27/11/09

Ελλάδα και ΝΑΤΟ

«Τις νατοϊκές απολαβές πολλοί αγάπησαν, το ΝΑΤΟ ουδείς». Θεωρώ ότι η παράφραση αυτής της ρήσης, συμπληρούμενη και από το θυμόσοφο ευφυολόγημα ότι «το ΝΑΤΟ είναι μία αγελάδα την οποία οφείλεις να αρμέγεις», απεικονίζει αρκετά χαρακτηριστικά το γενικότερο κλίμα μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η νεοελληνική θεώρηση για τον περιβόητο αυτόν πολιτικό-αμυντικό οργανισμό· έναν οργανισμό, ο οποίος επί 60 χρόνια δεν μπόρεσε να καταξιωθεί στη συνείδηση του μέσου Έλληνα.


Ίσως και όχι τελείως άδικα, εάν αναγνωρίσουμε ότι ως εγωκεντρικός λαός ποτέ δεν μας απασχόλησε σοβαρά η όποια μορφή της σοβιετικής απειλής, κυρίως όμως γιατί ως κακομαθημένος λαός αισθανόμαστε ότι το ΝΑΤΟ ποτέ δεν μας ικανοποίησε όσο θα επιθυμούσαμε. Συγκεκριμένα, δεν αποσπάσαμε ποτέ από αυτόν τον οργανισμό την αδιαφιλονίκητη δικαίωση των αιτημάτων, θέσεων και απόψεών μας απέναντι στην Τουρκία. «Λογικά» συνεπώς δεν κατανοούμε το λόγο υπάρξεως ενός διεθνούς οργανισμού ο οποίος δεν υποκλίνεται μπροστά στις ελληνικές θέσεις και ο οποίος δεν απορρίπτει αβλεπτί τις αντίστοιχες τουρκικές.

Αναμφίβολα, μετά και την τελευταία διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολική Ευρώπη, και άλλες, μικρές κατά βάση, ευρωπαϊκές χώρες έδειξαν να επιδιώκουν και τη μεγαλύτερη δυνατή άντληση νατοϊκών κονδυλίων καθώς επίσης και τη νατοϊκή στήριξη των πολιτικών τους ερεισμάτων. Η περίπτωσή τους όμως έχει μια θεμελιακή και πολύ ουσιαστική διαφορά σε σχέση με την ελληνική ιδιαιτερότητα. Οι χώρες αυτές έχουν κοινό προσανατολισμό, κοινό στόχο και κοινό «αντίπαλο» με το ΝΑΤΟ. Ταυτιζόμενες απόλυτα ιδεολογικο-πολιτικά με αυτό, πέτυχαν το εθνικό ζητούμενο και «αρμέγουν την αγελάδα». Πέτυχαν δηλαδή να διαθέτουν για τις αμυντικές τους δαπάνες το ελάχιστο δυνατό ποσοστό από τον κρατικό τους προϋπολογισμό και ανταποδοτικά να απολαμβάνουν εκ μέρους του ΝΑΤΟ μια σχεδόν ολοκληρωμένη αμυντική θωράκιση και, σε πολλές περιπτώσεις, εκτεταμένη πολιτική κάλυψη. Πρόκειται για μια καθ’ όλα θεμιτή πολιτική επιλογή, η οποία τους επιτρέπει να βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο, διαθέτοντας τα κεφάλαιά τους για κοινωνικές ανάγκες και όχι για εξοπλισμούς.

Η Ελλάδα βρίσκεται στο διαμετρικά αντίθετο άκρο. Διαχρονικά ανασφαλής και πατροπαράδοτα εγκλωβισμένη στην τουρκική απειλή, αναπόφευκτα δεν μπορεί να ταυτιστεί με τους νατοϊκούς προσανατολισμούς και μοιραία είναι αναγκασμένη να διαθέτει, εις βάρος των κοινωνικών της αναγκών, ένα δυσβάσταχτα μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ της για αμυντικούς εξοπλισμούς και δαπάνες, ενώ όχι μόνο δεν απολαμβάνει εγγυήσεις αμυντικής ασφάλειας από το ΝΑΤΟ, αλλά αντίθετα διατείνεται και ότι απειλείται σοβαρά από ένα κράτος-μέλος της ίδιας συμμαχίας στην οποία συμμετέχει.

Είναι αναμφίβολα μια οξύμωρη κατάσταση, η οποία, εάν αντιμετωπιστεί κοντόφθαλμα και επιδερμικά, δεν θα διακρίνει τις όντως δυσδιάκριτες, από το ευρύ κοινό, μακροχρόνιες γεωπολιτικές εγγυήσεις τις οποίες προσφέρει αυτός ο οργανισμός, και αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε παράλογες αντιδράσεις. Κορυφαία τέτοια αντίδραση, φορτισμένη και δραματοποιημένη μετά και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, υπήρξε η απόφαση η οποία λήφθηκε, το 1974, για αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Μια θερμοκέφαλη απόφαση, αντάξια της επιδερμικότητας η οποία διακρίνει την εξωτερική μας πολιτική, και λόγω της οποίας βρισκόμαστε διαρκώς έκπληκτοι και θυμωμένοι πίσω από τις διεθνείς εξελίξεις, είτε μας αφορούν είτε όχι.

Οι συνεπακόλουθες και αναπόφευκτα μειωτικές προβλέψεις της Συμφωνίας Επανεντάξεως (απώλεια διοικητικών αρμοδιοτήτων στον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου) μας οδήγησαν έκτοτε να συμπεριφερόμαστε, μέσα στους κόλπους του ΝΑΤΟ, με έναν αλλοπρόσαλλο και συμπλεγματικό επαρχιωτισμό, χάνοντας συνεχώς ερείσματα, κύρος και υπόληψη.

Θα μου ήταν αδύνατο μέσα σε λίγες σελίδες να δώσω όλες τις διαστάσεις της εθνικής αμυντικής πολιτικής σε σχέση με το ΝΑΤΟ. Καταρχάς γιατί, παρ’ όλη τη δεκάχρονη ενασχόλησή μου, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι τις γνωρίζω όλες και σε όλη τους την έκταση, αλλά και διότι είναι τόσο στενά συνυφασμένες με τη νεοελληνική ψυχωτική μεγαλομανία και όλα τα σύνδρομα τα οποία απορρέουν από την έλλειψη παιδείας και ιστορικής αυτογνωσίας, που θα χρειαζόμουν μια τεκμηριωμένη αυτοκριτική ανάλυση της ελληνικής ιστορίας με τη συνδρομή ιστορικών και ψυχολόγων. Ελλείψει αυτών θα προσπαθήσω να δώσω, όσο πιο αντικειμενικά μπορώ, τις προσωπικές μου εντυπώσεις και εμπειρίες από την ενασχόλησή μου με τα νατοϊκά δρώμενα, και τις οποίες είχα την ευκαιρία να αποκομίσω κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως επιτελούς και μετέπειτα επικεφαλής της Διευθύνσεως Αμυντικής Πολιτικής του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, όσο και από τη θέση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού.

Η ελληνική εμπλοκή με το ΝΑΤΟ άρχισε το 1952, όταν η Ελλάδα, μαζί με την Τουρκία, για ευνόητους λόγους, έγιναν ταυτόχρονα αποδεκτές ως τα νέα πλήρη μέλη της συμμαχίας. Με την εν λόγω ένταξη συμπληρώθηκε το νοτιοανατολικό τμήμα του ευρωπαϊκού αμυντικού πετάλου και διασφαλίστηκε ο θαλάσσιος έλεγχος σε ολόκληρη σχεδόν τη λεκάνη της Μεσογείου. Όταν αναφερόμαστε στην εποχή εκείνη, πάντα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι βρισκόμαστε στο απόγειο της ψυχροπολεμικής περιόδου. Μιας περιόδου, κατά την οποία η στρατιωτική απειλή εκ μέρους της Σοβιετικής Ένωσης και των χωρών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στοίχειωναν τον ύπνο πολλών πολιτικών και σίγουρα όλων ανεξαιρέτως των στρατιωτικών. Μέσα σε αυτό το βαρύ ψυχροπολεμικό και πολεμοκάπηλο κλίμα, η θέση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ λογικά είχε κάποια σχετικά αυξημένη στρατιωτική βαρύτητα και σημασία – εάν όχι έναντι της Τουρκίας, σίγουρα έναντι αρκετών άλλων δυτικών χωρών. Διαθέταμε χερσαία σύνορα με εχθρικές και αντίπαλες του ΝΑΤΟ χώρες και, επιπλέον, με το νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου η Ελλάδα μπορούσε να έχει και κάποιον έλεγχο, παρέχοντας έγκαιρη προειδοποίηση, των κινήσεων και προθέσεων του σοβιετικού στόλου της Μεσογείου. Βέβαια, ο απόλυτος έλεγχος των Στενών των Δαρδανελλίων πάντα έδινε στην Τουρκία ένα γεωστρατηγικό προβάδισμα, όσο και εάν προσπαθούσαμε με διάφορα ανερμάτιστα επιχειρήματα να το υποβαθμίσουμε. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, ανεπιφύλακτα μπορούμε να πούμε ότι, από τις αρχές περίπου της δεκαετίας του ’50 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60, η Ελλάδα διήγαγε τη «χρυσή περίοδο» της μεταπολεμικής στρατιωτικής της οντότητας. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είχαν το υψηλό ηθικό και τον «αέρα» του νικητή· του νικητή ενός πολέμου, ο οποίος όχι μόνο δεν τις είχε καταβάλει ηθικά, αλλά τις είχε καταξιώσει και αναδείξει, σε παγκόσμιο επίπεδο, ως υπόδειγμα μαχητικότητας. Στις ηγετικές θέσεις των Όπλων δεν προΐσταντο δημόσιοι υπάλληλοι αλλά αξιωματικοί λειτουργοί, οι οποίοι είχαν πολεμήσει και γνώριζαν, από πρώτο χέρι, πώς δημιουργείται και διατηρείται το ηθικό και το ετοιμοπόλεμο των μονάδων. Το δε Πολεμικό Ναυτικό αδιαφιλονίκητα κατείχε τα πρωτεία της επιχειρησιακής ναυτοσύνης, τουλάχιστον στη Μεσόγειο, και μόνο με το Βρετανικό Ναυτικό μπορούσε να συγκριθεί, τηρούμενων βέβαια των αναλογιών. Με τέτοια διεθνή εκτίμηση και αναγνώριση δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ΝΑΤΟ, παραβλέποντας τα πλεονεκτήματα και παρακάμπτοντας τις αντιρρήσεις της Τουρκίας, παραχώρησε στην Ελλάδα και στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό την αποκλειστική διοικητική και επιχειρησιακή αρμοδιότητα για ολόκληρο τον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Πρόκειται για την περίφημη περιοχή COMEDEAST (Command Mediterranean East: Διοίκηση Ανατολικής Μεσογείου), για την υποστήριξη της οποίας, μετά φυσικά την απώλειά της, δαπανήθηκαν ατελέσφορα άπειροι τόνοι μελάνης, χαρτιού και φαιάς ουσίας.

Το πρώτο πλήγμα στην οντότητα, στην αξιοπιστία και στο κύρος των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων ήλθε το 1967, με την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών. Όσο και αν αποδεχθούμε ότι ήταν μια ξενοκίνητη δικτατορία η οποία βόλευε τις στρατηγικές επιδιώξεις του ίδιου του ΝΑΤΟ, των Αμερικανών και της Δύσης, όσο κριτικά και αν σταθούμε απέναντί τους για την ανοχή και υποστήριξη που της έδωσαν, γεγονός παραμένει ότι στη συνείδηση του μέσου Ευρωπαίου, ή και Αμερικανού ακόμη, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις από το ’67 και μετά άρχισαν σταδιακά να χάνουν το «λούστρο» τους. Ξεθώριαζε σιγά σιγά η εικόνα των «λεόντων» του πολέμου και άρχισαν να φαντάζουν στα μάτια των δυτικών συμμάχων περισσότερο σαν τον γραφικό στρατό των νοτιοαμερικανικών καθεστώτων της μπανάνας. Μπορεί περιστασιακά να βόλευε και να εξυπηρετούσε το ΝΑΤΟ η δουλοπρέπεια και η ανοησία του στρατιωτικού καθεστώτος, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούσε να αποσπάσει έστω και την ελάχιστη εκτίμησή του. Το νομοτελειακό επιστέγασμα και η έμπρακτη επιβεβαίωση της απαξίωσης και αποδιοργάνωσης των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων υπήρξε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δεν έχουν σημασία οι υπαίτιοι και το πολιτικο-στρατιωτικό παρασκήνιο της όλης επιχείρησης. Ενδιαφέρει περισσότερο η μεταστροφή της εικόνας και το ότι η Ελλάδα, αργά αλλά σταθερά, γίνεται ο ουραγός του νατοϊκού συνασπισμού, καθώς και το ότι, σε αντιδιαστολή, η Τουρκία κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος.

Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να ακούγεται υπερβολικά ωμό, πλην όμως, για τις αποικιοκρατικής νοοτροπίας χώρες της Δυτικής Ευρώπης και φυσικά της Αμερικής, το «δίκαιο του ισχυροτέρου» ανέκαθεν υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος της αμυντικής τους πολιτικής. Η διά της βίας κατάληψη εδάφους γεωστρατηγικής σημασίας, η οποία φυσικά δεν θίγει τα γεωστρατηγικά συμφέροντα του δυτικού πολιτισμού, θεωρείται μάλλον θεμιτή και όχι καταδικαστέα ενέργεια. Ενδόμυχα θα πρέπει να επιδοκίμασαν την τουρκική ενέργεια, ανεξάρτητα του ότι για λόγους δεοντολογίας οι κυβερνήσεις τους αναγκάστηκαν να εκδώσουν χλιαρές καταδικαστικές ανακοινώσεις και ανούσια ψηφίσματα. Εξάλλου, είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ότι οι περισσότερες από αυτές τις χώρες, εάν όχι όλες, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο πλούτισαν, πλουτίζουν και ευημερούν μέχρι σήμερα.

Σημασία έχει τι έκανε η Ελλάδα, η οποία ως αντίποινα (!!!) έκανε ό,τι χειρότερο και αντιδεοντολογικό μπορούσε. Τιμώρησε τον εαυτό της και αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ουσιαστικά δωρίζοντας στην Τουρκία το νατοϊκό επιχειρησιακό μονοπώλιο στο Αιγαίο. Μοναδική εξήγηση την οποία θα μπορούσα ίσως να κατανοήσω, πέρα από το πάγιο ακαταλόγιστο των πολιτικών, ήταν ότι η πρόσφατη μεταπολίτευση δεν είχε δώσει το χρόνο στη νέα πολιτική ηγεσία, αφενός να εξοικειωθεί με τα γεωπολιτικά δεδομένα της περιοχής και αφετέρου να αντιληφθεί ότι τόσο η Ελλάδα όσο και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είχαν προ πολλού χάσει την εκτίμηση και το ειδικό βάρος που ενδεχόμενα θυμούνταν οι πολιτικοί αυτοί. Όπως και να έχει, η πολιτική ζημιά ήταν ανεπίστροφη. Η επιπολαιότητα όμως δεν σταμάτησε εκεί. Κυριολεκτικά καταβαραθρώσαμε την ήδη χαμηλή μας αξιοπιστία, όταν, έναν μόλις μήνα μετά την αποχώρησή μας (όσος χρόνος δηλαδή χρειάστηκε για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της πολιτικής επιπολαιότητας όσο και την τραγική κατάσταση των ένοπλων δυνάμεων) και χωρίς να έχουν εκλείψει, ούτε κατ’ ελάχιστο, οι λόγοι για τους οποίους αποχωρήσαμε, είχαμε ήδη κάνει αίτηση για την επανένταξή μας. Θα πρέπει τότε να χαμογέλασε και ο πιο βαθιά πικραμένος νατοϊκός, και όχι μόνο, αξιωματούχος. Και η Γαλλία αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, έκανε όμως 20 χρόνια να επανέλθει, και αυτό υπό όρους. Σαφώς και δεν έχουμε το ειδικό πολιτικό βάρος της Γαλλίας και θα ήμαστε αστείοι, εάν πιστεύαμε κάτι τέτοιο. Εάν όμως έχουμε μεγαλομανείς εμμονές και πιστεύουμε ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω μας, τότε, έστω και μόνο για τα προσχήματα, ας συμπεριφερόμαστε ανάλογα, γιατί διαφορετικά γελοιοποιούμαστε ανεπανόρθωτα.

του ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ*

5 σχόλια:

  1. Πολυ ορθα για καθε λογικο ανθρωπο και αξιοπρεπη,οταν ομως διοικουμαστε απο αναξιοπρεπεις και αναξιοκρατουντες τετοια αποτελεσματα θα εχουμε.Ενθυμουμαι την αντιδραση οργης και εκπληξης βουλευτη μας πως τους ξεφυγε και εφθασες σε τετοια υψηλη θεση στο στρατευμα αγαπητε κ.Αντωνιαδη εσυ ενας αθεος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ολα καλα και ωραια αυτα που μας εγραψε ο κ.Αντωνιαδης.
    Αλλα αντι να μας πει τι δεν εκαναν οι προηγουμενοι απο αυτον στο ΝΑΤΟΙΚΟ θεμα,μηπως μπορει να μας πει τι ακριβως εκανε αυτος,που ακομα και σημερα ειμαστε οι χειροτερα εξοπλισμενοι σε ατομικα υλικα "στρατιωτες" μεσα στο ΝΑΤΟ και μας Κοροιδευουν ολοι?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. "Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να ακούγεται υπερβολικά ωμό, πλην όμως, για τις αποικιοκρατικής νοοτροπίας χώρες της Δυτικής Ευρώπης και φυσικά της Αμερικής, το «δίκαιο του ισχυροτέρου» ανέκαθεν υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος της αμυντικής τους πολιτικής. Η διά της βίας κατάληψη εδάφους γεωστρατηγικής σημασίας, η οποία φυσικά δεν θίγει τα γεωστρατηγικά συμφέροντα του δυτικού πολιτισμού, θεωρείται μάλλον θεμιτή και όχι καταδικαστέα ενέργεια. Ενδόμυχα θα πρέπει να επιδοκίμασαν την τουρκική ενέργεια, ανεξάρτητα του ότι για λόγους δεοντολογίας οι κυβερνήσεις τους αναγκάστηκαν να εκδώσουν χλιαρές καταδικαστικές ανακοινώσεις και ανούσια ψηφίσματα. Εξάλλου, είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ότι οι περισσότερες από αυτές τις χώρες, εάν όχι όλες, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο πλούτισαν, πλουτίζουν και ευημερούν μέχρι σήμερα."

    Αυτό τα λέει όλα. Τι δουλειά έχει σήμερα η Ορθόδοξη Ελλάδα με τους λύκους της Δύσης;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Προσέξτε τα σχόλια, ένα υπέρ και δυο εναντίον, αυτό τα λέει όλα, η χώρα των Ελλήνων δεν είναι ελεύθερη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αυτό τα λέει όλα. Τι δουλειά έχει σήμερα η Ορθόδοξη Ελλάδα με τους λύκους της Δύσης; ……………………… Να ρωτήσεις τον Σούρλα , αυτός ξέρει!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.