24/10/09

Ε.Ε.: "Υπόδειγμα" επιτυχημένων μεταρρυθμίσεων η Τουρκία


Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία δεν κατάφερε να καλύψει την απόσταση που τη χώριζε από τις ανεπτυγμένες οικονομίες μέχρι και την κρίση του 2001, τα μέτρα που έλαβε τότε αποδεικνύονται «πολύτιμα» απέναντι και στη σημερινή κρίση, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύτηκε αυτό το μήνα (“Growth and economic crises in Turkey: leaving behind a turbulent past?”, Economic Papers 386, October 2009, European Commission, Directorate General for Economic and Financial Affairs).
Η περίοδος 1950-1973, αναφέρει η έκθεση, θεωρείται ως η «Χρυσή Εποχή» της νεότερης ευρωπαϊκής οικονομικής ιστορίας, καθώς συνδύασε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με σχετικά ήπιες κυκλικές διακυμάνσεις και μέτριο πληθωρισμό.

Στην περίοδο εκείνη, το πραγματικό ΑΕΠ στη Δυτική Ευρώπη αυξανόταν με ρυθμό περίπου 4% ετησίως, πολύ πάνω από το 2,4% των ΗΠΑ στην ίδια περίοδο, με αποτέλεσμα το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Δ. Ευρώπης να φτάσει το 1973 στο 62% του αντίστοιχου των ΗΠΑ, από 45% το 1950.

Ταχύτατη ανάπτυξη κατέγραφαν την περίοδο εκείνη και «περιφερειακές» οικονομίες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, αναφέρει η έκθεση, με την Τουρκία ωστόσο να μένει «κολλημένη» όλο αυτό το διάστημα σε επίπεδα αντίστοιχα του 20% του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ.

Στα 25 χρόνια που ακολούθησαν, έως το 1998, η Τουρκία κατάφερε να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους τόσο από την Πορτογαλία και την Ισπανία όσο και από την Ελλάδα. Είχε ωστόσο σημειώσει και η ίδια κάποια επιβράδυνση που, σε συνδυασμό με τον ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό και τις εσωστρεφείς οικονομικές πολιτικές, δεν επέτρεψαν την περαιτέρω σύγκλιση με τις ΗΠΑ σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Ενδεικτικός είναι ο παρακάτω πίνακας, που περιλαμβάνει τους μέσους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ για την περίοδο 1950-1998.



Η κρίση του 2001 αποτέλεσε βαρύ «πλήγμα» για την ήδη ευάλωτη τουρκική οικονομία. Οι τρεις βασικές αδυναμίες που οδήγησαν και στην «κατάρρευση» της τουρκική λίρας ήταν η αύξηση του εξωτερικού χρέους από 3 δισ. δολάρια το 1971 σε πάνω από 100 δισ. δολάρια το 2000 (60% του ΑΕΠ), οι περιορισμένες δυνατότητες του κράτους να προχωρήσει σε χρηματοδοτήσεις λόγω -μεταξύ άλλων- των υψηλών τοκοχρεολυσίων, καθώς και ο αδύναμος τραπεζικός και χρηματοοικονομικός κλάδος που είχε υιοθετήσει υψηλού ρίσκου στρατηγικές για τη χρηματοδότηση των αυξανόμενων δημόσιων αναγκών.

Η Τουρκία κατάφερε να εξέλθει από την κρίση χάρη σε ένα ξεκάθαρο μεσοπρόθεσμο οικονομικό πρόγραμμα, στη σημαντική στήριξη από εξωγενείς παράγοντες όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην προοπτική ένταξης στην Ε.Ε. και σοβαρές εγχώριες μεταρρυθμίσεις. Η μακροοικονομική σταθερότητα επετεύχθη «πρωτίστως και κυρίως» μέσα από μια «σφιχτή» δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, αναφέρει η έκθεση. Συμπληρώθηκε από δομικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως η αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις, το επιχειρηματικό περιβάλλον, η απελευθέρωση του εμπορίου και η αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου. Ως αποτέλεσμα, τόσο οι εγχώριες όσο και οι ξένες επενδύσεις «εκτοξεύθηκαν», αυξάνοντας την παραγωγικότητα και επιταχύνοντας τις δομικές αλλαγές στην οικονομία.

Και όλα αυτά, μετά από μία πτώση του ΑΕΠ κατά 5,7%, που σηματοδοτούσε τότε τη χειρότερη ύφεση για την Τουρκία από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα, και με τον πληθωρισμό στο 69% λόγω της υποτίμησης της λίρας, παρά τη ραγδαία συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας.

Ο ρυθμός με τον οποίο η Τουρκία συγκλίνει προς τις ανεπτυγμένες οικονομίες επιταχύνθηκε «εντυπωσιακά» την περίοδο 2002-2007, επιτυγχάνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ 6,8%, υπερδιπλάσιο από αυτόν της δεκαετίας του 1990. Σε συνδυασμό με την πραγματική ανατίμηση της τουρκικής λίρας, το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας έφτασε από τα 210 δισ. δολάρια αμέσως μετά την κρίση στα 660 δισ. δολάρια το 2007, καθιστώντας την οικονομία της Τουρκίας ως την 17η μεγαλύτερη παγκοσμίως, σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην έκθεσή της χαρακτηρίζει ως «εκπληκτικές» τις επιδόσεις της τουρκικής οικονομίας της περιόδου 2002-2007 και σημειώνει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή ήρθε πρωτίστως ως αποτέλεσμα του ελέγχου των δημοσίων δαπανών (με τα δημόσια έσοδα να διατηρούνται σχεδόν αμετάβλητη στην εν λόγω πενταετία).

Η σημερινή κρίση

Ο αντίκτυπος της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην πραγματική οικονομία της Τουρκίας ενδέχεται να είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο του 2001, αναφέρει η έκθεση, και αυτό γίνεται πιο εμφανές, μεταξύ άλλων, και από την απότομη υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής.. Δύο βασικά σημεία ανησυχίας είναι η μεγάλη πτώση των εξαγωγών, αποτέλεσμα της μειωμένης διεθνούς ζήτησης, και η υποχώρηση των εγχώριων χορηγήσεων που «πιέζουν» την εγχώρια κατανάλωση.

Σε ό,τι αφορά το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, σημείωσε πτώση 55% μεταξύ Ιουλίου 2007 και Μαρτίου 2009, ενώ παρά την ανάκαμψη που ακολούθησε βρισκόταν τον Ιούνιο του 2009 σε επίπεδα 30% χαμηλότερα σε σχέση με τον Ιούλιο του 2007.

Η τουρκική λίρα παρά την ένταση της μεταβλητότητας εμφανίστηκε σχετικά ανθεκτική και, παρά τις απώλειες 25% έναντι του ευρώ έως το Μάρτιο του 2009, έκτοτε έχει ανακάμψει σε ποσοστό 10%.

Τα επιτόκια στην εγχώρια αγορά, μετά από άνοδο 250 μονάδων βάσης είχαν μειωθεί περισσότερο από 1.000 μονάδες βάσης έως τον Ιούνιο του 2009, ενώ ανάλογη ήταν και η πορεία των spread των τουρκικών ομολόγων. Σύμφωνα με την έκθεση, καθίσταται εμφανές ότι η ανάκαμψη της αντίληψης του ρίσκου διεθνώς αναφορικά με τις αναδυόμενες οικονομίες έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ευνοϊκή για την Τουρκία.

Οι επιδόσεις τόσο του χρηματιστηρίου της Τουρκίας όσο και της τουρκικής λίρας εμφανίζονται εξαιρετικά ανταγωνιστικές σε σύγκριση με άλλες αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Βραζιλία, το Μεξικό, η Ν. Κορέα, η Πολωνία και η Ουγγαρία, σύμφωνα με την ίδια έκθεση.

Η τουρκική λίρα, για παράδειγμα, εμφάνισε μικρότερη μεταβλητότητα σε σύγκριση με τα νομίσματα της Ουγγαρία, της Πολωνίας, της Ν. Κορέας και της Βραζιλίας στο διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2008 και Μαρτίου 2009, ενώ σε όρους υποτίμησης από τις αρχές του 2008 υστερεί μόνο έναντι του βραζιλιάνικου real και του ουγγρικού forint, με την Ουγγαρία ωστόσο να έχει γίνει αποδέκτης μεγάλης οικονομικής στήριξης από το ΔΝΤ και την Ε.Ε.

Από τις αρχές του 2008 επίσης, οι χρηματιστηριακές απώλειες είναι χαμηλότερες από τα αντίστοιχες σε Πολωνία και Ουγγαρία, αν και υψηλότερες έναντι της Βραζιλίας, του Μεξικό και της Ν. Κορέας.

Στην αγορά των CDS η Τουρκία αντιμετώπισε τη διεθνή κρίση καλύτερα απ’ όσο αντανακλά η πιστοληπτική της αξιολόγηση. Τα spreads, που διαμορφώνονταν σε επίπεδα υψηλοτέρα των 100 μονάδων βάσης πριν από τον Οκτώβριο του 2008, με την σταδιακή ομαλοποίηση των διεθνών αγορών υποχώρησαν ταχύτερα από τα αντίστοιχα άλλων αναδυόμενων οικονομιών, κάτι που επέτρεψε και στην Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας να ακολουθήσει πιο «επιθετική» επιτοκιακή πολιτική.

Η Τουρκία κατάφερε επίσης να διατηρήσει την πιστοληπτική της αξιολόγηση σε ΒΒ- (Standard and Poor’s), παρά την καθοδικά αναθεώρηση του outlook από “stable” σε “negative” το Νοέμβριο του 2008. Μάλιστα η Moody’s ανέφερε πρόσφατα ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση της Τουρκίας θα μπορούσε ακόμη και να αναβαθμιστεί, αν η κυβέρνηση εφαρμόσει ένα ρεαλιστικό οικονομικό πλάνο προκειμένου να «χαλιναγωγήσει» τα μέτρα στήριξης της οικονομίας.

Μελλοντικές προοπτικές της τουρκικής οικονομίας

Έχοντας βρεθεί στο «χείλος» της χρεοκοπίας, η Τουρκία κατάφερε να περιορίσει μέσα σε λίγα χρόνια το δημόσιο χρέος στο 40% το 2008, από περίπου 71% το 2001. Η δημοσιονομική της προσαρμογή και οι δομικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες προχώρησε καθιστούν την ανάπτυξη που πέτυχε ως «υπόδειγμα» τέτοιων πολιτικών, αναφέρει η έκθεση.

Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ ενισχύθηκε από τον ετήσιο μέσο όρο του 3,9% της δεκαετίας του ’90 σε 7,2% την περίοδο 2002-2006, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έφτασε το 2008 στο 46% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, από 36% το 2001.

Η Τουρκία, με βάση τις επιδόσεις της στην τρέχουσα οικονομική κρίση, εμφανίζεται σήμερα σημαντικά πιο ανθεκτική τόσο σε εξωτερικά όσο και σε εσωτερικά οικονομικά «σοκ», κάτι που σύμφωνα με την έκθεση αποδεικνύει και την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν με αφορμή την κρίση του 2001.

Η οικονομία της δείχνει ότι μπορεί να επιτύχει «εντυπωσιακές» επιδόσεις μακροπρόθεσμα, ενώ μεταξύ των βασικότερων πλεονεκτημάτων της είναι ο πληθυσμός (αυξάνεται ταχέως με ρυθμό 1,3% ετησίως, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα 27 έτη), η «στρατηγική γεωγραφική θέση» της και το «σχετικά ελκυστικό επιχειρηματικό περιβάλλον».

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Goldman Sachs από το 2008, η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε μια οικονομία 6 τρισ. δολαρίων έως το 2050, κάτι που θα την καταστήσει την τρίτη μεγαλύτερη της Ευρώπης. Επίσης η Τουρκία μπορεί να καλύψει την απόσταση από την Ευρώπη επιτυγχάνοντας κατά κεφαλήν ΑΕΠ 60.000 δολαρίων έως το 2050, ήτοι στο 75% του προβλεπόμενου για τότε ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ακόμη ανάγκες για νέες σοβαρές μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία προκειμένου να εκμεταλλευτεί στο έπακρο αυτές τις προοπτικές, σημειώνεται στην έκθεση, «όμως μέχρι τώρα έχει καταφέρει να υπερβεί σημαντικά εμπόδια και η προοπτική ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να διασφαλίσει ότι οι όποιες αλλαγές θα εφαρμοστούν ταχύτερα και πιο ομαλά σε σχέση με το παρελθόν».






Του Δημήτρη Ζάντζα
ΗΜΕΡΗΣΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.