Το ήθος και η ηθική, η Ρωσία ως «γεωπολιτική ανάγκη», η καθοριστική σημασία της εκπαίδευσης για την ανάπτυξη της χώρας, η ανάγκη αναδιάρθρωσης της οικονομίας (η λέξη αυτή αντικατέστησε τον «εκσυγχρονισμό», η οποία βγήκε από τη μόδα), το δημογραφικό, η έμπνευση από ολόκληρη την ιστορία της χώρας και όχι μόνο από τον 20ο αιώνα, η αντίδραση στην απειλή του εθνικισμού, και η σπουδαιότητα της στροφής προς την Ανατολή. Αυτά ήταν τα βασικά θέματα του πρώτου διαγγέλματος του Βλαντίμιρ Πούτιν μετά την επιστροφή του στην προεδρία, με αποδέκτη την Ομοσπονδιακή Συνέλευση.


Την παραμονή της δημοσίευσής του, πηγές του Κρεμλίνου ανέφεραν ότι στο μήνυμα ιδιαίτερη σημασία θα δοθεί στα θέματα εθνικής ασφάλειας. Ο αρχηγός του κράτους, δεν αναφέρθηκε καθόλου σχεδόν στην Αμυνα και την Εξωτερική πολιτική. Η ομιλία όμως, όντως αφορούσε την εθνική ασφάλεια, αλλά από μία διαφορετική σκοπιά, ασυνήθιστη για τη Ρωσία στο παρελθόντος. 

Ο Β.Πούτιν από τις αρχές του 2012 επιχειρεί να περάσει διαρκώς την ίδια ιδέα. Δηλαδή ότι το παγκόσμιο περιβάλλον έχει γίνει εξαιρετικά επικίνδυνο και η κατάσταση θα επιδεινώνεται συνεχώς. Κάτι που επανέλαβε και στο διάγγελμα. Κανείς δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί από τα όσα συμβαίνουν. Η εσωτερική κατάσταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξωτερική, σε μια σχέση αλληλεπίδρασης, η οποία είναι ικανή να δημιουργεί αναταράξεις. Η πολιτική του Κρεμλίνου, τόσο η εξωτερική, όσο και η εσωτερική, έχει ως στόχο να ελαχιστοποιηθούν αυτές οι αναταράξεις, και να μειωθούν οι κίνδυνοι.

Εσωτερική σταθερότητα
 Στη διεθνή σκηνή αυτό εκφράζεται με τις προσπάθειες να προβληθεί αντίσταση στις κινήσεις άλλων μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες κατά τη τη Μόσχα επιτείνουν το χάος και αφαιρούν τα τελευταία στηρίγματα του συστήματος των κανόνων. Βάσει αυτού, έχει διαμορφώσει η Μόσχα και τη θέση της για τη Συριακή κρίση. Οι δυνατότητες όμως για κάτι τέτοιο είναι περιορισμένες και η Ρωσία, παρ’ ότι εξακολουθεί να παραμένει ένας ισχυρός παράγοντας, δεν είναι ωστόσο σε καμιά περίπτωση ο μοναδικός. Γι’ αυτό, στον συνδυασμό «εξωτερική και εσωτερική κατάσταση», ο οποίος καθορίζει την εθνική ασφάλεια, η έμφαση πρέπει να δοθεί σε αυτό που βρίσκεται υπό τον πιο αποτελεσματικό έλεγχο. Και πρόκειται για την εσωτερική σταθερότητα του κράτους και της κοινωνίας, που αποτελεί την εγγύηση της εθνικής ασφάλειας.

Το μήνυμα Πούτιν προσυπογράφει την ολοκλήρωση της μετά ΕΣΣΔ εποχής. «Πρέπει να είμαστε προσηλωμένοι μόνο μπροστά, μόνο στο μέλλον». Το σύνθημα είναι ξεκάθαρο, ενώ αν αναλογιστεί κανείς το «πένθος» για το χαμένο μεγαλείο, το οποίο καθόριζε την πολιτική συνείδηση της εικοσαετίας που ακολούθησε μετά την κατάρρευση, συνιστά μια μεγάλη πρόοδο. Το ίδιο και η διαπίστωση πως «η Ρωσία ξεκίνησε, όχι από το 1917, ούτε καν από το 1991». Πρόκειται για έναν υπαινιγμό στο μόνιμο φαινόμενο των συζητήσεων της μετασοβιετικής εποχής, οι οποίες περιστρέφονταν διαρκώς γύρω από το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Τι είναι καλύτερο; Η Σοβιετική Ένωση, ή αυτό που την αντικατέστησε; Η χιλιετής ρωσική ιστορία την οποία επικαλείται ο Πούτιν, ουσιαστικά δεν ήταν παρούσα στις συζητήσεις αυτές.

Σήμερα η ηγεσία της χώρας ψάχνει το υλικό εκείνο που θα τη βοηθήσει να οικοδομήσει έναν νέο ιστορικό μύθο. Στον οποίο, οι συζητήσεις για τον ρόλο του Στάλιν θα αποτελούν μόνο ένα τμήμα της συνολικής αντίληψης της διαδικασίας εθνικής ανάπτυξης, σε συνδυασμό με άλλα γεγονότα. Τα λόγια του Πούτιν δίνουν την ελπίδα ότι η ρωσική κοινωνία θα αρχίσει να απομακρύνεται από τις στείρες συζητήσεις για τον εικοστό αιώνα, οι οποίες εδώ και καιρό περιστρέφονται γύρω από το ίδιο περιεχόμενο χωρίς καμία πνευματική «προστιθέμενη αξία». Κατανοητή επομένως και η αναφορά στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η δεύτερη του Πούτιν κατά το φετινό έτος: «Οι πρόγονοί μας τον ονόμαζαν Μέγα πόλεμο, αλλά αυτός σβήστηκε άδικα από την ιστορική μνήμη και την ιστορία, ουσιαστικά εξαιτίας πολιτικών σκοπιμοτήτων». Φαίνεται ότι ο σχετικά ευρύς εορτασμός των 200 χρόνων από τον Πατριωτικό πόλεμο του 1812, ήταν ο προάγγελος για τις μεγάλες εκδηλώσεις του 2014, οι οποίες θα είναι αφιερωμένες στα 100 χρόνια από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου.

Πόλεμος στον εθνικισμό
 Η έμφαση που δίνει ο Πούτιν στην αντιμετώπιση του εθνικισμού -κάτι που ήταν εμφανές στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και επαναλήφθηκε στο διάγγελμα- αποδεικνύει ότι το Κρεμλίνο κατανοεί πού ακριβώς βρίσκεται το πιο ευαίσθητο νεύρο του κοινωνικού ιστού, το οποίο αν ερεθιστεί μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνες επιπλοκές. Τα όσα πρέσβευε η σοβιετική ιδεολογία εξανεμίστηκαν και στην περίπτωση αυτή, καθώς ο διεθνισμός και ο καθαρά οικουμενικός χαρακτήρας του κράτους δεν αποτελούν πλέον αξίωμα, και εκείνο που μπορεί να γίνει, είναι η προάσπιση και η διατύπωσή τους με διαφορετικό τρόπο.

Τα λόγια του Πούτιν περί καταδίκης του εθνικισμού και σοβινισμού, καθώς και ότι «δεν θα επιτρέψουμε την εμφάνιση στη Ρωσία κλειστών εθνοτικών θυλάκων που θα διαθέτουν μια άτυπη δικαιοδοσία, θα υφίστανται εκτός του ενιαίου νομικού και πολιτισμικού πεδίου της χώρας, θα αγνοούν τους κοινά αποδεκτούς θεσμούς, νόμους και κανόνες», είναι σαφές σε ποιούς απευθύνονται. Έχουν αποδέκτη τους ρώσους εθνικιστές που σήκωσαν κεφάλι, καθώς και όσους προσπαθούν να δημιουργήσουν εθνικιστικούς συλλόγους στις μεγάλες πόλεις. Ωστόσο, οι σύγχρονες αρχές διαμόρφωσης αυτού του ενιαίου νομικού και πολιτιστικού πεδίου, οι οποίες θα συνυπολογίζουν ταυτόχρονα τη ρωσική ιδιαιτερότητα, είναι ασαφείς.

Η Ρωσία παύει να είναι μια αυτοκρατορία, με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτής της μορφής διακυβέρνησης, αλλά δεν μπορεί να γίνει ένα συνηθισμένο κράτος-έθνος όπως έγιναν οι άλλες αποικιακές δυνάμεις μετά την κατάρρευσή τους, λόγω της πολύπλοκης σύνθεσής της. Το αποτέλεσμα είναι ότι η μελλοντική Ρωσία αντί να αποκτήσει μια νέα ταυτότητα, κινδυνεύει να συνδυάσει τα αρνητικά στοιχεία και των δύο προαναφερόμενων τύπων κρατικής υπόστασης. Δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη κατά πόσο είναι εφικτό ένα μοντέλο, το οποίο -αντίθετα- θα δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν οι θετικές πτυχές του αυτοκρατορικού και εθνικού οικοδομήματος. Για το συγκεκριμένο μοντέλο δεν υπάρχει το ιδανικό πλαίσιο αξιών.

Επιστροφή στην ηθική
 Δεν είναι τυχαίο ότι βασικό μοτίβο του μηνύματος αποτέλεσαν το ήθος και η ηθική. Έννοιες, οι οποίες πολύ σπάνια ακούγονται από τα χείλη ρώσων αξιωματούχων. Οι οποίοι, είναι γεγονός, ότι και στην πράξη δεν καθοδηγούνται από αυτές. Εδώ, υπάρχει ένα ακόμη σημείο όπου παρατηρείται, μια αντίθεση σε σχέση με την τελευταία περίοδο της ΕΣΣΔ, αλλά και μετά από αυτή, εφόσον και οι δυο αυτές αποστασιοποιούνταν -η καθεμιά με τον δικό της τρόπο- από οποιαδήποτε ιδεώδη. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι ρομαντικοί ιδεαλιστές διανοούμενοι της δεκαετίας 1960-1970 οι οποίοι είχαν αναφερθεί στην ανάγκη ήπιων δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων στα πλαίσια του υφιστάμενου καθεστώτος, ξετυλίγοντας το νήμα της Περεστρόικα. Αλλά η ταχεία πολιτική τους εξαφάνιση ενίσχυσε τελικά ακόμη περισσότερο την απόρριψη των αξιών. Στην πολυετή διάρκεια των μεταρρυθμίσεων ο κοινωνικός μετασχηματισμός εκλαμβάνονταν κατά κύριο λόγο από καθαρά οικονομική πλευρά, ο πραγματισμός υπερίσχυε σταθερά έναντι οποιουδήποτε ιδεαλισμού, και το συνεπές μαθηματικό μοντέλο θεωρούταν πιο σημαντικό από ότι το ιδανικό σε αξίες περιεχόμενο. Ακόμη και οι θυελλώδεις συζητήσεις περί «ευρωπαϊκών αξιών» είχαν πολιτική ή και γεωπολιτική διάσταση, αλλά πάντως, όχι ουσιαστική.

Σήμερα, το μήνυμα του Πούτιν δεν είναι το μοναδικό σημάδι της μετατροπής των αξιών σε ιδεολογική αντίληψη, παρά το γεγονός ότι αυτό το ξεχωριστό είδος παράδοσης που βλέπουμε ξεκάθαρα να διαμορφώνεται, δεν δείχνει πως μπορεί να προσφέρει κίνητρο για ανάπτυξη. Γι' αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικές οι φράσεις του Πούτιν, ότι «το ήθος δεν θεσπίζεται με νόμους», και ότι «οι προσπάθειες του κράτους να εισβάλει στη σφαίρα των πεποιθήσεων και απόψεων των πολιτών αποτελεί αναμφίβολα έκφανση ολοκληρωτισμού… για εμάς είναι απολύτως μη αποδεκτό». Τουλάχιστον, υπάρχει κάτι το οποίο μπορούμε να επικαλεστούμε την επόμενη φορά που βουλευτές και αξιωματούχοι, ένθερμοι υπερασπιστές της ηθικής, θα αρχίσουν να την επιβάλλουν δια του νόμου. Η επιστροφή της έννοιας των αξιών στο πολιτικό λεξικό, είναι μια πρόοδος σε σύγκριση με τον σε επίπεδο δόγματος κυνισμό που κυριαρχούσε έως τώρα.

Δημογραφικό και “γεωπολιτική ανάγκη”
 Φυσικά, ο πρόεδρος αναφέρθηκε στο αγαπημένο του θέμα, το δημογραφικό, υπενθυμίζοντας ξανά ότι προκειμένου να επιτύχουμε «πρέπει να είμαστε περισσότεροι και καλύτεροι». Θεωρεί τους ανθρώπινους πόρους ως την αληθινή βάση της κυριαρχίας και ως πιο σημαντικούς από τις υπόλοιπες συνιστώσες.

Ο Πούτιν εισήγαγε και μια νέα έννοια: Τη «Ρωσία ως γεωπολιτική ανάγκη». Η χώρα πρέπει αυτή την ανάγκη «όχι μόνο να τη διατηρήσει, αλλά και να την πολλαπλασιάσει. Πρέπει να είναι αναγκαία για τους γείτονες και τους εταίρους μας. Είναι σημαντικό για εμάς τους ίδιους - και θέλω αυτό να το τονίσω- καθ’ ότι αφορά την οικονομία μας, τον πολιτισμό, την επιστήμη και την παιδεία, τη διπλωματία μας, και ιδιαίτερα την ικανότητά μας να διαμορφώνουμε συλλογικές δράσεις στη διεθνή σκηνή. Και βέβαια, αυτό αφορά σε σημαντικό βαθμό τη στρατιωτική μας ισχύ, η οποία αποτελεί την εγγύηση για την ασφάλεια και την ανεξαρτησία της Ρωσίας». Γεωπολιτική αξία είναι η ικανότητα να διαμορφώνεις διάφορες σχέσεις με διάφορα κέντρα ισχύος του πολυπολικού κόσμου, προσφέροντάς τους αυτό που έχουν ανάγκη. Λόγω της γεωπολιτικής θέσης της Ρωσίας, αυτό είναι δυνατό, παρά το ότι εκτός από δυνατότητες εγκυμονεί και κινδύνους.

«Αν το έθνος μας δεν μπορεί να προφυλάσσεται και να αναπαράγει, αν χάνει τα ιδεώδη του και τους προσανατολισμούς που χρειάζονται στη ζωή, δεν είναι καν αναγκαία μια εχθρική επέμβαση, καθώς αυτό θα διαλυθεί από μόνο του». Αυτή η παλιά άποψη θα μπορούσε να βάλει μία τελεία στην ακατάπαυστη επί 20 χρόνια διαμάχη για τους λόγους της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ. Τα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει να φαίνεται ότι η εκδοχή του «δολοπλόκου εχθρού» ανάγεται σε αξίωμα, αλλά αυτό ίσως τώρα αλλάξει.