Διοργάνωση «Δημοκρατικού Συναγερμού Ν. Ελλάδας», Intercontinental, 21 Νοεμβρίου 2011
Παναγιώτης Ήφαιστος – www.ifestosedu.gr, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων - Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς
Οι εξελίξεις στο ενεργειακό πεδίο στην ζώνη που αρχίζει από το Αιγαίο καταλήγει στο Ισραήλ αλλάζει συλλήβδην τα στρατηγικά δεδομένα. Οι προοπτικές εξαρτώνται από τις προϋποθέσεις ενός ήδη πολύ σύνθετου στρατηγικού παιχνιδιού που ορίζεται από τις στρατηγικές των εμπλεκομένων κρατών. Ήδη, εμπλέκονται όχι μόνο οι περιφερειακές δυνάμεις αλλά και το πλείστον των ηγεμονικών δυνάμεων. Πολιτικοστρατηγικά μιλώντας, αυτό το ζήτημα, εξ αντικειμένου, είναι και το μείζων.
Από την σκοπιά ενός αναλυτή των διακρατικών σχέσεων απαιτείται να τονιστούν τρεις τουλάχιστον πτυχές:
Πρώτον, στον εθνοκρατοκεντρικό κόσμο του 21ου αιώνα η κρατική κυριαρχία αποτελεί αφενός το θεμέλιο της ζωής μιας κοινωνίας και αφετέρου τον άξονα της διεθνούς πολιτικής. Υπό αυτό το πρίσμα, η Κύπρος πρέπει να την διαφυλάξει και η Ελλάδα πρέπει να ορίσει τα κυριαρχικά της σύνορα.
Δεύτερον, τα κράτη πρέπει να φροντίσουν να δύνανται να ασκούν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την διεθνή νομιμότητα. Η αφετηρία, η βάση και ο άξονας των στάσεων και συμπεριφορών εξαρτάται από την απάντηση στο εξής ερώτημα: Ποιος είναι ο κυρίαρχος ενός χώρου που περιέχει πλουτοπαραγωγικούς πόρους; Με ποιον έτσι μπορώ να συναλλάσσομαι και υπό ποιους όρους; Ο όρος «κυρίαρχος» εδώ αναφέρεται με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή την νομική, την πολιτική και την στρατηγική. Και στην κλίμακα αυτή υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις που ο καθείς λαμβάνει υπόψη
Τρίτον, προϋπόθεση χάραξης και εφαρμογής εθνικής στρατηγικής που εκπληρώνει τους εθνικούς σκοπούς είναι η δυνατότητα σωστής ανάλυσης και εκτίμησης της διεθνούς πολιτικής και κυρίως των στρατηγικών όλων των εμπλεκομένων.
Πρώτον, κάθε κράτος ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά δικαιώματά του που απορρέουν από την διεθνή νομιμότητα. Οτιδήποτε λιγότερο είναι ζημιά.
Η άσκηση ενός δικαιώματος που απορρέει από την διεθνή νομιμότητα απαιτεί σωστές εκτιμήσεις για την διεθνή πολιτική, χάραξη και εφαρμογή μιας εθνικής στρατηγικής που συμπλέκει τα συμφέροντα των άλλων κρατών με τα δικά σου και αποφασιστικότητα ανάληψης ρίσκου αν οι περιστάσεις το απαιτούν.
Συνοπτικά υπογραμμίζω το αντικειμενικό γεγονός ότι διαδοχικές πολιτικές εξουσίες στην Κύπρο λειτούργησαν με καταπληκτική προνοητικότητα, τόλμη και ορθολογισμό, με αποτέλεσμα η αμφισβήτηση εκ μέρους της Τουρκίας των ενεργειακών πόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) να προσκρούει ήδη πάνω σε ισχυρές δυνάμεις τις οποίες όχι μόνο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αλλά επιπλέον μπορεί αν τα πράγματα φτάσουν σε πόλεμο να προκαλέσουν την συντριβή της.
Θα μπορούσε να εκφραστεί η ευλογοφανής εκτίμηση ότι με δεδομένα πλέον τα πολλά στρατηγικά σφάλματα και την υπερεξάπλωση της Άγκυρας, μια σωστή ελληνική στρατηγική θα μπορούσε να τερματίσει την αστάθεια στην περιφέρειά μας με το να ακυρώσει την Τουρκία ως ηγεμονικό κα αναθεωρητικό κράτος. Αναφέρομαι, ιδιαίτερα, στο Ισραήλ και στο γεγονός πως αν η Τουρκία επιχειρήσει στρατιωτική αναμέτρηση μαζί του αναπόδραστα θα συντριβεί και θα κατακερματιστεί κρατικά.
Στον αντίποδα της Κύπρου αλλά και άλλων χωρών βρίσκεται η κατευνάζουσα Ελλάδα. Μη ασκώντας τα δικαιώματά της ως προς τα 12 μίλια, την υφαλοκρηπίδα και ή την ΑΟΖ, ενδέχεται να οδηγεί τον εαυτό της σε αδιέξοδο και σε πόλεμο που θα προκαλέσουν οι διεκδικητές των απροσδιόριστων μέχρι στιγμής ορίων που προσδιορίζει η διεθνής νομιμότητα.
Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι απαιτείται να προσδιοριστεί άμεσα ο θαλάσσιος κυριαρχικός μας χώρος και οι ζώνες των 200 μιλίων ή μέσων γραμμών με τα γειτονικά κράτη, μέσα στα οποία θα αρχίσει η δραστηριότητα εκμετάλλευσής τους.
Η Ελλάδα αργοπορεί, διστάζει και έτσι αναπόδραστα χάνει.
Ανεξαρτήτως οικονομικών δυσκολιών ή ακόμη και μιας πιθανής χρεοκοπίας, η οριοθέτηση του ελληνικού κυριαρχικού χώρου σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα αποτελεί το πλέον επείγον ζήτημα της ελληνικής διπλωματίας.
Στα πεδία των 12 μιλίων, της υφαλοκρηπίδας και ή της ΑΟΖ η Ελλάδα ατονεί, με αποτέλεσμα να χάνονται πόροι, δυνητικά ενδεχομένως χάνουμε κυριαρχία και αναμφίβολα στα ρευστά πεδία των ορίων της διεθνούς νομιμότητας όπου απουσία μιας καλής διπλωματικής διαχείρισης, μιας σωστής ανάληψης πρωτοβουλιών και μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής γέρνει την πλάστιγγα εις βάρος των εθνικών συμφερόντων και υπέρ των αναθεωρητικών αξιώσεων άλλων κρατών. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, στο μυαλό των τρίτων συγκροτείται η λογική σκέψη ότι για τον υποθαλάσσιο πλούτο θα πρέπει να διαπραγματευτούν όχι με το ελληνικό κράτος αλλά με το κράτος εκείνο που θα προσδιοριστεί ο κυρίαρχος των ζωνών κάτω από τις οποίες ενυπάρχουν πλουτοπαραγωγικοί πόροι.
Κάποιοι νομικοί διεθνολόγοι λένε το αυτονόητο και γνωστό ότι υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα για να αντικρούσουν την έκκληση πολλών άλλων για οριοθέτηση του ΑΟΖ. Η απάντηση δεν απαιτεί παρά μόνο επίκληση της απλής λογικής: Πρώτον, γιατί τόσα άλλα κράτη οριοθετούν την ΑΟΖ και τι πρόβλημα υπάρχει αν και εμείς κάνουμε το ίδιο σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα και την νομιμοποιημένη όπως βλέπουμε στην περίπτωση της Κύπρου στάση των ΗΠΑ, της ΕΕ, της Ρωσίας και άλλων! Δεύτερον, μήπως η επιστράτευση αυτού του ακατανίκητου επιχειρήματος κατά νου έχει να εμπλέξει την ΑΟΖ με τα casus belli της Τουρκίας τα οποία εμείς έχοντας πάρει στα σοβαρά στεκόμαστε απαθείς εδώ και δύο δεκαετίες, συνάμα συνομιλώντας και κατευνάζοντας την Άγκυρα; Αν λοιπόν η ΑΟΖ θα έχει την μοίρα των 12 μιλίων και της υφαλοκρηπίδας είμαστε άξιοι της τύχης μας.
Ας μην προσποιούνται κάποιοι ότι υπάρχει κάποιο υψιτενές νομικό διεθνές ζήτημα το οποίο εμείς οι μη προνομιούχοι της νομικής επιστήμης αγνοούμε. Υπάρχουν μεν εξειδικευμένες νομικές πτυχές πλην το πρόβλημα είναι εδώ και καιρό πρωτίστως πολιτικό και όχι νομικό. Είναι τα κατευναστικά σύνδρομα της Αθήνας, τα φοβικά σύνδρομα σε όλο το κομματικοπαραταξιακό φάσμα και είναι η απουσία θεσμών ανάλυσης, εκτίμησης και προτάξεων χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής.
Όσοι δε νομικοί και μη κατά καιρούς περνούν μέσα από το ελληνικό υπουργείο εξωτερικό χρειάζεται να κάνουν αυτοκριτική ή τουλάχιστον να μας εξηγήσουν το πώς αντιλαμβάνονται τον ρόλο ενός διεθνολόγου ή πολιτικού επιστήμονα που αποφασίζει να θητεύσει μέσα σε ένα θεσμικό χώρο κρατικών λειτουργών. Στο ίδιο πλαίσιο, να μας εξηγήσουν οι δεκάδες νομικοί τους λόγους για τους οποίους με όποιον και αν μιλήσεις στον χώρο της πολιτικής, της δημοσιογραφίας και των κρατικών λειτουργών ακούς διαφορετικά και μπερδεμένα πράγματα για ένα κατά τα άλλα πολιτικά και επιστημονικά τόσο απλό ζήτημα το οποίο αντί αποκρυσταλλωμένα και ξεκάθαρα να ειπωθεί πως είναι ζήτημα πολιτικής απόφασης υπό το πρίσμα του Α, Β ή Γ νομικού διλήμματος –μετά από το οποίο, κυρίως λόγω αργοπορίας μας, παραλείψεων έγκυρης υιοθέτησης εσωτερικής νομοθεσίας που μετράει σε μια διεθνή εκδίκαση κτλ– κάποιοι μας περιπλέκουν σε λαβύρινθους άσχετων και αχρείαστων νομικών λαβύρινθων.
Λαβύρινθους που επισκιάζουν το γεγονός ότι στην διεθνή πολιτική το κυριότερο νόμισμα είναι η ισχύς και ότι η διεθνής πρακτική δεν μπορεί να αγνοείται ως το κύριο νομιμοποιητικό στοιχείο. Και η ειδοποιός διαφορά ως προς την ΑΟΖ που ενίοτε επιχειρείται να επισκιαστεί, είναι ότι η διεθνής πρακτική και η διεθνή νομιμότητα επιτρέπει τον προσδιορισμό της και έναρξη συνομιλιών οριοθέτησης μεταξύ των γειτονικών κρατών. Μόνο αν το τελευταίο δεν τελεσφορήσει υπάρχει ετοιμότητα διεθνούς εκδίκασης. Δεν σπεύδει κανείς φοβισμένα και επειδή ένα αναθεωρητικό κράτος απειλεί να επιδείξεις δουλική ετοιμότητα να μιλήσεις μαζί του για τις καταχρηστικές αξιώσεις του ή να δείξεις καν πως τίθεται νομικό ζήτημα. Το νομικό ζήτημα τίθεται στο τραπέζι αν υπάρξει διαφορά και πάντοτε υπό όρους και προϋποθέσεις. Προηγούνται βεβαίως αποφάσεις εσωτερικού δικαίου που αφορούν μια πιθανή εκδίκαση και εδώ υπάρχουν πολλά και αναπάντητα ερωτήματα που αναπόδραστα κάποια στιγμή θα τεθούν σκληρά και ανελέητα καθότι αφορούν την νομική επάρκεια στα πεδία των κρατικών λειτουργών και των αποφάσεων των εκάστοτε κυβερνώντων.
Η πολιτική επιστήμη των διεθνών σχέσεων είναι ενιαία και συμπεριλαμβάνει την νομική επιστήμη των διακρατικών σχέσεων και κάθε επιστήμονα που εμφανίζεται να θέλει να εκφράσει άποψη για την διεθνή πολιτική. Συναφώς, ας αφήσουμε την παραφιλολογία περί «διεθνούς κοινότητας» που από τον καιρό των καταχρηστικών και καταστροφικών «επεμβάσεων» της δεκαετίας του 1990 κάποιοι ανάγουν σε κάποιου είδος, δήθεν, διεθνιστικής ή κοσμοπολίτικης ενοποίησης του παγκοσμιοποιημένου, δήθεν, πλανήτη ή και «εξ ανάγκης και κατ’ οικονομία», σε κάποια, δήθεν, αιώνια αγαθοεργή διεθνή ηγεμονική τάξη της μιας ή άλλης συγκυριακής δεσπόζουσας ηγεμονικής δύναμης. Και ας μάθουν κάποια στιγμή οι εμφανιζόμενοι ως επιστήμονες κάθε είδους και απόχρωσης κάτι πολύ πολύ απλό που δεν απαιτεί επιστημονικούς τίτλους για να γίνει κατανοητό: Ότι υπάρχει γιγαντιαία διαφορά μεταξύ ενός παγκοσμιοποιημένου πλανήτη, ο οποίος απαιτεί μια παγκόσμια πολιτική ανθρωπολογία, και ενός πλανητικοποιημένου διεθνούς συστήματος που πραγματικά έχουμε, και στο οποίο (πλανητικοποιημένο διεθνές σύστημα) η διάβρωση της κυριαρχίας (ή απροσεξία αυτών που την κατέχουν) προκαλεί ασυδοσία διεθνικών δρώντων όπως ο κάθε Σόρος ή Γκόλτεν Σακς, καταχρηστική διείσδυση των ηγεμονικών δυνάμεων, βλαπτικές ενέργειες των αναθεωρητικών δυνάμεων για το απρόσεκτο κράτος, αλλαγές συνόρων και απώλεια κυριαρχίας και πλουτοπαραγωγικών πόρων.
Δεύτερον, η ανακάλυψη μεγάλων όπως φαίνεται υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πόρων αλλάζει ολοκληρωτικά τις στρατηγικές συντεταγμένες της περιφέρειάς μας.
Ενδεχομένως, επιπλέον, επηρεάζει δραστικά πολλές πτυχές του πλανητικού παιχνιδιού με το να μετατοπίζει ως προς κάποια ζητήματα το κέντρο βάρους της ηγεμονικής αντιπαράθεσης.
Μιας ηγεμονικής αντιπαράθεσης στην περίμετρο της Ευρασίας η οποία συνεχίζεται αδιάλειπτα στις ίδιες περίπου γραμμές τους τρεις τουλάχιστον τελευταίους αιώνες.
Στο πλαίσιο αυτής διαπάλης δεν υπάρχουν περιθώρια για αυταπάτες κα ψευδαισθήσεις: Επειδή στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής επηρεασμού του στρατηγικού περιβάλλοντος και μείωσης των κινδύνων ή δημιουργίας ευκαιριών πολλά θα εξαρτηθούν από τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τις μεγάλες δυνάμεις και τα συμφέροντά τους, χρήζει να τονίσω μερικές κύριες και καθημερινά καταμαρτυρούμενες στρατηγικές προσεγγίσεις όλων των ηγεμονικών κρατών:
α) Οι ηγεμονικές δυνάμεις δεν σκέπτονται και δεν λειτουργούν με όρους εχθρών και φίλων αλλά ανάλογα και αντίστοιχα με τα συμφέροντά τους αλλάζουν φίλους και εχθρούς με τρόπο δυσδιάκριτο ή και αόρατο.
β) Κύρια εισροή διαμόρφωσης των ηγεμονικών στρατηγικών είναι ρευστά κριτήρια κατανομής ισχύος που προσδιορίζουν τους συσχετισμούς ισχύος και συμφερόντων, τις δυνατότητες των ίδιων των περιφερειακών δρώντων, τις ευκαιρίες που διανοίγουν διάφορα γεγονότα, τους κινδύνους για τους πλανητικούς και περιφερειακούς στρατηγικούς τους σκοπούς και τις ευκαιρίες σύναψης πελατειακών σχέσεων που εξυπηρετούν αυτούς τους σκοπούς.
γ) Η σύναψη αυτών των πελατειακών σχέσεων εμπεριέχει πάντοτε δύο δίσκους. Μέσα στον ένα δίσκο βρίσκεται το όφελος εναλλακτικών στάσεων και συμπεριφορών των άλλων κρατών και μέσα στον άλλο το αντίστοιχο κόστος. Η πελατειακή συναλλαγή γίνεται πάντοτε σε αυτή ακριβώς την βάση και όποιο κράτος δεν το γνωρίζει, δεν παίρνει πρωτοβουλίες, δεν αναλαμβάνει ρίσκα και δεν έχει γνώση του στρατηγικού του περιβάλλοντος είναι αμέτοχο στην διεθνή πολιτική και αναπόδραστα βλάπτεται. Τα κράτη έχουν διεθνείς σχέσεις αλλά δεν αυτό δεν προδικάζει ότι έχουν εξωτερική πολιτική συνάρτησης των μέσων που διαθέτουν για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς. Και αυτό τα άλλα κράτη το βλέπουν, το εκτιμούν και λειτουργούν αναλόγως.
δ) Στους ηγεμονικούς συλλογισμούς πρωτεύοντα κριτήρια είναι: πρώτον, ο κατέχων την κυριαρχία με τον οποίο και υποχρεωτικά θα πρέπει να διαπραγματευτούν, δεύτερον, η στρατιωτική και διπλωματική ισχύς των εμπλεκομένων που προσδιορίζει και το ειδικό τους βάρος, τρίτον, η ικανότητα των περιφερειακών κρατών να συνάψουν συμμαχίες και τέταρτον, η δυνατότητά τους να αμυνθούν και επιβιώσουν κατά πιθανών επιθέσεων.
ε) Αδιάλειπτα τα ηγεμονικά κράτη επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν το μερίδιό τους πάνω στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους που άμεσα ή έμμεσα ή με πελατειακό τρόπο τίθενται υπό τον έλεγχό τους. Αυτή η ηγεμονική αξίωση ισχύος ήταν, είναι και θα είναι πάγια στάση των ηγεμονικών δυνάμεων.
στ) Τα ηγεμονικά κράτη διαρκώς επιχειρούν να μεταφέρουν βάρη σε τρίτα κράτη, ενθαρρύνουν τρίτα κράτη να συγκρουστούν και να κατατριβούν σύμφωνα με τις επιδιωκόμενες από αυτούς προδιαγραφές κατανομές ισχύος που τους συμφέρει και εκβιάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες τους εκπλήρωσης αυτών των στόχων. Το ποιος για αυτούς πρέπει να είναι ισχυρός, το ποιος θα πρέπει να χάνει και το ποιος θα πρέπει να κερδίζει, και το πώς αυτό εναλλάσσεται, συναρτάται με την κατανομή ισχύος στην περιφέρεια και τις δυνατότητες των εμπλεκομένων.
ζ) Τα ηγεμονικά κράτη διαρκώς συγκροτούν συμμαχίες και εναλλάσσουν συμμαχίες σύμφωνα με την εξέλιξη των συσχετισμών ισχύος, τα εκάστοτε νέα δεδομένα και τις εξελίξεις κατά χώρα και κατά περιφέρεια.
η) Ενθαρρύνουν διενέξεις, συχνά τις διαιωνίζουν σκόπιμα, ενθαρρύνουν αμφιλεγόμενες νομικές διεκδικήσεις ή αντίστροφα αποχή άσκησης των νομικών δικαιωμάτων και συναρτούν την έκβαση των περιφερειακών διενέξεων με τα συμφέροντα όπως ορίζονται και όπως εξελίσσονται.
θ) Εξισορροπούν κάθε προσπάθεια άσκησης περιφερειακής ηγεμονίας και ενθαρρύνουν περιφερειακά κράτη με τα οποία έχουν πελατειακές σχέσεις να ηγεμονεύουν περιφερειακά μέχρι τον βαθμό, όμως, που δεν τίθεται σε κίνδυνο η δική τους ηγεμονία.
ι) Παρεμπόδιση άλλων μεγάλων δυνάμεων να έχουν πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους με τρόπο που εκτοπίζει τις ίδιες ή δεν τους επιτρέπει να κατέχουν το μερίδιο που σύμφωνα με την εκτίμησή τους αναλογεί σε αυτούς.
Αναφορικά με το ενεργειακό ζήτημα όπως τίθεται τα τελευταία χρόνια στην περιφέρειά μας και κινούμενοι στις γραμμές ενός σύνθετου στρατηγικού σκηνικού και αναφορικά με την χάραξη και εφαρμογή στρατηγικής θα μπορούσαν να ειπωθούν, συντομογραφικά, τα εξής:
Όσον αφορά τους υποθαλάσσιους πόρους ο πυρήνας του στρατηγικού περιβάλλοντος που μας ενδιαφέρει είναι η γεωπολιτική ζώνη που αρχίζει από το κεντρικό Αιγαίο και φθάνει στο Ισραήλ. Η μεγάλη πλέον στρατηγική του σημασία οφείλεται όχι μόνο στην κλασικά θεωρούμενη ως σημαντική γεωπολιτική θέση που κατέχει πάνω στον παγκόσμιο χάρτη αλλά και στο γεγονός ότι αναδεικνύεται και ως μια μεγάλη δεξαμενή υποθαλάσσιων πόρων.
Τα τρία στρατηγικά πεδία που συναρτώνται με αυτό τον πυρήνα είναι τα εξής:
• Το στρατηγικό πεδίο που προσδιορίζεται από τις τουρκικές δραστηριότητες, τις δεδηλωμένες ηγεμονικές της επιδιώξεις και το γεγονός ότι έβαλε στο στόχαστρό της τους ελλαδικούς και κυπριακούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους που σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα ανήκουν στην Ελλάδα και Κύπρο.
• Το στρατηγικό πεδίο που προσδιορίζεται από την Ισραηλινή στρατηγική και συμφέροντα ως του σημαντικότερου και ισχυρότερου κράτους των τελευταίων δεκαετιών και ως μιας δύναμης προδιαγραφών υπερδύναμης.
• Το στρατηγικό πεδίο που συμπλέκει τα ηγεμονικά κράτη τα οποία αναμενόμενα διαγκωνίζονται για να αυξήσουν το δικό τους μερίδιο πλουτοπαραγωγικών πόρων. Εντάσσουν επιπλέον τα Μεσογειακά δεδομένα στον ανταγωνισμό των ηγεμονικών δυνάμεων στο πλανητικό πεδίο.
Ο στρατηγικός πυρήνας και τα τρία αυτά στρατηγικά περιβάλλοντα διαπερνώνται και διαχέονται από αναρίθμητες ρευστές και απρόβλεπτες καταστάσεις που στροβιλίζοναι μέσα στην δίνη της διεθνούς πολιτικής. Κάθε ενδιαφερόμενο κράτος που χαράσσει και εφαρμόζει στρατηγική θα πρέπει διαρκώς να παρακολουθεί, να αναλύει, να σταθμίζει και να εκτιμά σωστά αυτές τις ρευστές και σταθερές παραμέτρους που επηρεάζουν την εθνική του στρατηγική.
Για την Κύπρο και την Ελλάδα αυτό σημαίνει, πρωταρχικά, προσδιορισμό της βασικής στρατηγικής που αφορά τον στρατηγικό πυρήνα των επίμαχων συμφερόντων, επί του προκειμένου την κατοχή και εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στον κυριαρχικό χώρο κάθε κράτους.
Για την Κύπρο τονίζω το αυτονόητο –όχι εν τούτοις για όλους τους κύπριους– ότι η κύρια στρατηγική είναι να διαφυλαχθεί η κρατική κυριαρχία της ΚΔ ως κόρη οφθαλμού και να αποφευχθούν σφάλματα διαχείρισης σε αναφορά με το λεπτό στρατηγικό παιχνίδι που βρίσκεται σε εξέλιξη και στο οποίο εμπλέκονται η Τουρκία, το Ισραήλ, οι ΗΠΑ, οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις και η Ρωσία. Το Μεσανατολικά προβλήματα, αναπόφευκτα συναρτώνται
Η Κύπρος θα χάσει τα κεκτημένα των τελευταίων ετών αν συντρέξουν δύο τουλάχιστον λόγοι.
Πρώτον, εάν πιεστεί και ενδώσει σε αιτήματα να καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία ή εάν δρομολογούν δήθεν μεταβατικές καταστάσεις στις ίδιες γραμμές που στα μάτια όλων θα δημιουργήσουν παραστάσεις επικείμενης τουρκικής και Βρετανικής επικυριαρχίας.
Στρατηγικός συνομιλητής του Ισραήλ, των ΗΠΑ και των άλλων δυνάμεων, είναι η Κυπριακή Δημοκρατία επειδή κατέχει κυριαρχικά τον χώρο όπου βρίσκονται οι πλουτοπαγαγωγικοί πόροι.
Εάν χάσει αυτό το πολιτικό και νομικό προνόμιο θα παύσει να είναι ο συνομιλητής των ενδιαφερομένων που θα στραφούν προς την Τουρκία για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους.
Στην διεθνή πολιτική, καλοί και κακοί δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μόνο κυρίαρχοι και επικυρίαρχοι, που προσδιορίζουν και οριοθετούν νομικά και πολιτικά τα δικαιώματα, την ουσιαστική κατοχή και διανομή των πόρων και τις συναλλαγές και τις πελατειακές σχέσεις. Και στην Κύπρο απώλεια της κυριαρχίας σημαίνει το τέλος όλων.
Όπως είναι φυσικό αναφέρομαι στην λύση του Κυπριακού ή στην δρομολόγηση αμφιλεγόμενων μεταβατικών καταστάσεων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν συνθήκες ελέγχου της Κυπριακής κυριαρχίας από τρίτα κράτη.
Για την Ελλάδα ο πυρήνας της στρατηγικής που αφορά το ενεργειακό ζήτημα θεμελιώνεται αφενός με την οριοθέτηση, όπως είπαμε, του κυριαρχικού χώρου σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα και αφετέρου με πολιτικοδιπλωματικές και στρατιωτικές στρατηγικές που διασφαλίζουν αυτό το χώρο κατά του τουρκικού αναθεωρητισμού. Το δεύτερο, όπως είναι φυσικό, δεν μπορεί να γίνει αν δεν ισχύσει το πρώτον.
Έπεται, όπως έκανε ήδη από καιρό η Κύπρος, ο προσδιορισμός των στρατηγικών για κάθε περιβάλλον όπως τα προδιαγράψαμε πιο πάνω με κύριο βασικά σκοπό μια θετική για την Ελλάδα εμπλοκή των συμφερόντων των ενδιαφερομένων δυνάμεων, ιεραρχικά, του Ισραήλ, των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ρωσίας.
Μιας και ζητήματα όπως τα 12 μίλια, η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ πάγωσαν ή βρίσκονται υπό την αίρεση της τουρκικής στρατηγικής –και εδώ ρητορικές διακηρύξεις τύπου εσωτερικής κατανάλωσης κανένας στρατηγικός παίχτης δεν τις παίρνει στα σοβαρά– πολλά πράγματα δεν μπορούν να ειπωθούν στο παρόν στάδιο.
Για τον λόγο αυτό αλλά και επειδή δεν είναι του παρόντος να συγκροτήσω μια ολιστική στρατηγική ανάλυση, μπορούμε να αναφέρουμε συνοπτικά μόνο μερικές αρχές και μερικούς παράγοντες που καταδεικνύουν την ρευστότητα του στρατηγικού περιβάλλοντος όσον αφορά τους επίμαχους ενεργειακούς πόρους.
Κατ’ αρχάς, η στρατηγική της Τουρκίας όσον αφορά την ζώνη από το Αιγαίο μέχρι το Ισραήλ εντάσσεται σε μια ευρύτερη ηγεμονική στρατηγική που περιγράφεται γλαφυρά, παραστατικά και πειστικά στο βιβλίο του τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, Το Στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας.
Αυτή η μεγαλεπήβολη τουρκική στρατηγική προκαλεί μια ρευστότητα στις σχέσεις της με τα κράτη της περιοχής αλλά και τις μεγάλες δυνάμεις μερικές από τις οποίες παρακολουθούν αμήχανες τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό αλλά και την καταιγιστική εναλλαγή επιτυχιών και αποτυχιών. Αυτό το γεγονός ενέχει δύο κύριες διαστάσεις:
Πρώτον, δημιουργεί ευκαιρίες για την ελληνική στρατηγική, αν βέβαια μπορούσε να συγκροτήσει ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο που εμπλέκει αξιόπιστα τα προαναφερθέντα στρατηγικά πεδία.
Δεύτερον, στον βαθμό που η Ελλάδα δεν αποτρέπει τον τουρκικό αναθεωρητισμό θα αυξάνονται οι ευκαιρίες, τα ερείσματα και οι θετικές για την τουρκική στρατηγική παραστάσεις τρίτων.
Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί ότι όσο ανακοινώνονται τα μεγέθη των υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πόρων τόσο περισσότερο θα εντείνεται το ενδιαφέρον των τρίτων κρατών και τόσο μεγαλύτερο θα είναι το στοίχημα της ελληνικής στρατηγικής.
Χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, είναι τα τεκταινόμενα γύρω από τον ενεργειακό δίαυλο που θα ενώνει την Λεβαντίνη με την Ευρώπη και το γεγονός ότι αδράνεια ή αντιφατικές στάσεις της Ελλάδας και της Κύπρου ή συμβολισμοί αδυναμίας οδηγούν σε εναλλακτικά σενάρια.
Αν και θα πρέπει να ολοκληρώσω, δεν μπορώ παρά να πω και μια λέξη για το Ισραήλ. Αφού τονίσω ότι οι συμμαχίες των κρατών στηρίζονται στα συμφέροντα και όχι σε συναισθηματικούς λόγους ή διαπροσωπικά κριτήρια, χρήζει να τονιστεί ότι το Ισραήλ ως σύμμαχος είναι δίκοπο μαχαίρι. Είναι μια μεγάλη περιφερειακή και κατά κάποιο τρόπο παγκόσμια δύναμη που αν αντιληφτεί ότι Κύπρος και Ελλάδα είναι αδύναμοι κρίκοι θα αναζητήσει εναλλακτικές προσεγγίσεις διασφάλισης των στρατηγικών συμφερόντων του.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα και την Κύπρο, όταν υπεισέρχεται το εθνικό συμφέρον επιβίωσης, αμφιταλαντεύσεις κα δισταγμοί δεν υπάρχουν στο Ισραήλ.
Πάνω από όλα, τονίζω ξανά, για να είναι η Κύπρος και η Ελλάδα οι διαχειριστές των πλουτοπαραγωγικών πόρων και ο συνομιλητής των ενδιαφερομένων δυνάμεων απαιτείται να είναι οι κάτοχο τους.
Αυτό σημαίνει αδιαμφισβήτητη άσκηση κυριαρχίας εκ μέρους της Ελλάδας και αταλάντευτη αψεγάδιαστη διαφύλαξη της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Παναγιώτης Ήφαιστος – www.ifestosedu.gr, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων - Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς
Οι εξελίξεις στο ενεργειακό πεδίο στην ζώνη που αρχίζει από το Αιγαίο καταλήγει στο Ισραήλ αλλάζει συλλήβδην τα στρατηγικά δεδομένα. Οι προοπτικές εξαρτώνται από τις προϋποθέσεις ενός ήδη πολύ σύνθετου στρατηγικού παιχνιδιού που ορίζεται από τις στρατηγικές των εμπλεκομένων κρατών. Ήδη, εμπλέκονται όχι μόνο οι περιφερειακές δυνάμεις αλλά και το πλείστον των ηγεμονικών δυνάμεων. Πολιτικοστρατηγικά μιλώντας, αυτό το ζήτημα, εξ αντικειμένου, είναι και το μείζων.
Από την σκοπιά ενός αναλυτή των διακρατικών σχέσεων απαιτείται να τονιστούν τρεις τουλάχιστον πτυχές:
Πρώτον, στον εθνοκρατοκεντρικό κόσμο του 21ου αιώνα η κρατική κυριαρχία αποτελεί αφενός το θεμέλιο της ζωής μιας κοινωνίας και αφετέρου τον άξονα της διεθνούς πολιτικής. Υπό αυτό το πρίσμα, η Κύπρος πρέπει να την διαφυλάξει και η Ελλάδα πρέπει να ορίσει τα κυριαρχικά της σύνορα.
Δεύτερον, τα κράτη πρέπει να φροντίσουν να δύνανται να ασκούν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την διεθνή νομιμότητα. Η αφετηρία, η βάση και ο άξονας των στάσεων και συμπεριφορών εξαρτάται από την απάντηση στο εξής ερώτημα: Ποιος είναι ο κυρίαρχος ενός χώρου που περιέχει πλουτοπαραγωγικούς πόρους; Με ποιον έτσι μπορώ να συναλλάσσομαι και υπό ποιους όρους; Ο όρος «κυρίαρχος» εδώ αναφέρεται με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή την νομική, την πολιτική και την στρατηγική. Και στην κλίμακα αυτή υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις που ο καθείς λαμβάνει υπόψη
Τρίτον, προϋπόθεση χάραξης και εφαρμογής εθνικής στρατηγικής που εκπληρώνει τους εθνικούς σκοπούς είναι η δυνατότητα σωστής ανάλυσης και εκτίμησης της διεθνούς πολιτικής και κυρίως των στρατηγικών όλων των εμπλεκομένων.
Πρώτον, κάθε κράτος ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά δικαιώματά του που απορρέουν από την διεθνή νομιμότητα. Οτιδήποτε λιγότερο είναι ζημιά.
Η άσκηση ενός δικαιώματος που απορρέει από την διεθνή νομιμότητα απαιτεί σωστές εκτιμήσεις για την διεθνή πολιτική, χάραξη και εφαρμογή μιας εθνικής στρατηγικής που συμπλέκει τα συμφέροντα των άλλων κρατών με τα δικά σου και αποφασιστικότητα ανάληψης ρίσκου αν οι περιστάσεις το απαιτούν.
Συνοπτικά υπογραμμίζω το αντικειμενικό γεγονός ότι διαδοχικές πολιτικές εξουσίες στην Κύπρο λειτούργησαν με καταπληκτική προνοητικότητα, τόλμη και ορθολογισμό, με αποτέλεσμα η αμφισβήτηση εκ μέρους της Τουρκίας των ενεργειακών πόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) να προσκρούει ήδη πάνω σε ισχυρές δυνάμεις τις οποίες όχι μόνο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αλλά επιπλέον μπορεί αν τα πράγματα φτάσουν σε πόλεμο να προκαλέσουν την συντριβή της.
Θα μπορούσε να εκφραστεί η ευλογοφανής εκτίμηση ότι με δεδομένα πλέον τα πολλά στρατηγικά σφάλματα και την υπερεξάπλωση της Άγκυρας, μια σωστή ελληνική στρατηγική θα μπορούσε να τερματίσει την αστάθεια στην περιφέρειά μας με το να ακυρώσει την Τουρκία ως ηγεμονικό κα αναθεωρητικό κράτος. Αναφέρομαι, ιδιαίτερα, στο Ισραήλ και στο γεγονός πως αν η Τουρκία επιχειρήσει στρατιωτική αναμέτρηση μαζί του αναπόδραστα θα συντριβεί και θα κατακερματιστεί κρατικά.
Στον αντίποδα της Κύπρου αλλά και άλλων χωρών βρίσκεται η κατευνάζουσα Ελλάδα. Μη ασκώντας τα δικαιώματά της ως προς τα 12 μίλια, την υφαλοκρηπίδα και ή την ΑΟΖ, ενδέχεται να οδηγεί τον εαυτό της σε αδιέξοδο και σε πόλεμο που θα προκαλέσουν οι διεκδικητές των απροσδιόριστων μέχρι στιγμής ορίων που προσδιορίζει η διεθνής νομιμότητα.
Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι απαιτείται να προσδιοριστεί άμεσα ο θαλάσσιος κυριαρχικός μας χώρος και οι ζώνες των 200 μιλίων ή μέσων γραμμών με τα γειτονικά κράτη, μέσα στα οποία θα αρχίσει η δραστηριότητα εκμετάλλευσής τους.
Η Ελλάδα αργοπορεί, διστάζει και έτσι αναπόδραστα χάνει.
Ανεξαρτήτως οικονομικών δυσκολιών ή ακόμη και μιας πιθανής χρεοκοπίας, η οριοθέτηση του ελληνικού κυριαρχικού χώρου σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα αποτελεί το πλέον επείγον ζήτημα της ελληνικής διπλωματίας.
Στα πεδία των 12 μιλίων, της υφαλοκρηπίδας και ή της ΑΟΖ η Ελλάδα ατονεί, με αποτέλεσμα να χάνονται πόροι, δυνητικά ενδεχομένως χάνουμε κυριαρχία και αναμφίβολα στα ρευστά πεδία των ορίων της διεθνούς νομιμότητας όπου απουσία μιας καλής διπλωματικής διαχείρισης, μιας σωστής ανάληψης πρωτοβουλιών και μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής γέρνει την πλάστιγγα εις βάρος των εθνικών συμφερόντων και υπέρ των αναθεωρητικών αξιώσεων άλλων κρατών. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, στο μυαλό των τρίτων συγκροτείται η λογική σκέψη ότι για τον υποθαλάσσιο πλούτο θα πρέπει να διαπραγματευτούν όχι με το ελληνικό κράτος αλλά με το κράτος εκείνο που θα προσδιοριστεί ο κυρίαρχος των ζωνών κάτω από τις οποίες ενυπάρχουν πλουτοπαραγωγικοί πόροι.
Κάποιοι νομικοί διεθνολόγοι λένε το αυτονόητο και γνωστό ότι υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα για να αντικρούσουν την έκκληση πολλών άλλων για οριοθέτηση του ΑΟΖ. Η απάντηση δεν απαιτεί παρά μόνο επίκληση της απλής λογικής: Πρώτον, γιατί τόσα άλλα κράτη οριοθετούν την ΑΟΖ και τι πρόβλημα υπάρχει αν και εμείς κάνουμε το ίδιο σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα και την νομιμοποιημένη όπως βλέπουμε στην περίπτωση της Κύπρου στάση των ΗΠΑ, της ΕΕ, της Ρωσίας και άλλων! Δεύτερον, μήπως η επιστράτευση αυτού του ακατανίκητου επιχειρήματος κατά νου έχει να εμπλέξει την ΑΟΖ με τα casus belli της Τουρκίας τα οποία εμείς έχοντας πάρει στα σοβαρά στεκόμαστε απαθείς εδώ και δύο δεκαετίες, συνάμα συνομιλώντας και κατευνάζοντας την Άγκυρα; Αν λοιπόν η ΑΟΖ θα έχει την μοίρα των 12 μιλίων και της υφαλοκρηπίδας είμαστε άξιοι της τύχης μας.
Ας μην προσποιούνται κάποιοι ότι υπάρχει κάποιο υψιτενές νομικό διεθνές ζήτημα το οποίο εμείς οι μη προνομιούχοι της νομικής επιστήμης αγνοούμε. Υπάρχουν μεν εξειδικευμένες νομικές πτυχές πλην το πρόβλημα είναι εδώ και καιρό πρωτίστως πολιτικό και όχι νομικό. Είναι τα κατευναστικά σύνδρομα της Αθήνας, τα φοβικά σύνδρομα σε όλο το κομματικοπαραταξιακό φάσμα και είναι η απουσία θεσμών ανάλυσης, εκτίμησης και προτάξεων χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής.
Όσοι δε νομικοί και μη κατά καιρούς περνούν μέσα από το ελληνικό υπουργείο εξωτερικό χρειάζεται να κάνουν αυτοκριτική ή τουλάχιστον να μας εξηγήσουν το πώς αντιλαμβάνονται τον ρόλο ενός διεθνολόγου ή πολιτικού επιστήμονα που αποφασίζει να θητεύσει μέσα σε ένα θεσμικό χώρο κρατικών λειτουργών. Στο ίδιο πλαίσιο, να μας εξηγήσουν οι δεκάδες νομικοί τους λόγους για τους οποίους με όποιον και αν μιλήσεις στον χώρο της πολιτικής, της δημοσιογραφίας και των κρατικών λειτουργών ακούς διαφορετικά και μπερδεμένα πράγματα για ένα κατά τα άλλα πολιτικά και επιστημονικά τόσο απλό ζήτημα το οποίο αντί αποκρυσταλλωμένα και ξεκάθαρα να ειπωθεί πως είναι ζήτημα πολιτικής απόφασης υπό το πρίσμα του Α, Β ή Γ νομικού διλήμματος –μετά από το οποίο, κυρίως λόγω αργοπορίας μας, παραλείψεων έγκυρης υιοθέτησης εσωτερικής νομοθεσίας που μετράει σε μια διεθνή εκδίκαση κτλ– κάποιοι μας περιπλέκουν σε λαβύρινθους άσχετων και αχρείαστων νομικών λαβύρινθων.
Λαβύρινθους που επισκιάζουν το γεγονός ότι στην διεθνή πολιτική το κυριότερο νόμισμα είναι η ισχύς και ότι η διεθνής πρακτική δεν μπορεί να αγνοείται ως το κύριο νομιμοποιητικό στοιχείο. Και η ειδοποιός διαφορά ως προς την ΑΟΖ που ενίοτε επιχειρείται να επισκιαστεί, είναι ότι η διεθνής πρακτική και η διεθνή νομιμότητα επιτρέπει τον προσδιορισμό της και έναρξη συνομιλιών οριοθέτησης μεταξύ των γειτονικών κρατών. Μόνο αν το τελευταίο δεν τελεσφορήσει υπάρχει ετοιμότητα διεθνούς εκδίκασης. Δεν σπεύδει κανείς φοβισμένα και επειδή ένα αναθεωρητικό κράτος απειλεί να επιδείξεις δουλική ετοιμότητα να μιλήσεις μαζί του για τις καταχρηστικές αξιώσεις του ή να δείξεις καν πως τίθεται νομικό ζήτημα. Το νομικό ζήτημα τίθεται στο τραπέζι αν υπάρξει διαφορά και πάντοτε υπό όρους και προϋποθέσεις. Προηγούνται βεβαίως αποφάσεις εσωτερικού δικαίου που αφορούν μια πιθανή εκδίκαση και εδώ υπάρχουν πολλά και αναπάντητα ερωτήματα που αναπόδραστα κάποια στιγμή θα τεθούν σκληρά και ανελέητα καθότι αφορούν την νομική επάρκεια στα πεδία των κρατικών λειτουργών και των αποφάσεων των εκάστοτε κυβερνώντων.
Η πολιτική επιστήμη των διεθνών σχέσεων είναι ενιαία και συμπεριλαμβάνει την νομική επιστήμη των διακρατικών σχέσεων και κάθε επιστήμονα που εμφανίζεται να θέλει να εκφράσει άποψη για την διεθνή πολιτική. Συναφώς, ας αφήσουμε την παραφιλολογία περί «διεθνούς κοινότητας» που από τον καιρό των καταχρηστικών και καταστροφικών «επεμβάσεων» της δεκαετίας του 1990 κάποιοι ανάγουν σε κάποιου είδος, δήθεν, διεθνιστικής ή κοσμοπολίτικης ενοποίησης του παγκοσμιοποιημένου, δήθεν, πλανήτη ή και «εξ ανάγκης και κατ’ οικονομία», σε κάποια, δήθεν, αιώνια αγαθοεργή διεθνή ηγεμονική τάξη της μιας ή άλλης συγκυριακής δεσπόζουσας ηγεμονικής δύναμης. Και ας μάθουν κάποια στιγμή οι εμφανιζόμενοι ως επιστήμονες κάθε είδους και απόχρωσης κάτι πολύ πολύ απλό που δεν απαιτεί επιστημονικούς τίτλους για να γίνει κατανοητό: Ότι υπάρχει γιγαντιαία διαφορά μεταξύ ενός παγκοσμιοποιημένου πλανήτη, ο οποίος απαιτεί μια παγκόσμια πολιτική ανθρωπολογία, και ενός πλανητικοποιημένου διεθνούς συστήματος που πραγματικά έχουμε, και στο οποίο (πλανητικοποιημένο διεθνές σύστημα) η διάβρωση της κυριαρχίας (ή απροσεξία αυτών που την κατέχουν) προκαλεί ασυδοσία διεθνικών δρώντων όπως ο κάθε Σόρος ή Γκόλτεν Σακς, καταχρηστική διείσδυση των ηγεμονικών δυνάμεων, βλαπτικές ενέργειες των αναθεωρητικών δυνάμεων για το απρόσεκτο κράτος, αλλαγές συνόρων και απώλεια κυριαρχίας και πλουτοπαραγωγικών πόρων.
Δεύτερον, η ανακάλυψη μεγάλων όπως φαίνεται υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πόρων αλλάζει ολοκληρωτικά τις στρατηγικές συντεταγμένες της περιφέρειάς μας.
Ενδεχομένως, επιπλέον, επηρεάζει δραστικά πολλές πτυχές του πλανητικού παιχνιδιού με το να μετατοπίζει ως προς κάποια ζητήματα το κέντρο βάρους της ηγεμονικής αντιπαράθεσης.
Μιας ηγεμονικής αντιπαράθεσης στην περίμετρο της Ευρασίας η οποία συνεχίζεται αδιάλειπτα στις ίδιες περίπου γραμμές τους τρεις τουλάχιστον τελευταίους αιώνες.
Στο πλαίσιο αυτής διαπάλης δεν υπάρχουν περιθώρια για αυταπάτες κα ψευδαισθήσεις: Επειδή στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής επηρεασμού του στρατηγικού περιβάλλοντος και μείωσης των κινδύνων ή δημιουργίας ευκαιριών πολλά θα εξαρτηθούν από τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τις μεγάλες δυνάμεις και τα συμφέροντά τους, χρήζει να τονίσω μερικές κύριες και καθημερινά καταμαρτυρούμενες στρατηγικές προσεγγίσεις όλων των ηγεμονικών κρατών:
α) Οι ηγεμονικές δυνάμεις δεν σκέπτονται και δεν λειτουργούν με όρους εχθρών και φίλων αλλά ανάλογα και αντίστοιχα με τα συμφέροντά τους αλλάζουν φίλους και εχθρούς με τρόπο δυσδιάκριτο ή και αόρατο.
β) Κύρια εισροή διαμόρφωσης των ηγεμονικών στρατηγικών είναι ρευστά κριτήρια κατανομής ισχύος που προσδιορίζουν τους συσχετισμούς ισχύος και συμφερόντων, τις δυνατότητες των ίδιων των περιφερειακών δρώντων, τις ευκαιρίες που διανοίγουν διάφορα γεγονότα, τους κινδύνους για τους πλανητικούς και περιφερειακούς στρατηγικούς τους σκοπούς και τις ευκαιρίες σύναψης πελατειακών σχέσεων που εξυπηρετούν αυτούς τους σκοπούς.
γ) Η σύναψη αυτών των πελατειακών σχέσεων εμπεριέχει πάντοτε δύο δίσκους. Μέσα στον ένα δίσκο βρίσκεται το όφελος εναλλακτικών στάσεων και συμπεριφορών των άλλων κρατών και μέσα στον άλλο το αντίστοιχο κόστος. Η πελατειακή συναλλαγή γίνεται πάντοτε σε αυτή ακριβώς την βάση και όποιο κράτος δεν το γνωρίζει, δεν παίρνει πρωτοβουλίες, δεν αναλαμβάνει ρίσκα και δεν έχει γνώση του στρατηγικού του περιβάλλοντος είναι αμέτοχο στην διεθνή πολιτική και αναπόδραστα βλάπτεται. Τα κράτη έχουν διεθνείς σχέσεις αλλά δεν αυτό δεν προδικάζει ότι έχουν εξωτερική πολιτική συνάρτησης των μέσων που διαθέτουν για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς. Και αυτό τα άλλα κράτη το βλέπουν, το εκτιμούν και λειτουργούν αναλόγως.
δ) Στους ηγεμονικούς συλλογισμούς πρωτεύοντα κριτήρια είναι: πρώτον, ο κατέχων την κυριαρχία με τον οποίο και υποχρεωτικά θα πρέπει να διαπραγματευτούν, δεύτερον, η στρατιωτική και διπλωματική ισχύς των εμπλεκομένων που προσδιορίζει και το ειδικό τους βάρος, τρίτον, η ικανότητα των περιφερειακών κρατών να συνάψουν συμμαχίες και τέταρτον, η δυνατότητά τους να αμυνθούν και επιβιώσουν κατά πιθανών επιθέσεων.
ε) Αδιάλειπτα τα ηγεμονικά κράτη επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν το μερίδιό τους πάνω στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους που άμεσα ή έμμεσα ή με πελατειακό τρόπο τίθενται υπό τον έλεγχό τους. Αυτή η ηγεμονική αξίωση ισχύος ήταν, είναι και θα είναι πάγια στάση των ηγεμονικών δυνάμεων.
στ) Τα ηγεμονικά κράτη διαρκώς επιχειρούν να μεταφέρουν βάρη σε τρίτα κράτη, ενθαρρύνουν τρίτα κράτη να συγκρουστούν και να κατατριβούν σύμφωνα με τις επιδιωκόμενες από αυτούς προδιαγραφές κατανομές ισχύος που τους συμφέρει και εκβιάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες τους εκπλήρωσης αυτών των στόχων. Το ποιος για αυτούς πρέπει να είναι ισχυρός, το ποιος θα πρέπει να χάνει και το ποιος θα πρέπει να κερδίζει, και το πώς αυτό εναλλάσσεται, συναρτάται με την κατανομή ισχύος στην περιφέρεια και τις δυνατότητες των εμπλεκομένων.
ζ) Τα ηγεμονικά κράτη διαρκώς συγκροτούν συμμαχίες και εναλλάσσουν συμμαχίες σύμφωνα με την εξέλιξη των συσχετισμών ισχύος, τα εκάστοτε νέα δεδομένα και τις εξελίξεις κατά χώρα και κατά περιφέρεια.
η) Ενθαρρύνουν διενέξεις, συχνά τις διαιωνίζουν σκόπιμα, ενθαρρύνουν αμφιλεγόμενες νομικές διεκδικήσεις ή αντίστροφα αποχή άσκησης των νομικών δικαιωμάτων και συναρτούν την έκβαση των περιφερειακών διενέξεων με τα συμφέροντα όπως ορίζονται και όπως εξελίσσονται.
θ) Εξισορροπούν κάθε προσπάθεια άσκησης περιφερειακής ηγεμονίας και ενθαρρύνουν περιφερειακά κράτη με τα οποία έχουν πελατειακές σχέσεις να ηγεμονεύουν περιφερειακά μέχρι τον βαθμό, όμως, που δεν τίθεται σε κίνδυνο η δική τους ηγεμονία.
ι) Παρεμπόδιση άλλων μεγάλων δυνάμεων να έχουν πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους με τρόπο που εκτοπίζει τις ίδιες ή δεν τους επιτρέπει να κατέχουν το μερίδιο που σύμφωνα με την εκτίμησή τους αναλογεί σε αυτούς.
Αναφορικά με το ενεργειακό ζήτημα όπως τίθεται τα τελευταία χρόνια στην περιφέρειά μας και κινούμενοι στις γραμμές ενός σύνθετου στρατηγικού σκηνικού και αναφορικά με την χάραξη και εφαρμογή στρατηγικής θα μπορούσαν να ειπωθούν, συντομογραφικά, τα εξής:
Όσον αφορά τους υποθαλάσσιους πόρους ο πυρήνας του στρατηγικού περιβάλλοντος που μας ενδιαφέρει είναι η γεωπολιτική ζώνη που αρχίζει από το κεντρικό Αιγαίο και φθάνει στο Ισραήλ. Η μεγάλη πλέον στρατηγική του σημασία οφείλεται όχι μόνο στην κλασικά θεωρούμενη ως σημαντική γεωπολιτική θέση που κατέχει πάνω στον παγκόσμιο χάρτη αλλά και στο γεγονός ότι αναδεικνύεται και ως μια μεγάλη δεξαμενή υποθαλάσσιων πόρων.
Τα τρία στρατηγικά πεδία που συναρτώνται με αυτό τον πυρήνα είναι τα εξής:
• Το στρατηγικό πεδίο που προσδιορίζεται από τις τουρκικές δραστηριότητες, τις δεδηλωμένες ηγεμονικές της επιδιώξεις και το γεγονός ότι έβαλε στο στόχαστρό της τους ελλαδικούς και κυπριακούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους που σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα ανήκουν στην Ελλάδα και Κύπρο.
• Το στρατηγικό πεδίο που προσδιορίζεται από την Ισραηλινή στρατηγική και συμφέροντα ως του σημαντικότερου και ισχυρότερου κράτους των τελευταίων δεκαετιών και ως μιας δύναμης προδιαγραφών υπερδύναμης.
• Το στρατηγικό πεδίο που συμπλέκει τα ηγεμονικά κράτη τα οποία αναμενόμενα διαγκωνίζονται για να αυξήσουν το δικό τους μερίδιο πλουτοπαραγωγικών πόρων. Εντάσσουν επιπλέον τα Μεσογειακά δεδομένα στον ανταγωνισμό των ηγεμονικών δυνάμεων στο πλανητικό πεδίο.
Ο στρατηγικός πυρήνας και τα τρία αυτά στρατηγικά περιβάλλοντα διαπερνώνται και διαχέονται από αναρίθμητες ρευστές και απρόβλεπτες καταστάσεις που στροβιλίζοναι μέσα στην δίνη της διεθνούς πολιτικής. Κάθε ενδιαφερόμενο κράτος που χαράσσει και εφαρμόζει στρατηγική θα πρέπει διαρκώς να παρακολουθεί, να αναλύει, να σταθμίζει και να εκτιμά σωστά αυτές τις ρευστές και σταθερές παραμέτρους που επηρεάζουν την εθνική του στρατηγική.
Για την Κύπρο και την Ελλάδα αυτό σημαίνει, πρωταρχικά, προσδιορισμό της βασικής στρατηγικής που αφορά τον στρατηγικό πυρήνα των επίμαχων συμφερόντων, επί του προκειμένου την κατοχή και εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στον κυριαρχικό χώρο κάθε κράτους.
Για την Κύπρο τονίζω το αυτονόητο –όχι εν τούτοις για όλους τους κύπριους– ότι η κύρια στρατηγική είναι να διαφυλαχθεί η κρατική κυριαρχία της ΚΔ ως κόρη οφθαλμού και να αποφευχθούν σφάλματα διαχείρισης σε αναφορά με το λεπτό στρατηγικό παιχνίδι που βρίσκεται σε εξέλιξη και στο οποίο εμπλέκονται η Τουρκία, το Ισραήλ, οι ΗΠΑ, οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις και η Ρωσία. Το Μεσανατολικά προβλήματα, αναπόφευκτα συναρτώνται
Η Κύπρος θα χάσει τα κεκτημένα των τελευταίων ετών αν συντρέξουν δύο τουλάχιστον λόγοι.
Πρώτον, εάν πιεστεί και ενδώσει σε αιτήματα να καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία ή εάν δρομολογούν δήθεν μεταβατικές καταστάσεις στις ίδιες γραμμές που στα μάτια όλων θα δημιουργήσουν παραστάσεις επικείμενης τουρκικής και Βρετανικής επικυριαρχίας.
Στρατηγικός συνομιλητής του Ισραήλ, των ΗΠΑ και των άλλων δυνάμεων, είναι η Κυπριακή Δημοκρατία επειδή κατέχει κυριαρχικά τον χώρο όπου βρίσκονται οι πλουτοπαγαγωγικοί πόροι.
Εάν χάσει αυτό το πολιτικό και νομικό προνόμιο θα παύσει να είναι ο συνομιλητής των ενδιαφερομένων που θα στραφούν προς την Τουρκία για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους.
Στην διεθνή πολιτική, καλοί και κακοί δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μόνο κυρίαρχοι και επικυρίαρχοι, που προσδιορίζουν και οριοθετούν νομικά και πολιτικά τα δικαιώματα, την ουσιαστική κατοχή και διανομή των πόρων και τις συναλλαγές και τις πελατειακές σχέσεις. Και στην Κύπρο απώλεια της κυριαρχίας σημαίνει το τέλος όλων.
Όπως είναι φυσικό αναφέρομαι στην λύση του Κυπριακού ή στην δρομολόγηση αμφιλεγόμενων μεταβατικών καταστάσεων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν συνθήκες ελέγχου της Κυπριακής κυριαρχίας από τρίτα κράτη.
Για την Ελλάδα ο πυρήνας της στρατηγικής που αφορά το ενεργειακό ζήτημα θεμελιώνεται αφενός με την οριοθέτηση, όπως είπαμε, του κυριαρχικού χώρου σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα και αφετέρου με πολιτικοδιπλωματικές και στρατιωτικές στρατηγικές που διασφαλίζουν αυτό το χώρο κατά του τουρκικού αναθεωρητισμού. Το δεύτερο, όπως είναι φυσικό, δεν μπορεί να γίνει αν δεν ισχύσει το πρώτον.
Έπεται, όπως έκανε ήδη από καιρό η Κύπρος, ο προσδιορισμός των στρατηγικών για κάθε περιβάλλον όπως τα προδιαγράψαμε πιο πάνω με κύριο βασικά σκοπό μια θετική για την Ελλάδα εμπλοκή των συμφερόντων των ενδιαφερομένων δυνάμεων, ιεραρχικά, του Ισραήλ, των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ρωσίας.
Μιας και ζητήματα όπως τα 12 μίλια, η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ πάγωσαν ή βρίσκονται υπό την αίρεση της τουρκικής στρατηγικής –και εδώ ρητορικές διακηρύξεις τύπου εσωτερικής κατανάλωσης κανένας στρατηγικός παίχτης δεν τις παίρνει στα σοβαρά– πολλά πράγματα δεν μπορούν να ειπωθούν στο παρόν στάδιο.
Για τον λόγο αυτό αλλά και επειδή δεν είναι του παρόντος να συγκροτήσω μια ολιστική στρατηγική ανάλυση, μπορούμε να αναφέρουμε συνοπτικά μόνο μερικές αρχές και μερικούς παράγοντες που καταδεικνύουν την ρευστότητα του στρατηγικού περιβάλλοντος όσον αφορά τους επίμαχους ενεργειακούς πόρους.
Κατ’ αρχάς, η στρατηγική της Τουρκίας όσον αφορά την ζώνη από το Αιγαίο μέχρι το Ισραήλ εντάσσεται σε μια ευρύτερη ηγεμονική στρατηγική που περιγράφεται γλαφυρά, παραστατικά και πειστικά στο βιβλίο του τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, Το Στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας.
Αυτή η μεγαλεπήβολη τουρκική στρατηγική προκαλεί μια ρευστότητα στις σχέσεις της με τα κράτη της περιοχής αλλά και τις μεγάλες δυνάμεις μερικές από τις οποίες παρακολουθούν αμήχανες τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό αλλά και την καταιγιστική εναλλαγή επιτυχιών και αποτυχιών. Αυτό το γεγονός ενέχει δύο κύριες διαστάσεις:
Πρώτον, δημιουργεί ευκαιρίες για την ελληνική στρατηγική, αν βέβαια μπορούσε να συγκροτήσει ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο που εμπλέκει αξιόπιστα τα προαναφερθέντα στρατηγικά πεδία.
Δεύτερον, στον βαθμό που η Ελλάδα δεν αποτρέπει τον τουρκικό αναθεωρητισμό θα αυξάνονται οι ευκαιρίες, τα ερείσματα και οι θετικές για την τουρκική στρατηγική παραστάσεις τρίτων.
Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί ότι όσο ανακοινώνονται τα μεγέθη των υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πόρων τόσο περισσότερο θα εντείνεται το ενδιαφέρον των τρίτων κρατών και τόσο μεγαλύτερο θα είναι το στοίχημα της ελληνικής στρατηγικής.
Χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, είναι τα τεκταινόμενα γύρω από τον ενεργειακό δίαυλο που θα ενώνει την Λεβαντίνη με την Ευρώπη και το γεγονός ότι αδράνεια ή αντιφατικές στάσεις της Ελλάδας και της Κύπρου ή συμβολισμοί αδυναμίας οδηγούν σε εναλλακτικά σενάρια.
Αν και θα πρέπει να ολοκληρώσω, δεν μπορώ παρά να πω και μια λέξη για το Ισραήλ. Αφού τονίσω ότι οι συμμαχίες των κρατών στηρίζονται στα συμφέροντα και όχι σε συναισθηματικούς λόγους ή διαπροσωπικά κριτήρια, χρήζει να τονιστεί ότι το Ισραήλ ως σύμμαχος είναι δίκοπο μαχαίρι. Είναι μια μεγάλη περιφερειακή και κατά κάποιο τρόπο παγκόσμια δύναμη που αν αντιληφτεί ότι Κύπρος και Ελλάδα είναι αδύναμοι κρίκοι θα αναζητήσει εναλλακτικές προσεγγίσεις διασφάλισης των στρατηγικών συμφερόντων του.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα και την Κύπρο, όταν υπεισέρχεται το εθνικό συμφέρον επιβίωσης, αμφιταλαντεύσεις κα δισταγμοί δεν υπάρχουν στο Ισραήλ.
Πάνω από όλα, τονίζω ξανά, για να είναι η Κύπρος και η Ελλάδα οι διαχειριστές των πλουτοπαραγωγικών πόρων και ο συνομιλητής των ενδιαφερομένων δυνάμεων απαιτείται να είναι οι κάτοχο τους.
Αυτό σημαίνει αδιαμφισβήτητη άσκηση κυριαρχίας εκ μέρους της Ελλάδας και αταλάντευτη αψεγάδιαστη διαφύλαξη της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
>>παιχνιδιού που ορίζεται από τις στρατηγικές των εμπλεκομένων κρατών.<<
ΑπάντησηΔιαγραφήΆδικα δηλαδή τόσοι και τόσοι γίνονται μέλη διαφόρων λεσχών και οργανώσεων;
Δε νομίζω...
>>η κρατική κυριαρχία αποτελεί [...] τον άξονα της διεθνούς πολιτικής.<<
Μήπως, ιδιαιτέρως για την Ελλάδα, "{πρέπει}/{θα έπρεπε} να αποτελεί";
>>Τρίτον, προϋπόθεση χάραξης και εφαρμογής εθνικής στρατηγικής που εκπληρώνει τους εθνικούς σκοπούς είναι η δυνατότητα σωστής ανάλυσης και εκτίμησης της διεθνούς πολιτικής και κυρίως των στρατηγικών όλων των εμπλεκομένων.<<
Και τί γίνεται όταν ως "εθνική στρατηγική" βαφτίζεται η γνώμη/άποψη τού οποιουδήποτε αλλοδαπού asset εντός των τειχών;
Μήπως, πριν από το τρίτο σημείο, θα έπρεπε να εξεταστεί με ποιό τρόπο θα διασφαλιστεί το αυτονόητο;
>>μια σωστή ελληνική στρατηγική θα μπορούσε να τερματίσει την αστάθεια στην περιφέρειά μας με το να ακυρώσει την Τουρκία ως ηγεμονικό κα αναθεωρητικό κράτος. Αναφέρομαι, ιδιαίτερα, στο Ισραήλ και στο γεγονός πως αν η Τουρκία επιχειρήσει στρατιωτική αναμέτρηση μαζί του αναπόδραστα θα συντριβεί<<
Τεράστιο λογικό άλμα: προϋποθέτει την πλήρη ταύτιση Ελλάδας και Ισραήλ στην αντιμετώπιση τής Τουρκίας. Δεν μπορώ να επεκταθώ περαιτέρω.
>>αντί αποκρυσταλλωμένα και ξεκάθαρα να ειπωθεί πως είναι ζήτημα πολιτικής απόφασης<<
Η απάντησή τους είναι απλή: τα πάντα είναι θέμα πολιτικής απόφασης, συνεπώς δεν έχει αξία να κάνουμε κάτι.
(Για το νομικό ζήτημα δεν μπορώ να επεκταθώ περαιτέρω.)
>>η διάβρωση της κυριαρχίας (ή απροσεξία αυτών που την κατέχουν) προκαλεί ασυδοσία διεθνικών δρώντων όπως ο κάθε Σόρος ή Γκόλτεν Σακς, καταχρηστική διείσδυση των ηγεμονικών δυνάμεων, βλαπτικές ενέργειες των αναθεωρητικών δυνάμεων για το απρόσεκτο κράτος, αλλαγές συνόρων και απώλεια κυριαρχίας και πλουτοπαραγωγικών πόρων.<<
Ο κάθε λαός δίνει 5-10 χιλιάδες ευρώ το μήνα + μυστικά κονδύλια = τρίχες.
Οι άλλοι ίσως να δίνουν πολλά.
Είναι και αυτός ο καταραμένος νόμος προσφοράς-ζήτησης...
>>ανάλογα και αντίστοιχα με τα συμφέροντά τους αλλάζουν φίλους και εχθρούς με τρόπο δυσδιάκριτο ή και αόρατο.<<
Ακριβώς το αντίθετο: όλοι είναι φίλοι (με διαφορετικό cost of compliance ο καθένας) πλην τού ονομαζόμενου ως εχθρού, ο οποίος είναι είτε μελλοθάνατος (συνεπώς χαρακτηρίζεται ως εχθρός για να μειωθεί το κόστος των επιχειρήσεων μέσω διεθνών οργανισμών και άλλων συμμαχιών) είτε μέσο justification για την μείωση του εσωτερικής κόστους επιβολής νομικών μέτρων, ανακατανομής προϋπολογισμού, και άλλων πιο σκοτεινών που καλύτερα να μην αναφέρω.
[Σημείωση: η κατανομή (α)-(ι) είναι λίγο κάπως.]
>>Εάν χάσει αυτό το πολιτικό και νομικό προνόμιο θα παύσει να είναι ο συνομιλητής των ενδιαφερομένων που θα στραφούν προς την Τουρκία για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους.<<
Δεν είναι έτσι: είναι αμφίδρομο - και δεν θα επεκταθώ.
>>Για την Ελλάδα ο πυρήνας της στρατηγικής που αφορά το ενεργειακό ζήτημα θεμελιώνεται αφενός με την οριοθέτηση, όπως είπαμε, του κυριαρχικού χώρου σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα και αφετέρου με πολιτικοδιπλωματικές και στρατιωτικές στρατηγικές που διασφαλίζουν αυτό το χώρο κατά του τουρκικού αναθεωρητισμού. Το δεύτερο, όπως είναι φυσικό, δεν μπορεί να γίνει αν δεν ισχύσει το πρώτον.<<
Ακριβώς το αντίστροφο.
>>Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί ότι όσο ανακοινώνονται τα μεγέθη των υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πόρων τόσο περισσότερο θα εντείνεται το ενδιαφέρον των τρίτων κρατών και τόσο μεγαλύτερο θα είναι το στοίχημα της ελληνικής στρατηγικής.<<
Λάθος. Κάποιοι έχουν εικόνα εδώ και δεκαετίες. Οι ανακοινώσεις είναι ενδογενείς μεταβλητές στο παίγνιο, όχι παράμετροι - δεν θα επεκταθώ περαιτέρω.
>>αν αντιληφτεί ότι Κύπρος και Ελλάδα είναι αδύναμοι κρίκοι θα αναζητήσει εναλλακτικές προσεγγίσεις διασφάλισης των στρατηγικών συμφερόντων του.<<
Γιατί υποθέτουμε ότι δεν το έχει κάνει ήδη;
Ανακόντα γράφει: «μια σωστή ελληνική στρατηγική θα μπορούσε να τερματίσει την αστάθεια στην περιφέρειά μας με το να ακυρώσει την Τουρκία ως ηγεμονικό κα αναθεωρητικό κράτος. Αναφέρομαι, ιδιαίτερα, στο Ισραήλ και στο γεγονός πως αν η Τουρκία επιχειρήσει στρατιωτική αναμέτρηση μαζί του αναπόδραστα θα συντριβεί».
ΑπάντησηΔιαγραφήΤεράστιο λογικό άλμα: προϋποθέτει την πλήρη ταύτιση Ελλάδας και Ισραήλ στην αντιμετώπιση της Τουρκίας. Δεν μπορώ να επεκταθώ περαιτέρω.
Απάντηση: Κανένα λογικό άλμα. Είναι εκτίμηση ιστορικοστρατηγικών δεδομένων, εκτιμήσεις από μελέτη των δεδομένων και λογικές σκέψεις. Η τρέχουσα κυρίαρχη εκτίμηση είναι ότι οι Ισραηλινοί αντιλήφθηκαν ότι η συμμαχία τους με την Τουρκία ενείχε υπερβολικές προσδοκίες και αυταπάτες. Κυρίως, υποτίμησαν το ισλαμικό υπόβαθρο του νεοτουρκικού κράτους που όπως σωστά εκτίμησε ο Νταβούτογλου ήδη εδώ και είκοσι χρόνια (Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες, στην εισαγωγή) θα ξεπετούσε τις μοντερνιστικές Ατατουρκικές δομές. Μια τέτοια δομική εξέλιξη όμως, εξ ορισμού, καθιστά την Τουρκία υπαρξιακή απειλή που θα καθίσταται ολοένα και πιο επικίνδυνη όσο οι νέο-Οθωμανοί νεότουρκοι θα καθίστανται ισχυρότεροι. Αυτή η εκτίμηση ήδη κυριαρχεί πλήρως μέσα στα ισραηλινά πολιτικά ελίτ και στις δομές ανάλυσης και εκτίμησης των στρατηγικών δεδομένων. Εξ ου και κανένα λογικό άλμα δεν έγινε. Επιπλέον, τονίζεται ότι το Εθνικό συμφέρον επιβίωσης για κράτη όπως το Ισραήλ –αλλά και κάθε άλλο σοβαρό κράτος– είναι κόκκινη γραμμή πέραν της οποίας όποιος την διασχίσει κυριολεκτικά πεθαίνει. Η Τουρκία απλά παίζει με τη φωτιά και ενδέχεται ακόμη και αν δεν προκαλέσει το Ισραήλ να κινδυνεύσεις για τους υπαρξιακούς λόγους που προανέφερα. Δεν επεκτείνομαι για να τονίσω το εξίσου αυτονόητο, ότι δηλαδή οι τεράστιοι υποθαλάσσιοι ενεργειακοί πόροι είναι ακόμη μια παράμετρος εξίσου σημαντική που κυριολεκτικά κλειδώνει λογικά τις στρατηγικές επιλογές του Ισραήλ προς συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Καμιά σχέση δεν έχουν όλα αυτά με κάποιου είδους ταύτιση Ελλάδας-Ισραήλ. Κανείς δεν λαμβάνει την Ελλάδα σοβαρά υπόψη εκτός και αν δεν έχει αντιπροσώπους εδώ να βλέπει αυτό που βλέπουμε εμείς. Απλά εμείς βρεθήκαμε στον δρόμο αυτών των στρατηγικών παιχτών. Και το Ισραήλ θα κάνει αυτό που κάνει όσο τουλάχιστον δεν στρεφόμαστε εναντίον του. Κάποια στιγμή η δική μας εκμηδένιση και ή εγκατάλειψη της κρατικής κυριαρχίας από τους κύπριους, βέβαια, μπορεί να κάνει το Ισραήλ να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις για τον «ενεργειακό δίαυλο».
Παναγιώτης Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
NB πολλά άλλα στο σχόλιο μπορούν να απαντηθούν ανάλογα. Πλην λόγω περιορισμού λέξεων και φόρτου μια άλλη φορά
Το λογικό άλμα βρίσκεται στην υπόθεση πως το παίγνιο {Ελλάδα[(+?)Κύπρος]}/Ισραήλ/Τουρκία είναι μηδενικού αθροίσματος.
ΑπάντησηΔιαγραφή("μια σωστή ελληνική στρατηγική θα μπορούσε να τερματίσει την αστάθεια στην περιφέρειά μας με το ΝΑ ΑΚΥΡΩΣΕΙ την Τουρκία ως ηγεμονικό κα αναθεωρητικό κράτος. Αναφέρομαι, ιδιαίτερα, στο Ισραήλ και στο γεγονός πως αν η Τουρκία επιχειρήσει στρατιωτική αναμέτρηση μαζί του αναπόδραστα ΘΑ ΣΥΝΤΡΙΒΕΙ.").
Ούτε η Ελλάδα μπορεί να παίξει το ρόλο τού ελεγχόμενου τσοπάνη των Αράβων που ήθελε το Ισραήλ για την Τουρκία, ούτε η Τουρκία μπορεί, αντίστοιχα, να παίξει το ρόλο τής Ελλάδας. Επαναλαμβάνω ότι όσοι σκέφτονται σαν αυτόνομο κράτος, με στρατηγική, δεν σκέφτονται με όρους έντασης αλλά με όρους αγάπης: τί πρέπει να κάνω ώστε να εκμεταλλευτώ τα συγκριτικά πλεονεκτήματα τής Ελλάδας, τής Τουρκίας, τής Αιγύπτου, κτλ με το μικρότερο δυνατό κόστος; Η Νταβουτόγλεια θεωρία τού στρατηγικού πλάτους ήταν ένα κακέκτυπο αυτής τής προσέγγισης + κάποιων άλλων πολύ σημαντικών στοιχείων clopy-paste από τούς Ισραηλινούς.
Ούτε το Ισραήλ ούτε η Τουρκία επιθυμούσαν ή επιθυμούν ποτέ κάποια αναμέτρηση. Αν ήθελε το Ισραήλ να χτυπήσει την Τουρκία, το τελευταίο που θα έκανε θα ήταν στρατιωτική επέμβαση. Το Ισραήλ δεν έχει περιθώριο να δείξει στρατιωτικά έστω μία αδυναμία, συνεπώς η εμπλοκή του δεν θα γίνει ποτέ με τη θέλησή του αν δεν είναι σχεδόν σίγουρο πως θα νικήσει θεαματικά.
"καθιστά την Τουρκία υπαρξιακή απειλή που θα καθίσταται ολοένα και πιο επικίνδυνη όσο οι νέο-Οθωμανοί νεότουρκοι θα καθίστανται ισχυρότεροι. Αυτή η εκτίμηση ήδη κυριαρχεί πλήρως μέσα στα ισραηλινά πολιτικά ελίτ και στις δομές ανάλυσης και εκτίμησης των στρατηγικών δεδομένων. Εξ ου και κανένα λογικό άλμα δεν έγινε."
Κάποιοι λειτουργούν σοβαρά και συντονισμένα, διαχέοντας με όρους iw αυτό που έχει συμφωνηθεί ως το βέλτιστο περιεχόμενο για την εξυπηρέτηση τού εθνικού τους συμφέροντος. Αν, αντίστοιχα, υπήρχε σοβαρό Ελληνικό κράτος, και εσείς και εγώ θα γράφαμε ακριβώς τα ίδια.
>>Απλά εμείς βρεθήκαμε στον δρόμο αυτών των στρατηγικών παιχτών.<<
Το αντίστροφο: αυτοί τοποθετήθηκαν στρατηγικά πριν από πολλές δεκαετίες στον δικό μας.
Κάποια υποπαίγνια είναι μηδενικού αθροίσματος, όπως οι ΑΟΖ, αλλά στο αμέσως ανώτερο επίπεδο δεν είναι. Ακόμα και η αύξηση των διαστάσεων τού παιγνίου, εισάγοντας θεωρητικές αποδόσεις σε πρακτικώς ανύπαρκτα θέματα, και η εισαγωγή τεχνητής αβεβαιότητας (άρα μειώνοντας την προσδοκώμενη απόδοση) είναι μέρος τής στρατηγικής που δυστυχώς ούτε καν δύναται να συλλάβει το αρμόδιο Ελληνικό κράτος - και δεν επιθυμεί να το κάνει γιατί δεν συμφέρει κάποιους η αύξηση τού cost of compliance. Όπως έχει ειπωθεί πολλάκις στο παρελθόν, οι Εφιάλτες θιασώτες τού "είναι μάταιο, αφέσου" επιβάλλουν την απουσία στρατηγικής και την μη προβλεπόμενη αξιοποίηση ανθρώπων που μπορούν να σκεφτούν και να την παράξουν.
Δεν έχει νόημα να μπω σε βαθύτερη και ουσιαστικότερη συζήτηση επί τού εν λόγω ζητήματος διότι αφενός εκτιμώ πως κατέστη σαφής ο προσδιορισμός τού λογικού άλματος και αφετέρου, ελλείψει στρατηγικού σχεδιασμού στην Ελλάδα, οι μόνοι που θα εκμεταλλεύονταν επί του πρακτέου την ανάλυση θα ήταν οι αλλοδαποί.
Πρώτο μέρος
ΑπάντησηΔιαγραφήΜερικές λέξεις, καθότι όπως σωστά γράφτηκε τα κείμενα είναι αναρτημένα και ο καθείς μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του. Κατά την εκτίμησή μου η «διαφορά» έγκειται σε διαφορετική αντίληψη των διακρατικών σχέσεων που μπορεί να ειδωθούν στατικά, δυναμικά ή σε κάποια ενδιάμεση απόχρωση. Η ορθότητα κρίνεται εκ του αποτελέσματος της μιας ή άλλης πολιτικής επιλογής από τους εκάστοτε ασκούντες την διακυβέρνηση. Οι τελευταίοι, απαιτείται α) να διαθέτουν επάρκεια ανάλυσης και εκτίμησης της διεθνούς πολιτικής, β) να στερούνται ακόμη και της παραμικρής διεθνιστικής ή κοσμοπολίτικης αντίληψης περί την διεθνή πολιτική, γ) να στερούνται συναισθηματισμού ενώ να εμφορούνται από λογική και ορθολογισμό, δ) να κατανοούν ότι η διεθνής πολιτική είναι μια δίνη μέσα στην οποία ένα οποιοδήποτε κράτος στροβιλίζεται πλην απάθεια σημαίνει καταβρόχθιση και άσκοπα ρίσκα σημαίνουν καταποντισμό, ε) να μην ανταγωνίζονται ποτέ κανένα αλλά να καλλιεργούν τον ορθολογισμό του πάνω στην πλάστιγγα του κόστους και του οφέλους, και τα λοιπά, τα οποία είναι αναγκαίο να είναι γνωστά ακόμη και από πρωτοετείς φοιτητές των διεθνών σχέσεων.
Σε μια συζήτηση όπου φαίνεται να προσδιορίζεται από αναλυτικές προσεγγίσεις των συζητούντων που άλλοτε κινούνται παράλληλα, άλλοτε σε διαφορετικό ύψος εξειδίκευσης και άλλοτε αντίθετα ή με συγκλίνοντα τρόπο, δεν μπορούν να ειπωθούν πολλά. Ούτε βεβαίως και μια τέτοια συζήτηση εμπίπτει στο πεδίο των «προτάσεων πολιτικής» (όπου χωρούν λόγια του είδους «δεν μπορώ να μιλήσω για αυτά μην τα ακούσουν άλλοι». Κάτι τέτοιο διαφθείρει μια ανάλυση όπως την κατανοώ εγώ ως περιγραφή-ανάλυση των δομών, των λειτουργιών, των διλημμάτων, των προβλημάτων και των γενικών προσανατολισμών πάνω στις οποίες κινούνται οι κυβερνήσεις. Τηλεσκοπικά μόνο μερικές λέξεις. Τα υπόλοιπα στα λίγα καλά κείμενα που κυκλοφορούν, αρχίζοντας από τον Θουκυδίδη και συνεχίζοντας στα 10-15 υπόλοιπα σύγχρονων μεθερμηνευτών (http://www.ifestosedu.gr/82GoodBooks.htm και κυρίως http://www.ifestosedu.gr/54waltzduo.htm).
Πρώτον, δεν υπάρχουν σταθεροί εχθροί και φίλοι αλλά σταθερά και ρευστά συμφέροντα που ανά πάσα στιγμή προσδιορίζουν τις παραμέτρους της πλάστιγγας της διεθνούς πολιτικής.
Δεύτερον, ποτέ και κανένα κράτος δεν επιδιώκει αναμέτρηση παρά μόνο εκπλήρωση πολιτικών σκοπών και πάνω σε αυτό στηρίζεται το σύνολο της στρατηγικής ανάλυσης.
(συνεχίζει)
Δεύτερο μέρος (συνέχεια)
Τρίτον, Τουρκία και Ισραήλ δεν αποκλείεται «αύριο» να βρεθούν και σύμμαχοι πλην όπως γράψαμε συγκλίνουσες εκτιμήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπεισέρχονται «υπαρξιακοί» πλέον λόγοι και συμφέροντα επιβίωσης βαθύτατων προεκτάσεων που θέτουν τα δύο ισχυρά κράτη σε αντιπαράθεση.
Π. Ήφαιστος info@ifestosedu.gr
Δεύτερο μέρος (συνέχεια)
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάνω σε αυτή την εξίσωση που, όπως είπαμε, η εισροή ηγεμονικών ενεργειών είναι διαρκής ένα όρθιο ελληνικό κράτος θα μπορούσε να επιφέρει τα επιθυμητά πολιτικά αποτελέσματα ακόμη και από θέση αδράνειας ή ελάχιστων και προσεκτικών κινήσεων που θα έτρεφαν τάσεις και θα αποδυνάμωναν άλλες. Κάτι τέτοιο χρειάζεται στρατηγική
Τέταρτον, το Ισραήλ σχεδόν ποτέ δεν πολέμησε παρά την θέλησή του. Και οι συχνότεροι πόλεμοι που έκανε ήταν προληπτικοί, στρατηγικά, διπλωματικά και πολιτικά υπολογισμένοι μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια και πάντοτε ριψοκίνδυνοι πλην από θέση συντριπτικής στρατηγικής υπεροχής που φροντίζει να διατηρεί (κάτι που μέχρι στιγμής ισχύει).
Πέμπτον, σκοπός της Ελλάδας δεν μπορεί να είναι να προκαλέσει πόλεμο ή να κάνει η ίδια πόλεμο αλλά η εκπλήρωση συγκεκριμένων πολιτικών σκοπών που στο ίσαμε τις ακραίες απολήξεις μιας στρατηγικής αν γίνει πόλεμος (από την ίδια ή άλλους, ή σε συμμαχία) θα πρέπει να έχει ως σκοπό να αναχαιτίσει για τα καλά τον τουρκικό αναθεωρητισμό (που προσδοκώ κανείς ορθολογιστής να μην αμφισβητεί).
Έκτον, τα περί την ΑΟΖ είναι τα ευκολότερα και αποτελεί παράκρουση ακόμη και να σκεφτεί κανείς ότι ασκώντας τα δικαιώματα που απορρέουν από την διεθνή νομιμότητα διακατέχεται από πολεμική μανία. Μετά τον προσδιορισμό του ΑΟΖ με όλα τα συμπαρομαρτούντα στο εσωτερικό δίκαιο και στους διεθνείς θεσμούς σκοπός όσον αφορά την Τουρκία είναι να οριοθετηθούν τα σύνορα της δικής της και της δικής μας ΑΟΖ. Που και πως συνάγεται ότι αυτό σημαίνει πόλεμο. Τέτοια λένε εδώ και δύο δεκαετίες οι «ιδρυματικοί» με αποτέλεσμα ένα φοβικό σύννεφο να επισκιάζει την ελληνική διπλωματία και η ελληνική επικράτεια να συρρικνώνεται δραστικά αντί όπως συμβαίνει με όλα τα κράτη να αυξάνεται θαλάσσια παρακολουθώντας την εξέλιξη του διεθνούς δικαίου.
Έβδομον, ποιος και πως είπε ότι η ΑΟΖ ή οτιδήποτε άλλο ζήτημα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου ή κάποιο άλλο ζήτημα διεθνούς πολιτικής είναι «μηδενικού αθροίσματος». Κανένα δεν είναι!!
Όγδοο, όλοι θα πρέπει να γράφουμε τα ίδια (τουλάχιστον για τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή των εξωτερικών μας σκοπών) και η ανυποληψία του συγκαιρινού κράτους δεν αποτελεί δικαιολογία μη οριοθέτησης της ΑΟΖ (ή αν θέλετε οποιοδήποτε άλλο θέμα όπως τα 12 μίλια ή η εκμετάλλευση των πόρων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα στην βάση των 6 ή 12 μιλίων).
Νομίζω εδώ τελειώνουν οι λέξεις του δεύτερου μηνύματος και της παρούσης συζήτησης καθότι η τελευταία παράγραφος υποδηλώνει μια στάση διαλόγου που υποδηλώνει ότι μπορούμε να γλιστρούμε επιχειρηματολογικά λέγοντας «αυτά δεν μπορώ να τα πω δημόσια» κτλ.
Π. Ήφαιστος info@ifestosedu.gr
>>Έβδομον, ποιος και πως είπε ότι η ΑΟΖ ή οτιδήποτε άλλο ζήτημα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου ή κάποιο άλλο ζήτημα διεθνούς πολιτικής είναι «μηδενικού αθροίσματος». Κανένα δεν είναι!!<<
ΑπάντησηΔιαγραφήvs.
"Κάποια υποπαίγνια είναι μηδενικού αθροίσματος, όπως οι ΑΟΖ, αλλά στο αμέσως ανώτερο επίπεδο δεν είναι. Ακόμα και η αύξηση των διαστάσεων τού παιγνίου, εισάγοντας θεωρητικές αποδόσεις σε πρακτικώς ανύπαρκτα θέματα, και η εισαγωγή τεχνητής αβεβαιότητας (άρα μειώνοντας την προσδοκώμενη απόδοση) είναι μέρος τής στρατηγικής [...]."
Η διαφωνία μας είναι εμφανής.
Συμφωνώ πως εδώ τελειώνει η συζήτηση διότι παραμένω σταθερός στη θέση πως κάποια πράγματα δε λέγονται δημόσια. Δεν με πειράζει αυτή η επιλογή μου να θεωρηθεί, με την αρνητική έννοια, κίνηση χελιού: το προσωπικό κόστος από αυτό τον χαρακτηρισμό είναι a priori προϋπολογισμένο ως μηδαμινό μπροστά στο εθνικό λόγω της ενίσχυσης αλλοδαπών συμφερόντων αν έπραττα διαφορετικά.
Νομίζω μια λέξη ακόμη, ιδιαίτερα για τους τρίτους που διαβάζουν τα κείμενα αυτά, δεν βλάπτουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοτέ δεν είναι μηδενικού αθροίσματος υποθέσεις όπως η ΑΟΖ καθότι το κρινόμενο προσδιορίζεται από την διεθνή νομιμότητα, από άλλες εκδικασμένες περιπτώσεις και από την διεθνή πρακτική που την επικυρώνει όπως την επικυρώνει.
Θεωρείται ως δεδομένο ότι κράτη όπως η Ελλάδα είναι φιλειρηνικά και αποσκοπούν στην εφαρμογή της διεθνούς νομιμότητας ακόμη και εκεί που δεν την συμφέρει. Για παράδειγμα, μια εκδίκαση να μην αποδώσει στην Ελλάδα τα θεμιτά και νομιμοποιημένα. Ερωτώ όμως με νόημα, λαμβάνονται έγκαιρα νομοθετικά μέτρα και ποιος είναι υπεύθυνος για αυτό στα πεδία της πολιτικής και των διεθνών σπουδών.
Σε αυτό τον λαβύρινθο κάθε ανάλυση κρίνει α) την έγκαιρη σωστή νομικοπολιτική ανάλυση και εκτίμηση των πραγμάτων, β) τη έγκαιρη και σωστή υιοθέτηση εσωτερικής νομοθεσίας, γ) την έγκαιρη και σωστή προσέγγιση των διεθνών θεσμών, δ) τις έγκαιρες και σωστές ενέργειες στο πεδίο της πρακτικής πολιτικής (εδώ ακριβώς, υπεισέρχεται η ισχύς για να διαφυλάξει εκείνα τα ερείσματα του αμυνόμενου κράτους που είναι σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα και για να ακυρώσει εκείνα τα ερείσματα της αναθεωρητικής χώρας που αντιβαίνουν στην διεθνή νομιμότητα ή που θα ροκανίσουν την διεθνή νομιμότητα αν ενέργειες της αναθεωρητικής χώρας προκαλέσουν εθιμική αποδοχή των αξιώσεών της και ή τετελεσμένα), και τα λοιπά.
Από τα πιο πάνω και πολλά άλλα τίποτα δεν πρέπει να βρίσκεται στην σκιά. Πρέπει όλα αυτά να φωτίζονται άπλετα. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για λάθος πολιτικής αποφάσεις και λάθος συμβουλές εξωγενών με τους κρατικούς λειτουργούς συμβούλους που μέσα από νομικισμό ή λανθασμένες εκτιμήσεις των πολιτικών όψεων του διεθνούς δικαίου προκαλούν ζημιές στην χώρα. Κάποιοι κάποια στιγμή απαιτείται να λένε mea culpa ή να πηγαίνουν σπίτι τους ή να αλλάζουν «επάγγελμα».
Τα θέματα αυτά θα τα θίξω σε επερχόμενο κείμενο όπου τα μόνα αναλυτικά εργαλεία είναι η απλή λογική.
Π. Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η γεωπολιτική υψηλού επιπέδου επιστημονική ανάλυση του καθηγητή κ. Ήφαιστου, με παροτρύνσεις και προτάσεις εφαρμογής πολιτικής, διπλωματίας και στρατηγικής σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον αστάθειας, όπου οι μόνες σταθερές είναι οι τρέχουσες συνθήκες συμφερόντων και κάθε τολμηρή θεωρητική πρόβλεψη, είτε με βάση την θεωρία των παιγνίων που προβληματίζει, όπως την αναφέρει ο Anaconda, είναι γόνιμες αλλά συνάμα ατέρμονες συζητήσεις και ασκήσεις επί χάρτου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒέβαια η ακαδημαϊκή γνώση και η θεωρητική ανάλυση των διεθνών σχέσεων είναι πολύτιμη και εποικοδομητική, όταν μάλιστα υπάρχουν και ανάστροφα τεκμηριωμένα επιχειρήματα, για να θεμελιωθεί τουλάχιστον η θεωρητική αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Ευτυχώς που έχει γράψει και ο Νταβούτογλου τις δικές του πραγματείες ώστε ξέρουμε καθαρά ποιες είναι οι φιλοδοξίες της Τουρκίας για το στρατηγικό βάθος που επιδιώκει να εγκατασταθεί με την νέο-οθωμανική της προοπτική και μας το έχει επισημάνει μάλιστα στις εναλλακτικές του κοσμοθεωρίες, για να καταλάβουμε την τεράστια απόσταση που έχει αρχίσει να δομείται στην συνείδηση της τουρκικής κοινωνίας, της πολιτικής, της διπλωματίας και των στρατιωτικών έναντι των δυτικών πολιτισμών.
Και έχουμε αντιληφθεί ξεκάθαρα επίσης ποιες είναι οι στρατηγικές επιλογές και πολιτικές κινήσεις του Ισραήλ και όλων των εμπλεκομένων δυνάμεων στην περιοχή.
Και θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνω ότι αρκετά χρόνια πριν ο καθηγητής Ι. Μάζης, είχε αναφερθεί σε όλα αυτά με εντυπωσιακή γεωπολιτική ανάλυση και γεωστρατηγική θεώρηση ώστε να ξέρουμε τι μας περιμένει. Την αγέρωχη θεώρηση των Τούρκων έναντι όλων των λαών της περιοχής αλλά και της Ελλάδος την είχε περιγράψει προφητικά και ο Π. Κονδύλης κάπου 30 χρόνια πριν.
Και ας αφήσουμε και την διεθνοδικαιϊκή και νομική τεκμηρίωση των προσδοκιών μας να μάχεται μεταξύ διαφορετικών προσεγγίσεων, αφού ο μοχλός που θα ενεργοποιούσε το δίκαιό μας, δεν βρίσκεται εκεί. Οι νομικοί διεθνολόγοι το μόνο που κάνουν και αυτοί είναι η ανταλλαγή απόψεων. Και δεν είναι τα «φοβικά σύνδρομα» στην νομική άποψη. Δεν είναι εκεί η ενδοτική τάση.
Ας το ψάξουμε αλλού.
Τι γίνεται στην πράξη. Ποιες είναι οι προτάσεις που μπορούν να σταθούν και να αποδώσουν; Ποια είναι η ρεαλιστική κατεύθυνση για ενεργή διπλωματία και πολιτική διαχείριση;
Και για αυτά μήπως το κλειδί βρίσκεται στην στρατιωτική ισχύ;
Μήπως όμως αυτήν την ισχύ την έχουμε συνειδητά αρνηθεί στο πλαίσιο της θεωρητικής αντίληψης περί πενταγωνισμού και την λοιδορήσαμε σκόπιμα τόσα χρόνια και ακόμη και σήμερα που μιλάμε και βιώνουμε το αποτέλεσμα;
Πως θα διεκδικήσεις και θα κατοχυρώσεις τα νόμιμα κυριαρχικά σου δικαιώματα και θα είσαι υπολογίσιμος στην λήψη των γεωπολιτικών αποφάσεων των ισχυρών; Πως θα ασκήσεις την διπλωματία σου έναντι συγκρουόμενων συμφερόντων ισχυρών παικτών;
Υπάρχει άλλη εναλλακτική άποψη; Ή απλώς θεωρίες; Μπορούμε να κάνουμε πράξη τα παραπάνω; Ή απλώς μας αρκεί η θεωρία; Αν όχι, ποια είναι τα άλλα πραγματικά και πρακτικά εργαλεία; Τι έχει διδάξει η πείρα των διεθνών σχέσεων και της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου;
Και στο τέλος τέλος, αν η από μέρους μας αδράνεια δεν είναι λύση, ή είναι μακροχρόνια ζημιογόνος, τότε μήπως πιο ρεαλιστική λύση θα ήταν να τα παίξουμε όλα για όλα, να προτάξουμε όση στρατιωτική ισχύ διαθέτουμε, μπροστά στο αδιέξοδο της φθοράς και εδώ που φτάσαμε ας υποστούμε και τις συνέπειες, όσες υπάρξουν, αφού θεωρητικά έχουμε καταλήξει πως τελικά χάνουμε και το δίκιο μας;
Πολεμοκάπηλος; Όχι φυσικά.
(ΥΓ. Έτσι είχε πει και ο Ρ. Σωμερίτης και τον Π. Κονδύλη.
Και φυσικά και προς διευκρίνιση, εγώ δεν τολμώ να βάλω τον εαυτό μου ούτε τις γνώσεις και τις απόψεις μου συγκριτικά στο μέγεθος του ρεαλιστή φιλόσοφου)
Παύλος Γ. Φωτίου
Δεν διαφωνώ με αυτά που λέει ο κ Φωτίου εκτός από τα τελευταία που ως ακαδημαϊκός έχω στο παρελθόν συγκροτήσει συγκεκριμένες θέσεις σε εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες σελίδες δημοσιευμένων κειμένων που ο καθείς θα μπορούσε να δει. Αμέσως μετά παραθέτω επιφυλλίδα που έγραψα τότε για να στηρίξω τον Κονδύλη στην επίμαχη άνιση ανάπτυξη μεταξύ ενός εκτιμώ απόλυτα λανθασμένου δημοσιογράφου και ενός μεγάλου στοχαστή. Ο Κονδύλης, στο επίμετρο της Θεωρίας του Πολέμου, λέγοντας αυτό που λέμε όλοι οι αναλυτές της στρατηγικής, βασικά, τόνιζε τον παράγοντα της ισορροπίας και το γεγονός ότι η ανισορροπία και η άνιση ανάπτυξη οδηγούν σε αστάθεια. Σε προσωπική συνομιλία μαζί του μου είπε ότι αν και αυτό λέει στο κείμενό του θα μπορούσε, ιδιαίτερα στις δημόσιες αντεκδικήσεις, να το κάνει αυτό πιο ξεκάθαρο. Στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/103DeterrenceStrategy.htm κανείς μπορεί να δει και άλλες παρεμβάσεις για το ίδιο βασικά ζήτημα, κυρίως στο περιοδικό Πτήση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα, τι γίνεται με την στρατηγική σχέση με την Τουρκία και τον σαφή πλέον τρόπο που η χώρα αυτή απειλεί το εθνικό συμφέρον επιβίωσης της Ελλάδας (δικαιώνοντας πλήρως ο Κονδύλης αλλά και όσοι το είπαμε προγενέστερα) προετοιμάζεται μονογραφική παρέμβαση όπου θα τεθούν όλα. Το κείμενο στο Βήμα που αν και «κουρεμένο» ως προς τον αριθμό λέξεων, τελικά το δημοσίευσαν.
Η τουρκική απειλή και η «εθνική στρατηγική»
Π. ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Το ΒΗΜΑ, 15/02/1998 , Σελ.: B10 Κωδικός άρθρου: B12468B102, ID: 64929
Η έκδοση του βιβλίου «Θεωρία του Πολέμου» του Παναγιώτη Κονδύλη θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για μια σοβαρή συζήτηση των κεντρικών ζητημάτων της εθνικής στρατηγικής της Ελλάδας: μορφή και χαρακτήρας της τουρκικής απειλής, συσχετισμός ισχύος μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας, η θέση αμφοτέρων των χωρών στο πλέγμα των διακρατικών σχέσεων της περιφέρειάς μας, προβολή των γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών συσχετισμών στο ορατό μέλλον και η ανάπτυξη μιας εύρωστης ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής. Στις γραμμές που ακολουθούν και με αφορμή ορισμένες αναφορές τού Π.Κ. θα αναφερθώ σε δύο ζητήματα. Πρώτον, στις κοινές ρίζες του νεοφιλελεύθερου και του μαρξιστικού διεθνισμού, γεγονός που πιθανώς ερμηνεύει ορισμένες διαπαραταξικές συγκλίσεις στο ελληνικό πολιτικό πεδίο την τρέχουσα δεκαετία• και, δεύτερον, σε ορισμένες πτυχές για τη φύση και τον ρόλο του πολέμου στις σύγχρονες διακρατικές σχέσεις.
«Ο ουσιώδης κοινός παρονομαστής του αρχικού μαρξισμού και του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού» παρατηρεί ο Π.Κ. (σελ. 15) «έγκειται στη βεβαιότητα κατάργησης των πολέμων μέσω της απορρόφησης του πολιτικού στοιχείου από το οικονομικό». Οπως είναι γνωστό, αυτή η κοινή προσδοκία των δύο ιδεολογικών
Π. Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
(συνεχίζεται)
Δεύτερο μέρος
ΑπάντησηΔιαγραφήρευμάτων, με πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις διεθνιστικών θέσεων και απόψεων, οδηγεί στη θέση ότι η εξάλειψη των εθνικών διαφορών είναι η άλλη προϋπόθεση τερματισμού των πολεμικών συγκρούσεων. Στον βαθμό που οι ιστορικοί παράγοντες και οι πνευματικές αξίες ιεραρχούνται με οικονομιστικά κριτήρια, οι ρίζες τόσο της μαρξιστικής όσο και της νεοφιλελεύθερης εσχατολογίας είναι ουσιαστικά κοινές.
Οπως εύστοχα έγραψε ο Edward Η. Carr, «ο διεθνισμός / κοσμοπολιτισμός κάθε απόχρωσης αποτελούσε πάντοτε το ιδεολογικό εργαλείο προώθησης των δυνάμεων που βρίσκονται σε ισχυρή θέση». Στο πλαίσιο αυτής της θεμελιώδους και ιστορικά θεμελιωμένης παρατήρησης, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, είτε αναφερόμαστε στον μαρξιστικό διεθνισμό είτε στον νεοφιλελεύθερο διεθνισμό, στη σύγχρονη διεθνή πολιτική εκδηλώνονται διεθνισμοί δύο μορφών. Πρώτον, ο διεθνισμός των ηγετών (και μερικών στρατευμένων διανοουμένων) των εκάστοτε ηγεμονικών χωρών (ο οποίος ευνοεί τα συμφέροντα διείσδυσης των χωρών τους)• δεύτερον, οι εισαγόμενες διεθνιστικές ιδεολογίες ποικίλων αποχρώσεων στις μικρές χώρες, οι οποίες υποστηρίζουν την εξάλειψη ή αποδυνάμωση του κράτους έθνους και της κρατικής κυριαρχίας. Δηλαδή το ίδιο ακριβώς διεθνιστικό επιχείρημα έχει συγκεκριμένη έννοια (και διαφορετικές επιπτώσεις) όταν προβάλλεται από την πλευρά ενός ισχυρού κράτους (π.χ. των ΗΠΑ ή της τέως ΕΣΣΔ) και άλλη όταν ¬ συχνότατα λόγω αφελείας ¬ προβάλλεται από την πλευρά ενός μικρού και αδύναμου κράτους. Εφόσον δεν υπάρχει δημοκρατική και κοινώς αποδεκτή διεθνής εξουσία πέραν και υπεράνω του κράτους έθνους, τέτοιες ιδέες, αν κυριαρχήσουν στα μικρότερα κράτη, αναπόφευκτα, καθιστούν τους φορείς τους νεροκουβαλητές των συμφερόντων των εκάστοτε ηγεμονικών δυνάμεων.
Συναφής με τα πιο πάνω ζητήματα είναι η θέση του πολέμου και της άσκησης βίας στον διεθνή χώρο, θέμα θεωρητικά απέραντο, γεγονός που καθιστά αδύνατη είτε εξάντλησή του σε λίγες γραμμές είτε ανάλυση των θεωρητικών καταδύσεων του Π.Κ. (έργο το οποίο, δικαίως, θεωρήθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα στη διεθνή βιβλιογραφία). Πάντως, ελλείψει χώρου για εκτενή εξέταση του θέματος, είναι ίσως σκόπιμο να τονισθεί ότι η ευρωστία ορισμένων θέσεων του Π.Κ. οι οποίες προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση στην Ελλάδα (και των οποίων η στρατηγική λογική ελάχιστα έγινε αντιληπτή) βρίσκεται ακριβώς στη μεγάλου βαθμού θεωρητική θεμελίωσή τους στο κυρίως μέρος της ανάλυσης, δηλαδή στα θεωρητικά κεφάλαια του βιβλίου. Στο πρώτο κεφάλαιο, π.χ., αναλύεται εκτενώς η σχέση «πολέμου» και «πολιτικής» για να τονισθεί η συνάφειά τους με την «κοινωνική κατάσταση» τόσο εντός όσο και μεταξύ των κρατών.
Ο πόλεμος, στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί παρά να εκτιμηθεί ως μέρος του πλέγματος της «πολιτικής επικοινωνίας» μεταξύ των κρατών, «ως σύγκρουση μεγάλων συμφερόντων η οποία λύνεται
Π. Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
(συνεχίζεται)
τρίτο μέρος
ΑπάντησηΔιαγραφήαιματηρά, και μόνον ως προς τούτο διαφέρει από τις άλλες συγκρούσεις». Στο ίδιο πλαίσιο, το δίλημμα άμυνα / επίθεση (στο οποίο θα μπορούσε να ενταχθεί και η προβληματική του «πρώτου κτυπήματος» που, ίσως φυσιολογικά, τρομάζει τους μη εξοικειωμένους με τη στρατηγική ανάλυση και τους προσανατολισμούς των επιτελείων όλων των στρατών) εμπερικλείει ζητήματα που «υπαγορεύονται από λόγους, εν τέλει πολιτικούς».
Σε μια εποχή που εκτοξεύονται κατά της χώρας μας «casus belli» (δηλαδή, ουσιαστικά, απειλές «πρώτου κτυπήματος» στην περίπτωση που ασκήσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα), αριθμητικά ίσως όσα ποτέ άλλοτε στην ιστορία των διακρατικών σχέσεων, ο στρατηγικός προβληματισμός της επιστημονικής εμβέλειας του Π.Κ. καθίσταται επίκαιρος και κρίσιμος για την «εθνική στρατηγική». «Εθνική στρατηγική» βεβαίως είναι μια έννοια η οποία, ενώ συχνά αναφέρεται στον ελληνικό πολιτικό διάλογο, τα θεμελιώδη διλήμματα και προβλήματα που εμπερικλείει ελάχιστα έχουν κατανοηθεί.
Π. Ήφαιστος info@ifestosedu.gr
Από Π. Ήφαισχτος www.ifestosedu.gr
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσέξτε τι λέει για του Κούρδους και ποιος το λέει. Προσέξτε επίσης με τι ασχολούνται οι άλλοι σε σχέση με τις στρατηγικές ανασυντάξεις στην περιοχή μας όταν εμείς αναλωνόμαστε με την τρόικα και με νομικίστικές ασυναρτησίες
Summary of Remarks at the BESA Center Conference on
"Israeli Security in a New Regional Environment"
"As steep as the price for hitting Iran may be, a military strike on Iran will be less painful than the cost of living with an Iranian nuclear weapons threat," argues former Mossad head Maj. Gen. (res.) Danny Yatom. "The backlash from a strike on Iran's nuclear sites will not be as bad for Israel as will an Iran armed with nuclear weapons," he says. "I don't think that those predicting apocalyptic repercussions of a strike on Tehran are correct, and even if they are, Israel can't afford to wonder if Tehran will go crazy and bomb us."
Yatom made these remarks yesterday (November 23, 2011) at a BESA Center conference on Israel's new strategic environment, which focused on the so-called "Arab Spring" and its implications. Speaking alongside him was the Prime Minister's former National Security Advisor Maj. Gen. (res.) Uzi Dayan.
Yatom's position is diametrically opposed to that of former Mossad head Meir Dagan, who sparked significant controversy earlier this year by stating that an attack on Iran would be a foolish move that would lead to a war with an unknown outcome.
It is impossible to stake the nation's security on predictions by those who claim a nuclear Iran can be deterred and that the Iranian regime would not launch a nuclear attack, Yatom added. He acknowledged that rocket attacks would likely ensue from Lebanon and Gaza following a Western or Israeli strike against Iran, but added that Israel's response would be "so painful and crushing that rockets will come to an end. Civilian facilities and infrastructure in Lebanon and Gaza will have to be hit. Innocent civilians could be hurt. But we will have to deliver a crushing blow so that the barrage of rockets against us will not continue."
The world does not have much time left to act on Iran, the former Mossad head warned, adding that "there is an evaluation that they have crossed the red line. They have the knowledge to make the bomb. All that is needed now (συνεχίζεται)
συνέχεια
ΑπάντησηΔιαγραφήis the decision to do it.... The world has a year in which to halt the Iranian nuclear weapons program, probably less."
Yatom also doubted that sanctions or covert operations could stop the Iranians. "We have only two options: to let Iran get the bomb, or to use military force against their military nuclear program. I think that force will have to be used. But I don't think Israel should lead. This is, after all, a global problem.... Nevertheless, should the world stand on the sidelines, Israel will be fully entitled to use its natural right to self-defense. To us, the Iranian nuclear weapons program is an existential threat."
Maj. Gen. (res.) Uzi Dayan, former head of IDF military intelligence and national security advisor to past Prime Minister Ariel Sharon, agreed with Yatom that Iran's nuclear weapons program must be halted, but felt that sanctions which embargoed Iranian oil and gas and which outlawed transactions with the Iranian National Bank could dissuade the Iranians from proceeding. "While not an existential threat, Tehran's nuclear program is an unacceptable threat," he said.
Relating to the turmoil in the Arab world, Dayan said that the upheavals in Tunisia, Libya, Egypt, Syria, Bahrain and elsewhere "prove once again that the Arab-Israeli conflict is not the central problem in this region.
"The implications for Israel of this unrest are manifold," he said. "At a time of such uncertainty, Israel must preserve and secure its strategic assets. This is not the time for Israel to be taking territorial or other risks, since we don't know what is ahead. Israel must maintain defensible borders, with strategic depth, the ability to defend ourselves against attack, and in the Palestinian context – full demilitarization of areas under their control. Israel must guard against the possible emergence of three hostile Palestinian states – in Jordan, the West Bank and Gaza," he said.
Dayan also called upon Israel to take the diplomatic initiative and advocate for Kurdish independence. "There are some 30 million Kurds in a clearly-defined region spread across four countries. They deserve statehood no less than the Palestinians," he declared.
Prof. Gabi Ben-Dor of Haifa University, who spoke at the conference about Arab societies, dismissed the notion that a surge of enthusiasm for Western-style democracy lay behind the recent turmoil. "Who says that protests against dictatorship necessarily lead to democracy?" he asked. "Democracy is
συνεχίζεται ...
συνέχεια
ΑπάντησηΔιαγραφήnot what emerged from the revolution against the Tsars of Russia 100 years ago, nor has democracy emerged in many CIS states that threw off the Communist yoke. Thus there is no rational, logical or historical basis for assuming that democracy will result from the revolutions underway today in the Arab world."
Egypt has a decent chance at a long-term march towards democracy, Ben-Dor said, but only if the military maintains a degree of moderating control over the country and prevents the Islamists from exploiting the situation in order to wrest complete power.
Prof. Efraim Karsh of the Middle East Forum and King's College London was more pessimistic. "Islam remains the strongest identity framework in Egyptian society in particular, and in Arab society generally," he said. "The Arab national dictatorships that were layered over this basic Islamic identity for the past 80 years were but a thin veneer of repression. With the fall of these dictatorships, what remains is the core Islamic underpinnings of society, and these will now come to the fore. Consequently, no democratic structures, processes or values are likely to emerge in the Arab world for many generations."
Panelists at the conference disagreed about Western reactions to the Arab upheavals. Prof. Hillel Frisch of the BESA Center argued that one could discern the emergence of a clear American approach to the changes in the region – a policy construct that emphasizes the promotion of democracy while underscoring the containment of the influence of Iran, Russia and China. Prof. Karsh and Prof. Eytan Gilboa disagreed. "America is fumbling for responses, reacting differently in each case, without any obvious grand strategy," Karsh asserted. "Though American responses to each Middle Eastern state can individually make sense, overall strategy seems to be lacking, creating an image of a confused and untrustworthy America," said Gilboa.
BESA's Dr. Jonathan Rynhold argued that at present there are no chances of successfully completing a peace process with the Palestinians. A conflict management strategy or an attempt to reach a partial agreement are the only realistic policy choices in hand, he said.
BESA Center director Prof. Efraim Inbar warned of a deteriorating security
συνεχίζεται ...
situation for Israel. "States like Egypt are already losing control of their own territory, and Israel can expect increased cross-border attacks and terrorism. The Turks may ignite a confrontation over energy in the eastern Mediterranean. Israel should not be cutting its defense budget now. On the contrary, Israel should be investing more in the military and in the defense industries – so that we'll be ready for challenges five years or more down the road."
ΑπάντησηΔιαγραφήΥστερόγραφος