3/1/10

Ο Μεγάλος Ασθενής

Εάν πιστεύσει κανείς την πολιτική ηγεσία της χώρας, τους οικονομικούς παράγοντες, τα ΜΜΕ, τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, η νέα χρονιά βρήκε την Ελλάδα στην «εντατική» και πλείστες όσες εκτιμήσεις -άκρως απαισιόδοξες ενίοτε- διατυπώνονται για το μέλλον της χώρας.

Βεβαίως, η Ελλάς δεν είναι αφηρημένη έννοια, δεν είναι κάποια υπερβατική ιδέα· είναι μία σύνθεση αντικειμενικών στοιχείων, όπως πολιτικοί άνδρες όλων των παρατάξεων, εργαζόμενοι στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, επιχειρηματίες, μεγάλου ή μικρού διαμετρήματος, που όλοι συμβάλαμε, καθένας με τον τρόπο του, στη διαμόρφωση της σημερινής καταστάσεως.

Κατά συνέπεια, ο Μεγάλος Ασθενής δεν είναι μόνον η όποια κυβέρνηση ασκεί την εξουσία· δεν είναι αποκλειστικά το πολιτικό σύστημα που διαμορφώθηκε μετά τη μεταπολίτευση· ο Μεγάλος Ασθενής είναι από μία άποψη και η ελληνική κοινωνία, που πάσχει από ατονία και έχει χάσει τη ζωτική ορμή της.

Στην άλλη ακτή του Αιγαίου, η Τουρκία διέρχεται δίχως αμφιβολία περίοδο ακραίων εσωτερικών πολιτικών εντάσεων· το ιδεολόγημα του Μουσταφά Κεμάλ αμφισβητείται από την ισλαμική κυβέρνηση του κ. Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι η κοινωνία της Τουρκίας βρίσκεται σε δημιουργική διέγερση.

Μία νέα τάξη, που άρχισε να διαμορφώνεται από την εποχή του Τουργκούτ Οζάλ, οι επιχειρηματίες της Ανατολίας, απέκτησαν τόση ισχύ ώστε να αμφισβητούν το παραδοσιακό κεμαλικό κατεστημένο, διαδραματίζουν ρόλο κυρίαρχο στην τουρκική οικονομική ζωή, και αποτολμούν αλλοίωση ακόμη και της πολιτιστικής φυσιογνωμίας της χώρας.

Αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο χωρών, αυτή και η πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάς και όχι απλώς η στρατιωτική υπεροπλία της Τουρκίας ή η διπλωματική δεινότης της, που υπερεκτιμάται τις περισσότερες φορές στη χώρα μας.

Πριν από τριάντα χρόνια ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας διεκδικούσε ρόλο ουσιαστικότερο και έφερε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Πέρασε η Ελλάς μία περίοδο ροβεσπιερισμού· νέα στελέχη αναδείχθηκαν στον δημόσιο τομέα, αλλά οι επιδόσεις τους δεν ήσαν εντυπωσιακές· νέα τάξη επιχειρηματιών δημιουργήθηκε, αλλά η ορμή τους άρχισε να εξαντλείται.

Σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχει κοινωνική ομάδα που να αγωνίζεται για την επιβεβαίωσή της στον οικονομικό τομέα ή στην πολιτική σκηνή - εκτός ίσως από από ένα τμήμα ελληνοποιηθέντων μεταναστών. Η ελληνική κοινωνία εμφανίζει σημάδια παθητικότητος, ασφυκτιά, δίχως δημιουργικές διεξόδους.

Είναι παράδοξο πώς η συμμετοχή της Ελλάδος στη Ζώνη του Ευρώ, η πλήρης ένταξή της στο ευρωπαϊκό σύστημα, αντί να αποδεσμεύσει δημιουργικές δυνάμεις, οδήγησε την κοινωνία σε μία αλόγιστη διασπάθιση του πλούτου, σε μία έκπτωση αξιών. Η πολιτική ηγεσία της χώρας στάθηκε -ως φαίνεται- ανίκανη να διαχειρισθεί έως τώρα την ευρωπαϊκή πρόκληση, αν και αποτελούσε στόχο του έθνους από την ίδρυση του Ελληνικού Βασιλείου. Και η ελληνική κοινωνία εξέλαβε την ευρωπαϊκή προοπτική ως πρόσχημα για επιβεβαίωση της ατομικής αυθαιρεσίας. Ας υποθέσουμε, λόγω των ημερών, και της αρχής του νέου έτους ότι το παν δεν έχει ακόμη χαθεί.

Πάλι με χρόνια και καιρούς...

Προ ετών, είχα την ευκαιρία να με προσκαλέσει στο γραφείο του για να «ανταλλάξουμε απόψεις» ένας εκ των κορυφαίων αξιωματούχων του κράτους. Ανταποκρινόμενος στην τιμή που ένιωθα (ένας τόσο σημαντικός παράγων να διαθέτει για μένα μέρος του χρόνου του), του ανέπτυξα με ειλικρίνεια τις απόψεις μου, σχετικά με τα εμπόδια στην πρόοδο της χώρας που προκαλεί η εμμονή μας σε μια εθνική ιδεολογία κατάλληλη για τα δεδομένα του 19ου αιώνα. Εκείνος με άκουσε προσεκτικά κι έπειτα, πολύ ευγενικά, δήλωσε τη θέση του: «Και όμως! Εγώ, ξέρετε, βαθιά μέσα μου το πιστεύω ότι πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι». Εφυγα ελαφρώς ταραγμένος, έχοντας όμως καταλάβει γιατί επί των ημερών του ένα τόσο σημαντικό τμήμα του κρατικού μηχανισμού -του οποίου εκείνος ηγείτο- είχε περιέλθει σε τέτοιο χάλι...

Ομως -μια και τα τεστ ελληνικότητας είναι κάτι που θα συζητηθεί πολύ εφέτος- ας αναρωτηθούμε τι θα γινόταν αν, λ.χ., ο Ελληνισμός ξανάπαιρνε την Πόλη! Κατ’ αρχάς, επειδή είμαστε γνήσιοι απόγονοι του εκπολιτιστή της ανθρωπότητας Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν θα πειράζαμε κανένα Τούρκο. Επομένως, εμείς τα δέκα εκατομμύρια θα έπρεπε να «κάνουμε» με τα δεκαπέντε εκατομμύρια των κατοίκων της Πόλης. Για να μη μακρηγορώ, η εκπλήρωση του πεπρωμένου θα μας καθιστούσε μειονότητα. Συμφέρει; Δεν ξέρω...

Για να κλείσω το σημείωμα, δανείζομαι τα λόγια του Αϊσάν Ακτάρ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μπιλγκί της Τουρκίας. Είναι από την εισαγωγή στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του «Η Τουρκία στους Τούρκους! Το κράτος και οι μη μουσουλμανικές μειονότητες στην Τουρκία: 1918 - 1945», το οποίο θα κυκλοφορήσει προσεχώς: «Ε, αυτό πια ξεπερνούσε τα όρια! Σίγουρα είχαμε πολλά κοινά σημεία με τους Ελληνες, τρώγαμε κι οι δυο τα ίδια φαγητά, πίναμε ρακί/ούζο, λέγαμε κι οι δυο το φλιτζάνι του καφέ, παίζαμε τάβλι και γενικά βλέπαμε τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Ηταν ανάγκη όμως βρε αδελφέ να εκφράζονται και οι εθνικιστικές μας εμμονές με τον ίδιο τρόπο; Προσαρμόζοντας τότε στην περίπτωσή μας μια έκφραση του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, που είχα ακούσει πρόσφατα και μου είχε αρέσει πολύ, σκέφθηκα: “Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι δύο χώρες που τις χωρίζει η ίδια πολιτική κουλτούρα”».

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - Στεφανου Kασιματη,Κωστα Ιορδανιδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.