23/11/11

Από τα πανεπιστήμια η ανάπτυξη της οικονομίας

Ανδρέας Θεοφάνους
Για μια ορθολογιστική και κοινωνικά δίκαιη πολιτική για την τριτοβάθμια εκπαίδευση
Αφορμή του κειμένου αυτού δίνει και πάλι η συζήτηση (που τελικά γίνεται 2-3 φορές τον χρόνο) για το ύψος των πιθανών αυξήσεων των διδάκτρων στα ιδιωτικά πανεπιστήμια.

H πρακτική αυτή όμως δεν αντιμετωπίζει την ουσία του προβλήματος. Σημειώνεται συναφώς ότι η πλειοψηφία των φοιτητών στα ιδιωτικά πανεπιστήμια καταβάλλει χαμηλότερα δίδακτρα λόγω υποτροφιών ή μειώσεων κυρίως για κοινωνικοοικονομικούς λόγους. Ως εκ τούτου δεν «προστατεύονται» από περιορισμούς στις αυξήσεις των διδάκτρων.
Δεν θα αναπτύξω τα επιχειρήματα που κατ’ επανάληψιν έχουν κατατεθεί εναντίον μιας τέτοιας φιλοσοφίας: ότι για τους δικούς τους αναπτυξιακούς στόχους (αναβάθμιση της έρευνας, προσέλκυση υψηλού επιπέδου επιστημονικού προσωπικού, αναβάθμιση εγκαταστάσεων, εμπλουτισμός βιβλιοθηκών, ψηλότεροι μισθοί για το ακαδημαϊκό και διοικητικό προσωπικό κλπ) τα ιδιωτικά πανεπιστήμια χρειάζονται επιπρόσθετους πόρους. Η ουσία είναι ότι η υπόθεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (αλλά και της παιδείας γενικότερα) είναι καθοριστικής σημασίας με ευρύτερες προεκτάσεις. Oι προκλήσεις και τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται επιδερμικά και αποσπασματικά.
Η ουσία είναι ότι είναι δυνατό τα δίδακτρα να είναι γύρω στις €5.000 ετησίως (αντί πέραν των €9.000 ετησίως που είναι σήμερα) εάν η κυβέρνηση αντιμετωπίσει ισότιμα τους φοιτητές και ακαδημαϊκούς των ιδιωτικών και κρατικών πανεπιστημίων και κατανέμει τον συναφή κρατικό προϋπολογισμό διαφορετικά. Σήμερα κατανέμονται στα κρατικά πανεπιστήμια περίπου €200 εκατομμύρια ετησίως (κυρίως ως αντιστάθμισμα για την καταβολή διδάκτρων, περίπου €20.000 ανά φοιτητή) από τον κρατικό προϋπολογισμό (δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν άλλες προσθήκες από άλλες πηγές), ενώ δεν δίνεται ούτε ένα σεντ στα ιδιωτικά. Εάν τα κρατικά πανεπιστήμια εξακολουθήσουν να έχουν τη μερίδα του λέωντος, ας πούμε €160 εκατομμύρια, και δίνονταν €40 εκατομμύρια (ως αντιστάθμισμα για την πληρωμή μέρος των διδάκτρων των φοιτητών ή/και ενίσχυση της έρευνας) στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, θα είχαμε εξαιρετικά αποτελέσματα:
(α) το ύψος των διδάκτρων θα ήταν γύρω στα €5.000 ετησίως. Tο αποτέλεσμα αυτό θα ήταν πραγματικά κοινωνικά δίκαιο ενώ παράλληλα θα προσελκύονταν χιλιάδες φοιτητές από το εξωτερικό. Δυναμικά θα είχαμε πολύ θετικές εξελίξεις, όπως η δημιουργία κρίσιμης μάζας, αναβάθμιση ποιότητας, επέκταση και εμβάθυνση διασυνδέσεων με την υπόλοιπη οικονομία και κοινωνία και ούτω καθ’ εξής.
(β) η πολιτική αυτή θα ωθούσε το Πανεπιστήμιο Κύπρου και τα κρατικά πανεπιστήμια γενικότερα σε μια πιο ορθολογιστική οικονομική διαχείριση. Άλλωστε οι όροι απασχόλησης και λειτουργίας των γενικότερα δεν έχουν προηγούμενο σε καμιά χώρα, πάντοτε εις βαρος του φορολογούμενου και του δημόσιου συμφέροντος. Στα πλαίσια αυτά θα ήταν δυνατό να υπάρξουν δίδακτρα και στα κρατικά πανεπιστήμια, περίπου €1.000.
(γ) η εισηγούμενη πολιτική θα οδηγούσε στην υλοποίηση του στόχου της μετατροπής της Κύπρου σε ακαδημαϊκό κέντρο με πολλαπλά οφέλη. Πάνω απ΄όλα θα μειωνόταν η ανεργία και θα ήταν δυνατό να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την ικανοποίηση των προσδοκιών των νέων.
Σε σχέση με την ευρύτερη συζήτηση για τις φοιτητικές χορηγίες είναι επίσης καθοριστικό να αξιολογήσουμε σε ποια βάση πρέπει να δίδονται. Για παράδειγμα, και με αφορμή τις εξαγγελίες για προώθηση της κυβερνητικής πολιτικής για Ιατρική Σχολή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον ο φορολογούμενος πολίτης θα καταβάλλει με τους φόρους του τα δίδακτρα και μάλιστα εξ ολοκλήρου των φοιτητών της Ιατρικής ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων. Αναπόφευκτα το ζήτημα αυτό παραπέμπει στην επανεξέταση του θεσμού της εξ ολοκλήρου δωρεάν παιδείας και της εφαρμογής της αρχής της ισοτιμίας.
Καταλήγοντας διερωτώμαι γιατί διαιωνίζεται η υφιστάμενη πολιτική – μια πολιτική που δεν είναι ορθολογιστική – ενώ παράλληλα δεν αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους φοιτητές, τους ακαδημαϊκούς και τα ιδρύματα. Κρισιμότερο είναι δυστυχώς ότι η συναφής πολιτική της κυβέρνησης στερείται οράματος και προοπτικής και παραμένει προσκολλημένη στη φιλοσοφία του κρατισμού και άλλων ξεπερασμένων προσεγγίσεων. Ως εκ τούτου τα προβλήματα αναπαράγονται ενώ ευνουχίζεται η προοπτική και η ελπίδα. Η ουσία είναι ότι τους νέους και κατ’ επέκταση το μέλλον της Κύπρου μπορεί να βοηθήσει περισσότερα μια ολοκληρωμένη στρατηγική βασισμένη στις αρχές της κοινωνικής ευαισθησίας, του οικονομικού ορθολογισμού, της αποτελεσματικότητας και της ισοτιμίας.
Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων

Πηγή: Αγορά-Διάλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.