1/9/19

Το γκρίζο σκηνικό στο Αιγαίο

  Χρήστος Ιακώβου
Την εβδομάδα που μας πέρασε οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο αυξήθηκαν, υπενθυμίζοντάς μας πως η Ανατολική Μεσόγειος δεν είναι ο μόνος χώρος στον οποίο η Τουρκία έχει διεκδικήσεις. Για χρόνια, επισήμως η Ελλάδα υποστηρίζει ότι το πρόβλημα του Αιγαίου περιορίζεται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας δηλαδή στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του βυθού και του υπεδάφους του στον θαλάσσιο χώρο πέρα από τα ελληνικά χωρικά ύδατα και η διαδικασία που προτείνει είναι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σε αντίθεση με την Τουρκία, η οποία επιδιώκει πολιτική λύση, δηλαδή στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας πέραν από τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, με βάση τη διμερή διαπραγμάτευση.
Το κομβικό σημείο της τουρκικής διεκδίκησης είναι ο ισχυρισμός ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ως εκ τούτου η οριοθέτησή της θα πρέπει να γίνει με βάση τη μέση γραμμή από βορρά προς νότο, μεταξύ τουρκικών παραλίων και των παραλίων της ηπειρωτικής Ελλάδος. Σε περίπτωση υιοθέτησης αυτής της λύσης συνεπάγεται ότι τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου θα περιβάλλονται από τουρκική υφαλοκρηπίδα με τις όποιες συνέπειες για την ασφάλειά τους. Επιπλέον, τέτοια εξέλιξη δημιουργεί ένα ντόμινο τουρκικών διεκδικήσεων, όπως χωρικά ύδατα, εναέριος χώρος, αποστρατιωτικοποίηση.  Ιστορικώς, το θέμα ήλθε στην επιφάνεια τον Νοέμβριο του 1973 όταν η τουρκική κυβέρνηση δημοσίευσε απόφαση και χάρτη, σύμφωνα με τον οποίο εκχωρούσε το μισό περίπου βόρειο Αιγαίο στην κρατική εταιρία πετρελαίων για έρευνα και εκμετάλλευση. Το θέμα, όμως, της παραπομπής στη Χάγη άνοιξε τον Ιανουάριο του 1975 όταν η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε για πρώτη φορά επισήμως την πρόταση προς την κυβέρνηση της Τουρκίας. Έκτοτε σημειώθηκαν δύο σημαντικές ελληνοτουρκικές κρίσεις που έφεραν τις δύο χώρες στα πρόθυρα πολέμου, μία το 1975 με το «Χόρα» και η άλλη το 1987 με το «Σισμίκ».  
Συνεκδοχικώς, η Τουρκία επιδιώκει μέσα από τις συνεχείς προκλήσεις να εξασφαλίσει δύο τακτικά σημεία που θα τις επιτρέψουν να προχωρήσει σε υλοποίηση του στρατηγικού της στόχου:  
α) να εξασφαλίσει την αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της ύπαρξης περισσοτέρων της μίας διαφορών στο Αιγαίο, β) την αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της ύπαρξης γκρίζων ζωνών και συγκατάθεσής της για παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο ν’ αποφανθεί για την κυριαρχία σε δεκάδες νησιά και βραχονησίδες που ανήκουν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου και του Καστελλορίζου.  
Αξίζει να σημειωθεί πως αν η Ελλάδα προχωρήσει σε επέκταση των χωρικών της υδάτων από 6, όπως είναι σήμερα, σε 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπει η συνθήκη του Montego Bay του 1982, την οποία η Τουρκία δεν υπέγραψε και η Ελλάδα επεκύρωσε το 1995, εκ των πραγμάτων δεν θα υπάρχει υφαλοκρηπίδα προς διευθέτηση, διότι τα ελληνικά χωρικά ύδατα είτε θα καλύψουν λόγω επέκτασης τους μεγάλο μέρος των διεθνών υδάτων ο βυθός των οποίων είναι η υφαλοκρηπίδα, είτε θα «εγκλωβίσουν» ένα άλλο μέρος των διεθνών υδάτων. Αυτό το πλεονέκτημα προκύπτει από τη γεωγραφική διάταξη των νησιών που σχηματίζουν ένα κλοιό απέναντι στα τουρκικά παράλια. Το Αιγαίο αποτελεί σύμπλεγμα 2.463 διεσπαρμένων από τις 3.100 που είναι συνολικώς στην ελληνική επικράτεια, οι νήσοι, οι νησίδες και οι βραχονησίδες, οι περισσότερες εκ των οποίων ευρίσκονται σε μικρή απόσταση από τις ακτές της ασιατικής Τουρκίας.  
Το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και των συναφών ελληνικών δικαιωμάτων έχουν στοιχειώσει τρεις ελληνοτουρκικές συμφωνίες κορυφής, ο οποίες υπεγράφησαν μετά από ελληνοτουρκικές κρίσεις. Η πρώτη είναι το πρακτικό της Βέρνης, μετά την κρίση του 1976 μεταξύ Καραμανλή και Ντεμιρέλ, σύμφωνα με το οποίο δεσμεύονταν οι δύο χώρες να μην προβούν σε ενέργειες που θα παρενοχλούσαν τις διαπραγματεύσεις. Η δεύτερη είναι η συμφωνία του Νταβός το 1988, μετά την κρίση του Μάρτη το 1987, μεταξύ Α. Παπανδρέου και Τ. Οζάλ, σύμφωνα με την οποία οι δύο χώρες συμφώνησαν να περιορίσουν την ερευνητική τους δραστηριότητα για ανεύρεση κοιτασμάτων πετρελαίου στην αιγιαλίτιδα ζώνη τους. Τέλος, η τρίτη, είναι η συμφωνία της Μαδρίτης του 1997, μεταξύ Σημίτη και Ντεμιρέλ, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα αναγνωρίζει τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο και δεσμεύτηκε να μην προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες όπως αποκαλείται η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων (επέκταση χωρικών υδάτων, έρευνες στην υφαλοκρηπίδα κ.λπ.).  
Η στρατηγική της Τουρκίας στο Αιγαίο, από τις αρχές του 1970 και εντεύθεν, υπήρξε σταθερή. Οι κατά καιρούς κρίσεις δεν ήσαν πολιτικές συμπτώσεις ή σπασμωδικές αντιδράσεις κάποιων φιλοπόλεμων κύκλων της Άγκυρας, αλλά προσχεδιασμένες και συστηματικώς μονομερείς επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος. 
 
Οι παραβιάσεις κτυπούν κόκκινο 
Κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει σε μία ριζική αναθεώρηση των σχέσεών τους με την Τουρκία, προσδοκώντας σε μία ουσιαστική βελτίωση του κλίματος με απώτερο στόχο την επίλυση όλων των διμερών προβλημάτων και τη μείωση των εξοπλιστικών δαπανών. Την προσδοκία αυτή καλλιέργησε η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Το ερώτημα, όμως, που πλανάται είναι κατά πόσον υπήρξαν ουσιαστικές αλλαγές στην τουρκική πολιτική και με ποιους χειροπιαστούς τρόπους αποδεικνύεται κάτι τέτοιο καθημερινά. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής είναι ο αριθμός των τουρκικών παραβάσεων και παραβιάσεων που σημειώνονται στα όρια του εθνικού εναέριου χώρου και είναι άμεσα συνδεδεμένο με το γενικότερο ζήτημα του Αιγαίου. 
Μετά τη σύνοδο κορυφής στο Ελσίνκι το 1999, οι παραβάσεις και παραβιάσεις των τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών έχουν αυξηθεί δραματικά. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το στοιχεία που δίδει ετησίως το Γενικό Επιτελείο της Αεροπορίας αυξήθηκε ο αριθμός των τουρκικών αεροσκαφών που εισέρχονται στο Αιγαίο, αυξήθησαν οι παραβιάσεις κανόνων εναέριας κυκλοφορίας, το ίδιο και οι παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου. Επιπλέον, το πιο ανησυχητικό είναι ότι αυξήθηκε ο αριθμός των οπλισμένων τουρκικών αεροσκαφών που προβαίνουν σε παρανομίες, καθώς, επίσης, και οι εμπλοκές των τουρκικών αεροσκαφών σε αερομαχίες με ελληνικά. 
Μπορεί να μην υπάρχει άμεσος κίνδυνος εκδήλωσης πολεμικού επεισοδίου, οι Τούρκοι όμως μέσω της επαναλαμβανόμενης προκλητικότητας επιδιώκουν να προκαλέσουν κόπωση και φθορά των ελληνικών αντιστάσεων. 
 
Συμπεριφέρεται ως ηγεμονική δύναμη
Καθοριστικό σημείο για την ελληνική διπλωματία υπήρξε η σύνοδος κορυφής της ΕΕ στις 17 Δεκεμβρίου 2004, όπου η Τουρκία έλαβε ημερομηνία έναρξης ενταξιακού διαλόγου. Παρά την αύξηση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο στις παραμονές της συνόδου κορυφής, πολλοί επέμεναν στη λογική των «συνηθισμένων περιστατικών». H ανάλυση αυτή απεδείχθη ανεπαρκής να ερμηνεύσει τότε την τουρκική συμπεριφορά.  
Τόσο παλαιότερα η στρατογραφειοκρατική ελίτ της Tουρκίας όσο και σήμερα οι ισλαμιστές του Ερντογάν δεν εκλαμβάνουν την ένταξη της χώρας στην ΕΕ ως παραχώρηση μέρους της κυριαρχίας της στους θεσμούς της Ευρώπης και στις εποπτικές διαδικασίες του κάθε Ευρωπαίου επιτρόπου. Επιδιώκει να διαπραγματευθεί με την EE το ειδικό γεωπολιτικό της βάρος στην Ανατολική Μεσόγειο. Eν ολίγοις, η Tουρκία προσπαθεί να διαπραγματευθεί όχι στη βάση των αρχών του κοινοτικού πολιτικού πολιτισμού αλλά με βάση τη νέα γεωπολιτική αντίληψη για το ρόλο της Τουρκίας, προβάλλοντας τη λογική του μεγάλου και ισχυρού κράτους που μπορεί να προωθήσει τα δυτικά συμφέροντα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία απαιτεί και προσπαθεί να επιβάλει καθεστώς και συμπεριφορά των άλλων απέναντί της ως ηγεμονικής δύναμης, η ένταξη της οποίας θα αλλάξει τα γεωπολιτικά δεδομένα στις νοτιονατολικές παρυφές της Ευρώπης. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι η ουσία της τουρκικής διαπραγμάτευσης θα είναι κυρίως γεωπολιτική, η Άγκυρα φρόντισε από το 2004 να παραμερίσει ορισμένα εμπόδια στον τομέα αυτόν. Έτσι ερμηνεύεται τότε η στάση της στο θέμα του Αιγαίου καθώς επίσης και η σημερινή της ακαμψία. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.