Ανθρώπινες ιστορίες ενός απάνθρωπου πολέμου μέσα από τις αφηγήσεις που κληρονόμησαν νέοι άνθρωποι από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους.
Φλόρα Μούσα, συντάκτρια της γαλλικής έκδοσης της RBTH
Ο παππούς μου, Βίκτορ Ιβάνοβιτς Μπεσπάλοφ, γεννήθηκε σε μια πολωνορωσική οικογένεια στις 15 Σεπτεμβρίου 1915, στη Μόσχα.
Τελείωσε τις σπουδές του την ημέρα που ξεκίνησε ο πόλεμος, στις 22 Ιουνίου 1941.
 Ακριβώς ένα μήνα αργότερα, τον επιστράτευσαν, στέλνοντάς τον στο κεντρικό μέτωπο, όπου υπηρέτησε ως επικεφαλής του οικονομικού τμήματος του 67-ου Ειδικού Τάγματος Φρουράς.
Ο παππούς μου είχε έντονες μνήμες από τον πόλεμο, σε όλη του τη ζωή.
Θυμάμαι, που μου μιλούσε για το στρατιωτικό νοσοκομείο και πως κατά τη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών οι στρατιώτες ξέθαβαν τους συναδέλφούς τους, που θάβονταν κάτω από το χώμα.
Στον παππού μου απονεμήθηκε το μετάλλιο «Γενναιότητας», το υψηλότερο στο σύστημα απονομής μεταλλίων της ΕΣΣΔ.
Αλεξέι Μοσκό, συντάκτης ιστοσελίδας de.rbth.com
 Όρκα Περετσμάνας. Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο

 Όρκα Περετσμάνας. Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο
Το 1941, ο παππούς της συζύγου μου, Όρκα Σάπσλις Περετσμάνας, είχε ήδη υπηρετήσει στο λιθουανικό στρατό. Όταν η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση, ο Όρκα εργαζόταν ως ράφτης στη Λετονία, στα σύνορα με τη Λιθουανία.
Μόλις άλλαξε η εξουσία –από τους Σοβιετικούς πέρασε στην προσωρινή κυβέρνηση– τότε ακολούθησε η φοβερή σφαγή του εβραϊκού πληθυσμού.
Μαθαίνοντας για την έναρξη του πολέμου, ο Όρκα αποφάσισε να μην επιστρέψει στο χωριό του  Κρικολιάϊ, καταφεύγοντας στη Σοβιετική Ένωση.
Αργότερα έμαθε ότι ολόκληρη η οικογένειά του είχε εκτελεστεί.
Υπηρέτησε ως δεκανέας του Κόκκινου Στρατού, μέχρι το τέλος του πολέμου. Πολέμησε στο Οριόλ και  το Κούρσκ, όπου είχε τραυματιστεί από θραύσματα. Αργότερα, του απονεμήθηκαν παράσημα για τις στρατιωτικές επιτυχίες του σε αυτή τη μάχη των αρμάτων.
Μαρία Αζνινά, έκδοση mobile
Αλεξάντρ Αζνίν. Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο
Έχω το επώνυμο του παππού μου, Αλεξάντρ Κουζμίτς Αζνίν.
Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου υπηρετούσε στη διάσημη 5η Μεραρχία Ντβίνσκαγια των αρμάτων μάχης με την οποία μπήκε στο Βερολίνο. Του απονεμήθηκαν τα παράσημα του Πατριωτικού Πολέμου II βαθμού, του Κόκκινου  Αστέρα  και το μετάλλιο «Ανδρείας».
Μιλούσε στους δικούς του για τον πόλεμο πολύ σεμνά και ταπεινά.: «Εκανα αυτό  που έπρεπε, πώς μπορούσε να γίνει διαφορετικά;».

 Λιουντμίλα Αζνινά. Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο
Ο παππούς μου έχει πεθάνει, αλλά ξέρω καλά την ιστορία του από τη γιαγιά μου, Λιουντμίλα Ιβάνοβνα, η οποία πήγε στο μέτωπο ως εθελόντρια, κρύβοντας μάλιστα την ηλικία της, αφού ήταν μόλις 17 χρόνων. Την έστειλαν στο νοσοκομειακό τρένο.
Κάποτε στο τρένο αυτό μεταφέρθηκαν τραυματίες εγκληματίες, που είχαν σταλεί στο μέτωπο. Στο σταθμό ένας απ’αυτούς λήστεψε ανθρώπους που είχαν εκκενώσει τις  πόλεις. Η γιαγιά μου πήγε κατευθείαν σ’ αυτόν και του είπε: «Πώς μπορείτε να το κάνετε αυτό! Οι άνθρωποι αυτοί είναι φτωχότεροι από σας, εγκατέλειψαν τα σπίτια, τίποτα δεν έχουν!». «Φωνάζω σε αυτούς», λέει, «τους σκληρούς εγκληματίες», χωρίς κανένα φόβο και πράγματι αντιλήφθηκαν τι είχαν κάνει. Της απάντησαν «Συγχώρεσε μας, θα τα επιστρέψουμε όλα!». Και έτσι έγινε...
Η γιαγιά μου είναι 91 χρόνων και το πάρασημό της του Πατριωτικού Πολέμου II βαθμού είναι φωτεινότερο από αυτό του παππού μου, ίσως γιατί της έχει απονεμηθεί αργότερα. Σίγουρα όμως, όλα τα βραβεία επισκιάζονται από το γεγονός, ότι χάρη σ' αυτούς και πολλούς άλλους σαν κι αυτούς, εμείς είμαστε σήμερα ζωντανοί.