30/9/13

Απαγόρευση πολιτικού κόμματος - Σκέψεις ενός νομικού

τοῦ Νέστορα Νικηφορίδη
Τόσο ἡ τυχόν ἀπαγόρευσις πολιτικοῦ κόμματος λόγῳ ἀντισυνταγματικῶν δραστηριοτήτων του, ὅσον καί ὁ τυχόν περιορισμός αὐτοῦ λόγῳ παρανόμων δραστηριοτήτων τῆς ἡγεσίας του, εἶναι πρωτίστως ζητήματα δημοσίου δικαίου.
Τό ἴδιο ἰσχύει καί ὡς πρός τόν ἔλεγχο διαχειριστικῶν ἀνωμαλιῶν τῶν οἰκονομικῶν πολιτικοῦ κόμματος, καί γιά τήν ἀναζήτηση εὐθυνῶν γιά ἐνδεχόμενες παράνομες χρηματοδοτήσεις ἀλλά καί γιά τυχόν ὑπεξαιρέσεις χρημάτων ἤ ἀλλων περιουσιακῶν του στοιχείων.
Συνεπῶς, ἀνεξαρτήτως εἰδικωτέρων διατάξεων νομοθετικοῦ ἐπιπέδου, ἁρμόδια γιά τήν ἐπίλυση οἱασδήποτε διαφορᾶς σχετικῆς μέ τά προαναφερθέντα θέματα, εἶναι τά Διοικητικά Δικαστήρια.
Τοῦτο, κατ' ἀρχήν, πλήν δηλαδή ρητῆς καί δικαιολογημένης ἀντικειμενικά, ἀπό σοβαρό δημόσιο συμφέρον, ἀντιθέτου διατάξεως νόμου. Ὅπως εἶναι, ἰδίως, οἱ ποινικές διατάξεις σχετικά μέ ἀξιόποινες πράξεις ἀτόμων, πού φθάνουν μέχρι τήν ἐπιβολή τῆς ποινῆς τῆς στερήσεως πολιτικῶν δικαιωμάτων. Ἐν τούτοις, ἡ λῆψις συγκεκριμένων διοικητικῶν μέτρων, ὅπως ἀπαγορεύσεις ἤ περιορισμοί δραστηριότητος πολιτικοῦ κόμματος ἤ τῆς ἡγεσίας του, ἐμπίπτουν στήν δικαιοδοσία τῶν διοικητικῶν δικαστηρίων.
Δέν εἶναι ὅμως δυνατόν νά ἔχῃ τήν πρωτοβουλία λήψεως τέτοιων μέτρων ἡ Ἐκτελεστική ἐξουσία, ἀφοῦ αὐτή ὑπόκειται στήν Κυβέρνηση. Θά ἦταν προδήλως ξένο πρός το δημοκρατικό πολίτευμα, να ἔχῃ ἡ Κυβέρνηση καί τά ὑπ' αὐτήν διοικητικά ὄργανα τήν πρωτοβουλία, ἀπαγορεύσεων ἤ περιορισμών πολιτικοῦ κόμματος. Ἑπομένως, ἀποκλείεται οἱ ἐν λόγῳ διαφορές δημοσίου δικαίου, νά εἶναι ἀκυρωτικές διοικητικές διαφορές, ὑπαγόμενες ὡς τέτοιες στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας.
Ὁμοίως, δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχῃ τήν πρωτοβουλία λήψεως τέτοιων μέτρων ἡ Βουλή. Τοῦτο, ἀφ' ἑνός μέν διότι τό ζήτημα τῆς ἐσωτερικῆς λειτουργίας της δέν ἐξικνεῖται μέχρι τήν ἀπαγόρευση συγκεκριμένου πολιτικοῦ κόμματος ἤ τόν περιορισμό ἤ τίς ἀπαγορεύσεις ἐκλεγμένων βουλευτῶν γιά τόν μόνο λόγο ὅτι ἀνήκουν εἰς συγκεκριμένο  "ἀνεπιθύμητο"  πολιτικό  σχηματισμό, ἀφ' ἑτέρου δέ διότι ἡ Βουλή ὑπάρχει τελοῦσα σέ σχέση ἀμοιβαίας πολιτικῆς ἐμπιστοσύνης πρός τήν Κυβέρνηση,  καί ἄρα θά ἦταν προδήλως ξένο πρός το δημοκρατικό πολίτευμα, νά ἔχῃ ἡ Κυβέρνηση διά τῆς Βουλῆς  ἤ ἡ Βουλή διά τῆς Κυβερνήσεως, τήν πρωτοβουλία καί τήν ἐξουσία λήψεως τέτοιων μέτρων κατά συγκεκριμένου πολιτικοῦ κόμματος  ἤ τῆς ἡγεσίας του.
Ἀκόμη, πρέπει νά ἀποκλεισθῆ, γιά συνταγματικούς λόγους σχετιζόμενους μέ τό δημοκρατικό πολίτευμα, κάθε μορφή χρηστικής καθοδηγήσεως  τῆς Δικαιοσύνης,  τοῦ δικαστικοῦ σώματος καί τοῦ δικαστικοῦ συστήματος, ἀπό τήν Κυβέρνηση, ἀπό τήν λοιπή Ἐκτελεστική ἐξουσία, καί ἀπό τήν πλειοψηφία τῆς Βουλῆς.
 Ὁ δέ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας, ἄν καί ἐγγυητής τρόπον τινά τῆς δημοκρατικῆς λειτουργίας τοῦ πολιτεύματος, δέν πρέπει νά ἔχῃ ἀνάμιξη σέ ἀπόφαση ἀπαγορεύσεως ἤ περιορισμοῦ πολιτικοῦ κόμματος ἤ τῆς ἡγεσίας του. Καί τοῦτο, λόγῳ τῆς διακομματικῆς οὐδετερότητος τήν ὁποία ὀφείλει  νά ἐπιδεικνύῃ στήν κατά τό Σύνταγμα ἐπιτέλεση τῶν καθηκόντων του.
Συνεπῶς, κατά τήν φύση του, τό αἴτημα ἀπαγορεύσεως ἀντισυνταγματικῶς δράσαντος ἤ δρῶντος πολιτικοῦ κόμματος, ἤ ἐλέγχου καί περιορισμοῦ τῆς ἀποδεδειγμένως καί σταθερῶς ἤ ἐπανειλημμένως ἀντισυνταγματικῆς (-ἀντιδημοκρατικῆς) καί παρανόμου δραστηριότητος τῆς ἡγεσίας του ἤ στελεχῶν του, δύναται νά ἀχθῆ ὡς "διοικητική διαφορά οὐσίας"  ἐνώπιον τακτικοῦ Διοικητικοῦ Δικαστηρίου. Ὁμοίως, καί τό αἴτημα διαχειριστικοῦ οἰκονομικοῦ ἐλέγχου ἤ κηρύξεως σέ πτώχευση κόμματος.
Μέ ποῖο ὅμως ἔνδικο βοήθημα καί ἐνώπιον ποίου διοικητικοῦ δικαστηρίου;   Τό προσφορότερο πρός τοῦτο ἔνδικο βοήθημα, δέν εἶναι αὐτό τῆς ἀγωγῆς, ὄχι μόνο διότι αὐτό ἔχει μέχρι σήμερα μόνο χρηματικό ἀντκείμενο στίς διαφορές δημοσίου δικαίου, ἀλλά κυρίως διότι προϋποθέτει ἐνάγοντα καί ἐναγόμενον, καθώς καί κρίση ἐπί οὐσιαστικοῦ ὑποκειμενικοῦ δικαιώματος. Ἐνῶ, οἱ περί ὧν πρόκειται δίκες, ἀφοροῦν εἰς τήν ἀντικειμενική νομίμοτητα καί δή κυρίως τήν συνταγματική νομιμότητα - θέτοντας ὅμως, συγχρόνως, καί πλεῖστα πραγματικά ζητήματα οὐσιαστικής διερευνήσεως.
Συνεπῶς, τό προσφορότερο ἔνδικο βοήθημα εἶναι αὐτό τῆς προσφυγῆς οὐσίας, ὅμοιο πρός τήν ὑπαλληλική προσφυγή πού ἀσκεῖται ἐνώπιον τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας (ἤ τοῦ διοικητικοῦ ἐφετείου ἐπἰ ἐλασσόνων ζητημάτων), καθώς καί πρός τίς προσφυγές ἐνώπιον τῶν τακτικῶν διοικητικῶν δικαστηρίων σέ θέματα οὐσίας.
Ποία ὅμως θά εἶναι ἡ προσβαλλόμενη πρᾶξις καί ποῖος θά θεωρεῖται ὅτι ἔχει σχετικῶς ἔννομο συμφέρον νά τήν προσβάλῃ;  Ἐνώπιον δέ ποίου δικαστηρίου; Ἡ φύσις τῶν πραγμάτων, παρέχει κατά τά οὐσιώδη καί τό δέον γενέσθαι, ὅπως συνήθως:
 Ἔννομο συμφέρον ἔχει κατά κύριο λόγο ὁποιοδήποτε πολιτικό κόμμα ἐκπροσωπούμενο στήν Βουλή, ἤ ἀξιόλογος ἀριθμός ἐκλογέων, ἤ, προκειμένου περί αἰτήσεως πού περιλαμβάνει οἰκονομικό ἔλεγχο σέ κόμμα, ἤ διά τῆς ὁποίας ζητεῖται ἡ κήρυξις τοῦ κόμματος σέ οἰκονομική πτώχευση, οἱαδήποτε ὀργάνωσις τοῦ κόμματος ἤ ἱκανός ἀριθμός μελῶν αὐτοῦ. Προσβαλλομένη δέ πρᾶξις δύναται κάλλιστα νά εἶναι ἡ οἰωνεί διοικητική πρᾶξις ἤ παράλειψις αὐτοῦ τούτου τοῦ κόμματος, εἰς τό ὁποῖο ἀφορᾶ τό αἴτημα, καί εἰς τό ὁποῖο πρέπει νά ὑποβάλλεται τό πρῶτον τοῦτο (τό σχετικό αἴτημα), εἴτε ἀπ' εὐθείας (ἀκόμη καί διά δικαστικοῦ ἐπιμελητοῦ), εἴτε διά τοῦ Προεδρείου τῆς Βουλῆς, εἴτε διά τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας.  
Κατ' αὐτόν τόν τρόπο, φθάνουμε καί εἰς τό ἀρχικῶς δυσεπίλυτο θέμα: Ποῖο πρέπει νά εἶναι τό σχετικῶς ἁρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο. Ὑπό τό παρόν Σύνταγμα,  φυσικός δικαστής γιά τόσο σπουδαῖο θέμα, ἁρμόδιος γιά τήν ἀπαγόρευση κόμματος ἤ τόν περιορισμό δραστηριοτήτων αὐτοῦ ἤ τῆς ἡγεσίας του, πρέπει νά θεωρηθῆ ὅτι εἶναι τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ὡς Ἀνώτατο Διοικητικό Δικαστήριο τῆς χώρας, πού θά δικάζει μέ πλήρη δικαιοδοσία, ἐπικουρούμενο ὅμως ὡς πρός τήν  διερεύνηση τῶν πραγματικῶν ζητημάτων καί ἐφ' ὅσον ὑπάρχει τέτοια ἀνάγκη, ἀπό τά κατά τόπους ἁρμόδια διοικητικά Ἐφετεῖα (πού θα δύναται νά ἐπιλαμβάνονται κατόπιν σχετικῆς πράξεως τοῦ Προέδρου τοῦ ΣτΕ),  ἀλλά  προκειμένου περί οἰκονομικῶν ἐλέγχων καί περί κηρύξεως κόμματος είς οἰκονομική πτώχευση, ἁρμόδιο πρέπει νά θεωρεῖται τό Ἐλεγκτικό Συνέδριο.
Τέλος, ἡ φύσις τῶν πραγμάτων ἐπιβάλλει, ὅταν ὁ Ἄρειος Πάγος διαπιστώσῃ πλείονες ποινικές καταδίκες εἰς βάρος στελεχῶν καί δή ἡγετῶν πολιτικοῦ κόμματος, σχετιζόμενες ἀμέσως μέ τίς δραστηριότητες αύτοῦ, ἐφ' ὅσον ἀπό αὐτές συνάγεται ἀβιάστως ἀντισυνταγματική δραστηριότητα αὐτοῦ, νά διαβιβάζεται ἡ ὑπόθεσις στό ΣτΕ, προκειμένου αὐτό νά κρίνῃ ἀφοῦ καλέσει καί ἀκούσει καί τό κόμμα, καθώς καί περαιτέρω μάρτυρες πού αὐτό τυχόν θά προτείνῃ, ἐπί τοῦ ζητήματος τῆς δικαστικῆς ἀπαγορεύσεως αὐτοῦ.
Τό ζητούμενον δέν εἶναι οὔτε ἡ ἀπαγόρευσις κόμματος ἤ κομμάτων διά τῆς δικαστικῆς ὁδοῦ καί μόνον (ἄλλωστε ἱδρύεται νέον κόμμα, μέ ὅμοια πρόσωπα, εὐχερῶς), οὔτε ἡ παράκαμψις τῆς λαϊκῆς ἐτυμηγορίας, ἀλλά:
Α) Ἡ ἐνδελεχής δικαστική διερεύνησις κομματικῶν δραστηριοτήτων πού κινοῦνται, ἐνίοτε καί διά παραθρησκευτικῶν μεθόδων, σαφῶς πέραν τῶν συνταγματικῶν ὁρίων, καί ἡ λῆψις μέτρων ὑπό τῆς δικαστικῆς ἀρχῆς, ὁριστικῶν ἤ προσωρινῶν, προκειμένου νά τιθασσεύεται ὑπευθύνως καί ἁρμοδίως, καί ἐγκαίρως, ἡ κομματική ἀσυδοσία ἤ ἀτιμωρησία,
Β) Ἡ μετά λόγου γνώσεως, ὑπό τοῦ λαοῦ ἐν τέλει, στίς ἐκλογές, καταδίκη  τῆς ὑποκαταστάσεως τῆς δημοκρατίας ἀπό παραλογισμούς  τῆς κομματοκρατίας, καί
Γ) Ἡ ἀποφυγή θεσπίσεως ἀσύμμετρων  "ἀντιρατσιστικῶν"  διατάξεων πού πλήττουν καίρια τήν ἐλευθερία τοῦ λόγου, ἐκκολάπτοντας  τόν ὁλοκληρωτισμό διά τῆς αὐτολογοκρισίας ("μήπως φανῶ ρατσιστής;" ), ἀλλά καί τόν φασισμό τοῦ "συντρόφου" τῆς διπλανῆς πόρτας ὁ ὁποῖος ὁσονούπω θά σέ ἀκτινογραφεῖ  φιλάρεσκα, σάν νά σέ καταδίδῃ ἤδη: "Μήπως εἶσαι  ρατσιστής, καί δέν τό ξέρεις; Ἐγώ ξέρω!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.