7/12/18

Καρτερώντας το πλήρωμα του χρόνου

του Τάσου Βιδούρη
Μεσάνυχτα. Στιγμή ιερή, που ένας χρόνος ξεψυχάει και χάνεται μέσα στην ατέρμονα άβυσσο του παρελθόντος και ένας νέος προβάλλει φέροντας μαζί του νέες ελπίδες, νέους πόθους, νέα όνειρα.
Την ώρα αυτή, μέσα σε μια ολοσκότεινη κρύα σπηλιά της μακρινής Καισαρείας, ένα σκέλεθρο αργοσαλεύει κι αόρατα, ανάλαφρα, ανεπαίσθητα λαμβάνει σάρκα και οστά και άνθρωπου σχήμα: ο Αη Βασίλης!
Είναι ώρα τώρα που ξύπνησε απ’ το βαθύ τον ύπνο κι ακόμα δεν σάλεψε απ’ τη θέση του. Κάτι ακόμα καρτερεί...
Αλλά περνούν οι ώρες και απορεί γιατί, γιατί ακόμα το χαρμόσυνο μήνυμα του ξυπνήματός του δεν διαλαλείτε απ’ το χαρμόσυνο κτύπημα της καμπάνας, όπως συνέβαινε από αιώνες τώρα.
Μα γιατί, γιατί δεν κτυπούν οι καμπάνες; Έπρεπε να είχαν χτυπήσει...

Του κάκου ακροάζεται ο άγιος. Οι άνεμοι σφυρίζουν μανιασμένοι, οι καταρράχτες τ’ ουρανού εξαπέλυσαν τους κατακλυσμούς των, η φύση όλη αφήνει βαρύ βογγητό, αλλ’ ήχος καμπάνας δεν ακούεται... Τι να συμβαίνει άραγε; Μην ξύπνησε παράωρα; Αλλά πως είναι δυνατόν αυτό, αφού επί αιώνες τώρα δε λάθεψε ούτε στιγμή στο ξύπνημά του;
Να, το σακούλι του περιμένει φορτωμένο με άφθονα δώρα, τα δώρα της παρηγοριάς και της ελπίδας, που βαλσαμώνουν τις πονεμένες καρδιές, ξυπνούν τα κοιμισμένα όνειρα και κάνουν τη ζωή γλυκειά και το δρόμο του ανθρώπου λιγότερο αγκαθερό...
Να το σκληρό ραβδί, ο πιστός και αλάθητος σύντροφος στα μάκρυνα του ταξίδια.
Αλλά γιατί δεν χτυπούν οι καμπάνες; Οι καμπάνες έπρεπε νάχαν χτυπήσει, έπρεπε νάχαν διαλαλήσει το φαιδρό μήνυμα στην οικουμένη όλη... Έξαφνα ο άγιος τινάζεται όρθιος, φορεί την κουκούλα του, ρίχνει στον ώμο την σακούλα με τα δώρα και την ροζώδη ράβδο στη δεξιά πετιέται έξω από το ψυχρό σπήλαιο.
Βαθύ το σκοτάδι ολόγυρα. Οι άνεμοι μαίνονται, οι ουρανοί καίονται από τις αστραπές, ποτάμια κυλάνε στους δρόμους τα νερά.
Ξένος σ’ όλα αυτά, ο άγιος, με βήμα τρεμάμενο αλλά βιαστικό, προχωρεί προς τον μητροπολιτικό της Καισαρείας ναό. Τι σκοτάδι, θεέ μου, βασιλεύει μέσα!...
Μα που είναι, που είναι οι καμπάνες; Που είναι ο Σταυρός, το ακαταμάχητο της νίκης σύμβολο που άλλοτε φεγγοβολούσε στο ψηλό καμπαναριό;
Σπρώχνει τη μαυρισμένη απ’ την πολυκαιρία θύρα της εκκλησιάς και μπαίνει. Μέσα φρίκη και ερημιά... Ούτε εικόνες στο εικονοστάσι, ούτε άγιοι στους τοίχους, ούτε καντήλια αναμμένα, ούτε ο θρόνος που τόσον επάξια είχε άλλοτε λαμπρύνει ο ίδιος... Ούτε ψαλμωδίες κατανυχτικές, ούτε φαιδρές λαμπάδες, ούτε πιστοί, που αιώνες όλους γέμιζαν ευλαβικά την εκκλησιά...
Κατάπληκτος ο άγιος τρέχει στις άλλες εκκλησιές. Παντού η ίδια νέκρα, η ίδια ερημιά.
Παίρνει το δρόμο το μακρύ περνά σαν άνεμος χωριά και πολιτείες, σαν σίφουνας διαβαίνει κάμπους και βουνά. Κι όπου περνά, ερημιά και νέκρα. Παντού οι ναοί του Ύψιστου άδειοι, γυμνοί, βουβοί.
Στις πιο ψηλές κορφές των χιονισμένων βουνών στέκει συχνά και ακροάται. Ψυχή δεν ακούεται! Και τρέχει, τρέχει, όλο τρέχει, πετά σαν αετός...
Φτάνει σ’ ένα ποτάμι, που αντίς για νερό του φαίνεται πως κυλάει αίμα, πλήθος αίμα!... Κι εκεί του φάνηκε πως άκουσε μια μακρινή βοή, βοή δυνατή, βοή πώφτανε ως τον Ουρανό... 
Κι είδε, ω φρίκη! Κι είδε να βγαίνουν από παντού, απ’ το ποτάμι, απ’ τις πλαγιές, απ’ τους ολόγυρα κάμπους, από τα μάκρυνα βουνά κι από τις πιο απόμακρες χαράδρες άπειρο πλήθος φαντασμάτων και να σέρνονται σαν φίδια ολόγυρά του και να ζώνουν τα πόδια του, να τον παρακαλούν ικετευτικά ζητώντας τα πρωτοχρονιάτικα δώρα του.
Κι ήταν η βοή τους σαν βοή μυκωμένου ωκεανού και σαν τάστρα τ' ουρανού τα φαντάσματα που ολούθε πετιόνταν σκελεθρωμένα...
Κι ήσαν μανάδες με μωρά στην αγκαλιά, και παρθένες αγγελικές πρώιμα θερισμένες απ’ το άπονο του χάρου δρεπάνι, κι ήσαν γέροι και γριές με σαραβαλιασμένα κορμιά και παλικάρια μέσα στο άνθος της η-λικίας...
Κι ήσαν ιεροφορεμένοι παπάδες με ξεριζωμένα γένεια και κούφιες τις κόγχες των ματιών...
Κι ήσαν όλοι χλωμοί, με μάτια σαν άβυσσος ανοιχτά, με χείλη γεμάτα παράπονο... Κι όλοι βουτηγμένοι στο αίμα!...
Κι έφτανε η μακάβρια αυτή θεωρία μακριά, πολύ μακριά, ως πέρα στην απόμακρη θάλασσα...
Κι όλοι ζητούσαν κάτι, κι όλοι μιλούσαν μαζί και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήθελε ο πλαϊνός του κι όλοι το ίδιο ήθελαν...
Και στριμώχνονταν όλοι ολόγυρα στον άγιο και τον έσφιγγαν απ’ όλα τα μέρη, σχεδόν τον έπνιγαν.
Τα θολά μάτια του άγιου γέμισαν δάκρυα. Τα χλωμά χείλη του σάλεψαν. Σήκωσε το τρεμάμενο χέρι του για να ευλογήσει το απέραντο εκείνο πλήθος και έξαφνα, ως δια μαγείας όλοι σώπασαν...
Τότε ο άγιος ρώτησε έναν σεβάσμιο παπά, που ξεσχισμένος και βουτηγμένος μέσα σε πέλαγο αίματος ήταν επικεφαλής όλων:
- Ποιος είσαι συ και ποιοι ειν’ όλοι αυτοί;
Κι αποκρίθηκε ο παπάς κι είπε:
- Ήμουν λειτουργός του Γιου του θεού στην πολύκλαυστη Σμύρνη κι όλοι αυτοί, που βλέπεις, στρατιώτες του.
- Και πως, πως βρεθήκατε όλοι έτσι εδώ;
- Δεν έμαθες, πατέρα, το μεγάλο κρίμα που γένηκε;
- Οι νεκροί δεν μαθαίνουν τίποτε στους κρύους τάφους των...
- Αϊ! άκουσε τότε, άγιε μου. Θεϊκή κατάρα ήταν κι ήρθε μήνας δίσεχτος και χρόνος οργισμένος κι έπεσε σίφουνας κακός, το «βδέλυγμα της ερημώσεως» και σκόρπισε το ποίμνιο του Κυρίου και πολλά πρόβατα ξεσχίστηκαν από το ανήμερο θηρίο... το σύμβολο του Γιου του Θεού δίπλωσε τις φτερούγες του κι έπεσε κάτω. Συντρίμμι και στη θέση του υψώθηκε περήφανο και προκλητικό το σύμβολο της Κατάρας και του Χαμού. Ο περιούσιος λαός του Κυρίου δεν πατεί πια τα ιερά χώματα κι όσοι γλίτωσαν από το μαχαίρι και τη φωτιά προσέφυγαν, πτώματα ζωντανά, στη φιλόξενη αγκαλιά της μακρινής Μάνας... Αλλ’ εμείς οι άλλοι, το άπειρο αυτό κοπάδι, μείναμε εδώ και πέσαμε κάτω απ’ το αιμοβόρο του Αγαρηνού μαχαίρι. Και το παράπονο μας είναι μεγάλο, άγιε μου, θεόρατο, γιατί κανείς, κανείς δεν απόμεινε ζωντανός στη ματωμένη χώρα, να μας ανάψει ένα κερί, να ρίξει ένα τρισάγιο, να βρουν ανάπαψη οι ψυχές μες στους ψυχρούς των τάφους...
- Κι οι Χριστιανικοί του κόσμου λαοί τι έκαμαν; Πως δέχτηκαν τέτοιο μεγάλο κρίμα;
- Γεννήματα εχιδνών, άγιε μου, πρώτοι αυτοί βοήθησαν το θηρίο, και τώρα Πιλάτοι κολασμένοι, τρίβουν τα χέρια τους από κρυφή χαρά...
Στο άκουσμα αυτό, το καμπουριασμένο του γέρου κορμί, ανορθώθηκε γίγαντας πανύψηλος, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα πετώντας φλόγες, κοίταξε απειλητικά προς τη δύση, κούνησε ανεξήγητα το κάτασπρο κεφάλι του και γέρνοντας τα βλέμματα προς τον ουρανό βροντοφώνησε:
- Πότε, πότε, Πάτερ Άγιε, θα λάμψη ο ήλιος της Δικαιοσύνης Σου;
Αστραπές πυκνές και μακρές σαν φίδια λαμπερά και βροντές τρανταχτές που σειούσαν τα κοσμοθέμελα, απάντησαν επί πολλή ώρα στο παραπονετικό του άγιου ερώτημα... Τι να μηνούσαν άραγε; Μυστήριο!...
- Και τώρα τι ζητάτε από μένα Φαντάσματα;
- Ένα τρισάγιο για τις ψυχές μας, Πατέρα. Εκεί μέσα στους ανήλιους τάφους μας δεν βρίσκομε ανάπαψη· και ποιος ξέρει πόσα χρόνια και καιροί θα περάσουν ως που ναρθούν να μας ρίχνουν τρισάγιο και να μας ανάβουν ένα κερί…
Στα λόγια αυτά η χλωμή του άγιου μορφή φωτίστηκε από μια μυστηριώδη εσωτερική λάμψη, κατέβασε τη σακούλα με τα δώρα, άπλωσε το χέρι του, έβγαλε από μέσα ένα χρυσοκέντητο πετραχήλι κι έναν αδαμαντοκόλλητο σταυρό, φόρεσε το πετραχήλι και υψώνοντας τον σταυρό αναφώνησε:
- «Άμωμοι εν όδω αλληλούια».
Και παίρνοντας από μέσα απ’ το σακούλι μοσχοβολιστό λιβάνι και φύλλα ξερά βασιλικού τα σκόρπισε πάνω στο απέραντο πλήθος των ψυχών, λέγοντας:
- «Ότι Συ η Ανάστασις, η Ζωή και η Ανάπαυσις των ψυχών των κεκοιμημένων δούλων Σου...»
- «Ανάπαυσον αυτούς εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός...»
- «Και παν πλημμέλημα αυτών εκούσιόν τε και ακούσιον ως αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων θεός συγχώρησον!...»
- «Ότι για του Χριστού την πίστιν την αγίαν και της Πατρίδος την Ελευθερίαν εμαρτύρησαν οι δούλοι Σου ούτοι!... Αλληλούια!»
Τα τελευταία αυτά λόγια του άγιου, η απειράριθμη εκείνη στρατιά των μαρτύρων, γονατιστή επανέλαβε σαν απέραντος αντίλαλος:
- Αλληλούϊα!
Κι αόρατα, ανάλαφρα, ανεπαίσθητα έσβησε το μαγικό δράμα στις πρώτες αχτίνες της αυγής κι ο άγιος υψώνοντας ικετευτικά χέρια προς τον ουρανό και μουρμουρώντας ποιος ξέρει ποια μυστηριώδη παράκληση, ξαναπήρε το δρόμο που τον έφερε πάλι στο ψυχρό του σπήλαιο...
Και από τότε έπαψε πια ο Αϊ Βασίλης να περνά τη θάλασσα και να σκορπά σαν πρώτα τα πλούσια δώρα του στον κόσμο, άλλα κάθε Πρωτοχρονιά, μεσάνυχτα, μέσα στην άγρια των στοιχείων της φύσεως πάλη, παίρνει τον έρημο δρόμο στις όχθες του Ματωμένου Ποταμού και κει σκορπάει τ' ατίμητα δώρα του της παρηγοριάς και της ελπίδος στους απειραρίθμους μάρτυρας της Πίστεως και της Πατρίδος...
Και θα μένει εκεί, φύλακας των ιερών και όσιων της Φυλής, ώσπου νάρθει το πλήρωμα του χρόνου!


(Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίου του Τάσου Βιδούρη «Άπαντα», Τόμος Α’ (Εκδόσεις Ελίκρανον). Στον τόμο αυτό συμπεριλαμβάνονται, εκτός των Ηπειρωτικών διηγημάτων, ποιημάτων και λογοτεχνικών μελετών, και 8 διηγήματα για την Μικρά Ασία. Ο Τάσος Βιδούρης υπηρέτησε ως δάσκαλος σε σχολεία της Μικράς Ασίας, πριν την Μικρασιατική καταστροφή, αγάπησε και παντρεύτηκε Μικρασιάτισα. Μετά την καταστροφή εγκαταστάθηκε στη Πάτρα όπου και πέθανε το 1956. Η καταγωγή του Τάσου Βιδούρη είναι από τη Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.