27/9/19

H τριμερής συνάντηση Ιράν-Τουρκίας-Ρωσίας και ποιο το μέλλον για την Συρία

Έφη Παναγιώτου*
Στη τελευταία συνάντηση μεταξύ των τριών προέδρων, διαπραγματεύτηκε η τύχη της Συρίας και πιο συγκεκριμένα της επαρχίας Ιντλίμπ, το τελευταίο προπύργιο των «ισλαμιστών-ανταρτών» αντι-Άσαντ.
Οι τρεις προέδροι επιβεβαίωσαν μεταξύ άλλων, κοινή βούληση για τερματισμό της τρομοκρατίας και την αποτροπή ανθρωπιστικής καταστροφής, καθώς συμφώνησαν στη σύσταση επιτροπής και σύνταξης ενός νέου βασικού κειμένου για την έναρξη μιας πολιτικής μετάβασης μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Αν και μεταξύ τους οι χώρες παρουσιάζουν σημαντικές ευκαιρίες συνεργασίας, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές, κυρίως μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας.
Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, μια πιθανή επίθεση του καθεστώτος Μπασάρ Αλ-Άσαντ και των συμμάχων του εναντίον της πόλης Ιντλίμπ, θα μπορούσε να δημιουργήσει την «χειρότερη» ανθρωπιστική καταστροφή του 21ου αιώνα. Θα πρέπει να υπολογίσουμε ότι, περίπου 50.000 αντάρτες μέλη της ομάδας Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ που συνδέονται άμεσα με την Αλ-Κάιντα, χρησιμοποιούν περίπου 3 εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές ως ασπίδα ενάντια σε μια πιθανή ρωσική αεροπορική επίθεση. Προκειμένου να αποφευχθεί λοιπόν, το χειρότερο σενάριο μιας ακόμης ανθρωπιστικής καταστροφής, η Τουρκία και η Ρωσία υπέγραψαν τον Σεπτέμβριο την συμφωνία Σότσι με σκοπό να δημιουργηθεί μια αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη έτσι ώστε να υπάρχει ο διαχωρισμός μεταξύ των τζιχαντιστών και των υπόλοιπων δυνάμεων που είναι πιστοί στο συριακό καθεστώς. Η Τουρκία ωστόσο ανησυχούσε ιδαίτερα για την υπογραφή της συμφωνίας αυτής καθώς μια οποιαδήποτε ανθρωπιστική κρίση θα έχει άμεσο αντίκτυπο στη σταθερότητά της λόγω της γεωγραφικής της εγγύτητας με την επαρχία Ιντλίμπ. Βέβαια αυτό δεν εμπόδισε την Τουρκία, γνωρίζοντας τις επικίνδυνες διασυνδέσεις της με τους ριζοσπάστες ισλαμιστές και τζιχαντιστές, να εφαρμόσει ενα διπλό γεωπολιτικό παιχνίδι υποστηρίζοντας αρχικά ένα μεγάλο αριθμό υποστηρικτών αντι-Άσαντ και στη συνέχεια τούρκους ισλαμιστές στην επαρχία Ιντλίμπ και έμμεσα ομάδες τζιχαντιστών.

Κατόπιν των ανωτέρω, εύλογο είναι να τεθεί το ερώτημα τι θα μπορούσε να οδηγήσει τις τρεις χώρες, προφανώς ανταγωνιστικές μεταξύ τους να συνεργαστούν με στόχο τον τερματισμό της συριακής διαμάχης; Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν των τριών εθνών, είναι χώρες οι οποίες είναι αδικημένες απο την Δύση και φιλοδοξούν στην ανάκτηση της επιρροής τους καθώς και της επέκτασης τους. Η Ρωσία, είναι μια χώρα που έχει εισέλθει σε μια μετα-ψυχροπολεμική σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα στο θέμα της Κριμαίας. Το Ιράν απο την δική του πλευρά, υπόκειται σε οικονομικές κυρώσεις λόγω του υποτιθέμενου προγράμματος πυρηνικών όπλων αλλά και λόγω των «ανεπίσημων» δεσμών του με την περιφεριακή τρομοκρατία. Εξάλλου, η πρόσφατη απόφαση του προέδρου Donald Trump να αποχωρήσει από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν οδήγησε σε νέα επιβολή αυστηρών κυρώσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τέλος, είναι γνωστές οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Δύσης με τον πρόεδρο Ερντογαν να μην διστάζει να ασκει έντονη πίεση στους υποτιθέμενους δυτικούς συμμάχους  και  να καταπολεμά πολύ περισσότερο κουρδικές δυνάμεις στη Συρία και το Ιράκ παρα τους τζιχαντιστές της Αλ Κάιντα.

Κάπως έτσι ένα αντι-δυτικό πνεύμα εκδίκησης ζωντανεύει μεταξύ Τεχεράνης-Άγκυρας-Μόσχας σε μια ζώνη μεγάλου συμφέροντος και γι’αυτόν τον σκοπό μπορούν να λειτουργήσουν και ως σύμμαχοι έχοντας ως τελικό σκοπό την άμεση υλοποιήση των εθνικών τους συμφερόντων και στην επικράτηση του ισχυρότερου. Παρά τις συμμαχικές προσπάθειες επίλυσης του συριακού προβλήματος, η Ρωσία επιθυμεί παράλληλα και την πλήρη αποχώρηση του Ιράν απο την Συρία αφού στοχεύει στην παρένοχληση του Ισραήλ δια μέσου της Συρίας. Η Τεχεράνη αποσκοπεί να μεγιστοποιήσει την επιρροή της στον επιχειρηματικό τομέα στη Συρία ενισχύοντας έτσι το στρατηγικό βάθος μέσω του περσικού-σιιτικού άξονα «Βαγδάτη-Τεχεράνη-Δαμασκός-Βηρυτός ».Αυτό διασφαλίζει εύκολη πρόσβαση στη Μεσόγειο Θάλασσα αλλά και στήριξη στις ένοπλες ομάδες πολιτοφυλακών να λειτουργούν πιο εύκολα στην περιοχή ως μέρος ενός νεο-ιμπεριαλιστικού συστήματος νομιμοποιώντας την ισλαμική επανάσταση.

Για αποφύγη μιας τέτοιας ιρανικής επικράτησης, η Ρωσία προτείνει επανειλημμένα την ενσωμάτωση των σιιτικών παρατάξεων στις συριακές κυβερνητικές ένοπλες δυνάμεις, στις οποίες η Τεχεράνη είναι προφανώς αντίθετη αφού οι εν λόγω ένοπλες ομάδες ελέγχονται αποκλειστικά απο την Τεχεράνη διατηρώντας μια σημαντική στρατιωτική και στρατηγική δύναμη στη Συρία.

Εάν οι διαφωνίες μεταξύ Τεχεράνης και Μόσχας είναι σημαντικές, ακόμα πιο σημαντικές είναι οι ρωσοτουρκικές διαφορές που πράγματι συνδέονται με τον κύριο σκοπό της τελευταίας τριμερούς συνάντησης. Ο Ερντογάν θέλει πάση θυσία να αποφευχθεί οποιαδήποτε επίθεση απο τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις και την ρωσική αεροπορία που θα οδηγήσουν σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών με κατεύθυνση προς στα τουρκικά σύνορα.

Η στρατηγική του Πούτιν στην πραγματικότητα απαιτεί την εγκατάλειψη της υποστήριξης απο την Τουρκία στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (FNL) και όλες τις σουνιτικές ισλαμικές ομάδες, προκειμένου να ξεκινήσει μια σταδιακή κατάκτηση της πόλης Ιντλίμπ. Για αντάλλαγμα, η Τουρκία, θα δώσει πράσινο φως στην Μόσχα εάν και εφόσον η Ρωσία παρέμβει στα βορειοανατολικά της Συρίας και συγκεκριμένα στα βόρειοδυτικά του Ευφράτη κατά των Κούρδων οι οποίοι αποτελούν απειλή όλων των γεωπολιτικών και στρατηγικών σχεδίων της Τουρκίας. Παρά την κοινή «συναλλαγή», oι Κούρδοι και συμμάχοι των ΗΠΑ εξακολουθούν να απειλούν στα βορειοανατολικά της Συρίας καθιστώντας κάθε τουρκική επίθεση ακόμα πιο δύσκολη.

Συμπερασματικά καταλήγουμε ότι παρά τις σημαντικές διαφωνίες και ανταγωνισμό μεταξύ των τριών χωρών σχετικά με την τύχη της Συρίας, οι εξωτερικοί παράγοντες της συριακής σύγκρουσης συνεργάζονται και τοποθετούν τα εθνικά και γεωστρατηγικά τους συμφέροντα σε προτεραιότητα. Ποιος πίστευε ότι μετά την συντριβή του ρωσικού Sukoi το 2015 από την τουρκική πολεμική αεροπορία, οι δυο χώρες θα συνεργαζόντουσαν ξανά για να εξασφαλίσουν σταθερότητα στην Συρία; Σίγουρα η στροφή της Τουρκίας προς την Ρωσία και τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (OΣΣ) δεν αποτελεί παρά μια μεταβλητή προτεραιότητα του Ερντογάν που δεν αποκλείεται στο μέλλον να διεκδικήσει ξανά περισσότερα στρατηγικά πλεονεκτήματα απο ΝΑΤΟ και ΗΠΑ. Η Τουρκία σαν χώρα στερείται πλέον αξιοπιστίας, έχει αποδοκιμαστεί απο ΝΑΤΟ αλλά και Ισραήλ, προσεγγίζοντας τους χειρότερους εχθρούς τους, κινήθηκε πιο κοντά στο Ιράν και το Κατάρ έχοντας απέναντι τον πρώην σύμμαχο της, την Σαουδική Αραβία. Ο Πούτιν γνωρίζει πολύ καλά ότι οι σύμμαχοί του στο Ιράν και ιδιαίτερα στην Τουρκία είναι κάθε άλλο παρά προβλέψιμοι και αξιόπιστοι. H προτεραιότητα της Ρωσίας ειναι να διατηρήσει τις στρατιωτικές της βάσεις στην περιοχή της Μεσογείου και την ανατροπή κάθε δυτικό-σουνιτικού σχεδίου που στοχεύει την ανατροπή ενός φιλορωσικοαραβικού  καθεστώτος.

Το επόμενο βήμα για την Συρία θα είναι ακόμη πιο περίπλοκο: χρειάζεται να βρεθούν τα κεφάλαια για την ανασυγκρότηση μιας χώρας ερείπιο, κεφάλαια που όμως οι Δυτικοί δεν είναι πρόθυμοι να συνεισφέρουν στα ρωσικά σχέδια για την μεταπολεμική Συρία.

*Η Παναγιώτου Ευθυμία είναι Γεωπολιτολόγος

Πηγή: Sigmalive 

1 σχόλιο:

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.