«Imaj ve Hakikat» - Ένα
αποκαλυπτικό βιβλίο
Χρήστος
Ιακώβου*
Το
βιβλίο έχει μία ιδιαίτερη σημασία διότι σε επίπεδο γεγονοτολογίας αποτελεί μία
μαρτυρία, εκ των έσω, σε σχέση με τους περιορισμούς διενέργειας στρατιωτικού πραξικοπήματος, από
τη κεμαλική στρατιωτική ελίτ, εναντίον της κυβέρνησης Ερντογάν. Σε αναλυτικό
επίπεδο, η ιδιαίτερη σημασία του βιβλίου έγκειται στο ότι αποτυπώνει την
πολιτική κουλτούρα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, έναντι μίας κυβέρνησης, με
την οποία είχε σαφή ιδεολογική διαφορά, καθώς επίσης εξηγεί, από τη μια, πως το
κυπριακό εξελήφθη αρχικώς από τους κεμαλικούς ως το ευνοϊκό πεδίο αντιπαράθεσης
ισχύος με την κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη και, από την άλλη,
πως οι ισλαμιστές εξέλαβαν την ταχεία ώθηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας
ως το δικό τους ευνοϊκό πεδίο δράσης, αφού θα τους εξασφάλιζε εξωτερική στήριξη
στο μεταρρυθμιστικό τους πρόγραμμα. Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση που κάνει
στο ημερολόγιο ο ναύαρχος Ορνέκ σχετικά με την υψηλή ιεράρχηση της ένταξης της
Τουρκίας στην ΕΕ, που έκανε η κυβέρνηση Ερντογάν: «Προσπαθούν να κερδίσουν
νομικά ερείσματα για να προωθήσουν τους στόχους τους. Εάν ενταχθούμε στην ΕΕ,
θα αρθούν όλοι οι περιορισμοί στην έκφραση της δημόσιας σκέψης με αποτέλεσμα να
εγκλωβίσουν το στρατό. Έστω και να προφασιστούν ότι γινόμαστε μέλος της ΕΕ,
αυτό από μόνο του είναι αρκετό να παραλύσει τις ένοπλες δυνάμεις.» (σελ
102).
Μέσα
από το ημερολόγιο εξιστορείται λεπτομερώς το πως η ανωτάτη στρατιωτική ηγεσία,
από τα τέλη του 2003 μέχρι τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2004, επεξεργάστηκε
σχέδιο πραξικοπήματος για την ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν.
Ο
Ορνέκ υποστηρίζει ότι η προοπτική διενέργειας στρατιωτικού πραξικοπήματος
ματαιώθηκε για δύο λόγους: πρώτον, τα σχέδιο απορρίφθηκε από τον τότε αρχηγό
των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, Χιλμί Οζκιόκ, και δεύτερον, το ενδεχόμενο
αποτυχίας του πραξικοπήματος μείωσε σημαντικά τον ενθουσιασμό ανάμεσα στο
σύνολο των αξιωματικών του στρατού.
Σύμφωνα με τον Ορνέκ, η
προσπάθεια τότε της Κυβέρνησης Ερντογάν να προωθήσει την ενταξιακή πορεία της
χώρας συνέπεσε με την πρωτοβουλία του ΟΗΕ (Σχέδιο Ανάν) για λύση στο Κυπριακό,
με αποτέλεσμα το θέμα αυτό να έρθει στο επίκεντρο της τουρκικής επικαιρότητας.
Επειδή, σύμφωνα πάντα με τον Ορνέκ, τα περισσότερα ΜΜΕ δημιούργησαν μία
περιρρέουσα ατμόσφαιρα που συνηγορούσε στην άποψη να κλείσουμε το κυπριακό για
να τελειώνουμε, κτυπώντας συνεχώς το Ντενκτάς, μπορούσε αυτό το σημαντικό θέμα
για την τουρκική εξωτερική πολιτική να μετατραπεί σε θέμα μείζονος εθνικής
αντίστασης για τις ένοπλες δυνάμεις και πεδίο απαξίωσης της
κυβέρνησης. Κατ’ επέκταση η υιοθέτηση σκληρής γραμμής θα μπορούσε να φθείρει
τον Ερντογάν (σελ. 159). Με αυτό τον τρόπο, το Κυπριακό μετετράπη σε αρένα μίας
καθοριστικής αντιπαράθεσης ισχύος των ίδιο ιδεολογικοπολιτικών ομάδων της
Τουρκίας.
Με
αυτά τα δεδομένα, σύμφωνα με τον Ορνέκ, η ανωτάτη ηγεσία του στρατού στράφηκε
προς την επεξεργασία σεναρίου για «έμμεσο πραξικόπημα», με την κωδική ονομασία
«Σαρικίζ» (Ξανθιά). Με βάση το σχέδιο αυτό, δεν θα ήταν αναγκαίο να βγουν οι
στρατιώτες έξω από τους στρατώνες τους αλλά θα ανάγκαζαν την κυβέρνηση σε
κατάρρευση μέσω της δημιουργίας χαοτικού πολιτικού σκηνικού. Πιο συγκεκριμένα,
θα προκαλούσαν μία συντονισμένη δράση οργανώσεων, των ΜΜΕ και της
γραφειοκρατίας εναντίον της κυβέρνησης την οποία θα ονόμαζαν «αυθόρμητο λαϊκό
ξεσηκωμό». Αφού πρώτα πυροδοτούσαν την ατμόσφαιρα με τα μέσα ενημέρωσης, θα
έβγαζαν τους φοιτητές στο δρόμο σε συνεργασία με τους πρυτάνεις και στη
συνέχεια τα συνδικάτα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία έκρυθμη κατάσταση που
δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί η κυβέρνηση και μοιραία θα κατέρρεε.
Το
σχέδιο αυτό απερρίφθη από το Χιλμί Οζκιόκ, οποίος σε συνάντηση με την υπόλοιπη
ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, την 4η Απριλίου 2004, απέρριψε το
σχέδιο, το οποίο θα ετίθετο σε εφαρμογή με μία ανακοίνωση εναντίον των επιλογών
της κυβέρνησης στο Κυπριακό (σελ 272-273). Πολλά ερωτηματικά προκαλεί η στάση
του Χιλμί Οζκιόκ, η οποία σε σχέση με την αντίδραση των αρχηγών των τουρκικών
ενόπλων δυνάμεων στο παρελθόν, σε παρόμοιες περιπτώσει,ς ήταν άνευ προηγουμένου.
Ο Ορνέκ δεν προχωρεί στο να εξηγήσει τη στάση του προϊσταμένου του. Όμως,
καταγράφει στο ημερολόγιο του ότι στις 17 Φεβρουαρίου 2004, τέσσερις ημέρες
μετά τη συμφωνία στη Νέα Υόρκη, μεταξύ Τ. Παπαδόπουλου και Ρ. Ντενκτάς, για
επανέναρξη των συνομιλιών, επιδιαιτησία και εντός χρονοδιαγράμματος χωριστά
δημοψηφίσματα, ο τότε υπουργός εξωτερικών Αμντουλλάχ Γκιουλ είχε επαφή με τον
Οζκιόκ, όπου τον ενημέρωσε πλήρως και του εξήγησε την αναγκαιότητα αποδοχής της
διαδικασίας. Τι ήταν αυτό που μάλλον έπεισε τον Οζκιόκ να μη θεωρήσει ότι η
κυβέρνηση «ξεπουλούσε» την Κύπρο;
Η
απάντηση έρχεται μέσα από το ημερολόγιο του Ορνέκ, στις σελίδες 303-304. Στις 8
Νοεμβρίου 2004, σχεδόν επτά μήνες μετά τα δημοψηφίσματα, σε μία συνάντηση του
Ορνέκ με τον τότε βοηθό υφυπουργό της Τουρκίας, Μπακί Ιλκίν, ο οποίος
χειριζόταν το Κυπριακό, ο δεύτερος είπε: «Αν λάβουμε υπόψη τα θέματα που
περιελάμβανε το Σχέδιο Ανάν, ήταν αδύνατο να τα δεχόταν η ελληνοκυπριακή
διοίκηση. Δεν θα μπορούσαν να αποδεχθούν την ίδρυση ενός νέου κράτους ούτε την
καθυστέρηση στην επιστροφή των περιουσιών. Εμείς το αντιληφθήκαμε εγκαίρως αυτό
και πήραμε το ρίσκο. Το ρίσκο που πήραμε δεν ήταν μεγάλο. Κάναμε τους
σχεδιασμούς μας λαμβάνοντας υπόψη ότι εμείς θα λέγαμε «ναι» και αυτοί «όχι».
Συμπερασμαστικώς, η
ελληνική πλευρά μπήκε σε ένα στημένο παιγνίδι όπου θα έβγαινε ηττημένη,
εξαιτίας της απουσίας στρατηγικής, η οποία γεννά το μειονέκτημα αδυναμίας ορθής
διάγνωσης της τουρκικής στοχοθεσίας. Όπως συμπεραίνεται από τα λεγόμενα του
Μπακί Ιλκίν, η Τουρκία είχε ξεκάθαρη προθετική δράση μπαίνοντας στη διαδικασία
που οδήγησε στα δημοψηφίσματα. Ποια ήταν, όμως, η προθετική δράση της ελληνικής
πλευράς όταν απεδέχετο τη διαδικασία της Νέας Υόρκης; Προσωπικά πιστεύω ότι
μέρος της ηγεσίας ήταν αποφασισμένη να δεχθεί το τελικό προϊόν της
επιδιαιτησίας, ως μία μοναδική ευκαιρία για λύση στο Κυπριακό. Από την άλλη, ο
Τάσσος Παπαδόπουλος μπήκε απρόθυμα σε μία διαδικασία, γιατί πήγε στη Νέα Υόρκη
έχοντας μόνο μία επιλογή, η οποία ξεκινούσε από το δεδομένο ότι ο Ντενκτάς θα απέρριπτε
τη διαδικασία, με αποτέλεσμα στο τέλος να δεχθεί κάτι το οποίο δεν ανέμενε και
πάνω απ’ όλα δεν επιθυμούσε. Συνεπώς, επεδίωξε να ξεφύγει από τον εγκλωβισμό
λαμβάνοντας νομιμοποίηση μέσα από τη λαϊκή ετυμηγορία, χωρίς να μπορεί να
σηκώσει το βάρος της απόρριψης στη Νέα Υόρκη και χωρίς να μπορεί να προβλέψει
τις αρνητικές συνέπειες από το δημοψήφισμα. Όπως, όμως, σωστά εξάγεται από τα
λεγόμενα του Μπακί Ιλκίν, το «ναι» θα ήταν καταστροφικό για την Ελληνική πλευρά
ενώ το «όχι» ολιγότερο καταστροφικό, αμφότερα, όμως, ευνοϊκά προς την Τουρκία.
Συνεπώς, η ελληνική πλευρά έπρεπε να απορρίψει τη διαδικασία στις 13
Φεβρουαρίου του 2004 στη Νέα Υόρκη. Σε στρατηγικό επίπεδο, με αυτό το κριτήριο
θα πρέπει να κριθούν οι επιλογές της πολιτικής μας ηγεσίας και όχι, όπως
λανθασμένα γίνεται σήμερα, με τις επιλογές στο δημοψήφισμα.
*Διευθυντής
του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Αν απέρριπτε ο (νεοεκλεγμένος) Τάσσος Παπαδόπουλος τη διαδικασία στη Ν. Υόρκη, θα εμφανιζόταν αυτός σαν πρόεδρος "μη - λύσης". Και με την ερμαφρόδιτη στάση τού Χριστόφια θα αφηνόταν να αιωρείται επικοινωνιακά ότι ο λαός μπορεί και να ήθελε μια τέτοια λύση. Άρα το θέμα θα περιοριζόταν στο πώς θα βγάλουν πολιτικά απ' τη μέση τον Παπαδόπουλο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπ' την άλλη, με τον τρόπο τού δημοψηφίσματος, φάγανε στο κεφάλι ένα 76% ΟΧΙ. Και πώς να βγάλεις ένα ολόκληρο λαό απ' τη μέση;