18/11/18

ΗΠΑ και Τουρκία: Από σύμμαχοι, ανταγωνιστές

File Photo: US President Donald J. Trump (L) talks to Turkey President Recep Tayyip Erdogan (R). EPA, TATYANA ZENKOVICH
Του ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ
Μια ενδιαφέρουσα μελέτη για τις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από το μεγάλης επιρροής αμερικανικό ίδρυμα Council of Foreign Relations της Νέας Υόρκης. Τιτλοφορείται «Neither Friend nor Foe: The Future of U.S. – Turkey Relations» (Council Special Report No. 82, November 2018).
Συγγραφέας του είναι ο Steven A. Cook, ειδικός για τη Μέση Ανατολή, γνώστης της τουρκικής και αραβικής γλώσσας με πλούσιο συγγραφικό έργο για τις χώρες της περιοχής (Τουρκία, Αίγυπτο, κ.ά.) ο οποίος διατηρεί και blog για την περιοχή στο αμερικανικό ίδρυμα «From the Potomac (ποταμός που διασχίζει την αμερικανική πρωτεύουσα) to the Euphrates».

Η μελέτη, προερχόμενη από το πιο ιστορικό και εμβληματικό ίδρυμα των ΗΠΑ για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής –το οποίο μεταπολεμικά και μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου επηρέαζε καταλυτικά τη διαμόρφωση της αμερικανικής μακροστρατηγικής– αναλύει την παρούσα κατάσταση ανάμεσα σε Ουάσινγκτον και Άγκυρα. Και καταλήγει στο συμπέρασμα πως η υφιστάμενη μεταπολεμικά στρατηγική σχέση έπαυσε να υπάρχει με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και πως αυτή δεν μπορεί να «επανοικοδομηθεί», όσες προσπάθειες και να γίνουν, διότι οι καιροί έχουν ριζικά αλλάξει.
Ειδικά η Τουρκία, πολύ πριν τον Ερντογάν, υλοποιούσε μια δυνητικά ηγεμονική πολιτική που αντιστρατεύονταν τα αμερικανικά συμφέροντα και η οποία σήμερα ναι μεν εκφράζεται ακραία από τον Τούρκο Πρόεδρο αλλά δεν είναι «προσωπική» πολιτική, αλλά «δομική» («structural»). Προκύπτει, δηλαδή, από τις δομές του τουρκικού κράτους και της κοινωνίας.
Κατά συνέπεια απαιτείται, υποστηρίζει ο συγγραφέας, μια ριζική επανεκτίμηση των διμερών σχέσεων με βάση την παραδοχή πως οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις είναι πλέον «ανταγωνιστικές» και όχι «συνεργασίας», παρά το γεγονός πως οι δύο χώρες παραμένουν συστημικοί Νατοϊκοί σύμμαχοι. Προς τον σκοπό αυτό ο Cook εισηγείται πως μια αποτελεσματική επανεκτίμηση των διμερών σχέσεων θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει:
>> Την παραδοχή εκ μέρος των διαμορφωτών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής πως οι διμερείς σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας λειτουργούν ανταγωνιστικά και πως η Τουρκία δεν είναι, πλέον, ούτε φίλος αλλά ούτε και εχθρός (Εξού και ο τίτλος «Neither Friend nor Foe»).
>> Τη θέση ότι οι ΗΠΑ οφείλουν να τερματίσουν την εξάρτησή τους για στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή από την αεροπορική βάση του Ίνσιρλικ (που βρίσκεται στη νοτιοανατολική Τουρκία) και να εντοπίσουν/δημιουργήσουν εναλλακτικές λύσεις για δράσεις στην περιοχή, που υπάρχουν. Κατονομάζονται τέτοιες εναλλακτικές βάσεις (μεταξύ των, Ελλάδα και Κύπρος).
>> Τη θέση πως οι ΗΠΑ δεν πρέπει να αποδεχτούν την τουρκική απαίτηση να τερματίσουν τη σχέση τους με τους Κούρδους της Συρίας, και
>> Τη θέση πως οι ΗΠΑ οφείλουν να γίνονται δημόσια πιο επικριτικές και να αντιδρούν σε κάθε τουρκικές πολιτικές που υποσκάπτουν τα αμερικανικά συμφέροντα.
Για κάθε μια από τις εισηγήσεις του ο συγγραφέας παραπέμπει σε σειρά παραδειγμάτων τουρκικών πολιτικών και συμπεριφορών –οι πλείστες των οποίων είναι γνωστές– με αποκορύφωμα τις αλλοπρόσαλλες πολιτικές του ισλαμιστή Ερντογάν. Τα παραδείγματα τεκμηριώνουν την ανάγκη εφαρμογής των εισηγήσεών του ώστε οι αμερικανο-τουρκικές θέσεις να τεθούν σε μια νέα βάση, απελευθερωμένες από τη μυθολογία του παρελθόντος περί «κοινών αξιών» και «συμμαχικών» συμφερόντων. Τα περί «κοινών αξιών και πεποιθήσεων» (δημοκρατικές αρχές, ανθρώπινα δικαιώματα, κ.λπ.) ήταν εξαρχής προπαγανδιστικά κατασκευάσματα, ενώ τα κοινά συμφέροντα έπαψαν να υπάρχουν με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και της απειλής του κομμουνισμού.
Το ενδιαφέρον της μελέτης είναι πως αμφισβητεί ευθέως –και με επιχειρήματα– τη στρατηγική αξία της Τουρκίας για τις ΗΠΑ και καταθέτει πρακτικές πολιτικές εισηγήσεις για την εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Κατά ποσό αυτό θα αποδειχτεί και σημαντικό, θα διαφανεί εφόσον οι εισηγήσεις, όλες ή μερικές, υιοθετηθούν και εφαρμοστούν.
Όμως υπάρχει και μια άλλη συναφής διάσταση της μελέτης που πρέπει να αναδειχθεί. Και αυτή είναι η αποδόμηση μιας ολόκληρης «φιλοσοφίας» και «σχολής σκέψης» αναφορικά με την Τουρκία. Η σχολή αυτή θεωρεί την Τουρκία ως «αναντικατάστατη» στους στρατηγικούς σχεδιασμούς της Ατλαντικής συμμαχίας, ως «πιστής και αφοσιωμένης συμμάχου» των ΗΠΑ, ως «κοσμικού» ή και «ισλαμικού» μοντέλου προς μίμηση, ως υπόδειγμα «ανεκτικού πολιτισμού» και ως «παραγωγού ειρήνης και ασφάλειας» στην περιοχή και στον κόσμο. Και επειδή η Τουρκία, ως τέτοια, δεν πρέπει ποτέ να «απολεστεί» για τη Δύση και να μετατραπεί σε εχθρό της, που θα είναι μοιραίο –ναι μοιραίο για τον Δυτικό πολιτισμό, υποστηρίζουν– θα πρέπει να στηρίζεται παντοιοτρόπως. Και αν ο μη γένοιτο συμβεί το χειρότερο σενάριο και «απολεστεί η Τουρκία» δεν θα είναι, κατά τη σχολή αυτή, λόγω πολιτικών που η ίδια η Τουρκία επέλεξε, αλλά λόγω των εσφαλμένων πολιτικών της Δύσης που την «παραμέλησαν», που δεν την «κατανόησαν», που δεν τη «στήριξαν», που την «αδίκησαν», κ.λπ., κ.λπ.
Η 40σέλιδη περίπου μελέτη συμπεριλαμβάνει δεκάδες πηγές που τεκμηριώνουν τα επιχειρήματα του συγγραφέα αλλά, και πιο σημαντικά, παραπέμπουν σε όλα τα παρωχημένα επιχειρήματα με ονομαστική αναφορά στους θιασώτες της συμβατικής σχολής σκέψης για την Τουρκία, που δεν περιορίζονται στην Αμερική. Μεταξύ των είναι και ο γνωστός μας Ελληνοαμερικάνος Ναύαρχος και πρώην Διοικητής του ΝΑΤΟ, James Stavridis.
ΑΠΕΙΛΕΣ ΚΑΙ BULLING
Και κάτι τελευταίο που αφορά στον συγγραφέα. Διετέλεσε και αυτός θιασώτης, της Τουρκίας και αποδέκτης ερευνητικών χρηματοδοτήσεων από το τουρκικό κράτος. Σταδιακά όμως και κυρίως επί Ερντογάν, άρχισε να διαφοροποιείται για να καταλήξει στα συμπεράσματα που καταθέτει στην παρούσα μελέτη. Η «μετάβασή» του από τη μια σχολή στην άλλη δεν έγινε «ήπια». Όταν σε ένα πρόσφατο συνέδριο για την Τουρκία στην αμερικανική πρωτεύουσα στο οποίο έγινε προφανές πως οι θέσεις του για την Τουρκία άρχισαν να γίνονται επικριτικές, διπλωμάτες από την τουρκική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον τον ακολούθησαν (accosted him) στον δρόμο απειλώντας τον. Έμμεση αναφορά στο γεγονός αυτό κάνει στη μελέτη του, μαζί με πιο γνωστές περιπτώσεις τουρκικού μπούλινγκ, που έλαβαν χώρα σε Ουάσινγκτον και Νέα Υόρκη σε εκδηλώσεις παρουσία του Τούρκου Προέδρου.
Τουρκική προσαρμοστικότητα
Ίσως η πιο άμεσα σχετική διαπίστωση του Cook αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό είναι πως σε πάμπολλες αμερικανο-τουρκικές διαπραγματεύσεις, οι Τούρκοι αρνούνταν να υλοποιήσουν τα συμφωνηθέντα ή να ανταποκριθούν με αμοιβαιότητα, με τους Αμερικανούς να υποχωρούν ώστε να μη δημιουργηθεί εμπλοκή σε άλλα ζητήματα, όπως π.χ. χρήση της αεροπορικής βάσης Ίνσιρλικ. Αλλά παραπέμπει και σε δύο άλλες περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά της Τουρκίας υπήρξε διαφορετική. Είναι η περίπτωση της πρόσφατης απελευθέρωσης του αυθαίρετα φυλακισμένου στην Τουρκία πάστορα Andrew Brunson, αφού όμως ο Τραμπ επέβαλε κυρώσεις στην Τουρκία. Και η άλλη, υπήρξε η περίπτωση των ρωσικών κυρώσεων μετά την κατάρριψη από τους Τούρκους του ρωσικού πολεμικού αεροπλάνου το 2015. Και στις δύο περιπτώσεις η Τουρκία άλλαξε πολιτική και συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.