19/7/09

Ο αγνοούμενος Πανίκος Χαραλάμπους

Το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ», κι αν δεν είναι πια σύνθημα, λειτουργεί ως πραγματικότητα. ΟΧΙ, ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΜΕ. ΟΧΙ, η σιωπή δεν είναι λήθη· δεν είναι ανοχή. Είναι μια όψη του ενστίκτου που μας κράτησε πεισματικά αγκιστρωμένους σ’ αυτήν την άνυδρη κι όμορφη γη μέσα στους πολλούς αιώνες όπου αδιάλειπτα ονομάζεται, με τις ίδιες ελληνικές μας λέξεις, ο τόπος μας «ΚΥΠΡΟΣ» και το ύπατο ιδανικό μας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».

>19η Ιουλίου, η 35η επέτειος εκείνου του τελευταίου τηλεφωνήματος
Του Τάσου Τζιωνή*
«Όταν από τις στάχτες εκείνου του πολέ- μου που δεν τέλειωσε ακόμα, έβγαιναν οι τελευταίοι καπνοί, έμαθα για τον Πανίκο. Ο συμμα- θητής των μικρών μου χρό- νων ήταν αγνοούμενος.
Η ψυχή μας είχε αγριέψει στον πόλεμο»
Αφιερωμένο στους φίλους που χάθηκαν το ’74 και δεν γύρισαν ακόμα Ημασταν στην ίδια τάξη στο Δημοτικό Σχολείο. Ήταν φιλικός, απλός, πρόσχαρος, προσηνής, αξιαγάπητος και σεμνός· με καλό γάλα βυζαγμένος, από καλούς γονιούς αναγιωμένος κι από άξιους δασκάλους φωτισμένος· ήσυχος κι επιμελής μαθητής. Την εφηβεία περάσαμε στο χωριό μας, μα δεν φοιτούσαμε πια στο ίδιο σχολείο. Χάσαμε επαφή.
Ύστερα «ήρθαν χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι…». Ο Ιούλης του ’74 μας βρήκε στη χουντοκρατούμενη Εθνική Φρουρά. Υπηρετούσε τη θητεία του στο Συγχαρί και εγώ στο γειτονικό στρατόπεδο της 32ας Μοίρας Καταδρομών, στο Μοναστήρι του Αγίου Χρυσοστόμου, κοντά στον Κουτσοβέντη. Ήταν Παρασκευή βράδυ, 19 Ιουλίου. Ήταν συσκότιση κι η νύκτα ασέληνη. Μόνο τ’ αστέρια στο στερέωμα και τα καντήλια στην εκκλησία της Μονής έμειναν να θυμίζουν πως, στο φως μόνο υπάρχουν ο κόσμος κι ο άνθρωπος· χωρίς αυτό, τίποτα δεν υπάρχει και κανείς. Ήμασταν, θυμούμαι, σε αυστηρή επιφυλακή, ύστερα από επίμονες φήμες για εχθρική ενέργεια από τα τουρκοχώρια της Αγύρτας και του Κιόνελι.
Βάδιζα σκεφτικός από το προαύλιο στην έξοδο. Το ξεθωριασμένο από το χρόνο μαύρο τηλέφωνο ήταν εκεί, δυο βήματα από την Πύλη της Μονής. Το ηχηρό κουδούνισμά του έσπασε της νύκτας την ύπουλη σιωπή. Το σήκωσα απορώντας. Ήταν ο Πανίκος, ο συμμαθητής των παιδικών μου χρόνων! Πρώτη φορά μού τηλεφωνούσε. Το ότι επικοινωνούσαμε, τις μέρες εκείνες της καταναγκαστικής αλαλίας, ήταν ευλογία και το μαρτυρούσε ζωντανά η ευφορία στο λόγο μας. Τα λόγια ακριβώς που ανταλλάξαμε δεν τα θυμάμαι· χάνονται μες στη σκιά που αφήνει πίσω του ο ήλιος της μνήμης καθώς απομακρύνεται το απομεσήμερο. Θυμάμαι μόνο πως ήμασταν κι οι δυο ανήσυχοι για το πού θα οδηγούσε η αφροσύνη των ημερών. Δεν είχαμε πληροφόρηση. Μόνο φήμες έφθαναν στην υπαίθρια φυλακή μας· μόνο ανεπιβεβαίωτες βασανιστικές φήμες. Τη θέση της γνώσης καταλάμβανε η διαίσθηση. «Εν σκότει» και εν «σκιά θανάτου» ευρισκόμενοι, διαισθανόμασταν το αύριο της φωτιάς. Αφουγκραζόμασταν ήδη τον καλπασμό του αλόγου του κι οσμιζόμασταν το χνώτο του Οθωμανού Χάροντα που επελαύνοντας ανέμιζε το δρεπάνι του, εύχαρις και πλήρης αγαλλιάσεως για την προσδοκώμενη εσοδεία της επιούσας στην προσφιλή μας πατρίδα, την προδομένη, την εγκαταλελειμμένη και αβοήθητη. Είχαμε πολύ καιρό να μιλήσουμε κι εκτίμησα πολύ που νοιάστηκε για την τύχη μας, τις ώρες που μετρούσαμε ανάμεσά μας πολλούς αθώους, δολοφονημένους από λίγους ενόχους. Κατεβάσαμε το ακουστικό επανερχόμενοι στο σκοτάδι της τελευταίας νύχτας πριν από την άλλη, τη μεγάλη, που άρχιζε το χάραμα.
Με το πρώτο φως του Σαββάτου, οι αιθέρες μας γέμισαν λυσσασμένα αρπαχτικά με χαραγμένη στο σώμα τους την ημισέληνο. Ο ουρανός έβρεχε αλεξιπτωτιστές, σφαίρες, οβίδες και ναπάλμ και φυλλάδια με εκκλήσεις για παράδοση, συμφιλίωση και ειρήνη σε κάκιστα Ελληνικά. Οι λίγοι που ήμασταν στη Μονή, πήραμε διαταγή να κατευθυνθούμε προς την Άσπρη Μούττη. Στα μέσα της διαδρομής, στο Συγχαρί, θα συναντούσαμε τους άλλους της μονάδας μας, κι ύστερα μαζί θα πορευόμασταν στο χώρο της νυχτερινής καταδρομής. Φορτώσαμε τα οχήματά μας με τα λιγοστά πρωτόγονα όπλα και πυρομαχικά μας και κινήσαμε προς δυσμάς. Περάσαμε το χωριό Βουνό και φτάσαμε σύντομα στο Συγχαρί που ήταν πέρασμα οχημάτων και στρατιωτών και περιοχή στρατοπέδου. Ο ήλιος είχε ήδη σκαρφαλώσει μερικά κοντάρια στον ουρανό. Η Λευκωσία, στους πρόποδες της οροσειράς, χωσμένη στους καπνούς, φαινόταν τυλιγμένη στις φλόγες. Στην άκρη του χωριού, το στρατόπεδο είχε μετατραπεί σε κόλαση επί της γης. Πάνω απ’ τις κεφαλές μας, μαχητικά και βομβαρδιστικά έκαναν συνεχώς βυθίσεις και χτυπούσαν αλύπητα. Αφήσαμε τα οχήματα και τρέξαμε στα χωράφια για να προστατευτούμε κάπως από την επίθεση που διεκδικούσε τη ζωή μας. Σπαρτά, θάμνοι και δέντρα καίγονταν, ενώ στα μαύρα αποκαΐδια έπεφταν ξανά και ξανά σφαίρες και βόμβες. Εκτεθειμένοι στη φωτιά γύρω μας και στην εξ ουρανών επιδρομή, αναζητούσαμε στη μακρινή γραμμή του ορίζοντος, προς τη θάλασσα της Μόρφου, ιπτάμενα ίχνη ελπίδας. Κάποτε οι ευχές μας γίνονταν φήμες και διαπερνούσαν σαν αστραπή τη διακεκαυμένη ζώνη που μας περιέβαλλε και ηχούσαν χαρμόσυνα στ’ αυτιά μας σαν επιθυμίες που τις τίμησε η πραγματικότητα: «Έρχονται τα ελληνικά αεροπλάνα· έρχεται η Ελλάδα· έρχεται…» Και τη χαρά του ευσεβούς πόθου διαδέχονταν η απογοήτευση και, ύστερα, τα φοβερά του ναυαγού συναισθήματα: η εγκατάλειψη, η απελπισία, η απόγνωση και το φρικτό εκείνο του επικείμενου θανάτου.
Κάποια ώρα, τ’ αεροπλάνα έπαψαν να χτυπούν στα όρια της κόλασής μας. Σπεύσαμε για νερό, να βρούμε τους συντρόφους και τους αξιωματικούς μας, να πάρουμε διαταγές, να μάθουμε για το ύστερα· εάν θα υπήρχε. Μπήκαμε στην αυλή ενός σπιτιού. Από την υπαίθρια βρύση, που έγινε η αγαπητικιά των διψασμένων, πήραμε ζεστό νερό· το μόνο υπάρχον. Κοίταξα προς το στρατόπεδο. «Πρέπει να είναι αυτό του Πανίκου», σκέφτηκα. Πού να ’ναι, τι να κάνει τώρα;» Εποχούμενοι στρατιώτες συνέχιζαν να φεύγουν για τις αποστολές της πρώτης μέρας του πολέμου που άρχισε πριν από μερικούς αιώνες ενωρίτερα, εκείνο το πρωί. Ήμουν βέβαιος ότι ο παιδικός συμμαθητής μου ήταν καλά, κάπου εκεί κοντά, μαζί με τους συντρόφους του στην πορεία προς το δικό τους μέτωπο. Είχε πέσει το δείλι όταν ανασυνταχθήκαμε. Μπήκαμε στα οχήματά μας και κινήσαμε και πάλι για την Άσπρη Μούττη. Καθ’ οδόν, μια ομάδα από στρατιώτες έσπρωξαν κι έριξαν στον γκρεμό το μεγάλο άδειο όχημά τους που ’χε ακινητοποιηθεί φράσσοντας, την ώρα του κακού, το δρόμο σ’ ολόκληρη φάλαγγα οχημάτων με φαντάρους μιας άλλης μονάδας. Ένα λαντρόβερ ερχόταν αργά προς την κατεύθυνσή μας. Στο πίσω μέρος του είδα τον πρώτο νεκρό.
Χαμηλά στον ουρανό πετούσαν από βορρά με νότια κατεύθυνση 50-70 ελικόπτερα. Αφήσαμε πίσω το λαντρόβερ με τον πρώτο νεκρό και προχωρήσαμε. Από ψηλά βλέπαμε τον ήλιο να δύει εκεί απ’ όπου περιμέναμε τα αεροπλάνα της σωτηρίας ν’ αναδυθούν. Μακριά πίσω μας ο Άγιος Χρυσόστομος, το Συγχαρί, τα καμένα χωράφια, το κατεστραμμένο στρατόπεδο κι ο πρώτος νεκρός, ο μέσα στα φαιοπράσινα. Με καρδιά σαν από πέτρα συνεχίσαμε, ο καθείς προς τη δική του μοίρα… Όταν από τις στάχτες εκείνου του πολέμου που δεν τέλειωσε ακόμα, έβγαιναν οι τελευταίοι καπνοί, έμαθα για τον Πανίκο. Ο συμμαθητής των μικρών μου χρόνων ήταν αγνοούμενος. Η ψυχή μας είχε αγριέψει στον πόλεμο. Η καρδιά μας είχε γίνει σκληρή σαν γρανίτης. Χάσαμε φίλους πολλούς. Μια βαθιά χαρακιά μοίρασε τη γη μας. Ο τόπος μας γέμισε σκηνές και μνήματα. Άκουσα για τον Πανίκο και σώπασα. Θυμήθηκα μόνο την τελευταία φορά που μιλήσαμε λίγες ώρες προτού αρχίσει η μέρα που κουβαλούσε τη μεγάλη νύχτα του Πανίκου, της οικογένειάς του και όλων μας. Χάραξα τη φωνή του στο μυαλό μου κι επέστρεψα στην καθημερινότητα της εποχής η κάθε ώρα της οποίας ήταν γεμάτη από ένα αλλόκοτο κράμα από θρήνο και πένθος, αντίσταση στην κατηφόρα της θλίψης και βούληση για ζωή και δημιουργία. Η Κύπρος επιβεβαίωνε κάθε μέρα το μύθο του αναγεννώμενου από την τέφρα του φοίνικα. Αλίμονο όμως, ενός φοίνικα που φαινόταν να νοιάζεται περισσότερο για την τροφή και το χρώμα των φτερών του, μη κοιτάζοντας και μη ενθυμούμενος πώς έγινε στάχτη, πώς ξαναγεννήθηκε.
Σύντομα, ο Πανίκος Χαραλάμπους, εκ Κάτω Πολεμιδίων, Λεμεσού, ετών 19, έγινε ένα όνομα στο μακρύ κατάλογο των αγνοουμένων.
Πριν από λίγα χρόνια, σε μια σύναξη συγγενών αγνοουμένων, είδα μπροστά μου ξαφνικά τον κύριο Νίκο. Είχα συγκλονιστεί από τη θέα του θλιμμένου καλοσυνάτου προσώπου του κι από το νόημα του γεμάτου αγωνία και αξιοπρέπεια βλέμματός του. Δεν κατάλαβα πώς πέρασαν τόσα χρόνια. Αισθάνθηκα ντροπή και τεράστια ενοχή που ο παιδικός φίλος και συμμαθητής μου, ο γιος του, ήταν ακόμη αγνοούμενος. Του έσφιξα με ταραχή το χέρι μη ξέροντας τι να πω. Τι να του έλεγα;
Εκπροσωπούσα εκεί την Πολιτεία· το κράτος, που σαν φοίνικας αναγεννήθηκε από την τέφρα του κ.λπ., κ.λπ… «Τι να ’λεγα Πανίκο στον πατέρα σου; Ποιο μήνυμα να πάρει στη σεβαστή μητέρα και τ’ αδέλφια σου. Αφού δεν σε βρήκαμε κι ούτε μάθαμε για σένα. Τι να ’λεγα; Ότι είχαμε άλλες δουλειές, άλλες ασχολίες, άλλες έγνοιες;» Όταν ύστερα από ένα τέταρτο του αιώνα διαφώτισης της Οικουμένης για τις ευθύνες των μεγάλων ενόχων, αποφασίσαμε να γίνουμε πρακτικοί, αρχίσαμε να σκάβουμε για λείψανα, δείχνοντας έτσι πως αυτή είναι, αλί, η μόνη απάντηση που είμαστε ικανοί να δώσουμε στους συγγενείς.
Ο ουρανός είχε κλάψει πολύ το φθινόπωρο και το μεγάλο χειμώνα που ακολούθησαν την καταστροφή. Στους τάφους των νεκρών μας, και σιμά στων άταφων τα κορμιά, βλαστούσαν αγριολούλουδα, ενώ στα σπίτια των αγνοουμένων έθαλλε ακόμη η ελπίδα καθώς τρεφόταν από το νέκταρ που βρισκόταν άφθονο στους πανηγυρικούς των πολιτικών και στου λαού τις ανυπόκριτες παρακλήσεις.
Τώρα, οι πανηγυρικοί εκφωνούνται στις κηδείες των τέως αγνοουμένων, ενώ οι παρακλήσεις αραίωσαν. Μόνο οι συγγενείς - όσοι άντεξαν το μακρύ, χωρίς θάνατο και ταφή, πένθος- θυμούνται και πονούν κατά μόνας· αλλά η ελπίδα γέρασε.
Κι εγώ, με ένα κομμάτι της ψυχής μου κατατεθειμένο στις προσπάθειες για τη λύτρωση των αγνοουμένων και των συγγενών τους, ομολογώ και παραδέχομαι με πίκρα πως υπήρξαμε, ως κράτος αλλά και ως κοινωνία, κατώτεροι των περιστάσεων· προπαντός, πολύ κατώτεροι των ηρώων μας.
Θα αρκεσθώ σ’ αυτά σήμερα. Γιατί σήμερα είναι 19 του Ιούλη και κλείνουν 35 χρόνια από εκείνο το βραδινό απρόσμενο τηλεφώνημα· κι είναι μια επέτειος που θέλω να τιμήσω με καθαρή καρδιά· όπως αξίζει στον Πανίκο και τον κάθε αγνοούμενο και πεσόντα εκείνου του καλοκαιριού· εκείνου του καλοκαιριού που δοκιμάζει καθημερινά τη συνείδησή μας. Κυρίως τώρα, λίγο καιρό πριν από την επόμενη δοκιμασία του λαού μας, την κρισιμότερη μετά την εισβολή· αυτήν που θα απαντήσει οριστικά σ’ αυτούς που ανησυχούν, αγωνιούν και φοβούνται μήπως τελικά λειτουργεί η μνήμη μας· μήπως τελικά λειτουργεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησής μας.
Να ανησυχούν, να αγωνιούν και να φοβούνται. Το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ», κι αν δεν είναι πια σύνθημα, λειτουργεί ως πραγματικότητα. ΟΧΙ, ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΜΕ. ΟΧΙ, η σιωπή δεν είναι λήθη· δεν είναι ανοχή. Είναι μια όψη του ενστίκτου που μας κράτησε πεισματικά αγκιστρωμένους σ’ αυτήν την άνυδρη κι όμορφη γη μέσα στους πολλούς αιώνες όπου αδιάλειπτα ονομάζεται, με τις ίδιες ελληνικές μας λέξεις, ο τόπος μας «ΚΥΠΡΟΣ» και το ύπατο ιδανικό μας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». *Ο Τάσος Τζιωνής είναι διπλωμάτης.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 19/07/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.