εξελίξεις,  ίσως δε και να "συνταγματοποιηθούν" με την δέουσα διαδικασία και ορισμένες διατάξεις που αναθεωρήθηκαν πλημμελώς κατά τα ανωτέρω, και Γ) Να εξετάζεται και πάλι από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αυτονόητο καθήκον του,  το ενδεχόμενο διαλύσεως της Βουλής  και η προκήρυξη εκλογών, σε περίπτωση δυσαρμονίας της κυβερνητικής  πλειοψηφίας με το λαϊκό  αίσθημα.
Δεν είναι δυνατόν να συνεχισθούν επί πολύ και χωρίς μείζονα εθνική και κοινωνική καταστροφή, τα παιχνίδια εν ου παικτοίς, που καθιστούν τις εκλογές διαδικασία εξαπατήσεως υπονομεύοντας  ab initio την επίτευξη στοιχειώδους αρμονίας μεταξύ λαού, Βουλής και Κυβερνήσεως,  και θέτοντας σε κίνηση, στο σύνολό τους και κατά την φύση τους, την  διαδικασία  ουσιαστικής  καταλύσεως όχι μόνο του Συντάγματος αλλά και της Δημοκρατίας και της Ελλάδας. Ποιά είναι αυτά τα παιχνίδια, πού καθένα τους μπορεί να κρίνεται οριακώς ως «συνταγματικό», αλλά που όλα μαζί συνδυασμένα, συνιστούν  απειλή, τόσο για την δημοκρατία όσο και την Ελλάδα; Ιδού: 
α) εκλογές με λίστες,  οπότε οι εκλεγόμενοι βουλευτές δεν εκπροσωπούν τον λαό και το έθνος, αλλά το κόμμα μόνον ή κυρίως, β) ανυπαρξία  δυνατότητας συζητήσεως μεταξύ βουλευτών μετεκλογικώς για την ανάδειξη ισχυρής Κυβερνήσεως, πέρα από προσχεδιασμένες (ακόμη και στο εξωτερικό;)  συζητήσεις μεταξύ αρχηγών κομμάτων, γ) ανυπαρξία δυνατότητας να παρέμβει μετεκλογικώς καταλυτικά, για την ανάδειξη ικανής και σοβαρής Κυβερνήσεως, ένας ισχυρός στον λαό και κατά το Σύνταγμα, και χωρίς  κομματικές ή άλλες  δεσμεύσεις, Πρόεδρος της Δημοκρατίας – πώς; απαιτώντας τοποθετήσεις αρχηγών και βουλευτών επί συγκεκριμένων θεμάτων, εντοπίζοντας συγκλίσεις και αποκλίσεις, και γεφυρώνοντας ό,τι γεφυρώνεται, καταγγέλλοντας δε ό,τι κακόβουλα ή ανεξήγητα δεν γεφυρώνεται και από ποιόν. Η θέσις από τπν Π.τ.Δ., της γενικής ερωτήσεως μόνον, αν υπάρχει ή υπήρξε ήδη συμφωνία των πολιτικών αρχηγών, θα ταίριαζε σέ ένα μηχάνημα και όχι στον ρυθμιστή του δημοκρατικού πολιτεύματος μιάς «προεδρευομένης» κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Η ανωτέρω ερμηνεία των περί αναθεωρήσεως διατάξεων του Συντάγματος, δεν εκφράζει απλώς μία γνώμη του γράφοντος,  αλλά ξεκινά από την φύση των όντων για να βρεί την αληθή και "βιώσιμη" διαχρονικώς έκφραση της βουλήσεώς τους, και όχι από την συγκυριακή βούλησή τους μόνον, πράγμα που γίνεται πρόξενος προχείρων αποφάσεων. Ειδικότερα:
  _Ι)  Είναι νομίζω λάθος να τίθεται τό θέμα εάν "μπορεί η πρώτη Βουλή να δεσμεύσει την δεύτερη Βουλή", διότι  τότε βάση της Αναθεωρήσεως του Συντάγματος θα ήταν η βούληση δύο Βουλών (βουλησιαρχική εκδοχή περί λειτουργίας της ιδίας Βουλής και δη με δύο, ενδεχομένως και αντιφάσκουσες, αποφάσεις της) και ένα αόριστο "ναι" του λαοῦ με την ψήφο του στο μεταξύ χρονικό διάστημα.
Το ορθό είναι να εκκινούμε από αυτό που είναι, την φύση δηλαδή αυτού που υπάρχει, από το οποίο "είναι" προέρχεται φυσικά η βούληση των ελλόγων όντων, και συγκεκριμένα: 
Η Βουλή είναι το όργανο που αποφασίζει ως αντιπροσωπευτικό όργανο του λαού και του δημοκρατικού κράτους του, διαμορφώνοντας την ενιαία ( πλήρη και όχι αντιφάσκουσα)  βούλησή της, περί της αναθεωρήσεως, μετά συνέσεως και περισκέψεως, ήτοι δύο φορές με αποφάσεις της απέχουσες χρονικώς μεταξύ τους.
Και δη τούτο, κατά τρόπον ώστε να έχουν μεσολαβήσει εκλογές, τουτέστιν ο λαός, ενήμερος για το τί και πώς ακριβώς προτείνεται να αναθεωρηθεί, να έχει την ευκαιρία να εκφράσει την γνώμη του επί της προτάσεως της αναθεωρήσεως, ψηφίζοντας ή καταψηφίζοντας υποψηφίους βουλευτές και κόμματα, που εκφράζονται συγκεκριμένως επί της μίας ή της άλλης αναθεωρήσιμης διατάξεως.
  _ΙΙ)   Μην ξεχνάμε, ότι ο λαός με την ψήφο του κρίνει με βάση πολλά κριτήρια και είναι φυσικό,  υπό την ευρέως διαδεδομένη εκδοχή της βουλησιαρχίας (δηλαδή ότι, θα ορίσει η χρονικώς δεύτερη Βουλή ό,τι θέλει), να αδιαφορεί για την προτεινόμενη από την πρώτη Βουλή αναθεώρηση. Τούτο συνέβαινε  έτσι μέχρι σήμερα, διότι  η αναθεώρηση της πρώτης Βουλής ήταν, ουσιαστικώς, αόριστη, διότι εκλαμβανόταν  ως  πρότασις μη δεσμευτική. Οπότε, εκαλείτο ο λαός, αγνοώντας τί περιεχόμενο θα έχει πράγματι η αναθεώρηση, να δώσει στην δεύτερη Βουλή ουσιαστικώς λευκή εξουσιοδότηση, για πώς θα αναθεωρηθεί αυτό που η πρώτη Βουλή όρισε ως αναθεωρητέο.
Έτσι όμως, οδηγούμασταν και θα οδηγούμαστε σε συνταγματικώς απαράδεκτες και άτοπες πρακτικές: - α) Ο λόγος της αναθεωρήσεως της πρώτης Βουλής για την  μία ή την άλλη διάταξη, δύναται να ριφθεί στον κάλαθο των αχρήστων από την δεύτερη Βουλή, - β) Τούτο μπορεί να γίνει χωρίς νομική δέσμευση της δεύτερης Βουλής από την ψήφο του λαού, παρά το ότι πρόκειται, το πιθανότερο, για θεμελιωδέστατα ζητήματα, - γ) Άρα μπορεί η αναθεώρηση να προσλάβει, ευχερώς, μορφές περιφρονήσεως της γνώμης του λαού, ο οποίος, όταν ψήφιζε, είχε υπ' όψη του μόνο την απόφαση της πρώτης βουλής και τις μη δεσμευτικές  υποσχέσεις των κομμάτων, και - δ) Υπό την βουλησιαρχική εκδοχή της ερμηνείας του Συντάγματος ( δηλαδή ότι, ό,τι θέλει θα το ορίσει η χρονικώς δεύτερη Βουλή), ακόμη και ένα ολόκληρο Μνημόνιο, στις βασικές αρχές του, δύναται  να περιληφθεί στο Σύνταγμα από την δεύτερη Βουλή, ως περιεχόμενο της αναθεωρήσεως της τάδε  και της τάδε αναθεωρητέας διατάξεως του Συντάγματος! Κι αυτό,  χωρίς ποτέ να έχει συμφωνήσει ο Ελληνικός λαός, και χωρίς να έχει αποφανθεί ομοίως η πρώτη Βουλή!  Τούτο κείται πέραν πάσης δημοκρατικής λογικής.
Αντίθετα, υπό  την μη βουλησιαρχική ερμηνεία του Συντάγματος, που στηρίζεται στην αληθινή νομική και πολιτική φύση των εν λόγω διαδικασιών αναθεωρήσεως,  κατά την οποία η βούληση είναι αποτέλεσμα διαφανείας, ενημερώσεως και  διαλόγου όλων των εμπλεκομένων ως ελλόγων όντων (την οποία εκδοχή υποστήριξα και υποστηρίζω ως τήν μόνη αληθώς σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος),  η πρόταση αναθεωρήσεως με την απόφαση της πρώτης Βουλής, πρέπει να είναι πλήρως προσδιορισμένη, έτσι ώστε ο λαός να είναι πράγματι   κυρίαρχο όργανο του δημοκρατικού κράτους - και όχι χειροκροτητής κομμάτων, τα οποία εν κρυπτώ θα προσυμφωνούν και στην συνέχεια μετεκλογικώς θα αποφασίζουν ερήμην του λαού, για την μία ή την άλλη αναθεωρούμενη διάταξη.
  _ ΙΙΙ)  Δύναται να αντιστραφεί ευχερώς το επιχείρημα περί  μεγάλης δυσχερείας της αναθεωρήσεως, την οποία  δύναται να επικαλεσθεί κάποιος,  για να αποκρούσει την ουσιαστική ερμηνευτική εκδοχή που εκτίθεται  ανωτέρω:  Πρέπει να είναι δυσχερής η αναθεώρηση του Συντάγματος. Άλλωστε, προβλέφθηκε ως δυσχερής μετά λόγου γνώσεως  από τον Συντακτικό νομοθέτη. Αλλά, κατέστη το Σύνταγμα διάτρητο με αναθεωρήσεις συνταγματικώς ανίσχυρες και δυστυχώς εφαρμοσθείσες μέχρι σήμερα , με τα γνωστά αποτελέσματα: Πολιτικά αδιέξοδα, το ένα μετά το άλλο, ακριβώς λόγω της βουλησιαρχίας που επικράτησε στην πολιτική ζωή, με τις πρόχειρες και μη μελετημένες εν γένει αποφάσεις αλλά και συνταγματικές αναθεωρήσεις. Πρόχειρες βουλησιαρχικές αναθεωρήσεις, καθ’ό,τι άνευ ισορροπιών κατά την φύση των όντων, και φυσικής άρα δυσλειτουργίας, του συστήματος. Αναθεωρήσεις βέβαια,  μελετημένες καλά με βάση όμως μόνον τις συγκυριακές επιδιώξεις των κομμάτων.
  _ΙV ) Δεν πρέπει να συνεχισθεί η βουλησιαρχία του θετικισμού, που εισήχθη εις τα καθ' ημάς, τόσον ως πολιτική πρακτική, όσον και ως σχολαστική νομική "επιστήμη", διότι ευρίσκεται εκτός του ιδικού μας πολιτισμού. Ως γνωστόν η βουλησιαρχία αυτή εισήλθε  στα νομικά μας,  προελθούσα  από τον  γνωστό καθηγητή Χάνς  Κέλσεν, θετικιστή της θεωρίας του δικαίου του μεσοπολέμου. Αυτός,  απολυτοποιώντας  την βούληση των κρατικών  οργάνων διατεταγμένη μάλιστα σε μορφή πυραμίδας από το Σύνταγμα μέχρι την ατομική διαταγή, χωρίς checks and balances μεταξύ κρατικών οργάνων, θεμελίωσε εν γνώσει του επί του αντικειμενικού γράμματος του νόμου, νόμου οποιουδήποτε περιεχομένου, την αυθαιρεσία επί της φύσεως των όντων (επί ανθρωπίνων προσώπων και επί της φυσικής δημιουργίας) - δηλαδή θεμελίωσε, μάλλον  ἄθελά του και από σκοτισμό του λαμπρού λογικώς νοός του, την γενική θεωρία του δικαίου τόσον του ναζισμού, όσον και, γενικώτερα, του τεχνολογικού ολοκληρωτισμού.
Όσο λοιπόν  αγνοείται η οντολογική βάση από την μία πλευρά των ζητημάτων, και από την άλλη πλευρά των οργάνων της Πολιτείας, όπως π.χ. η Βουλή και ο λαός ως όργανα της Πολιτείας (όπως αυτά προσεγγίσθηκαν ανωτέρω, στα λεχθέντα περί ισχύοντος Συντάγματος και δεούσης διαδικασίας αναθεωρήσεως αυτού)  η βούληση των δημοσίων οργάνων θα διαμορφώνεται ελαττωματικά από απόψεως ουσίας: με ολοένα αυξανόμενα στοιχεία κρατικής αυθαιρεσίας, και κοινωνικής αναισθησίας ή εικονικής ευαισθησίας. Δεν είναι δε, ούτε αναγκαίο ούτε καλό, η βουλησιαρχία, είτε υποκειμενική (πολιτική και κομματική) είτε αντικειμενοποιημένη νομικώς κατά Κέλσεν, να καλύπτει το Σύνταγμα και την διαδικασία αναθεωρήσεως του Συντάγματος.
  _ V) Και είναι μεν αλήθεια, ότι  οι ειδικές πλειψηφίες των δύο Βουλών εξασφαλίζουν κάποια μορφή συναίνεσης στο περιεχόμενο της αναθεωρήσεως, και κάποια χρονική σταθερότητα,  διότι 3/5 δεν βγαίνουν εύκολα σε καμμία βουλή, αλλά τούτο δεν αρκεί: α) Δεν αρκεί η συγκυριακή κομματική σύμπλευση  δύο Βουλών, για μία επιτυχή και εις βάθος χρόνου ορθή αναθεώρηση, αρκεί μόνο για την αναθεώρηση με βάση τις συγκυριακές επιδιώξεις των συγκεκριμένων κομμάτων, και για κάποια "πασαλείμματα" εκσυγχρονισμού, που και άν έχουν κάποια καλά στοιχεία (όπως η περί της αρχής της αναλογικότητας διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος) , στην συνέχεια δεν τελεσφορούν, αφού στερούνται τήν αναγκαία εμβάθυνση στην φύση των προβλημάτων και την σύμπνοια μεταξύ δύο Βουλών και λαού, για την καλλίτερη επανασυγκρότηση ή εκσυγχρονισμό της λειτουργίας  του κράτους (δείτε π.χ. πώς περιόρισε την εμβέλεια της αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 του Συντάγματος,  η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας). β) Θα βγούν τα 3/5 των βουλευτών,  ως πλειοψηφία για αναθεώρηση πολύ πιό εύκολα, εάν η αναθεώρηση έχει διαφάνεια εξ αρχής, επαρκή θεμελίωση κατά κοινή αποδοχή,  και όχι συγκυριακό χαρακτήρα - πέραν του ότι τούτο απαιτείται ουσιαστικώς από το Σύνταγμα.
Και τέλος,  αν είναι δύσκολη η αναθεώρηση ας μείνει δύσκολη ή και αδύνατη, υπάρχει το επίπεδο του νόμου. Το συνταγματικό επίπεδο της αναθεωρήσεως, δεν είναι για να χρησιμοποιείται βουλησιαρχικώς από κόμματα, για τον περιορισμό είτε τοῦ λαοῦ είτε των άλλων κομμάτων, είτε  των δικαστηρίων, είτε των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ούτε  για την παρά φύσιν "διεύρυνση" των τελευταίων, αλλά υπάρχει γιά τήν καλλιτέρευση της δομής και της λειτουργίας της Πολιτείας, και τούτο, μόνον υπό πολτικές και κοινωνικές συνθήκες γενικής πολιτικής συναινέσεως. 
Όσοι βιάζονται για εκσυγχρονισμούς που βολεύουν ιδίως αυτούς και μόνον, ή μόνον συγκεκριμένα κόμματα ή παρατάξεις, ας βιάζονται, διότι αν βιάζονται χωρίς γενική πολιτική συναίνεση, τούτο σημαίνει ότι α) το θέμα δεν έχει ωριμάσει για αναθεώρηση, ή β) πάντως δεν ανήκει στό συνταγματικό επίπεδο, οπότε  εκ φύσεως θα ανήκει αα) είτε στο επίπεδο του νόμου, ββ) είτε στό επίπεδο της κανονιστικώς δρώσης Διοικήσεως. 

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΣ:
Α) Περί της διαδικασίας Αναθεωρήσεως του Συντάγματος: Δεν ισχύει νομικώς η μέχρι σήμερα αντισυνταγματική πρακτική των αναθεωρήσεων ως συνταγματικό δίκαιο, αλλά εφαρμόζεται μόνον ως εν τοις πράγμασι πρακτική. Θα αποτελούσε δίκαιο, μόνο αν ήταν ουσιαστικώς σύμφωνη με το Σύνταγμα ή συμπληρωματική αυτού, που δεν είναι. Δεν αντέχει δε η δογματική θεώρηση της εν λόγω πρακτικής, στην εμβάθυνση του νοήματος των διατάξεων του άρθρου 110 του Συντάγματος που επεχείρησα παραπάνω. Και η εμβάθυνση αυτή δεν απαρτίζεται από σκέψεις περί θετέου δικαίου αλλά από ανάλυση του ισχύοντος συνταγματικού δικαίου προς διόρθωση κακώς κειμένων.
Δεν αμφισβητεί κανείς ότι η δεύτερη Βουλή έχει νομιμοποίηση να αναθεωρήσει, αλλά φρονώ, πιστεύω φρονίμως, ότι την έχει προς αναθεώρηση μόνο στα όρια και σύμφωνα με την απόφαση της πρώτης Βουλής (που πρέπει διά τούτο να είναι συγκεκριμένη) και όχι εν λευκώ.  Η ουσία είναι ότι ο λαός ποτέ δεν θα ακούγεται ουσιαστικώς σύμφωνα με την γνώμη συνταγματολόγων  που μέχρι σήμερα ακολουθήθηκε, ενώ με την διαδκασία αναθωρήσεως που κατά την γνώμη μου επιτάσσει το Σύνταγμα, θα ακούγεται πρεπόντως ο λαός.
Β) Περί ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ: Έγκριση αναθεωρήσεως με δημοψήφισμα είναι πράγμα όχι πάντα ευκταίο, αφού είναι μέθοδος επιδεκτική σε καταχρήσεις – χρειάζονται σωστές προϋποθέσεις θεσπισμένες σε συνταγματικό επίπεδο.  Υπάρχει ο κίνδυνος και δη με τα σύγχνονα ΜΜΕ να διαμορφωθεί τεχνητά πλειοψηφία σε δημοψήφισμα, μέσω κοινωνικών δικτύων επιρροής που αντικαθιστούν την κοινωνία.
Αναμφίβολα, τα κοινωνικά δίκτυα σχηματίζονται και αποκτούν πολιτική επιρροή,...αλλά επί ποίου; επί του εαυτού τους; Επί της πολiτικής, αλλά και επί της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, φυσικά.
Τα κοινωνικά δίκτυα λοιπόν, είναι μέν χρήσιμο εργαλείο αναλύσεως όταν αυτή γίνεται με όρους εξουσίας, αλλά είναι συρρικνωτική της πραγματικότητας, η θεώρηση που στηρίζεται σε όρους εξουσίας μόνον. Τέτοια θεώρηση, αδικεί και την κοινωνία και τον άνθρωπο και την "ανθρωπιά" του – την εν Χριστώ Ιησού (κοινωνικώς θεούμενη) ανθρωπότητά του καλλίτερα.  
Η ύπαρξη κονωνίας, όπως και τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι δεδομένα εκ φύσεως, αλλά και ζητούμενα κατά το "τέλος" τους, κατά τον  ουσιαστικό σκοπό της υπάρξεώς τους.
 Όποιος βλέπει κοινωνιολογικά, πολιτικά, ή άλλως πως, ότι κατ' αυτόν και γι' αυτόν δεν υπάρχει εν τέλει κοινωνία και ότι άρα δεν υπάρχει καν κάποια βασική κρατική ιδεολογία προερχόμενη από τον λαό (δηλαδή ιδεολογικές βάσεις συσσωματώσεως της ΟΛΗΣ κοινωνίας σε δημοκρατικό κράτος), αλλά μόνον δίκτυα κοινωνικής δικτυώσεως με δύναμη μεταφράσεώς τους άμεσα ή έμμεσα σέ κρατική ή παρακρατική εξουσία,  πέραν του ότι είναι δυστυχής ως άνθρωπος, μπορεί να γίνει και πολύ επικίνδυνος για την δημοκρατία.
Τούτο, ιδίως, αν χρησιμοποιήσει το δημοψήφισμα ως μέθοδο επικρατήσεως κάποιων κοινωνικών δικτυώσεων, οσονδήποτε πολυπληθών,  επί του πάντως πολυπληθέστερου, και πράγματι συνταγματικώς αρμοδίου, Ελληνικού λαού.
Τα δημοψηφίσματα, είναι επισφαλή και αντιδημοκρατικά χωρίς πλήρη και εις βάθος ενημέρωση όλων, και χωρίς παροχή χρόνου και δυνατοτήτων για πολιτική ζύμωση στόν λαό, πράγματα που σε περιόδους σοβαρῶν οικονομικών κρίσεων όπως η σημερινή, και σε τοπίο πνευματικής ερημίας, διεθνιστικού έως και αντεθνικού σφυροκοπήματος, και παραπληροφορήσεως υπό των ΜΜΕ, αντικειμενικώς δεν υπάρχουν. 
Συνεπώς, δημοψηφίσματα, και δη για για σοβαρές αποφάσεις ή και «ανατροπές», τόσο σε θέματα συνταγματικής αναθεωρήσεως αντί της δεούσης συνταγματικής διαδικασίας του άρθρου 110 του Συντάγματος, όσο και παραπλεύρως της συνταγματικής διαδικασίας αυτής, ή περαιτέρω, σε θέματα νομοθετικού επιπέδου, συνιστούν μέθοδο χειραγωγήσεως (MANIPULATION) του λαού και όχι δημοκρατική.
Γ) Περί ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΨΗΦΟΥ. Για να είναι πραγματικά δημοκρατική η όποια συνταγματική αναθεώρηση, αλλά και επιτυχημένη πολιτικο-κοινωνικώς και αποτελεσματική πολιτικώς, απαιτείται αναγκαίως, αντί δημοψηφίσματος, να έχει τηρηθεί η κατά το ἄρ. 110 του Συντάγματος διαδικασία έτσι, ώστε να ψηφισθεί η αναθεώρηση με αυξημένες πλειοψηφίες «του όλου αριθμού των βουλευτών», ρεαλιστικά και όχι εικονικά:
Θα πρέπει δηλαδή τόσο για την  πρώτη Βουλή όσο και για την δεύτερη, να έχει τηρηθεί η απαιτούμενη κατά το άρ. 51 του Συντάγματος καθολικότητα της ψήφου ενεργώς, δηλαδή το υποχρεωτικόν της ψηφοφορίας, που απορρέει από την παράγραφο 3 του άρθρου 51 του Συντάγματος - και που έχει τεθεί ρητώς με την παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου.
Με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 αυτής, προβλεπόταν ότι με νόμο θα ορισθούν οι εξαιρέσεις από την υποχρεωτικότητα της ψήφου, καθώς και οι ποινές για όσους δέν ψηφίζουν, αλλά αυτό το εδαφιο καταργήθηκε με αντισυνταγματική, κατά τα ανωτέρω, πρακτική αναθεωρήσεως, το 2001. Άρα, η τοιαύτη μη έγκυρη κατάργηση του  εδαφίου αυτού, επέφερε άμεση νομική σύγχυση ως προς τον εάν εξακολουθεί να κολάζεται ποινικά όποιος δεν ψηφίζει, αλλά δεν αποκλείεται η δικαστική ή διά της νομοθετικής οδού ανανέωση του ποινικού κολασμού, αφού αυτός δέν αποκλείεται συνταγματικώς (ούτε καν υπό την εκδοχή της αναθεωρημένης παραγράφου 5 του άρθρου 51 του Συντάγματος).
Εδώ, πρέπει να επισημανθεί η επικοινωνιακή αλλαγή στην ορολογία, την οποία επέφερε η ιδεολογική ἀπαξίωση της υποχρεωτικότητας της ψήφου, διά της ως άνω αναθεωρήσεως της εν λόγω παραγράφου 5, αλλά καί διά της προσφάτου τότε καταργήσεως των εκλογικών βιβλιαρίων: Αντί γιά «εκλογείς» ή γιά «πολίτες», γίνεται λόγος πλέον γιά «ψηφίσαντες» ή για «ψηφοφόρους». Καί είναι βεβαίως άλλο πράγμα να ευρίσκεται στην εξουσία μία Κυβέρνηση που είναι Κυβέρνηση μειοψηφίας διότι δεν έχει την εμπιστοσύνη των πολιτών ή των εκλογέων, δηλαδή του εκλογικού σώματος, και άλλο πράγμα να ευρίσκεται στην εξουσία μία Κυβέρνηση που είναι Κυβέρνηση μειοψηφίας διότι έχει την σχετική πλειοψηφία των ψήφων των «ψηφισάντων ψηφοφόρων». Στην πρώτη περίπτωση καθίσταται εμφανές με κλασσικό τρόπο το πραγματικό πρόβλημα της δημοκρατικής νομιμοποιήσεώς της, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, ως Κυβέρνηση της πράγματι μειοψηφίας των εκλογέων αλλά πλειοψηφίας των «ψηφισάντων ψηφοφόρων», μπορεί να εξακολουθήσει να κυβερνά με «νομιμοποίηση» μη πράγματι δημοκρατική, αλλά αναγόμενη στην υποθετική μελλοντική πλειοψηφία μιάς επικοινωνιακά αρξαμένης «διαρκούς ανατροπής» ή «διαρκούς επαναστάσεως».
Από συνταγματικής ἀπόψεως: Δεδομένου ότι μία συνήθης αποχή της τάξεως 5-15% δύναται να οφείλεται σε ανυπέρβλητα εμπόδια, όπως προκεχωρημένον της ηλικίας ή μετανάστευση, η παραβίαση του συνταγματικού κανόνος που επιβάλλει την υποχρεωτικότητα της ψήφου για όλους τους εκλογείς, δύναται και πρέπει να ελέγχεται δικαστικώς, όταν η αποχή υπερβαίνει σημαντικά τα ποσοστά αυτά.
Διότι, όταν αποχή και λευκές ψήφοι, προστιθέμενες, ξεπερνούν το 20% του όλου αριθμού των ψηφοφόρων, δεν δύναται πλέον να γίνει λόγος για πράγματι αντιπροσωπευτική των «εκλογέων» ή των «πολιτών» Βουλή, και πολύ ολιγώτερον για Βουλή έχουσα αρμοδιότητα κινήσεως ή συνεχίσεως  της διαδικασίας αναθεωρήσεως του Συντάγματος.
Αυτό πρέπει να προσεχθεί όλως ιδιαιτέρως, διότι αλλιώς, το αποκτηθέν με τόσους κόπους και αίμα εθνικών αγώνων, εθνικό κράτος μας και το συνακόλουθον αυτού ελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα, μπορεί να καταργηθούν ή να «αλλοιωθούν», από οργανωμένες μειοψηφίες πού συγκυριακώς ευρίσκονται στην εξουσία, διαθέτοντας περιστασιακή πλειοψηφία ψήφων των ψηφοφόρων, αλλά όχι και πραγματική πλειοψηφία (πλειοψηφικής εμπιστοσύνης) απορρέουσα από τις ψήφους όλων των πολιτών ή εκλογέων, δηλαδή του όλου εκλογικού σώματος, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα.
Οπότε, υπό τις σημερινές διεθνείς πολιτικο-οικονομιές συνθήκες, το μέν ελεύθερο εθνικό κράτος κινδυνεύει να καταντήσει διεθνιστικό κέλυφος κενό από «περιεχόμενο» (περιεχόμενο είναι εν προκειμένω κατά μέγα μέρος το έθνος, η κρατική ισχύς, οι ιστορικές και αξιακές αναφορές της κοινωνίας – σε μας, κοινωνίας ως γένους Ρωμηών-Ελλήνων), το δε δημοκρατικό πολίτευμα κινδυνεύει να μετατραπεί από θεσμικό οικοδόμημα στεγάσεως του δημοσίου και εθνικού συμφέροντος, σε εργαλείο οργανωμένων μειοψηφών. 
Και όπως η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια, αφού ο ημιμαθής νομίζει ότι ξέρει, έτσι και η αλλοίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι χειρότερη από την κατάργησή του. Διότι, κατά του καταργήσαντος το δημοκρατικό πολίτευμα, εκδηλώνεται φυσικώς αντίσταση του λαού, αλλά και αξιακή οριοθέτηση της περαιτέρω κατωφερούς πολιτικής πορείας, υπό πολλών δημοσίων οργάνων και πολλαπλασιαστών μηνυμάτων στον δημόσιο λόγο.
Ενώ, κατά αυτού που αλλοιώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, και δη με πρόσχημα τους κινδύνους καταργήσεως της δημοκρατίας υπό άλλων, αφ’ ενός μεν  ο λαός τηρείται σέ σύγχυση ως προς την διάπλαση τυραννίας, και διχαζόμενος δεν ανθίσταται, αφ’ ετέρου δε οι κρατικοί αρμόδιοι και οι πολλαπλασιαστές μηνυμάτων στον δημόσιο λόγο υπηρετούν ολοένα περισσότερο την, ολισθαίνουσα σε τυραννία, κατ’ επίφασιν δημοκρατία - πλήν βεβαίως, όσων ελαχίστων  δύνανται να σηκώσουν μέ πνευματική αρχοντιά και προσωπικό  σθένος, ή και τίμημα, τό άλλως αφόρητο ψυχικό βάρος της επιγνώσεως των λεπτών μεθόδων χειραγωγήσεως, και των τιθεμένων ψυχικών διλημμάτων, υπό τέτοιων καταστάσεων.
Χρειάζεται λοιπόν για την προάσπιση και διατήρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι μία σχολαστική και γραμματική, «πρό-χειρα» λογική, ερμηνεία διατάξεων του Συντάγματος, υπό αφηρημένων και αντικαταστατών λογικών όντων που «δικάζουν» και που «νομοθετούν», αλλά η έγκαιρη, εις βάθος ιστορικό και με κατά το δυνατόν διάκριση του μέλλοντος, ορθοδόξως λεπτομερής και πνευματικώς εύκαμπτος, προσωπικώς σημαντική, ερμηνευτική μέθοδος ερμηνείας των άρθρων 110 και 51 του Συντάγματος, τόσο υπό των πολιτικών, όσο και υπό των δικαστηρίων, ώστε αποκλίσεις χειραγωγήσεως της δημοκρατίας, προς άλλες κατευθύνσεις, να επαναφέρονται με προσωπικά υπεύθυνη παρέμβασή τους στα Συνταγματικώς ἐπιβεβλημένα όρια του πολυτίμου κοινωνικώς και πολιτισμικώς εθνικού κράτους μας.

4 σχόλια:

  1. 1)Κάποιοι ισχυροί θέλουν αλλαγή του Ελληνικού Συντάγματος, δεν τους αρέσει.
    Η Ν.Τ.Π. προφανώς δεν θέλει την Ελλάδα Ορθόδοξη Χριστιανική Ελληνική χώρα, αλλά πολυθρησκευτική, πολυφυλετική και "πολυπολιτισμική".
    Θέλουν και να νομιμοποιήσουν και τα Μνημόνια, την "διαφορετικότητα", τον εκφυλισμό και τον Αφελληνισμό.
    Η επίκληση στην Αγία Τριάδα τους ενοχλεί σφοδρότατα.
    Με την αλλαγή μάλιστα του άρθρου 110, που τους θέττει χρονικά εμπόδια, ασφαλώς θα πραγματοποιούν ευκολότερα τα σχέδια τους, για δήθεν το καλό του λαού!

    2)"If you want a vision of the future, imagine a boot stamping on a human face - forever."
    George Orwell

    3)"Global Citizen Foundation":
    Γιατί πρέπει να αλλάξει το άρθρο 110 για την αναθεώρηση του Συντάγματος

    https://www.youtube.com/watch?v=RvX7Ck1JX-U

    http://s.kathimerini.gr/resources/toolip/doc/2016/06/08/syntagma_20160605.pdf

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Και μόνο που είδα ποιοι συμμετέχουν στην πρόταση για 'Καινοτόμο σύνταγμα για την Ελλάδα' είχα αρνητική προδιάθεση. Διαβάζοντας κάποια αποσπάσματα και παρ'οτι σε πολλά σημεία πιστεύω ότι θα συμφωνήσουν όλοι σχεδόν οι Έλληνες, είδα επίσης αρκετά ιδεολογήματα (ιδεολογικές αγκυλώσεις τύπου θολοκουλτούρας θα ήταν μία ακριβέστερη περιγραφή) και ανύπαρκτες ή εξαιρετικά αδύναμες αιτιάσεις.
      Οφείλω να υπενθυμίσω ότι η πλέον δημοκρατική μέθοδος αναθεωρήσεως του Συντάγματος είναι μία και μόνη: ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ - για να αποφύγουμε τα κομματικά παιχνίδια ΟΛΩΝ.

      Διαγραφή
  2. Αυτό που δημοσιεύσατε τι είναι; ομοιάζει λίγο με σούπα ανακατεμένη με πολύ….χυλό, ειδικά μετά από εγκεφαλικό... αυτά ούτε ως δικολαβίστικα ευφυολογήματα δεν λέγονται, ούτε πολλώ μάλλον γράφονται
    Καλόν είναι κάποιοι των δ.δ. να γράφουν που και που κάποια απόφαση

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δικολαβίστικο (τό λιγώτερο) εἶναι τό ἀόριστο σχόλιό σου κ. Τζέϋ Ἔφ Καίει. Κάτι συγκεκριμένο δέν λές, διότι προφανῶς δέν σοῦ ἄρεσαν ὅσα λέγονται παραπάνω, ἄν καί μᾶλλον δέν τά πολυκατάλαβες.

      Διαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.