Πέτρος Παπασαραντόπουλος,
Η βία της ΑριστεράςΗ ένσταση στα παραπάνω, έχει ήδη διατυπωθεί. Ο Αλέξης Τσίπρας λέει ότι η βία είναι απάντηση στη βία των μέτρων και της εξουσίας, παρότι την καταδικάζει. Πρόκειται για ένα βαθύτατα αντιδημοκρατικό επιχείρημα. Στις κοινωνίες της νεωτερικότητας, όπως ορθά επισήμανε ο Μαξ Βέμπερ, το κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας. Οι πολίτες μπορούν να εκφράζουν την αντίθεσή τους με ειρηνικές διαδηλώσεις, απεργίες, κινητοποιήσεις και κυρίως με την ψήφο τους. Στο όνομα ποιου σκοπού και ποιας επαναστατικής πρωτοπορίας, μειοψηφίες νομιμοποιούνται να χρησιμοποιούν πολιτική βία;Μια άλλη ένσταση είναι ότι η βία της Αριστεράς «έχει άλλη πολιτική προέλευση και στόχευση, συνεπώς άλλο αξιακό περιεχόμενο».
Παρόμοια επιχειρηματολογία διατυπώθηκε σε ένα, κατά τα άλλα, εξαιρετικό κείμενο των αγαπητών Μάνου Ματσαγγάνη, Δημήτρη Σκάλκου και Γιώργου Σιακαντάρη, όπου υποστηριζόταν ότι «η κοινωνία όμως υποφέρει και από τη σύγχυση της ταύτισης των άκρων. Η βία είναι καταδικαστέα από όπου και αν προέρχεται, πάντοτε. Όμως, ανάμεσα στις αντιδημοκρατικές πρακτικές της Άκρας Αριστεράς και στη δηλητηρίαση των δημοκρατικών θεσμών που υπόσχεται η Άκρα Δεξιά, υπάρχει ποιοτική διαφορά» [1]. Πέραν του ότι το απόσπασμα αυτό μοιάζει τελείως ξένο προς το συνολικό πνεύμα του κειμένου, δεν τεκμηριώνεται καθόλου και προκαλεί εύλογες απορίες.
Αδυνατώ να αντιληφθώ ποια είναι η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις μολότοφ των ακροαριστερών που δολοφόνησαν αθώους εργαζόμενους στη «Μαρφίν» και στα μαχαίρια των ακροδεξιών που δολοφόνησαν μετανάστες. Ποια είναι η ποιοτική διαφορά ή το διαφορετικό αξιακό περιεχόμενο ανάμεσα στους Χρυσαυγίτες που καταστρέφουν πάγκους μικροπωλητών επειδή είναι μετανάστες και στους ακροαριστερούς που εισβάλλουν στα μηχανογραφικά κέντρα των πανεπιστημίων για να ματαιώσουν ψηφοφορίες; Υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στους συνδικαλιστές που επιτέθηκαν στον Γερμανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη και στους ακροδεξιούς που επιχείρησαν να ματαιώσουν θεατρική παράσταση;
Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει καμία διαφορά. Όλοι τους συγκροτούν εξ αδιαιρέτου ένα φαιοκόκκινο μέτωπο αντιδημοκρατίας και αυταρχισμού, που βασίζεται σε ομοειδές αξιακό περιεχόμενο, εκείνο του ολοκληρωτισμού.
Όπως περιγράφει με απόγνωση ο Πέτρος Μαρτινίδης για τα τεκταινόμενα στα ΑΕΙ, «… αποκορύφωμα, ωστόσο, ήταν η συμβολή και συναδέλφων καθηγητών στην παρεμπόδιση της ψηφοφορίας, με τον ανυπέρβλητο ισχυρισμό ότι αυτοί “δεν ασκούν βία”. Απλώς, στέκονται μπρος στις εισόδους των χώρων εκλογής και θα πρέπει να βιαιοπραγήσουν, παραμερίζοντάς τους, εκείνοι που θέλουν να μπουν να ψηφίσουν! Ιδού, λοιπόν, μια κρίσιμη διαφορά των δύο “άκρων”. Οι Χρυσαυγίτες σε δέρνουν κατευθείαν, ενώ στην ΕΑΑΚ ζητούν να τους δώσεις άλλοθι για να σε δείρουν» [2].
Ο Μάνος Ματσαγγάνης έκανε το ακόλουθο σχόλιο στο facebook για την τοποθέτηση αυτή: «Εκτιμώ παρόλα αυτά ότι ο κίνδυνος από την ΧΑ είναι μεγαλύτερος. Πρώτον, επειδή η βία της ακροδεξιάς είναι πιο τυφλή και γενικευμένη (αυτό άλλωστε έδειξε και η εμπειρία των “χρόνων του μολυβιού” των δεκαετιών ’70 και ’80 στην Ιταλία). Δεύτερον, επειδή οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους (π.χ., η αστυνομία) μου φαίνονται πολύ πιο επιρρεπείς στη διάβρωση από την ακροδεξιά, παρά από την ακροαριστερά. Τρίτον, επειδή η βία της ακροδεξιάς εδράζεται σε ένα πολιτισμικό υπόβαθρο, κοινό σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας: “πατρίς-θρησκεία-οικογένεια”, “έθνος ανάδελφο” και όλα τα σχετικά –σε μια κόκκινη γραμμή που συνδέει τη μετεμφυλιακή δεξιά, το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’70 (ΕΛΕ κτλ), το Μακεδονικό, την ΠΟΛΑΝ του Σαμαρά, τον Χριστόδουλο κτλ».
Οι διαπιστώσεις αυτές ενδεχομένως να είναι ορθές, παρότι διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις. Για παράδειγμα, στα πανεπιστήμια –βασικό μοχλό οποιασδήποτε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας– ισχύει η διαπίστωση ότι «η βία της ακροδεξιάς είναι πιο τυφλή»; Στα συνδικάτα; Στις διαδηλώσεις; Στην τοπική αυτοδιοίκηση; Οι θέσεις του ΜΜ δεν απαντούν στο ποια ακριβώς είναι η «ποιοτική διαφορά» ανάμεσα στην ακροδεξιά και την ακροαριστερή βία. Ο βαθμός επικινδυνότητας σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει διαφορετικό «παράδειγμα».
Ο Γιώργος Σιακαντάρης βασίζει την ύπαρξη αυτής της διαφοράς στα ακόλουθα: «Πιστεύω όμως πως δεν υπάρχει τίποτα πιο απεχθές για την ανθρωπότητα από εκείνο το πνεύμα που χωρίζει τους ανθρώπους σε ανώτερους και σε “υπανθρώπους”, είναι ακόμη πιο επικίνδυνο από το δόγμα που χωρίζει τους ανθρώπους σε ταξικά ανώτερους και κατώτερους. Η ένστασή μου για την εξομοίωση των άκρων, αναζητεί τις αρχές της στη Χάνα Άρεντ η οποία θεωρούσε πως οποιαδήποτε εξομοίωση του κακού, μετατρέπει σε κοινοτοπία το απόλυτο κακό, που γι’ αυτήν ήταν ο φασισμός. Η εξομοίωση και η μετατροπή του απόλυτου κακού σε κοινοτοπία, οδηγεί στην αθώωση του φασισμού» [3].
Η άποψη του Γιώργου Σιακαντάρη [4] έχει θεωρητικό βάθος και εδράζεται σε μια ιστορία παθιασμένων θεωρητικών συγκρούσεων στη μεταπολεμική Ευρώπη για τη φύση του κομμουνισμού και τη σχέση του με το ναζισμό. Αναρωτιέμαι εάν, υπό το φως των αποκαλύψεων που δημοσιοποιήθηκαν μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, αυτή η διάκριση μπορεί σήμερα να τεκμηριωθεί με επάρκεια. Οι διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες είχαν εντυπωσιακά όμοια πολιτικά αποτελέσματα.
Εκατομμύρια αθώοι άνθρωποι ετελεύτησαν αδίκως εν στόματι μαχαίρας. Μήπως ο εθνοφυλετισμός και ο μαρξισμός-λενινισμός δεν έχουν και τόσο μεγάλες ιδεολογικές διαφορές; Όταν το ουσιώδες συστατικό στοιχείο του φασισμού είναι η βία και η μηδενική ανοχή στη Διαφορά, πού ακριβώς διαφέρει από τη μαρξιστική ορθοδοξία και τη σταλινική της κωδικοποίηση;
Νομίζω επίσης ότι είναι λανθασμένη η άποψη του ίδιου ότι, «… είναι όμως το ίδιο επιδερμική και ανόητη η άποψη που θεωρεί πως ο κόσμος θα είχε κάνει έστω και ένα βήμα από την προϊστορική εποχή, αν δεν υπήρχε η βία κατά των ισχυρών και οι δημοκρατικές επαναστάσεις» [5]. Πρόκειται για ιστορικό αναχρονισμό, για ανάγνωση του παρελθόντος με τα μάτια του παρόντος. Η βία ήταν αναπόφευκτη για την επιβολή της νεωτερικότητας απέναντι στα προνεωτερικά καθεστώτα (καπιταλισμός και φεουδαρχία με άλλη ορολογία). Εντός της νεωτερικότητας όμως, για όσους υποστηρίζουν το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα και όχι την Επανάσταση, η βία, από όπου και εάν προέρχεται, δεν είναι αποδεκτή. Αξίζει ίσως να συζητήσουμε περισσότερο τα ζητήματα αυτά.
Ο Δημήτρης Σκάλκος, από φιλελεύθερη σκοπιά, σε άλλο κείμενό του [6], κάνει την ακόλουθη επισήμανση που είναι σε αντίθεση με την επίμαχη παράγραφο: «Αυτή η σύμπτωση απόψεων δεν είναι διόλου τυχαία. Αντίθετα, εκφράζει βαθύτερες συγκλίσεις σε επίπεδο αρχών, ιδεών και αντιλήψεων. Αν και δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι θεμελιώδεις διαφορές και οι έντονες αντιπαλότητες ανάμεσα στα πολιτικά άκρα, πρόκειται ωστόσο για “αδελφικό μίσος”, καθώς, σε πάμπολλες περιπτώσεις, έχουν προέλθει από την ίδια ιδεολογική μήτρα».
Πρέπει να επισημάνουμε επίσης ότι, από πολιτική άποψη, ο διαχωρισμός της βίας σε «καλή» όταν προέρχεται από την Αριστερά και σε «κακή» όταν προέρχεται από τη Δεξιά, εθίζει επικίνδυνα τον «κοινό νου» στην ίδια τη βία. Παράλληλα, λειτουργεί ως προθάλαμος κοινωνικής νομιμοποίησης της κουλτούρας της βίας, δεδομένου ότι τα όρια ανάμεσα στα δύο είδη βίας είναι εντελώς δυσδιάκριτα.
Η ανθρωπολογική διάσταση ή ο συριζαυγίτης
Υπάρχει ένα ακόμα σημαντικό επιχείρημα υπέρ της ταύτισης των άκρων. Η ανθρωπολογική διάσταση. Σύμφωνα με μετρήσεις, 16% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ έχουν θετική άποψη για τον ηγέτη της «Χρυσής Αυγής» Νίκο Μιχαλολιάκο [7] και 49% έχουν θετική άποψη για τον ηγέτη των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» Πάνο Καμμένο [8]. Οι ψηφοφόροι του Καμμένου έχουν κατά 38% θετική άποψη για τον Τσίπρα. Το εμπειρικό δεδομένο που εύκολα διαπιστώνει κανείς στον κοινωνικό του περίγυρο, ανθρώπων που ταλαντεύονται ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ, τη «Χρυσή Αυγή» και τους «Ανεξάρτητους Έλληνες», έχει και στατιστική τεκμηρίωση και επαλήθευση. Το ανθρωπολογικό είδος του Συριζαυγίτη είναι υπαρκτό και μετρήσιμο.
Αξίζει να διαβάσει κανείς πρόσφατο κείμενο του Παναγιώτη Δημητρά [9], όπου αποδεικνύεται με συγκεκριμένα στοιχεία σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης ότι οι θέσεις της «Χρυσής Αυγής», υιοθετούνται από ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα, κυρίως «αντιμνημονιακών» πολιτικών στελεχών. Η ακροδεξιά δεξαμενή αρδεύει και άλλους πολιτικούς χώρους [10]. Διατυπώνω ως υπόθεση εργασίας, ότι, στη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να λειτουργήσει και ως προθάλαμος μετάβασης σε εξτρεμιστικούς χώρους, όχι μόνο ακροαριστερούς αλλά και ακροδεξιούς.
Το φαινόμενο αυτό έχει επισημανθεί από πολλούς μελετητές και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε ό,τι αφορά την ανθρωπολογική σύγκλιση ριζοσπαστικής Ακροαριστεράς και Ακροδεξιάς. Λόγω αυτής της ιδεολογικής τους φυσιογνωμίας, τα ακροαριστερά κόμματα είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην Ακροδεξιά, που χρησιμοποιεί παρεμφερή «αντισυστημική» ρητορεία. Σε πολλές περιπτώσεις, «οι ψήφοι στην ακροαριστερά και την ακροδεξιά επικαλύπτονται: Η λέξη “αριστερο-λεπενιστής” επινοήθηκε για να περιγράψει τους Γάλλους κομμουνιστές ψηφοφόρους οι οποίοι προσχώρησαν στην ακροδεξιά» [11].
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο, κάποια ακροαριστερά κόμματα, όπως το γερμανικό Die Linke, επιλέγουν τη λαϊκιστική μετάλλαξη, εγκαταλείποντας θεμελιώδεις αρχές του μαρξιστικού πυρήνα τους. Όπως έχει επισημανθεί, «τα σοσιαλ-λαϊκιστικά κόμματα, δεν είναι πλέον ανοιχτά μαρξιστικά, αφού ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να επεκτείνουν την εκλογική τους αντιπροσώπευση. Είναι λαϊκιστές ως προς την αντιπαράθεση μεταξύ “του ηθικού λαού” και “της διεφθαρμένης ελίτ”… Τα κόμματα αυτά παρουσιάζονται ως η φωνή του λαού, παρά ως η εμπροσθοφυλακή του προλεταριάτου.» [12]
Η κρίσιμη απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ
Στην εύλογη ερώτηση εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται με τη «Χρυσή Αυγή», βάσει των όσων αναπτύχθηκαν παραπάνω, η απάντηση είναι αρνητική. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην πλειοψηφία τού στελεχικού του δυναμικού κόμμα της ριζοσπαστικής Ακροαριστεράς, με μια πολύ δυναμική εξτρεμιστική μειοψηφία. Αντίθετα, η «Χρυσή Αυγή» είναι ένα καθολικά εξτρεμιστικό ακροδεξιό κόμμα.
Η μεγάλη ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ έγκειται στο ότι υιοθέτησε τη βία των εξτρεμιστικών του στοιχείων, προκειμένου να αποκομίσει οφέλη, στα πλαίσια της λαϊκιστικής του μετάλλαξης. Παράλληλα, δημιούργησε το εύφορο έδαφος στους πασοκογενείς λαϊκιστές, που προσχώρησαν στις γραμμές του για να υιοθετήσουν και να υλοποιήσουν την κουλτούρα της βίας και του μίσους.
Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο μεσο-κοινωνικό επίπεδο, στον συνδικαλισμό, όπου οι πράξεις βίας και αυτοδικίας, καταλήψεων και προπηλακισμών, έχουν ξεπεράσει κάθε όριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις συλλήψεις για την επίθεση εναντίον του Γερμανού προξένου, συμπαράσταση έσπευσαν να δηλώσουν η ΑΔΕΔΥ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΚΚΕ, με πανομοιότυπες ανακοινώσεις. Μάλιστα, στην ανακοίνωση της ΑΔΕΔΥ καλείται η κυβέρνηση να παρέμβει, προκειμένου να απελευθερωθούν οι συλληφθέντες «και να σταματήσει η αστήρικτη και απαράδεκτη δρομολόγηση της ποινικοποίησης». Είναι φυσικά ιδιαίτερα θετικό ότι η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Ρένα Δούρου, με αφορμή την επίθεση εναντίον του Γερμανού προξένου, καταδίκασε τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται» . Οι έντονες επικρίσεις που δέχτηκε από στελέχη του πολιτικού της χώρου, καταδεικνύουν την αμφιθυμία του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη βία.
Αυτή η πολιτική επιλογή είναι αδιέξοδη για έναν πολιτικό οργανισμό που είναι στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επιδιώκει να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Εύχομαι και ελπίζω να το αντιληφθούν έγκαιρα οι εχέφρονες αυτού του κόμματος και να συναισθανθούν σε τι περιπέτειες μπαίνει η χώρα με τη γενίκευση της βίας. Χωρίς ένα μέτωπο των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου εναντίον του πολιτικού εξτρεμισμού και της βίας, η χώρα κινδυνεύει να κατολισθήσει σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου. Όπως επισημαίνει ο Ηλίας Κανέλλης, «Αν το πολιτικό σύστημα ήταν ώριμο, ήδη οι πολιτικές δυνάμεις, έστω αυτές που κινούνται εντός συνταγματικού τόξου, θα είχαν συνεννοηθεί και θα είχαν καταδικάσει τη βία. Η πολιτική διαφωνία είναι εξίσου απαραίτητη με την ανάγκη νηφαλιότητας και επιχειρημάτων στον διάλογο. Αλλά, δυστυχώς, πρωτίστως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιδιώκει τον νηφάλιο διάλογο. Επενδύει στην οργή. Ήδη δρέπουμε τους καρπούς της.» [13]
Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προτείνουν «αντιφασιστικό μέτωπο». Έστω ότι δημιουργείται ένα τέτοιο μέτωπο. Ποια θα ήταν η άποψή του για την εισβολή φοιτητών σε μηχανογραφικά κέντρα πανεπιστημίων; Θα θεωρούσε την εισβολή φασιστική, ή θα υποστήριζε ότι η ηλεκτρονική ψηφοφορία είναι «τεχνοφασισμός»; Σε έναν αγώνα βίας ενάντια στη βία, η υπεροχή της κυβέρνησης υπήρξε πάντοτε απόλυτη, μας προειδοποιούσε η Hannah Arendt . Μόνο εάν ο ΣΥΡΙΖΑ διακόψει κάθε σχέση και αποδοκιμάσει ρητά και όχι ρητορικά τη βία, υπάρχουν ελπίδες να μη δούμε τα χειρότερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κόψει το γόρδιο δεσμό με τους υποστηρικτές της βίας, εγκαταλείποντας τις φαντασιώσεις ότι οι «σύντροφοι» αυτοί ανήκουν στην οικογενειακή φωτογραφία της Αριστεράς. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και το πλέον κρίσιμο ζήτημα αυτού του πολιτικού οργανισμού.
Για όσους δε στο ΣΥΡΙΖΑ αισθάνονται ότι είναι αριστεροί, ας τους θυμίσουμε τα λόγια μιας από τις σημαντικότερες διανοήτριες της Αριστεράς, της Hannah Arendt : «Εφόσον ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης πράξης ποτέ δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα, τα μέσα που χρησιμοποιούνται προς επίτευξη πολιτικών στόχων, τις περισσότερες φορές έχουν μεγαλύτερη σημασία για τον μελλοντικό κόσμο, απ’ ό,τι οι επιδιωκόμενοι στόχοι»[14].
* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Thebooks ’ journal, τεύχος 26, Δεκέμβριος 2012. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Πέτρου Παπασαραντόπουλου «Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης», εκδόσεις Επίκεντρο.
[1] Μάνος Ματσαγγάνης, Γιώργος Σιακαντάρης, Δημήτρης Σκάλκος, «Ανοιχτή κοινωνία ή βαρβαρότητα. Τo χρέος των σοσιαλδημοκρατών, φιλελεύθερων και αριστερών δημοκρατών», ΤΑ ΝΕΑ,13 Νοεμβρίου 2012.
[2] Πέτρος Μαρτινίδης, «“Συριζαυγίτες”: Τραμπούκοι με άλλοθι», Καθημερινή, 25 Οκτωβρίου 2012.
[3] Σχόλιο στον «τοίχο» του Γιώργου Σιακαντάρη στο facebook .
[4] Η άποψη αυτή αναπτύσσεται αναλυτικά στο Γιώργος Σιακαντάρης «Ακόμη μια φορά για την ταύτιση των άκρων», Athens Voice,
[5] Στο ίδιο.
[6] Δες Δημήτρης Σκάλκος, «Εθνομπολσεβίκοι», http://e-rooster.gr/05/2012/3124 (ανάκτηση 20 Νοεμβρίου 2012), όπου και η καίρια θεωρητικά επισήμανση ότι «τα τελευταία χρόνια, είναι εντυπωσιακό το αναγεννημένο ενδιαφέρον για το έργο του γερμανού αντι-φιλελεύθερου θεωρητικού Καρλ Σμιτ (1888-1985) το οποίο γνωρίζει άνθηση, πέρα από τους παραδοσιακούς συντηρητικούς χώρους, στους ακαδημαϊκούς κύκλους της μετα-κομμουνιστικής Κίνας».
[7] Δημοσκόπηση VPRC για την εφημερίδα Η Ελλάδα Αύριο, 30 Ιουλίου 2012.
[8] Δημοσκόπηση VPRC για περιοδικό Επίκαιρα, 22 Μαρτίου 2012.
[9] Δες Παναγιώτης Δημητράς, «Στις δεξαμενές της Ακροδεξιάς», Thebooks ’ journal, τεύχος 25, Νοέμβριος 2012, σελ. 36.
[10] Δες Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Το Big Bang της Χρυσής Αυγής», Thebooks ’ journal, τεύχος 23, Σεπτέμβριος 2012, σελ. 12-19.
[11] Luke March, Contemporary Far Left Parties in Europe: From Marxism to the Mainstream?, Bonn/Berlin: Friedrich Ebert Stiftung, 2008.
[12] Luke March and Cas Mudde “What’s Left of the Radical Left? The European Radical Left After 1989: Decline and Mutation”, Comparative European Politics, 2005, 3, (23-49).
[13] Ηλίας Κανέλλης, «Ώστε, βία, λοιπόν...», ΤΑ ΝΕΑ, 16 Νοεμβρίου 2012.
[14]Arendt , όπ. παρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.
- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.