Mετά την ανακοίνωση για την ακύρωση εξοπλιστικών προγραμμάτων, η Τουρκία, σε συνεργασία με την Κίνα, απέκτησε πυραυλικά συστήματα που μπορούν να πλήξουν σχεδόν το σύνολο των ελληνικών νησιών που βρίσκονται κοντά στις ακτές της δυτικής ΤουρκίαςΠαραθέτουμε παρακάτω κείμενο που γράφτηκε στις 18 Απριλίου 2001, κάτω από το πρίσμα της ανακοίνωσης που έβγαλε τότε το τουρκικό ΓΕΕΘΑ και ανακοίνωνε την ακύρωση κάποιων εξολισιτκών προγραμμάτων.
Η ανακοίνωση, που είχε βγει κάτω από το βάρος της τεράστιας οικονομικής κρίσης που αντιμετώπιζε τότε η Τουρκία, έκανε αίσθηση στην Ελλάδα και είχε δημιουργήσει ελπίδες για τη μείωση των εξοπλισμών.
Ακολουθεί το κείμενο.
Αθήνα 18 Απριλίου 2001
Περί Εξοπλισμώντου Σάββα Καλεντερίδη
Γενικά Η Τουρκία, μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, εν αντιθέσει με τις υπόλοιπες χώρες του ΝΑΤΟ, αλλά και όλες τις χώρες που ανήκαν στο πρώην Σύμφωνο της Βαρσοβίας, μετά από την υιοθέτηση ενός μεγαλεπήβολου ‘
Εθνικού Σχεδίου Στρατηγικών Στόχων’ τις αρχές της δεκαετίας του 1990, προχώρησε στην αύξηση των εξοπλιστικών της δαπανών, πετυχαίνοντας τον...
εκσυγχρονισμό των ενόπλων της δυνάμεων και την ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Είναι γνωστές οι επιτυχίες της Τουρκίας στον τομέα της αεροναυπηγικής με την κατασκευή των αεροσκαφών F 16 στις δικές της εγκαταστάσεις, στον τομέα της ναυπήγησης πολεμικών, με την κατασκευή φρεγατών υποβρυχίων και άλλων πολεμικών πλοίων, στον τομέα της δορυφορικής τεχνολογίας, καθώς και στον τομέα της κατασκευής άλλων οπλικών συστημάτων, των οποίων η αξία ανέρχεται ετησίως περίπου στο ένα δισεκατομμύριο δολάρια.
Τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Τουρκία υιοθέτησε το νέο ‘Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικών Στόχων’, το οποίο προέβλεπε την αναγωγή των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων σε ένα από τους πέντε μεγαλύτερους και πιο σύγχρονους στρατούς στον κόσμο, αλλά και της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας σε μία από τις δέκα μεγαλύτερες βιομηχανίες του κόσμου, με εξαγωγικούς προσανατολισμούς, κυρίως σε μια σειρά από χώρες που κατατάσσονται στον τουρκογενή και τον ισλαμικό χώρο.
Μέσα στα πλαίσια αυτού του εικοσαετούς προγράμματος, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις συνέταξαν ένα ‘Πρόγραμμα Εκσυγχρονισμού των ΤΕΔ’ ύψους 150 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο και άρχισαν να περιφέρουν στις χώρες που εμπορεύονται οπλικά συστήματα, με σκοπό
• Την εξασφάλιση διεθνούς πολιτικής στήριξης για τους εθνικούς στρατηγικούς στόχους που τέθηκαν στο ‘Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικών Στόχων’ και
• Την παραχώρηση στην τουρκική αμυντική βιομηχανία υψηλής τεχνολογία που είναι απαραίτητη για την κατασκευή σύγχρονων οπλικών συστημάτων.
Η Πολιτική της Απειλής Χρήσης Βίας στις Ε – Τ Σχέσεις
Η ισορροπία δυνάμεων που θεωρείται ότι υπήρχε τη δεκαετία του ’70 μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, κυρίως στον αέρα και στη θάλασσα, ανατράπηκε τη δεκαετία του ’80, κυρίως λόγω της έλλειψης κατάλληλων αντανακλαστικών από πλευράς της Ελλάδας, στους πολιτικούς στόχους και στις πολιτικές κινήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Κύπρο κυρίως.
Η ανατροπή αυτή της ισορροπίας των δυνάμεων, έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία να υιοθετήσει ένα δόγμα άσκησης ενός τύπου πολιτικής έναντι της Ελλάδας, ο οποίος είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί σαν ‘Άσκηση Πολιτικής υπό την Απειλή της Χρήσης Βίας’.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής αυτής είναι τα εξής.
• Η Τουρκία επιλέγει προσεκτικά τον πολιτικό στόχο που θέλει να πετύχει.
• Αρχίζει να τον υποστηρίζει με την επίκληση διαφόρων ιστορικών, πολιτικών ή νομικών επιχειρημάτων αν υπάρχουν.
• Κάνει επίδειξη της στρατιωτικής της δύναμης και υπεροπλίας.
• Προκαλεί κρίση και ένταση που έχει σχέση με τον πολιτικό στόχο που έχει θέσει και
• Υποχρεώνει την Ελλάδα να υποχωρήσει, υπό την απειλή της χρήσης βίας.
Η Τουρκία έχει κάνει χρήση της πολιτικής σε πάρα πολλές περιπτώσεις κατά τη δεκαετία του ’80 και του ’90, με κυριότερες
• Τις πολυάριθμες κρίσεις που προκαλούσε κάθε φορά η έξοδος του ‘Χώρα’ ή του ‘Σισμίκ’ για ‘έρευνες’ στο Αιγαίο
• Την κρίση του Φεβρουαρίου του 1987
• Την κρίση του Νοεμβρίου του 1994 (Κύρωση της Συνθήκης για το Θαλάσσιο Δίκαιο)
• Την κρίση των Ίμια τον Ιανουάριο του 1996
• Την κρίση στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1996 με τα γεγονότα που στοίχισαν τη ζωή στους Σολωμού και Ισαάκ
• Την κρίση των S-300
• Την κρίση Οτζαλάν
Από μια απλή θεώρηση των παραπάνω κρίσεων είναι εύκολο να βγάλει κανείς συμπεράσματα, σχετικά με την επιτυχία ή όχι της άσκησης της πολιτικής αυτής από πλευράς της Τουρκίας.
Η Αντίδραση της Ελλάδας τη Δεκαετία του ‘90
Τη δεκαετία του ’90, η Ελλάδα άρχισε να αντιλαμβάνεται και να αισθάνεται το μέγεθος της τουρκικής απειλής και προχώρησε για πρώτη φορά ίσως στη νεώτερη ιστορία της, στην σοβαρή αντιμετώπιση του ζητήματος ‘Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας’ της χώρας.
Μέσα στα πλαίσια της αντιμετώπισης αυτής, η Ελλάδα άρχισε να σχεδιάζει προσεκτικά τους δικούς της εθνικούς στόχους και να τους υποστηρίζει με κατάλληλες κινήσεις στον τομέα της ενίσχυσης της στρατιωτικής και της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας. Έτσι προέκυψαν τα γνωστά ΕΜΠΑΕ, τα οποία έδωσαν τη δυνατότητα στη χώρα μας να αντιμετωπίζει με διαφορετική άνεση τις απειλές της Τουρκίας, όπως αυτές εκφράζονται από τους δικούς της εθνικούς στόχους και επιδιώξεις και από την ‘Άσκηση Πολιτικής υπό την Απειλή της Χρήσης Βίας’.
Η Πολιτική Προσέγγισης Ελλάδας – Τουρκίας
Αυτό το παιχνίδι ‘της ‘γάτας με το ποντίκι’, που έπαιζε η Τουρκία με την Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, άρχισε να μην αποδίδει τα αναμενόμενα και έγινε πλέον φανερό ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς πολύ σοβαρά ρίσκα για την ίδια την Τουρκία.
Το παιχνίδι αυτό κατέστη αναποτελεσματικό για τους εξής κυρίως λόγους:
• Κλείσιμο της ψαλίδας στο ισοζύγιο δυνάμεων Ελλάδας –Τουρκίας
• Επίδειξη πολιτικής αποφασιστικότητας της Ελλάδας
• Αποδυνάμωση της Τουρκίας, κυρίως λόγω του πολυετούς αγώνα εναντίον των Κούρδων
• Ευρωπαϊκής διάστασης στις παραδοσιακές Ε-Τ διαφορές.
Για τους παραπάνω λόγους, η Τουρκία και αυτοί που την στηρίζουν πολιτικά σε αυτό το παιχνίδι που γίνεται επί δεκαετίες στις Ε-Τ σχέσεις και κυρίως πάνω από το Αιγαίο, εξ’ ανάγκης εγκατέλειψαν την ‘Άσκηση Πολιτικής υπό την Απειλή της Χρήσης Βίας’ προχώρησαν στο δόγμα της πολιτικής προσέγγισης Ελλάδας – Τουρκίας και στην επιδίωξη επίτευξης των πολιτικών στόχων μέσα από διαδικασίες όπως είναι:
• Ο διμερής πολιτικός διάλογος
• Τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης
• Η οικονομική ενοποίηση των νησιών του Αιγαίου με τις απέναντι τουρκιές ακτές
• Η οικονομική ενοποίηση της τουρκικής με την ελληνική Θράκη
• Η δημιουργία κλίματος φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ των δυο λαών, μέσα από διαδικασίες ιστορικής και πολιτισμικής αλλοτρίωσης κυρίως του ελληνικού λαού, κλπ
Η πολιτική αυτή, υποστηρίζεται από τουρκικής πλευράς, χωρίς να έχει ανακοινωθεί καμία διάθεση υποχώρησης από τις πάγιες πολιτικές της θέσεις στα θέματα των γνωστών της διεκδικήσεών της στο Αιγαίο, ενώ μπορούμε να πούμε ότι αυτές έχουν αναβαθμισθεί ποιοτικά, αφού όλο και δυνατότερα, αλλά και συχνότερα ακούγονται φωνές από επίσημα χείλη στην Τουρκία για την υποχρέωση της Ελλάδας να αποστρατικοποιήσει τα νησιά του Αιγαίου, ιδιαίτερα τώρα που δεν υφίσταται τουρκική απειλή και ένταση στις Ε-Τ σχέσεις.
Η ‘Αγώνας της Μείωσης των Εξοπλισμών’ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας
Η Τουρκία, παρά το φαινομενικά ήπιο κλίμα στις Ε-Τ σχέσεις, συνέχιζε το μεγαλεπήβολο εξοπλιστικό της πρόγραμμα, των 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στα μέσα του έτους 2000, άρχισαν να παρουσιάζονται τα πρώτα προβλήματα στην χρηματοδότηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων της Τουρκίας.
Η αδυναμία αυτή έγινε πιο εμφανής μετά την οικονομική κρίση της 22ας Νοεμβρίου 2000.
Η αδυναμία υλοποίησης μέρους των εξοπλιστικών προγραμμάτων από πλευράς της Τουρκίας, θεωρείται και ένας από τους κυριότερους λόγους που το εβραϊκό λόμπι που συντόνιζε τις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ, απουσιάζει από το προσκήνιο στην νέα κυβέρνηση Μπους. Για τον ίδιο επίσης λόγο παρατηρείται η εξασθένηση των στρατιωτικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας και μεταξύ Τουρκίας-Ισραήλ το τελευταίο εξάμηνο.
Μετά από την εμφάνιση της κρίσης της 20ης Φεβρουαρίου 2001, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις αναγκάσθηκαν να προβούν σε δημόσια ανακοίνωση την 16η Μαρτίου για τη συμβολή του στρατού στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, με την υλοποίηση προγράμματος εξοικονόμησης πόρων μέσα από περικοπές δαπανών και από την αναθεώρηση του εξοπλιστικού τους προγράμματος.
Μετά από αυτή την ανακοίνωση αυτή του τουρκικού ΓΕΕΘΑ, άρχισαν σποραδικά να δημοσιεύονται άρθρα για την αναθεώρηση διαφόρων εξοπλιστικών προγραμμάτων των ΤΕΔ.
Δύο περίπου ημέρες μετά την επίσκεψη του Έλληνα υπουργού εξωτερικών στην Άγκυρα, όπου συζητήθηκε μεταξύ άλλων και το θέμα της μείωσης των εξοπλιστικών δαπανών της Ελλάδας (ο Έλληνας υπουργός εξωτερικών ανέφερε στους εκπροσώπου τύπου σε δηλώσεις που έκανε στην Άγκυρα, ότι η Ελλάδα αποφάσισε να αναβάλει την προμήθεια του μαχητικού αεροσκάφους Eurofighter), το τουρκικό ΓΕΕΘΑ προέβη σε δεύτερη ανακοίνωση αναβολής 32 εξοπλιστικών προγραμμάτων, που ισοδυναμούν σε μείωση των εξοπλιστικών δαπανών ύψους 19 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η ανακοίνωση δεύτερη ανακοίνωση του τουρκικού ΓΕΕΘΑ έγινε για να διαφυλαχθεί το φιλολαϊκό πρόσωπο του τουρκικού στρατού και να αποφευχθούν αντιδράσεις του λαού εναντίον του στρατού, ο οποίος σημειωτέον είναι ο βασικός υπεύθυνος της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Τουρκία, αλλά και της πρόκλησης της τελευταίας οικονομικής κρίσης.
Πάντως υπάρχουν ενδείξεις ότι η ανακοίνωση του τουρκικού ΓΕΕΘΑ έγινε για να διευκολύνει κάποιες κινήσεις που γίνονται στην Ελλάδα, στο κρίσιμο ζήτημα των εξοπλιστικών δαπανών, που την περίοδο εκείνη (πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου) αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην εξεύρεση επιχειρημάτων που θα δικαιολογούσαν κάποιες αποφάσεις μείωσης των δαπανών για την άμυνα.
Την ύπαρξη κάποιας ενεργού σχέσης μεταξύ των αποφάσεων των δύο χωρών, αποδεικνύει και το από 17 Απριλίου 2001 δημοσίευμα της εφημερίδας Μιλλιέτ που αναφέρεται στην αναβολή προμήθειας από πλευράς των ΤΕΔ των αρμάτων Λέοπαρντ, σε συνδυασμό με αντίστοιχη απόφαση της ελληνικής πλευράς. Το ως άνω δημοσίευμα στηρίζεται σε πηγή του τουρκικού ΓΕΕΘΑ.