3/3/12

Τάμα ακριβό, λεβέντικο, αντρειωμένο

Αδέλφια, εγώ είμαι εδώ στους Κύπριους να πείτε, πως είμαι δω της λευτεριάς ακοίμητος φρουρός, πιστός στην εντολή τους, Αδέλφια πάντα ομπρός. 
Ποίημα του Β. Λυσσαρίδη γραμμένο στο πρώτο μνημόσυνο του ήρωα Γρ. Αυξεντίου 
  ΕΝΑχρόνο μετά τον θάνατο του ήρωα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, Γρηγόρη Αυξεντίου, στο πρώτο μνημόσυνό του, ο Βάσος Λυσσαρίδης έγραψε ένα συγκλονιστικό ποίημα. Το ποίημα με τίτλο Ω ξειν αγγέλειν, δημοσιεύθηκε στην πρώτη σελίδα του «Φιλελεύθερου». Επέτειο της ηρωικής θυσίας του Γρηγόρη Αυξεντίου, αναδημοσιεύουμε σήμερα το ποίημα του Βάσου Λυσσαρίδη:

Ω ΞΕΙΝ ΑΓΓΕΛΛΕΙΝ Ω ξειν αγγέλλειν γενεαίς Κυπρίων ότι Τήδε κείμαι τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ Μια χλαλοή, αντάρα, θύελλα, Βουνά σκορπούν, βουνά βογγούν φωτιά, μολύβι, θάνατος. Δάση σκορπίζουν, χάνονται.

Τρέμει το παν κι’ ο πυρετός καίει τη γής Που είν’ άρρωστη απ’ τον καϋμό κι’ από το κάμωμα.

Τιτάνες θέ να μάχονται, μιλιούνια στρατιές Πάρα πολλοί είν’ οι οχτροί, θα πρέπει νάν πολλοί κι’ οι φίλοι.

Φυσάει ο αγέρας μυρωδιές, καψίλα και μπαρούτι, Φυσάει φωνές, φυσάει βροντές, φυσάει αστραπές και σάρκα,

Πέφτουν κορμιά, μάτια δειλά, φωνές ξένες παράξενες Αίμα ποτίζει ολόκαυτο τη διψασμένη γης Μ’ αυτή ξερνά, αναδεύεται, δε δέχεται το τάμα,

Τ΄ είν βρώμικο, είν άρρωστο, φαρμακωμένο, αφιόνι.

Βρέχει φωτιά, βρέχει βρωμιά, βρέχει αίμα, βρέχει βούρκο, Βρέχει ψυχές, βρέχει όνειρα, βρέχει ορμές και νειάτα,

 Βρέχει ψηλά ονείρατα, μια κούνια, ένα παιδί, Ένα κλάμα, ένα χαμόγελο, βρέχει μια κοπελλίτσα, βρέχει φιλιά, χαϋδέματα, βρέχει αλμυρή μια πίκρα για κάποιο Ιούδα κίτρινο.
Κι’ ένα λεπτό σιγή.

Δειλό τραγούδι αηδονόλαλο, θολή μια οπτασία μια ζωή αρχίζει κι’ έκλεισε, ανοίγει μια σελίδα.

Ένα περβόλι ολάνθιστο, γλέντι, συρτός, κρασί, ανθρώποι πάνε κι’ έρχονται, στη μέση αυτή κι’ εσύ.

Φυσάει ο αγέρας μυρωδιές κρασί, χαρά κι’ αγάπη.

Βρέχει νερό, βρέχει χορό, βρέχει ζωή, τραγούδια, Βρέχει ψυχές, βρέχει όνειρα, βρέχει χαρές, λουλλούδια.

Το ιντερμέτιο έκλεισε Σειέται και πάλι η γης.

Τα βόλια πάνε κι’ έρχονται, αντάρα, κάπνη, κλάμα.

Δειλές ψυχές δειλές καρδιές, κρυμμένες, κρύες, δούλες.

Κι’ ένας σεισμός ηφαίστειο, Ξέρασε τα έγκατα η γης, μουγκρίζει ο Προμηθέας.

Βουνά πηγαίνουν κι’ έρχονται, Και πάλι μια σιγή.

Το κάστρο πάει, έπεσε. Νεκρώθηκε η αντάρα, κοιμήθηκ’ ο παλμός.

Δειλά, φρικτά, καμπούρικα, κίτρινα, σκουριασμένα, ερπετά μιλιούνια σέρνονται προς το νεκρό καστρί.

Φοβούνται ακόμα τη σιγή, φοβούνται τους χαμένους, φόβος τρυπάει τη σάρκα τους, καρφώνει την ψυχή τους.

Μα πάνε ομπρός, μιλιούνια τα ερπετά.

Στην πόρτα εκεί, στην άκρη της σπηλιάς, στέκει ο νεκρός, στέκει πεσμένος.

Στην πόρτα εκεί, στην άκρη της σπηλιάς φυλάει φρουρός ακοίμητος ο πεθαμένος.

Τιτάνες θε να μάχονταν μιλιούνια στρατιές, Πάρα πολλ’ ήσαν οι οχτροί, ένας ήταν ο φίλος.

Φυσάει και πάλι μυρωδιές, λιβάνι και καπνό.

Φυσάει φωνές, φυσάει βροντές, φυσάει αστραπές και σάρκα, Φυσάει ο αγέρας μυρωδιές, αντρειότη και λαχτάρα.

Φυσάει λυγμούς, φυσάει οδυρμούς, θλίψη καϋμό και κλάμα. Βρέχει ψυχές, βρέχει καρδιές, βρέχει αίμα, βρέχει θρήνο, βρέχει φωτιά και λεβεντιά, βρέχει ορμές, χαμένα νειάτα.

Αίμα ποτίζει ολόκαυτο τη διψασμένη γης κι’ αυτή ριγάει, αναριγά, ρουφάει κι’ ανασαίνει.

Τ’ είναι το τάμα ακριβό, λεβέντικο, αντρειωμένο.

Θρηνάει βουβά, θρηνάει μουγγά, θρηνάει χωρίς ανάσα.

Θρηνά η βροχή, θρηνά η βροντή, θρηνά η αστραπή κι’ η μάνα.

Θρηνούν λαγκάδια και χωριά, θρηνούν χωριά και πόλεις, θρηνούν αντάρτες και παιδιά, χαμόσπιτα και σπήλια, θρηνάει η φύσις όλη
.
Μα η σπηλιά βροντάει ξανά, ζωντάνεψε ο φρουρός

Γκρεμίζονται και χάνονται σκουλήκια οι οχτροί

Πατάει ομπρός, πετάει ομπρός, ορμάει στητός κι’ ολόρθος

Βγάζει φωνή, βγάζει κραυγή, τρυπάει αυτιά και σάρκα,

Αδέλφια, εγώ είμαι εδώ στους Κύπριους να πείτε, πως είμαι δω της λευτεριάς ακοίμητος φρουρός, πιστός στην εντολή τους, Αδέλφια πάντα ομπρός.
ΒΑΣΟΣ ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ Φιλελεύθερος, Κυριακή 8 Μαρτίου 1959

1 σχόλιο:

  1. «Εκείνο τ’ ΟΧΙ δεν το επανέλαβε η ηχώ / ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρει». [Εμείς όμως:] «Να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου / να καθαρίσουμε το δικό μας […] να μπολιάσουμε […] να βάψουμε το δικό μας, / να μη μπορέσει πια ποτές / να το ξεθωριάσει ο φόβος. […] Να πάρουμε την τελευταία σου εκπνοή / να 'χουμε οξυγόνο ν’ αναπνέουμε / χιλιάδες χρόνια, / να πάρουμε τις τελευταίες σου λέξεις / να 'χουμε να τραγουδάμε / ανεξάντλητα εμβατήρια για τη λευτεριά»…

    ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.