18/7/14

Αν είναι να μου στείλεις κάτι, να στείλεις ένα όνειρο!

Με τον Σενέρ Λεβέντ
Πες μου για τη Σαντορίνη, Χουσεΐν. Για τα λευκά της σπίτια που ατενίζουν τη θάλασσα από ψηλά. Για τα στενά και απότομα ανηφόρια της. Για τα μαγαζάκια της που πωλούν χειροποίητα δώρα. Για τα καμπαναριά της. Για τους πλακόστρωτους δρόμους της. Και εγώ για αντάλλαγμα θα ψάξω τα βρετανικά αρχεία και θα σου στείλω από την Κύπρο το έγγραφο για την 20ή Ιουλίου, υπό τον όρο να μείνει άκρως απόρρητο.
Θα ήθελα να σου έστελνα και λίγο όνειρο και λίγη ουτοπία, αλλά δεν μας έχουν απομείνει. Ακόμα και τα όνειρα είναι στη μαύρη αγορά. Ακόμα και ο φίλος που έφερε μια χούφτα γιασεμί και την άφησε πάνω στο γραφείο μου μπούχτισε από τα ωραία λόγια που λέγονται. Δεν τόλμησα να του δώσω ελπίδα. Μου είπε τον πόνο του. Μου απαρίθμησε χίλιες δυο γελοιότητες. «Αν ήμουν νέος, δεν θα έμενα άλλο εδώ», είπε. Δεν ξέρω αν όσοι έφυγαν είναι ευτυχισμένοι εκεί που πήγαν. Είχα δει κάποτε μιαν ταινία, την ιστορία ενός Ιταλού που εργαζόταν σε ένα ελβετικό εστιατόριο. Πόσες φορές θέλησε να τα παρατήσει και να επιστρέψει στην πατρίδα του. Πόσες φορές επιχείρησε να το κάνει. Αλλά για κάποιον λόγο δεν μπόρεσε να επιστρέψει. Ανέβηκε στο τρένο, εγκαταστάθηκε στο βαγόνι. Είδε εκεί και άλλους Ιταλούς εργάτες σαν τον ίδιο. Ήταν πολύ εύθυμοι. Πήγαιναν διακοπές. Έπαιζαν κιθάρα και τραγουδούσαν εύθυμα τραγούδια. «Guantanamera guantanamera...» Μόλις το είδε αυτό, πετάχτηκε έξω από το τρένο χωρίς να περιμένει να ξεκινήσει.

Οι ταξιδιώτες της ελπίδας εγκαταλείπουν το πλοίο ο ένας μετά τον άλλο. Και τα δικά μου όνειρα κολυμπούν μέσα στο νερό. Πες μου για τη Σαντορίνη, Χουσεΐν. Να πάμε σε μια παραλιακή ταβέρνα. Αφού δεν έχουμε θέση στον Σύνδεσμο Νεκρών Ποιητών, να μας γράψουν στο Κλαμπ των Χαμένων. Αν εκείνοι διηγούνται τις αρχαιολογικές ανασκαφές αυτού του νησιού, εμείς να διηγηθούμε τις ανασκαφές των ομαδικών τάφων. Μόλις ολοκληρωθεί η αναστήλωση του Αποστόλου Ανδρέα, να πάμε να ανάψουμε και εμείς ένα κερί. Αν δεν ακούσει κανείς άλλος τη φωνή μας, ο Χριστός θα την ακούσει οπωσδήποτε. Θα την ακούσει; Δεν είμαι βέβαιος. Ο Θεός που τον άφησε μόνο στον σταυρό, άφησε μόνους και όσους στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα εδώ. Όταν στράφηκαν προς το μέρος τους οι κάννες, κάποιοι μουρμούρισαν από μέσα τους: «Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;»

Είναι οι μέρες του πραξικοπήματος και της εισβολής. Μαζί. Και καλοκαίρι. Και κουνούπια. Πού και πώς πυροβολήσαμε ο ένας τον άλλο και δεν μπορέσαμε να επουλώσουμε τις πληγές μας εδώ και σαράντα χρόνια; Ακόμα τρέχει αίμα από τη μέση του χάρτη. Και την ώρα που εσύ μου στέλλεις χαιρετίσματα από τη Σαντορίνη, εγώ λέω ένα τραγούδι τώρα εδώ. Αέριο. Γάζα. Με γκάζι. Κάτω καζίνο. Πάνω πορνείο. Για εσένα γκάζι. Για μένα άχυρο. Ωχ, αμάν αμάν.
Πες μου για τη Σαντορίνη, Χουσεΐν. Μήπως εκεί παίζουν το τραγούδι που λέει «τσιφτετέλι τούρκικο»; Είναι το πιο γνωστό δικοινοτικό μας τραγούδι. Ώπα νινανάινα. Νινανάινα είναι η δουλειά μας, φίλε μου. Ένα παιδί. Που το ένα μάτι του γελάει. Και το άλλο κλαίει. Ακόμα και ο Ρέμπραντ δεν μπόρεσε να φτιάξει τέτοιον πίνακα. Εμείς τον φτιάξαμε. Να τον πάρουν και να τον βάλουν στην κύρια γωνιά του Λούβρου. Στο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη. Στην Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο. Ημερομηνία 20 Ιουλίου 1974. Κύπρος. Πες το στους Σαντοριναίους. Να το διηγούνται σε όποιον περάσει. Μην μου στέλλεις χαιρετίσματα. Ένα όνειρο να μου στείλεις, αν θα στείλεις κάτι.
Εφημερίδα Πολίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.