13/3/19

Μετακίνηση του Στρατού και μυστική διπλωματία

(Από το βιβλίο "Εμπρός δια της Λόγχης")
Καθώς τα σύννεφα πάνω από τη Θεσσαλονίκη μαζεύονταν και ένας Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος έμοιαζε αναπόφευκτος, αμέσως μόλις πάρθηκαν τα Ιωάννινα, οι Μεραρχίες που είχαν σταλεί στην Ήπειρο στάλθηκαν και πάλι εσπευσμένα στη Μακεδονία. Στην Ήπειρο έμεινε μόνο η 8η, που μετονομάστηκε σε «Μεραρχία Ηπείρου».
Η 6η Μεραρχία φορτώθηκε στα καράβια στην Πρέβεζα, χωρίς να παραμείνει στα Γιάννενα ούτε καν για ανάπαυση και ανασυγκρότηση. Μία εβδομάδα μετά ξεκίνησε και η 4η Μεραρχία. Ο σχεδιασμός των κινήσεων ήταν άρτιος και το μόνο που τις καθυστερούσε ήταν οι περιορισμένες δυνατότητες του λιμανιού της Πρέβεζας που επέβαλε να χρησιμοποιηθεί ακόμη και το μικρό λιμάνι στον όρμο της Κόπραινας. Χαρακτηριστικό του κατεπείγοντος χαρακτήρα της μετακίνησης είναι ότι ένα Σύνταγμα της 1ης Μεραρχίας, που είχε σταλεί στην Ήπειρο με τα πόδια, περνώντας το χιονισμένο Μέτσοβο και έφτασε έξω από τα Γιάννενα τη μέρα που έπεφτε το Μπιζάνι, διατάχτηκε να συνεχίσει την κίνησή του προς την Άρτα και την Κόπραινα, από όπου το παρέλαβαν τα πλοία για τη Θεσσαλονίκη. 
Ενώ η 3η Μεραρχία, δεν περίμενε καν να φύγουν οι άλλες από την Πρέβεζα ή την Κόπραινα, αλλά διατάχθηκε να συνδράμει την Μεραρχία Ηπείρου στις επιχειρήσεις στο Αργυρόκαστρο και την Πρεμετή και από εκεί πέρασε το Δέλβινο, κατέβηκε στους Αγίους Σαράντα και φορτώθηκε από εκεί σε πλοία για τη Θεσσαλονίκη!
Η γρήγορη αυτή μεταφορά επέτρεψε την ταχεία ενίσχυση της 1ης και 7ης Μεραρχίας, που ήταν οι μόνες που είχαν μείνει στη Μακεδονία, πριν να ξεμπερδέψουν με την πολιορκία της Αδριανούπολης οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι. Η Στρατιά της Μακεδονίας ανασυντάχθηκε, ενισχύθηκε με αναπλήρωση των απωλειών από εφέδρους και ήταν έτοιμη. Καθώς ο Κωνσταντίνος είχε μείνει στην Αθήνα λόγω της κηδείας, ο Βενιζέλος φρόντισε για την άμεση αποστολή από την Ήπειρο και ολοκλήρου του Επιτελείου, με επί κεφαλής τον Δούσμανη, που τον εμπιστευόταν για τις ικανότητές του να συγκρατεί την πειθαρχία αλλά και να «πολιτεύεται», αλλά και τον Μεταξά που ο Βενιζέλος τον εμπιστευόταν απόλυτα για τις τεχνικές και οργανωτικές του ικανότητες. Δικό του έργο ήταν η Διαταγή της 4ης Απριλίου που καθόριζε την συγκέντρωση και αναδιάταξη του Στρατού. Σύμφωνα με αυτή, η 7η Μεραρχία παρέμεινε στις θέσεις της στη Νιγρίτα και το Παγγαίο. 
Η 1η Μεραρχία συγκεντρώθηκε στο τρίγωνο Μονούχι (Μαυροθάλασσα Νιγρίτας) - Σκάλα Ασπροβάλτας – Τσάγεζι (Αμφίπολη), με προφυλακές προς Λιγκοβάνη, Βισώκα (Βυσσόκα) και Ορλιακό (Στρυμωνικό).
Η 2η Μεραρχία κάλυπτε τη Θεσσαλονίκη, το Ασβεστοχώρι και τους Καπουτζήδες (Πυλαία). Η 6η Μεραρχία από Θεσσαλονίκη ως Γικλατζίκ (Χορτιάτη) με το Στρατηγείο της στα Λαϊνά (Λαγυνά).
 Η 4η Μεραρχία βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης, με προφυλακές στα χωριά Γραδομπόρ (Πεντάλοφο), Δαουτλί (Ωραιόκαστρο), Κισλελί – Σαρή Ομέρ. 
Η 5η Μεραρχία στον Βαθύλακο (Άγιο Αθανάσιο) και στο Αμάτοβο (Λητή). 
Η νεοσύστατη 10η Μεραρχία, με Μέραρχο τον Παρασκευόπουλο, στη Γευγελή και γύρω από τη Γουμέντσα (Γουμένισσα). Η Μεραρχία αυτή, ήταν μία «Μεραρχία Ειδικών Δυνάμεων», όπως θα λέγαμε στις μέρες μας, καθώς είχε συγκροτηθεί από τρία Συντάγματα Ευζώνων. 
Η 3η Μεραρχία, όταν έφτασε στα τέλη Μαΐου, κάλυψε τη γραμμή Γιαννιτσά – Βερτεκόπ (Σκύδρα). Το Ιππικό, 1ο και 3ο Σύνταγμα, ήταν διαθέσιμα στην εφεδρεία. Το πιο σημαντικό ήταν ότι όλες οι Μεραρχίες ήταν πλήρεις, με 9 Τάγματα η καθεμία, σε αντίθεση με τον Οκτώβρη του 1912, που μόνο οι «ενεργές» (1η, 2η, 3η, 4η) ήταν πλήρεις, ενώ η 5η και 6η είχαν μόνο έξι (δύο Τάγματα ανά Σύνταγμα) και η 7η μόνο πέντε.
Έτσι, ο Ελληνικός Στρατός παρέτασσε τώρα 90 Τάγματα, έναντι 200 των Σέρβων και 300 των Βουλγάρων. Η αριθμητική υπεροχή ήταν πάντα με το μέρος των Βουλγάρων, που φερόντουσαν ανάλογα. Και δεν ήταν μόνο οι αριθμοί. Οι Βούλγαροι υποτιμούσαν την αξία του Ελληνικού Στρατού. Τα μικρόσωμα Ευζωνάκια, που δεν ήξεραν να χτυπάν τα (ανύπαρκτα) τακούνια τους σαν στέκονταν προσοχή και να ισοζυγίζουν τα τουφέκια τους, δεν γέμιζαν το μάτι τους. Και οι προστριβές ήταν καθημερινές. Χαρακτηριστικό είναι ένα περιστατικό που συνέβη στη Γουμένισσα, στον τομέα της 10ης Μεραρχίας. Εκεί, παρ’ όλο που η περιοχή κατεχόταν από τον Ελληνικό Στρατό, στείλανε ένα δήθεν Έπαρχο, ένα φανφαρόνο με στρατιωτική στολή γεμάτη παράσημα, που γύριζε στην πόλη λέγοντας «Εδώ οι Έλληνες δεν είναι τίποτα … Εμείς ορίζουμε κι εμείς διοικούμε …» Αφού πρώτα διαμαρτυρήθηκε δυο φορές επίσημα ο Μέραρχος Παρασκευόπουλος, διέταξε τον Συνταγματάρχη Φικιώρη, που ήταν Φρούραρχος, να τον απελάσει. Αυτός διέταξε τον ψευτοέπαρχο να παρουσιαστεί, αλλά εκείνος τον αγνόησε, στέλνοντάς του μήνυμα ότι δέχεται διαταγές μόνο από τον Τσάρο Φερδινάρδο. Δεν ήθελε άλλο ο Φικιώρης, έστειλε έναν Δεκανέα με τρεις Ευζώνους, τον ανέβασαν σε ένα κάρο δίτροχο, τον γύρισαν στην πόλη με τη μεγάλη στολή του να τον δει ο κόσμος, και τον στέλλανε «πακέτο» στις προφυλακές των Βουλγάρων!
Στην Βουλή, οι πολιτικοί ήταν μοιρασμένοι σχετικά με ένα πόλεμο κατά της Βουλγαρίας. Ο Στράτος με τον Τσιριμώκο, συμφωνούσαν με τον Κωνσταντίνο για την αναγκαιότητα του πολέμου. Θεοτόκης, Ράλλης και Γούναρης, δήλωναν ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι αδιάλλακτη στις διεκδικήσεις της. Αλλά αυτοί ήταν στην αντιπολίτευση, και είχαν μεγαλύτερη ελευθερία για δηλώσεις και «κορώνες». Ο Βενιζέλος δίσταζε. Δεν είχε σκοπό να ξεκινήσει αυτός τον πόλεμο. Αλλά ούτε να κάνει πίσω. Τον Φεβρουάριο, επιστρέφοντας από Σόφια και Βελιγράδι, είχε δηλώσει κατηγορηματικά στον Ρώσο Πρεσβευτή:
«Η Ελληνική Κυβέρνηση έχει πληροφορηθεί από θετική πηγή ότι, με πρωτοβουλία της Αυστρίας, οι δυνάμεις της τριπλής Συμμαχίας (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία) υποσχέθηκαν στην Βουλγαρία την κατοχή της Θεσσαλονίκης. Σας δηλώνω ότι μόνο δια των όπλων θα αποσπασθεί η Θεσσαλονίκη από την Ελλάδα».
Όμως, όσο η Σερβία «σφύριζε αδιάφορα», ο Βενιζέλος προβληματιζόταν και από την συντριπτική αριθμητική υπεροχή του Βουλγαρικού Στρατού. Χρησιμοποίησε κάθε διπλωματικό μέσο για να ασκήσει πίεση, ακόμη και «μυστική Διπλωματία» με την Τουρκία. Ο αιχμάλωτος πρώην Διοικητής των Ιωαννίνων Εσσάτ Πασσάς, ήταν φίλος του ηγέτη των Νεοτούρκων Εμβέρ (Enver Paşa), που στο μεταξύ, μετά το πραξικόπημα των Νεοτούρκων τον Ιανουάριο 1913, είχε γίνει Υπουργός Στρατιωτικών. Και ο Δούσμανης είχε συνδεθεί φιλικά μαζί του. Και ακόμη περισσότερο, είχε συνδεθεί μαζί του ο Τυπάλδος Φορέστης, πρώην Πρόξενος στα Γιάννενα, που τώρα ήταν στην Αθήνα.
Ας σημειωθεί εδώ ότι η νέα Κυβέρνηση των Νεοτούρκων είχε διακόψει τις Διαπραγματεύσεις Ειρήνης του Λονδίνου, κάτι που διευκόλυνε την Ελληνική πλευρά, καθώς άρχισαν ξανά οι μάχες μεταξύ Βουλγάρων και Τούρκων.
Ο Φορέστης μίλησε με τον Εσσάτ, που θεωρούσε ότι Τουρκία και Ελλάδα έπρεπε να έχουν φιλικές σχέσεις στο μέλλον. Και ο Εσσάτ του πρότεινε να φέρουν τις δύο Κυβερνήσεις σε συνεννόηση. Ο Δούσμανης μετέφερε την πρόταση στο Βενιζέλο, που τον παρατήρησε για την πρωτοβουλία του. «Αυτά τα ζητήματα είναι της πολιτικής του κράτους και δεν πρέπει να ανακατεύονται οι στρατιωτικοί» του είπε. Αλλά έφερε το θέμα στο Υπουργικό Συμβούλιο και τελικά ζήτησαν από τον Δούσμανη να συναντήσει ξανά τον Εσσάτ.
Όμως ο Εσσάτ, όπως και ο αδελφός του Βεχίμπ Μπέης, ήταν κρατούμενοι σε ένα Ξενοδοχείο στην Κηφισιά και η συνάντηση δεν μπορούσε να γίνει φανερά. Σκηνοθετήθηκε μία «αιφνιδιαστική έφοδος» του Δούσμανη στο Ξενοδοχείο, για δήθεν έλεγχο των μέτρων ασφαλείας, στη διάρκεια της οποίας ο Δούσμανης βρήκε την ευκαιρία να «γλυστρήσει» στο δωμάτιο που έμενε ο Εσσάτ με τον αδελφό του. Έμειναν σύμφωνοι να σταλεί στην Κωνσταντινούπολη ο Βεχίμπ. Αυτός πήγε και ήλθε τρεις φορές συνολικά, και την τελευταία γύρισε ξανά στην αιχμαλωσία, κρατώντας τον λόγο του, ενώ στο μεταξύ πήρε και προαγωγή, έγινε «Πασσάς».
Θεωρείται εθνικός ήρωας στην Τουρκία.

Λίγοι γνωρίζουν ότι αυτός (και όχι ο Κεμάλ Ατατούρκ) οργάνωσε την άμυνα στην Καλλίπολη κατά τον 1ο ΠΠ και ότι αυτός διοικούσε τα Τουρκικά στρατεύματα εκεί.
(Ο Κεμάλ ήταν υφιστάμενός του)

Η Τουρκική Κυβέρνηση εξουσιοδότησε τον Βεχίμπ και τον Εσσάτ να διαπραγματευτούν για την σύναψη «προκαταρκτικής ειρήνης». Όμως, όπως αναφέρει ο Βεχίμπ, «οι τότε κυβερνώντες την Τουρκία, θεωρώντας την θέση της Ελλάδας ως κρίσιμη, ενέκριναν τις συμφωνίες , αλλά απαίτησαν την επιστροφή της Χίου και της Μυτιλήνης», όρος που απορρίφθηκε από τον Βενιζέλο που διέκοψε τις διαπραγματεύσεις δηλώνοντας ότι «Είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς ότι θα υπάρξει ποτέ στην Ελλάδα Κυβέρνηση, που θα δεχόταν την παράδοση των νήσων».
Στο ίδιο διάστημα, ο Βούλγαρος Διάδοχος Βόρις επισκέφτηκε την Αθήνα, όπου, στα πλαίσια προσπαθειών εξομάλυνσης των σχέσεων, του έγινε θερμή υποδοχή από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, που τον αντιπαθούσε βαθιά και συνήθιζε να τον αποκαλεί … «Ανθυπασπιστή».
Ο Βόρις εντυπωσιάστηκε από την Αθήνα. Περίμενε να δει μία Τουρκόπολη, αλλά βρήκε μία πόλη Ευρωπαϊκή. Και όταν κατέβηκε και στο λιμάνι του Πειραιά, του έκανε εντύπωση η μεγάλη εμπορική κίνηση και δήλωσε ότι «Δεν φανταζόμαστε ποτέ στη Βουλγαρία ότι η Ελλάς έχει τέτοια θαλασσινή εμπορική δύναμη». Πολύ του άρεσε και το Παλάτι, για το οποίο είπε ότι «Στην Ελληνική Αυλή βρίσκομαι σαν στο σπίτι μου … Θα ήθελα πολύ να μείνω εδώ». Και μάλλον του άρεσαν και … κάποια πρόσωπα που κυκλοφορούσαν στο Παλάτι, γιατί ένας από την ακολουθία του σχολίασε «Τι ταιριαστό συνοικέσιο θα ήταν μεταξύ της βασιλόπαιδος Ελένης και του Βόρι …» Όλα αυτά βέβαια δεν άλλαξαν το βαρύ κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών.

 Fotis Sarantopoulos


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.