11/4/09

Η Ελλάδα αναζητεί εξωτερική στρατηγική

Στελέχη της αντιπολίτευσης, διπλωμάτες και αναλυτές κρίνουν και επικρίνουν τους χειρισμούς της κυβέρνησης

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΑΓΓ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Διαθέτει σχέδιο και στρατηγική η Ελλάδα στην εξωτερική της πολιτική; Αυτή είναι «η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου δολαρίων» για τους παροικούντες τη «διπλωματική Ιερουσαλήμ». Η πρόσφατη επίσκεψη τουΜπαράκ Ομπάμαστην Τουρκία απετέλεσε μια σοβαρή αφορμή για ενδοσκόπηση και προβληματισμό σχετικά με τους προσανατολισμούς της Αθήνας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Αν και η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών επεχείρησε, κατά ορισμένους συστηματικά, να υποβαθμίσει τη μετάβαση του αμερικανού προέδρου στην Τουρκία, η κριτική που δέχθηκε ήταν έντονη.

Η οποία δεν περιορίστηκε μάλιστα μονάχα στο ερώτημα «Γιατί ο Ομπάμα πήγε στην Τουρκία και όχι στην Ελλάδα;». Επεκτάθηκε και στην επισήμανση ότι η κυβέρνηση έχει αναλώσει σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο σε πρωτοβουλίες επικοινωνιακού χαρακτήρα, χωρίς να αποκομίσει συγκεκριμένα ανταλλάγματα σε εθνικά ζητήματα. Την ίδια στιγμή, η πολιτική και οικονομική ρευστότητα στο εσωτερικό αδυνατίζει σημαντικά τη διεθνή εικόνα της χώρας. Στην άποψη αυτή συγκλίνουν τόσο κορυφαία στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μίλησαν στο «Βήμα», καθώς και διπλωμάτες και αναλυτές εξωτερικής πολιτικής.

Η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη αποκρούει με κατηγορηματικό τρόπο την κριτική κατά του υπουργείου Εξωτερικών. Η υπουργός εξηγεί στο «Βήμα» ότι«πρέπει κάποια στιγμή να ξεφύγουμε από τη μιζέρια. Η εξωτερική πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι πολυεπίπεδη και δεν εξαντλείται σε θέματα αποκλειστικού ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως τα ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό και το Σκοπιανό» . Και επισημαίνει τουλάχιστον τρεις βασικούς τομείς στους οποίους διακρίθηκε η Αθήνα την τελευταία πενταετία: τη Μέση Ανατολή, τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) και τις σχέσεις με την Τουρκία και τον ισλαμικό κόσμο.

«Η Ελλάδα ήταν η μία από τις τρεις χώρες εντός ΕΕ που συνδιαμόρφωσαν την πολιτική έναντι της Μέσης Ανατολής. Οι άλλες δύο ήταν η Γαλλία και η Ισπανία. Αυτό μας έχει αναγνωριστεί. Συνδιαμορφώνουμε επίσης την άποψη για το ευρωπαϊκό σπίτι, εξ ου και η υποστήριξη που παρέχουμε στην ενταξιακή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων. Οσον αφορά δε στην Τουρκία, θεωρούμε ότι δεν πρέπει να ετεροπροσδιοριζόμαστε. Αναγνωρίζουμε ότι η Αγκυρα έχει ρόλο να παίξει προς Ανατολάς, αλλά ήμασταν και από τους πρώτους που δηλώσαμε ότι το Ισλάμ δεν είναι εχθρός»επισημαίνει.

Εγκυροι διπλωματικοί κύκλοι διαφωνούν με την παρουσίαση αυτή. Οπως επισημαίνουν«καμία προεργασία δεν έχει γίνει προκειμένου να μελετηθούν οι νέες διεθνείς συνθήκες εντός των οποίων θα ασκηθεί η εξωτερική πολιτική της Αθήνας. Στην παρούσα φάση, η πολιτική ηγεσία θα έπρεπε να έχει αντιληφθεί τη διεθνή αβεβαιότητα και να έχει ζητήσει την καταγραφή των τάσεων, των προκλήσεων και των ευκαιριών προκειμένου να διαμορφωθεί στρατηγική με ορίζοντα δεκαετίας. Αντ΄ αυτού- τονίζουν - γίνονται σπασμωδικές κινήσεις εντυπωσιασμού, όπως η επίσκεψη της υπουργού Εξωτερικών στην Ουάσιγκτον ή η συνάντηση Ομπάμα- Καραμανλή στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ».

Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του ΠαΣοΚ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής κ. Ανδρ. Λοβέρδο μπορεί η αμερικανική στάση διαχρονικά να κρίνεται ως άκομψη ή και να είναι άκομψη, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι ρεαλιστική. Η Τουρκία κατάφερε να αναχθεί σε περιφερειακή δύναμη και είναι απολύτως δικαιολογημένο η αμερικανική πολιτική να στραφεί προς αυτή. Μόλις εξελέγη ο Ομπάμα το ΠαΣοΚ είπε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν αποτελεί προτεραιότητα για αυτόν διότι τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση της ΝΔ σπατάλησε το διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρευτεί επί των κυβερνήσεών μας».

Την ίδια στιγμή, προβληματισμός επικρατεί για τον ρόλο που επιθυμεί να παίξει η Αθήνα εντός ΕΕ και για το πού θέλει να οδηγήσει τις σχέσεις με τη Ρωσία.

Ο βουλευτής του ΠαΣοΚ κ.

Π. Μπεγλίτης, με μακρά πείρα στο υπουργείο Εξωτερικών και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, υπογραμμίζει ότι«η Αθήνα είναι τα τελευταία χρόνια απούσα από τα κέντρα λήψεως αποφάσεων στις Βρυξέλλες. Αυτό αφορά τόσο την ΕΕ όσο και το ΝΑΤΟ. Εκείοι σχέσεις έχουν τη μορφή δούναι και λαβείν. Πρέπει επίσης να έχεις άποψη ακόμη και για θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος».

Μαζί του συμφωνεί ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ κ.

Λ. Τσούκαλης:


«Η Αθήνα κρατά πολύ χαμηλό προφίλ στα ευρωπαϊκά πράγματα. Είναι απούσα σε υψηλό πολιτικό επίπεδο και έχει κακώς επιλέξει να ασχολείται μόνο με ζητήματα που αφορούν τα τοπικά συμφέροντά της. Η οικονομική εξασθένηση της χώρας υπονομεύει επίσης τρομακτικά τις συμμαχίες μας εντός ΕΕ, κυρίως έναντι της Γερμανίας. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η θέση του Βερολίνου για μια ισχυρότερη Ευρώπη είναι εγγύτερα στις δικές μας απόψεις από εκείνη της Γαλλίας, που επιμένει σε πιο διακυβερνητικές προσεγγίσεις».

Πηγές που πρόσκεινται στο καραμανλικό περιβάλλον εκτιμούν ότι«η επιλογή του ανοίγματος προς τη Ρωσία ήταν ορθή. Εντασσόταν στο ευρύτερο παιχνίδι των Γάλλων και των Γερμανών που διαβλέποντας τη μείωση της σχετικής ισχύος των ΗΠΑ επεχείρησαν να προσεταιριστούν τη Μόσχα, ιδιαίτερα στο πεδίο της ενεργειακής ασφάλειας».

«Ωστόσο- σημειώνουν οι παραπάνω πηγές-η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών δεν ασπάστηκε με την ίδια θέρμη την πρωτοβουλία του Μεγάρου Μαξίμου» . Εμπειροι διπλωμάτες σημειώνουν ότι δύσκολα μπορούν να ξεχαστούν οι δηλώσεις της κυρίας Μπακογιάννη υπέρ της αντιπυραυλικής ασπίδας, οι οποίες ανασκευάστηκαν, ή η δυσαρέσκεια του πρώην πρεσβευτή της ΡωσίαςΑντρέι Βντόβινέπειτα από τις τοποθετήσεις της υπουργού Εξωτερικών σχετικά με τον πόλεμο Ρωσίας- Γεωργίας τον περασμένο Αύγουστο. Η ίδια πάντως διαψεύδει αυτή την κριτική, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι Αθήνα και Μόσχα επιθυμούν να ανοίξουν από κοινού τον διάλογο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια κατά τη διάρκεια της τρέχουσας ελληνικής προεδρίας του ΟΑΣΕ.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν λάθη και από την πρωθυπουργική πλευρά.

«Το γεγονός ότι η προσέγγιση με τη Ρωσία δεν ενετάχθη στο ευρύτερο πλέγμα της εξωτερικής πολιτικής, με αποτέλεσμα ούτε να εκτιμηθεί σωστά το κόστος ούτε να γίνει πλήρης εκμετάλλευση, είναι ευθύνη του Καραμανλή»επισημαίνουν οι γνωρίζοντες.

Οι τουρκικές προκλήσεις και το Σκοπιανό
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις οξύνθηκαν πέραν πάσης αμφιβολίας το 2008. Η επίσκεψη Καραμανλή στην Αγκυρα τον Ιανουάριο του 2008, η πρώτη έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία μετά το 1959, υπήρξε εκ του αποτελέσματος ατελέσφορη. Παρά τις διακηρύξεις της υπουργού Εξωτερικών ότι το 2008 θα ήταν Ετος Αιγαίου, η ίδια αναγκάστηκε να παραδεχθεί πως υπήρξε τουλάχιστον στασιμότητα. Οι τουρκικές προκλήσεις στο Καστελόριζο, στο Αγαθονήσι και αλλού έδειξαν ότι η συνεχής επίδειξη ψυχραιμίας και η διακηρυσσόμενη υποστήριξη στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν απέδωσαν. Η παράλληλη αναβάθμιση της Αγκυρας επί κυβερνήσεως Ομπάμα προκαλεί έντονη ανησυχία για πιθανή απόπειρα της γείτονος να επιβεβαιώσει την υπεροχή της στο Αιγαίο. «Η Αθήνα πρέπει να προβεί σε τακτική επεξεργασία της πολιτικής της τόσο στα ελληνοτουρκικά όσο και στα ευρωτουρκικά»σημειώνει ο εκπρόσωπος του ΠαΣοΚ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής κ.

Α. Λοβέρδος. Η άποψη αυτή λαμβάνει επιτακτική σημασία εν όψει της επαναξιολόγησης της Τουρκίας τον προσεχή Δεκέμβριο, ενώ το Κυπριακό παραμένει ανοιχτό και το κλίμα στον γαλλογερμανικό άξονα έναντι της Αγκυρας βεβαρημένο. Εισηγήσεις για αναπροσαρμογές έχουν γίνει αλλά, όπως προκύπτει από ασφαλείς πληροφορίες, δεν έχουν ακόμη εξεταστεί.

Η τολμηρή πρωτοβουλία της κυβέρνησης Καραμανλή να κλείσει την πληγή του Σκοπιανού αποδεχόμενη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό δεν ακολουθήθηκε από την απαραίτητη ευελιξία μετά το βέτο του Βουκουρεστίου. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη διεύρυνση της ατζέντας των συνομιλιών υπό τονΜάθιου Νίμιτςμε τα θέματα της μακεδονικής εθνότητας και της γλώσσας.

Πηγή "Το Βήμα" Σάββατο 11 Απριλίου 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.