(Μια σύντομη ιστορική προσέγγιση του θέματος)
Την κοινή αυτή γιορτή για: «τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος, τους την οικουμένην ακτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας· τους μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας, τους την κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας·…», καθιέρωσε και γιορτάζει η Oρθόδοξη Εκκλησία μας την 30η Ιανουαρίου κάθε χρόνου, από τα μέσα του 11ου αιώνα. 

Από τα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ίσως και παλιότερα, υπήρχε το έθιμο η γιορτή των Τριών Ιεραρχών να θεωρείται και ως γιορτή της ελληνικής παιδείας.  Με βάση το έθιμο αυτό, η Σύγκλητος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πολύ σοφά σκέφτηκε και σωστά θέσπισε να γιορτάζεται από το ακαδημαϊκό έτος 1843/4, η μεγάλη αυτή εκκλησιαστική μας γιορτή και ως γιορτή των Ελληνικών Γραμμάτων[1].  Αργότερα η Ελληνική Πολιτεία αντιλαμβανόμενη τη σπουδαιότητα και τη βαθύτερη σημασία της γιορτής αυτής για ολόκληρο τον Ελληνισμό, δεν παρέλειψε να την αναγνωρίσει και να προβεί σε κατοπινό χρόνο στην επικύρωση της αναγνώρισης αυτής με σχετική νομοθεσία[2].
Αφορμή για την καθιέρωση του συνεορτασμού των Τριών Ιεραρχών – ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη γιορτή του καθενός – υπήρξε μια επικίνδυνη διένεξη, που ταλάνιζε τους Χριστιανούς και η οποία κορυφώθηκε, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042 – 1055).  Αυτή η έντονη αντιπαλότητα, που απειλούσε την ενότητα της βυζαντινής Χριστιανοσύνης, ξεκίνησε από τη σύγκρουση, που ξέσπασε ανάμεσα στους μορφωμένους άνδρες της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι διαφωνούσαν ως προς την αξία του καθενός από τους Τρεις Ιεράρχες. Κατά το Συναξαριστή (για τα Συναξάρια της γιορτής βλ. BHG, αρ.746, χ-746Ζ) τότε: «στάσις γέγονε παρά των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών» για το ποιος από τους τρεις Αγίους ήταν ο σημαντικότερος: «ως συμβαίνειν διαιρεθήναι τα πλήθη, και, τους μεν Ιωαννίτας λέγεσθαι, τους δε Βασιλείτας, Γρηγορίτας δε τους λοιπούς» (Μηναίον, PG 29, CCCXC, A).  Οι Χριστιανοί είχαν χωριστεί σε τρεις διαφορετικές ομάδες.  Ορισμένοι θεωρούσαν τον Ιωάννη το Χρυσόστομο ως τον πιο αξιόλογο από τους Τρεις Ιεράρχες, άλλοι δέχονταν το Μ. Βασίλειο ως το σπουδαιότερο και οι υπόλοιποι τέλος, πίστευαν στην υπεροχή του Γρηγόριου του Θεολόγου.  Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις παρατάξεις, των Ιωαννιτών, των Βασιλιτών και των Γρηγοριτών, που αντιμάχονταν με πάθος η μια την άλλη.
Η πορεία των γεγονότων – λόγω και των έντονων θρησκευτικών συναισθημάτων της εποχής εκείνης – προμηνούσε πιθανότατα δυσάρεστες και καταστροφικές συνέπειες, για τη συνοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά ίσως και για την ίδια την κρατική ενότητα του Βυζαντίου.  Την κρίσιμη αυτή στιγμή, ανέλαβε σωτήριο μεσολαβητικό ρόλο, για να αποτρέψει τα χειρότερα, ο φωτισμένος μητροπολίτης Ευχαΐτων – επαρχίας του Πόντου – Ιωάννης ο Μαυρόπους[3], που καταγόταν από την περιοχή της Παφλαγονίας.  Ο πολυγραφότατος και θεόπνευστος αυτός ιεράρχης, παρακολουθούσε με πόνο ψυχής τις διαδραματιζόμενες δυσάρεστες και επικίνδυνες εξελίξεις.  Ο καθηγητής Κ. Μπόνης παρατηρεί εύστοχα: «… απέβλεπεν (εν. ο Ιωάννης ο Μαυρόπους) εις το να προτυπώση τους Τρεις τούτους Μεγάλους Πατέρας και Οικουμενικούς Διδασκάλους ως τους κατ’  εξοχήν υπερμάχους του Τριαδικού Δόγματος»[4].  H διακαής του επιθυμία να συμφιλιώσει τις τρεις αντιμαχόμενες παρατάξεις των πιστών έγινε πραγματικότητα[5], αφού εργάστηκε προς την κατεύθυνση αυτή με μεθοδικότητα και επιμονή.  Η πρότασή του να συσταθεί κοινή γιορτή και για τους Τρεις Ιεράρχες, έγινε αποδεκτή με λυτρωτική ανακούφιση και ενθουσιασμό από το σύνολο του ορθόδοξου κόσμου της Βασιλεύουσας.
Σύμφωνα με τη διήγηση του Συναξαριστή ο μητροπολίτης Ιωάννης ο Μαυρόπους, πήρε την πρωτοβουλία αυτή, μετά από προτροπή των ίδιων των Τριών Ιεραρχών, τους οποίους είδε και τους τρεις μαζί σε οπτασία.  Αναφέρεται μάλιστα από πολλούς μελετητές της ζωής και του έργου του ότι ο ίδιος συνέγραψε και την ασματική ακολουθία για τη γιορτή τους[6].  Κατά τα έντυπα Μηνιαία ολόκληρη η σχετική ακολουθία: «εμελουργήθη παρά του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου, μητροπολίτου Ευχαΐτων» (έκδ. Απ. Διακονίας…, 1961).  Η Εκκλησία μας, αναγνωρίζοντας την καθοριστική συμβολή του για τη διατήρηση και την ενδυνάμωση της ενότητάς της, δίκαια τον ανακήρυξε Άγιο και τιμά τη μνήμη του στις 5 Οκτωβρίου.
Με τη θεσμοθέτηση της νέας αυτής σημαντικότατης γιορτής της Ορθοδοξίας, έληξε η έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των Χριστιανών, αποφεύχθηκαν πιθανές ανεπιθύμητες καταστάσεις, για τις οποίες έγινε λόγος πιο πάνω και έκτοτε οι τρεις αυτοί Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας θεωρούνται ως ισότιμοι κατά τη χάρη, τη σοφία και την αγιότητα.
Αυτά ήταν τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην καθιέρωση κοινής γιορτής για τους Τρεις Ιεράρχες, τη μνήμη των οποίων τιμά και πανηγυρίζει στις 30 Ιανουαρίου κάθε χρόνου η Εκκλησία μας και σέβεται ιδιαίτερα το ευσεβές πλήρωμα των πιστών της.  Χωρίς καμιά αμφιβολία οι τρεις αυτές μεγαλώνυμες προσωπικότητες του Χριστιανισμού υπήρξαν πραγματικά μεγάλοι ιεράρχες, ένδοξοι θεολόγοι, οικουμενικοί διδάσκαλοι, πρότυπα ποιμεναρχών, εξαίρετοι Πατέρες και κορυφαίες άγιες μορφές της ορθόδοξης πίστης μας.
Η άριστη και αρμονική σύνδεση των δύο γιορτών, των Τριών Ιεραρχών και των Ελληνικών Γραμμάτων, ήταν τόσο πετυχημένη, όσο ήταν και η αρμονική σύζευξη του Χριστιανισμού με την ελληνική μόρφωση, που συνδύαζαν θαυμάσια ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.  Για την αξία και τη σπουδαιότητα του υπέροχου αυτού συνδυασμού των δύο γιορτών έγραφε στον πανηγυρικό του λόγο που εκφώνησε την 30η Ιανουαρίου του 1881 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο αείμνηστος καθηγητής και εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: «Ο νεώτερος Ελληνισμός, ταυτίσας την εορτήν των Γραμμάτων μετά της εορτής των Τριών Ιεραρχών, απέδειξεν οπόσον ευκρινή είχε την συνείδησιν του χαρακτήρος, δι’  ου ηθέλησε να περιβάλη την εθνικήν ημών εκπαίδευσιν» καθότιετόνισε, «παιδεία και πίστις, πίστις και παιδεία υπήρξαν οι δύο πόλοι, περί ους έδει να στρέφεται η πνευματική και ηθική ημών διάπλασις»[7].
Καλύτερη και τελειότερη συναρμογή του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού δε θα μπορούσε να γίνει, χωρίς τις εξέχουσες και θεοφώτιστες φυσιογνωμίες των Τριών Ιεραρχών.  Και τούτο γιατί τα πνευματικά τους αναστήματα κοσμούν και λαμπρύνουν πραγματικά το στερέωμα της Ελληνοχριστιανικής Παιδείας.  Είναι οι αρραγείς κρίκοι, που ενώνουν σ’  ένα θαυμάσιο και απαράμιλλο αρμονικό συνδυασμό την ελληνική μόρφωση και τη γενικότερη φιλοσοφική κατάρτιση, με τη γνήσια και ανόθευτη διδασκαλία και βίωση των ορθόδοξων χριστιανικών αξιών.  Γι’ αυτό, δίκαια η γιορτή των Τριών Ιεραρχών καθιερώθηκε και παραμένει ως η γιορτή των Ελληνικών Γραμμάτων.  Τόσο ο Μ. Βασίλειος όσο και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, δεν ήταν μόνο εξέχοντες Πατέρες και Διδάσκαλοι της Χριστιανοσύνης, αλλά και απαράμιλλα πρότυπα άξιων ποιμένων, σοφών θεολόγων και ιεραρχών της Εκκλησίας μας.  Υπήρξαν πραγματικά, όπως πολύ σωστά γράφει ο εμπνευσμένος υμνωδός: «οι μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας», που με τα νάματα της θεογνωσίας τους πότισαν ολόκληρη την ανθρωπότητα.  Γι’  αυτό και αποτελούν άριστα υποδείγματα αρετής, αγάπης και καθήκοντος προς το Θεό και τον πλησίον.
Αυτά τα υπέροχα πρότυπα βίου και αρετής, αυτούς: «τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος… Βασίλειον τον Μέγαν και τον Θεολόγον Γρηγόριον, συν τω κλεινώ Ιωάννη τω την γλώτταν χρυσορρήμονι…», που μας προβάλλει η Πολιτεία και τιμά για χίλια περίπου χρόνια η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, καλούμαστε όλοι μας, όχι απλώς να τους θυμούμαστε και να τους τιμούμε μια φορά το χρόνο, αλλά να τους έχουμε πάντοτε ως πνευματικούς φάρους και φωτοδότες.  Πρέπει να φωτιζόμαστε από τη Θεία τους Χάρη και να εμπνεόμαστε από τη διδασκαλία και την αρετή τους.  Επιβάλλεται τέλος να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια, όχι μόνο να τους υποδεικνύουμε και να τους προβάλλουμε πάντοτε ως πρότυπα βίου και αρετής στους νέους μας, αλλά και ο καθένας μας προσωπικά να προσπαθεί, όσο μπορεί να τους μιμείται στην καθημερινή του ζωή.  Γι’  αυτό, πρωταρχικό μέλημά μας και βασική επιδίωξή μας πρέπει ν’  αποτελεί η συνεχής προσπάθεια εναρμόνισης της πορείας της ζωής μας προς τη δική τους.  Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή, που θα μπορούσαμε να τους προσφέρουμε.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ


[1]      Μπαλάνου Δ.Σ., Διατί η εορτή των Τριών Ιεραρχών εθεσπίσθη ως εορτή της Παιδείας; Αθήναι 1948.
[2]      Μπρατσιώτη Π., Η εργασία κατά τους Τρεις Ιεράρχας, Αθήναι 1958, σ.5.
[3]      Ευστρατιάδου Σ., Ιωάννης ο Μαυρόπους, μητροπολίτης Ευχαΐτων, Αθήναι 1931.
[4]      Μπόνη Κ., Ο Κανών εις τους Τρεις Ιεράρχας και η δογματική τούτου σημασία, Αθήναι 1967, σ.3.
[5]      Τωμαδάκη Ν.Β., ΘΗΕ, Τ. 7ος, Αθήναι 1965, στ.5.
[6]      Τωμαδάκη Ν.Β., οπ.π., στ.5.
[7]      Μπρατσιώτη Π., οπ.π., σ.5.


* Ο Γεώργιος Σκαλιάς είναι  Φιλόλογος, Διευθυντής Λυκείου Λιβαδιών, Πρώην Πρόεδρος ΟΕΛΜΕΚ.
 
Γιώργος Σκαλιάς