27/10/17

Παρουσίαση του βιβλίου του Σεμπαϊδήν Καραχότζα «Μεταφράσεις ελληνικής και αγγλικής ποίησης στην πομακική γλώσσα»

Εθνολογικό Μουσείο Θράκης,   Αλεξανδρούπολη, 21.10.2017
Συντάκτης: Χρήστος Βασματζίδης*

Ένα μεγάλο ερώτημα που έχει ταλανίσει γενιές και γενιές μεταφραστών και ασχολουμένων με τη μετάφραση και θεωρητικών της λογοτεχνίας δεν είναι άλλο από τούτο: μεταφράζεται η ποίηση;  Πόσο μάλλον όταν τα ποιήματα δοκιμάζεται να μεταφραστούν σε μία γλώσσα  που οι ομιλητές της βρίσκονται σε καθεστώς αγωνίας διατήρησης, ανάδειξης και καταγραφής της·  τα πομακικά.
Οι ειδικοί σήμερα θα μιλήσουν φαντάζομαι εκτενώς για τη γλώσσα και τα προβλήματα της πομακικής, της γλώσσας  δηλαδή που μιλά ένα μικρό μα δυναμικό τμήμα του πληθυσμού της ελληνικής επικράτειας, που νομικά ανήκουν στη λεγόμενη «μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης», με την υποσημείωση  ότι οι πομακόφωνοι πομακικής προέλευσης αποτελούν μία ιδιαίτερη ομάδωση  που παρουσιάζει ετερογένεια από πλευράς γλώσσας, εθνικής προέλευσης και γεωγραφικής κατανομής.
Τις δυσκολίες της πομακικής γλώσσας και της ένταξής της σε ένα πολιτιστικό περιβάλλον, εντείνει το γεγονός ότι η επίσημη γλώσσα της ευρύτερης μουσουλμανικής μειονότητας που διδάσκεται στα σχολεία, στην οποία ανήκει και η παραπάνω ομάδα, είναι η τουρκική.  Εξάλλου η πομακική γλώσσα ήταν άγραφη δηλαδή προφορική, και μόλις τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες καταγραφής της, με τη δυναμική παρουσία των κ. Κόκκα  και  Καραχότζα, οι οποίοι είναι και οι ειδικοί να μιλήσουν για το φαινόμενο της πομακικής γλώσσας.

Εγώ θα προσπαθήσω σε πολύ σύντομες γραμμές να δώσω ένα πλαίσιο αυτής της πρακτικής που έχει επικρατήσει με τον όρο μετάφραση. Και αν έθεσα στην αρχή το ερώτημα  μεταφράζεται η ποίηση, μάλλον πρέπει τώρα να πω ότι η ποίηση μεταφράζεται από αιώνες και ότι το ερώτημα προέκυψε από την ανάγκη μίας σύστασης θεωρίας για τη μετάφραση.  Όμως εδώ πρέπει να διαβάσω από τον Στάινερ, ο οποίος έγραψε στο έργο του «Μετά τη Βαβέλ» ότι «ο όρος θεωρία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μετάφραση, ούτε για τη λογοτεχνία και γενικότερα για τις τέχνες, καθώς δεν πληρεί τα επιστημονικά κριτήρια της δοκιμής και της διαψευσιμότητας, η μετάφραση είναι αυτό που Βιντγκεστάιν αποκαλούσε μία «επακριβής τέχνη».

Παρ’ όλα αυτά  αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες και γράφηκαν πολλά έργα για τη μετάφραση και ιδίως για τη μετάφραση της ποίησης.  Ο σπουδαίος έλληνας μεταφραστής, ποιητής και καθηγητής Θεωρίας της Μετάφρασης στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου, Γιώργος Κεντρωτής λέγει ότι μετάφραση είναι «η επανέκφραση σε άλλη γλώσσα μίας ύλης που είναι ήδη ατρέπτως δεδομένη σε μία φυσική γλώσσα». Και συνεχίζει αναφέροντας ότι με αυτό τον ορισμό εννοούμε τη διαδικασία και το επιτέλεσμά της, δηλαδή το μετάφρασμα και το υλικό αποτύπωμά της.

Από εδώ όμως και στο εξής αρχίζουν να τίθενται τα ζητήματα που απασχόλησαν τις διάφορες θεωρίες. Και τούτο γιατί αφενός η μετάφραση είναι έργο κάποιου προσώπου του μεταφραστή και αφετέρου η ίδια προσδιορίζεται ως μία ιδιαίτερη τέχνη.
Οι θεωρίες μετάφρασης χοντρικά αναφέρονται σε δύο πόλους,  στην απόλυτη μεταφρασιμότητα και στον αντίποδά της τη μη μεταφρασιμότητα. Από την  προσέγγιση των θεωριών αυτών δημιουργούνται μία σειρά από επί μέρους ζητήματα που φαίνεται ότι είναι δυνατόν να διασαφηνιστούν στα πλαίσια της γλωσσικής επιστήμης.

Ο ιδρυτής της γλωσσολογικής θεωρίας στη μετάφραση στη Γαλλία Ζορζ Μουνέν γράφει ότι  το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα που τίθεται στην διαδικασία της μετάφρασης αφορά το λεξιλόγιο, όταν πλέον θεωρηθεί όχι ως ονοματοθεσία απλώς αλλά ως ένα σύνολο δομών. Δηλαδή ως ένα σημασιολογικό πεδίο, όπου το νόημα της κάθε λέξης εξαρτάται από το πλέγμα των αντιθέσεων που διατηρεί με όλα τα άλλα συστατικά του πεδίου. Η λέξη π.χ. σπίτι  για ένα μικρό παιδί μπορεί να είναι κάθε είδους κατοικία, διαφοροποιείται όμως σταδιακά και κερματίζεται και σε άλλες μορφές όπως  βίλα ή  εξοχικό ή πολυκατοικία ή διαμέρισμα κ.ο.κ. Επομένως, οι διαφορετικές δομές του ίδιου σημασιολογικού πεδίου δεν μπορεί να είναι ίδιες σε διαφορετικές γλώσσες, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στην άρνηση της μεταφραστικής δυνατότητας.
Ακόμη και η  συναισθηματική ατμόσφαιρα που περιβάλλει τις λέξεις αντιστέκεται πολλές φορές στη μετάφραση, δηλαδή στη μετάβαση από έναν πολιτισμό στον άλλο, από μια γλώσσα στην άλλη και τελικά και από άτομο σε άτομο - ακόμη και μέσα στον ίδιο πολιτισμό και στην ίδια γλώσσα.
Στις παραπάνω αναπτύξεις αντιπαραβάλλονται οι απόψεις των αρχαίων για την απόλυτη μεταφρασιμότητα χάρη στην ενιαία ανθρώπινη εμπειρία και στην ενιαία ταυτότητα του ανθρώπινου πνεύματος. Τα μεταφραστικά επίπεδα είναι τα επίπεδα πραγμάτωσης της επικοινωνιακής πράξης, οι δυσκολίες της επικοινωνίας εντοπίζονται στις σκοτεινές περιοχές της γλώσσας και ότι η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων είναι ένα φαινόμενο με μια κατά προσέγγιση σχετική επιτυχία.
Η μετάφραση μπορεί όντως να μην είναι πάντοτε εφικτή καθώς δεν είναι μια «αμετακίνητη και άχρονη γλωσσική κατάσταση», αλλά «όπως υπάρχει μια διαλεκτική των σχέσεων μεταξύ γλώσσας και κόσμου, υπάρχει και μια διαλεκτική των σχέσεων μεταξύ των γλωσσών».
Καταλήγει λοιπόν ότι πολύ πριν οι σύγχρονες θεωρίες περί της λειτουργικότητας της μετάφρασης κερδίσουν έδαφος, και πριν οι επιστήμες της επικοινωνίας και του πολιτισμού λάβουν τις σημερινές τους διαστάσεις, η μετάφραση αποτέλεσε μια διαδικασία που χαρακτηρίζεται από σχετική επιτυχία και ποικιλία ως προς τα επίπεδα επικοινωνίας τα οποία επιτυγχάνει, καθώς μεταβαίνει από τη μία γλώσσα στην άλλη, από έναν πολιτισμό σε έναν άλλο, από μία εποχή σε μια άλλη, δηλαδή από έναν κόσμο σε έναν άλλο κόσμο.  (MOUNIN, G. 2002. Τα θεωρητικά προβλήματα της μετάφρασης. Μτφρ. Ιωάννα Παπασπυρίδου. Eπιμ. Νάσος Κυριαζόπουλος, Δ.Φ. Αθήνα: Π. Τραυλός. Τίτλος πρωτοτύπου Les problèmes théoriques de la traduction (Παρίσι: Éditions Gallimard, 1963)

Στον τόμο δοκιμίων του με τίτλο  «Ποίηση και Μετάφραση»,   ο ποιητής, καθηγητής και κριτικός λογοτεχνίας Νάσος Βαγενάς, αναζητά ένα ορισμό της πιστότητας και της ποιητικότητας στη μετάφραση της ποίησης, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένα ποίημα που να λειτουργεί σαν πρωτότυπο.
Δεν δέχεται τη μη μεταφρασιμότητα της ποίησης ούτε όμως και την παραλλαγή αυτής της άποψης ότι για να είναι μια μετάφραση ωραία θα πρέπει να είναι άπιστη, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ρητορικές και παραπλανητικές υπερβολές που δεν συμβάλλουν σε μια εποικοδομητική ενασχόληση με τη μετάφραση της ποίησης.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις του κριτικού έρχονται ως μία απάντηση σε δύο σπουδαίους Έλληνες ποιητές και μεταφραστές τον Ιωάννη Βηλαρά και τον Κωστή Παλαμά που θεωρούσαν ότι οι «άπιστοι» μεταφραστές, είναι και οι πιο πιστοί.
Ο κριτικός υποστηρίζει ότι μια μετάφραση πρέπει να είναι πιστή προς το νόημα, το νόημα όμως ενός ποιήματος δεν είναι το περιεχόμενό του, όπως στην πρόζα. Έτσι αναζητά στη συνέχεια τα στοιχεία που διακρίνουν την ποίηση από την πρόζα και που δεν έγκεινται στην εξωτερική μορφή αλλά στη διαφορετική κίνηση των λέξεων, στον ρυθμό του κειμένου, στο ότι η μονάδα στην ποίηση είναι η λέξη και όχι η φράση, στο ότι η ποίηση εκφράζει συγκινήσεις και όχι σκέψεις.
Συνεπώς το καθήκον του μεταφραστή είναι να παραμείνει πιστός στο συγκινησιακό νόημα του πρωτότυπου ποιήματος. «Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει, αν οι λέξεις του δεν λειτουργούν με τέτοιο τρόπο, που να δίνουν την αίσθηση ότι η γλώσσα του χορεύει μ' έναν ρυθμό παρόμοιο με τον ρυθμό του πρωτότυπου.»
Εκεί, βεβαίως, εντοπίζεται η πρώτη δυσκολία της μετάφρασης. Η δεύτερη είναι ότι ο μεταφραστής ερμηνεύει το νόημα του ποιήματος μέσα από τη δική του ανάγνωση. «Η μετάφραση ενός ποιήματος σαν μια πράξη ατομική είναι αναγκαστικά μια πράξη υποκειμενική». Γι' αυτό τον λόγο, απαραίτητο για μια πιστή μετάφραση είναι η ευαισθησία του ποιητή να συγγενεύει με την ευαισθησία του μεταφραστή και αυτές οι δύο ευαισθησίες, οι δύο ρυθμοί, να συναντηθούν στη γλώσσα του μεταφραστή. Στους ρυθμούς πρέπει στη συνέχεια να χωρέσουν οι λέξεις, γι' αυτό η μετάφραση δεν γίνεται κατά λέξη αλλά κατ' αντιστοιχία, απαλλαγμένη από κάθε ίχνος μεταφρασιμότητας. «Αυτό είναι το παράδοξο της ποιητικής μετάφρασης: ότι η μετάφραση ενός ποιήματος δεν μπορεί να είναι μετάφραση, αν δεν αρνείται τον εαυτό της. Αν δηλαδή δεν στέκεται σαν ένα πρωτότυπο ποίημα».

            Ένα ποίημα λοιπόν δεν είναι μόνο ένα νόημα προς μετάφραση. Είναι παράλληλα και φορέας ομορφιάς, ένα αισθητικό σύμπαν.  Η ομορφιά που κρύβεται στους στίχους  δεν είναι απλό γεγονός που συμβαίνει, αλλά η βαθύτερή του ουσία. Η ομορφιά του ποιήματος και η βαθύτερη ουσία συγκλίνουν στο έργο τέχνης. Επομένως όταν κάποιος μεταφράζει ένα ποίημα, δεν οφείλει να μεταφράσει απλά το νόημά του αλλά να αποδώσει παράλληλα και την ομορφιά του. Αν παραμείνει μόνο στην μεταφορά του νοήματος, αλλά αποτύχει να μας δώσει ένα κείμενο αισθητικά άρτιο, τότε στην ουσία ακρωτηριάζει την λογοτεχνία από το πιο ουσιαστικό της στοιχείο.
(Ανδρέας Αντωνίου, Ποίηση και ομορφιά, δοκίμιο δημοσιευμένο στο ιστολόγιο Βιβλιονετ)

Στο βιβλίο που παρουσιάζεται απόψε του Σεμπαϊδήν Καραχότζα, επιλέχθηκαν και μεταφράστηκαν ποιήματα από διάφορες σχολές  και γενιές ποιητών. Εξ’ ορισμού λοιπόν  η μεταφραστική προσπάθεια είναι δύσκολη. Ο κάθε ποιητής φέρει την εποχή του, άρα και τη γλωσσική ανατροφή του που διαφέρει από γενιά σε γενιά.
Στο βιβλίο ανθολογούνται ποιητές με εμβληματικά έργα του ελληνισμού όπως ο Ρήγας με τον Θούριο ή ο Σολωμός με τον Ύμνο. Ο Γεώργιος Βιζυηνός και ο Κωστής Παλαμάς. Ο Μιχαήλ Στασινόπουλος, ελάχιστα γνωστός με την ιδιότητα του ποιητή, καθώς ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά τη μεταπολίτευση και πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Δεν λείπουν φυσικά ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης και ο Ελύτης. Αλλά και η σπουδαία ποιήτρια  Ελένη Βακαλό, ο Μίλτος Σταχτούρης ποιητές δηλαδή με ιδιαίτερο ύφος που ανήκουν στην πρώτη μεταπολεμική γενιά μεταυπερεαλιστών ποιητών. Η συλλογή περιλαμβάνει ποιήματα των αριστερών διανοούμενων ποιητών Τάσου Λειβαδίτη, Τίτου Πατρίκιου και  Γιάννη Ρίτσου. Ακόμη ο Μανώλης Αναγνωστάκης που ανήκει επίσης στην πρώτη μεταπολεμική γενιά που χαρακτηρίστηκε ως ο «ποιητής της ήττας», καθώς με τους στίχους του εξέφρασε τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς. Η Λύντια Στεφάνου, σημαντική ποιήτρια που τοποθετείται επίσης στην πρώτη μεταπολεμική γενιά,  συμμετέχει με το ποίημα «Κατεδάφιση», από τη συλλογή «Oι λέξεις και τα πράγματα» (1983). Η συλλογή τελειώνει μ’ ένα απόσπασμα από τον Άμλετ του Σέξπηρ.


Το επίκεντρο της ζωής  του κάθε ανθρώπου είναι η γλώσσα. Περισσότερο και από την καταγωγή. Ακόμη και αυτή με τη γλώσσα αναγνωρίζεται. Η προσπάθεια αυτή της ανθολόγησης και της μετάφρασης Ελλήνων ποιητών στα πομάκικα, είναι η προσπάθεια της ίδιας της γλώσσας ν’ αναγνωριστεί ως φορέας πολιτισμού. Να μιμηθεί αρχικά και να μετέχει στη συνέχεια με το δικό της αλφάβητο και τη δική της μελωδία στην οικουμενικότητα της Τέχνης. Εύχομαι ολόψυχα κάθε επιτυχία στην προσπάθεια του Σεμπαϊδήν. 

O Χρήστος Βασματζίδης, γεννήθηκε στις 7.2.1972 στην Πάτρα και έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Ναύπακτο. Από το έτος 1981 μετακόμισε στη Αλεξανδρούπολη. Σπούδασε νομικά στην Κομοτηνή (πτυχίο και μεταπτυχιακά). Ζει και εργάζεται στην Αλεξανδρούπολη ως δικηγόρος, αρθρογραφεί σε νομικά έντυπα και ιστολόγια για θέματα που αφορούν την επιστήμη του. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με τη φιλοσοφία τη  λογοτεχνία και τη μουσική. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.