25/8/11

Οι προκλήσεις της τουρκικής «διπλωματίας καλής γειτονίας»

του Ignace Leverrier, πρώην διπλωμάτη  στη  Le Monde
«Εξαντλήθηκε η υπομονή της Τουρκίας». Αυτό είναι το μήνυμα που ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έστειλε στον Μπασάρ αλ-Άσαντ κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου στη Δαμασκό, στις 9 Αυγούστου. Μετά την εισβολή των αρμάτων μάχης στη Χάμα στις 31 Ιουλίου, ο ηγέτης του ΑΚΡ ήταν περισσότερο από ενοχλημένος για τη συνεχιζόμενη
καταστολή, κρίνοντας «απαράδεκτο να αρχίσει ο μήνας του Ραμαζανιού με νεκρούς, ενώ «αναμέναμε το συριακό καθεστώς να θέσει μεταρρυθμίσεις άμεσα σε εφαρμογή».  Σε απάντηση, οι Σύριοι το έπαιξαν πάλι θύμα, με την Bouthayna Shaaban, πολιτική και επικοινωνιακή σύμβουλος του αρχηγού του κράτους, να δηλώνει ότι εάν η Τουρκία ήθελε να είναι σκληρή με τη Συρία, η τελευταία θα έδειχνε την ίδια σκληρότητα για την έλλειψη καταδίκης της για τους «φόνους και τα εγκλήματα που διαπράττονται από

ένοπλες τρομοκρατικές ομάδες». Απόδειξη της σημερινής ψυχρότητας των σχέσεων, ο Αχμέτ Νταβούτογλου έγινε δεκτός στη Δαμασκό, όχι από τον ομόλογό του Ουαλίντ αλ-Moallem, αλλά από τον Υφυπουργό Εξωτερικών Φαϊζάλ Μικντάντ. Η συνάντηση αυτή συνοψίζεται σε διάλογο κωφών.

Την άλλη μέρα της επίσκεψης του Νταβούτογλου, ο Τούρκος πρέσβης στη Συρία Ομέρ Ονόν, συνοδευόμενος από αντιπροσωπεία δέκα Τούρκων δημοσιογράφων, πήγε στην Χάμα για να διαπιστώσει την απόσυρση των αρμάτων από την πόλη. Ο Ερντογάν εκτίμησε γρήγορα ότι η εξέλιξη αυτή είχε μεγάλη σημασία και θα απεικόνιζε την αποτελεσματικότητα της τουρκικής δράσης κατά της Δαμασκού. Τα άρματα πήραν πάλι θέση στην πλατεία Ορόντη την επόμενη μέρα, και ο Τούρκος Πρωθυπουργός συζήτησε αμέσως  με τον Αμερικανό Πρόεδρο για την ανάγκη μιας «δημοκρατικής μετάβασης» στη Συρία.
Η Τουρκία φαίνεται να έμεινε από ιδέες για να αποσπάσει από τον Μπασάρ αλ-Άσαντ την παύση της βίας και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Για πέντε μήνες, η Τουρκία περιορίστηκε να αυξάνει σταδιακά το τόνο. Φαίνεται ότι έφτασε η ώρα της αλήθειας γι αυτήν. Ωστόσο, είναι ο Ερντογάν πρόθυμος να διακόψει οριστικά τις σχέσεις του με το «καλό φίλο» Μπασάρ αλ-Άσαντ;

Τεταμένες διμερείς σχέσεις

Η Συρία είναι μια πρώην επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χειραφετήθηκε από την Υψηλή Πύλη στο τέλος του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και τέθηκε αμέσως υπό γαλλικό έλεγχο μέχρι το τέλος του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν την ανεξαρτησία της σημαδεύτηκαν από ισχυρές εντάσεις μεταξύ των δύο, σχετικά νέων, κρατών.
Η παλαιότερη διαφορά, που μέχρι σήμερα δεν έχει επίσημα επιλυθεί, αφορά την επαρχία Χατάι, που βρίσκεται στη βορειοδυτική Συρία και τη νότια Τουρκία. Καλύπτει μια έκταση περίπου 5500 τετ. χλμ. με πληθυσμό 1,3 εκατομμύρια κατοίκους, που ονομαζόταν ακόμη ως Σαντζάκ της Αλεξανδρέττας την εποχή της γαλλικής κατοχής, και αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο θέμα που δηλητηρίαζε για πολλά χρόνια τις σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και Συρίας. Σημαντική περιοχή για τα αποθέματα νερού της, όπου ρέει ο ποταμός Ορόντης, η Χατάι είναι ένα σταυροδρόμι επικοινωνίας, στα μισά του δρόμου μεταξύ της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Ως εντολοδόχος χώρα, η Γαλλία την παραχώρησε στην Τουρκία στις 23 Ιουνίου 1939. Η Άγκυρα στήριζε τα αιτήματά της σε αυτό το έδαφος, στο γεγονός ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού της ήταν Τουρκική - 39% συνολικά και 60% στο σαντζάκ της Αντιόχειας. Με αυτό το «δώρο» κατάφερε η Γαλλία να αγοράσει την τουρκική ουδετερότητα στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, από την ανεξαρτησία της, στις 17 Απριλίου 1946, η Συρία ζήτησε την άμεση αποκατάσταση. Απορρίπτοντας την «γεωπολιτική αδικία» της οποίας ήταν το θύμα, προσέχει πάντα να συμπεριλάβει το Λίβα της Αλεξανδρέττας σε όλους τους χάρτες της Συρίας που τυπώνονται στη Δαμασκό. Η αυξανόμενη στρατηγική σημασία που έλαβε η Χατάι ουσιαστικά δεν επιτρέπει στην  Συρία να τη δει σαν απλή εδαφική απώλεια. Έχοντας γίνει βασικός ενεργειακός άξονας λόγω της γειτνίασης με πολλούς αγωγούς - Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν, Κιρκούκ-Γιουμυρταλίκ, Μπατμάν-Ντορτιόλ, Τσεϊχάν-Κιρίκαλε- έχει επίσης το πλεονέκτημα του ανοίγματος στη Μεσογείου μέσω της Κύπρου, ένα νησί που οι ακτιβιστές του Συριακού Εθνικού Κοινωνικού Κόμματος (SSNP, ΜΑΔ στο Λίβανο) ενσωματώνουν συχνά στην Μεγάλη Συρία.

Μια άλλη πηγή έντασης μεταξύ Δαμασκού και Άγκυρας, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τη πρώτη, αφορά την υποστήριξη που παρέχει η Συρία στις απαιτήσεις για ανεξαρτησία ή αυτονομία των Κούρδων της Τουρκίας ... ελλείψει Κούρδων της Συρίας, πολιτικά και οικονομικά περιθωριοποιημένων, αν δεν τους έχει αφαιρεθεί η ιθαγένειά από την Αραβική Δημοκρατία της Συρίας. 
Αφορά κυρίως ένα κίνημα, το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (ΡΚΚ). 
Εγκατεστημένο στη Συρία στις αρχές του 1980, η οργάνωση αυτή πραγματοποιεί ανταρτικές επιχειρήσεις  στη νοτιοανατολική Τουρκία, μέσω της επίμαχης επαρχίας της Χατάι. Η Τουρκία δεν είχε ποτέ οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με τη συμμετοχή ανωτάτων Συρίων στελεχών σε αυτή την υποστήριξη. Ο Semdin Sakik, επικεφαλής του PKK στην επαρχία της Χατάι και Νο 2 του κινήματος, αναγνώρισε εξάλλου κατά τη σύλληψή του το 1998, ότι πολλές ένοπλες ενέργειες είχαν ενορχηστρωθεί από τη Δαμασκό. Το να φιλοξενήσει το ΡΚΚ και τον ηγέτη του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, παρουσίαζε διπλό συμφέρον για τον Χάφεζ αλ Άσαντ. Το πρώτο ήταν περιφερειακό: του επέτρεπε να διαθέσει μια καταστρεπτική δύναμη και συγχρόνως ένα διαπραγματευτικό χαρτί έναντι της Άγκυρας. Εκτός από το θέμα της Λίβα  της Αλεξανδρέττας, η Συρία ήταν τότε πράγματι ανήσυχη για την κατανομή των υδάτων του Ευφράτη, ο οποίος έβλεπε συνεχώς τη ροή του να μειώνεται στη Συρία εξαιτίας του GAP -ενός μεγάλου αρδευτικού έργου που προέβλεπε την κατασκευή είκοσι φραγμάτων στη νότιο-ανατολική Ανατολία. 
Το δεύτερο ήταν ένα εσωτερικό ζήτημα: Επέτρεψε στη Δαμασκό να ασκήσει μεγαλύτερο έλεγχο επί του δικού της κουρδικού πληθυσμού, πολύ δεμένου με ένα διεθνώς αναγνωρισμένο ηγέτη, αλλά υποταγμένο στους Σύριους ηγέτες. Μόνο μέσα από την απειλή της χρήσης βίας τον Ιανουάριο του 1996, αλλά κυρίως τον Οκτώβριο του 1998, κατάφερε η Άγκυρα την εκδίωξη του Αμπντουλάχ Οτσαλάν από τη Δαμασκό, του οποίου η φυγή έληξε στην Αφρική.

Ένας άλλος παράγοντας που εξηγεί την εμμονή της έντασης στις σχέσεις μεταξύ της Συρίας και της Τουρκίας για δεκαετίες: Οι δεσμοί μεταξύ της Άγκυρας και του Τελ Αβίβ. Πρώτο μουσουλμανικό κράτος να αναγνωρίσει το Ισραήλ το 1950, η Τουρκία κατάφερε  για πολύ καιρό να μη προκαλέσει τον εταίρο της, χωρίς από την άλλη να αναπτύξει υπερβολικές διμερείς σχέσεις. Στις αρχές του 1980, τα πράγματα επιταχύνονται. Το 1981, η Τουρκία αποφεύγει να καταδικάσει την προσάρτηση του Γκολάν. Το Φεβρουάριο του 1996, υπέγραψε με το Ισραήλ, μια στρατιωτική συμφωνία συνεργασίας που επιτρέπει την αμοιβαία χρήση του εναέριου χώρου, όφελος που θα επιτρέψει στο Ισραήλ να βομβαρδίσει το Σεπτέμβριο του 2007τις δήθεν πυρηνικές ερευνητικές εγκαταστάσεις της al-Kibar στη Συρία. Ο πρώην αντιπρόεδρος της Συρίας Abdel Halim Khaddam, σήμερα σε δυσμένεια, θεώρησε τότε αυτήν την στρατιωτική συνεργασία «σαν την μεγαλύτερη απειλή κατά των Αράβων από το 1948».

Βάζοντας τέλος στην ένταση, η σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, το 1998, ανοίγει μια νέα εποχή στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, που υλοποιείται με την υπογραφή των συμφωνιών των Αδάνων. Απόδειξη αυτής της αναθέρμανσης των σχέσεων, ήταν η η συμμετοχή του Τούρκου Πρόεδρου Αχμέτ Νετζντέτ Σεζέρ τον Ιούνιο του 2000, στην κηδεία του Χάφεζ αλ Άσαντ. Εκτοτε οι σχέσεις βελτιώνονται συνεχώς,  υποβιβάζοντας σε δεύτερο πλάνο το θέμα της Χατάι που οι δυο εταίροι αποφεύγουν επιμελώς να αντιμετωπίσουν στις συζητήσεις τους.

Η νέα τουρκική διπλωματία του ΑΚΡ

Η άφιξη του ΑΚΡ στην εξουσία το 2002, θα δώσει νέα ώθηση στην αναζήτηση της Τουρκίας για βελτίωση των σχέσεων με τον αραβικό κόσμο γενικότερα και με τη Συρία, ειδικότερα. Το 2004, ο Μπασάρ αλ Ασαντ είναι ο πρώτος πρόεδρος της Συρίας που θα επισκεφθεί την Τουρκία. Την ίδια στιγμή, οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες επιδεινώθηκαν, ιδίως μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003. Μετά το διορισμό του ως πρωθυπουργού την ίδια χρονιά, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καταδικάζει επανειλημμένα την «κρατική τρομοκρατία» του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων, ιδίως μέσω δολοφονιών πολιτικών ηγετών.

Η τουρκική διπλωματία εισέρχεται τότε σε μια νέα εποχή, λιγότερο στραμμένη προς τους Δυτικούς συμμάχους της στο ΝΑΤΟ. Ο «τουρκικός Γκωλισμός» εμπνέει στην Άγκυρα την ίδια λογική της μη ευθυγράμμισης όπως οι χώρες BRIC - Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα. Το ΑΚΡ ξεκινά μια ενεργητική πολιτική νοητά θετική με τους γείτονες της. Υλοποιεί με αποφασιστικότητα το νέο δόγμα της, που συνοψίζεται στον τύπο: «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες». Ως εκ τούτου, απέκτησε γρήγορα μια ισχυρή περιφερειακή θέση. Ο διεθνής ρόλος της ενισχύεται, και η Τουρκία θα επιδιώξει να παίξει τον ρόλο  του διαμεσολαβητή σε όλες τις συγκρούσεις της Μέσης Ανατολής. Για πολλούς επικριτές της Άγκυρας, αυτή η εξωτερική πολιτική δεν είναι παρά ένας νεο-ιμπεριαλισμός ή νεοθωμανισμός. Επιδιώκει να επιβάλει πολιτική κυριαρχία στη Μέση Ανατολή. Η Άγκυρα φιλοδοξεί να αναστήσει προς όφελός της την πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Να μειώσει κανείς το ανανεωμένο ενδιαφέρον της Τουρκίας για τον αραβικό κόσμο θα αγνοούσε το συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε αυτή η νέα διπλωματία. Αντιμέτωπη με τη στασιμότητα των διαπραγματεύσεων για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και ανήσυχη για τις ξαφνικές πολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στη Μέση Ανατολή από τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στο Αφγανιστάν, την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, τις αναταραχές στο Λίβανο ή τις επαναλαμβανόμενες εντάσεις με το Ιράν, η Τουρκία δεν θέλει να παραμείνει στο περιθώριο για αποφάσεις που αφορούν το άμεσο περιβάλλον της και που μπορούν να επηρεάσουν την εσωτερική κατάσταση της. Είναι η θέληση της να ζήσει σε μια σταθερή γειτονιά που υπαγορεύει την εξωτερική πολιτική της Άγκυρας. Με αυτή την ιδέα κατά νου, οι Τούρκοι ηγέτες επιμένουν στη διατήρηση σχέσεων με τον Μπασάρ Αλ-Άσαντ, ακόμα και όταν αυτός κατηγορείται από όλα τα έθνη: το 2003, ο Αμπντουλάχ Γκιουλ, τότε υπουργός Εξωτερικών, δεν θα διστάσει να επικρίνει την επιθετική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών και τη πολιτική των κυρώσεων έναντι της Δαμασκού. Τον Απρίλιο του 2005, ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Αχμέτ Νετζντέτ Σεζέρ, ο οποίος δεν είναι μέλος του ΑΚΡ, επισκέπτεται  τη Συρία, λίγο περισσότερο από ένα μήνα μετά τη δολοφονία του Ραφίκ αλ-Χαρίρι στο Λίβανο για την  οποία κατηγορείται η Δαμασκός. Η σχέση αυτή προσφέρει στη Συρία έναν «τοπικό προστάτη» πιο αξιόπιστο και αποδεκτό από τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς και από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Για στους Τούρκους επιτρέπει να επιδείξουν την ικανότητά τους ως διαμεσολαβητές.
Οι σχέσεις Συρίας και Τουρκίας θα συνεχίσουν να βελτιώνονται. Υπογράφουν, για παράδειγμα, μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου το 2004, δίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο μια ισχυρή ώθηση στις οικονομικές σχέσεις τους. Το 1995, οι δύο χώρες αντάλλαζαν μόνο 530 εκατομμύρια δολάρια αγαθά και υπηρεσίες. Το 2010, ο αριθμός αυτός είχε πολλαπλασιαστεί επί πέντε, φθάνοντας τα $ 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Τουρκία προωθεί επίσης την επανάληψη της ειρηνευτικής διαδικασίας, πείθοντας τους Σύριους και Ισραηλινούς να επαναλάβουν τις διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα της το Μάιο του 2008. Αλλά στο τέλος του τέταρτου γύρου των συνομιλιών, η ισραηλινή επίθεση στη Γάζα τον Δεκέμβριο του 2008 και Ιανουαρίου 2009 προκάλεσε μια επ’ αόριστη (sine die) αναστολή του διαλόγου. Από τότε, οι Ισραηλινοί απορρίπτουν τον διαμεσολαβητικό ρόλο της Τουρκίας. Θεωρούν ότι η κυβέρνηση Ερντογάν, ο οποίος προσωπικά χαρακτήρισε «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» τον πόλεμο στη Γάζα, με βάση την έκθεση που εκπόνησε ο Ισραηλινός δικαστής Goldstone, και είχε σοβαρή λογομαχία με τον Ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες στο Φόρουμ του Νταβός τον Ιανουάριο του 2009, δεν είναι πλέον σε θέση να παίξει ουδέτερο και έντιμο ρόλο διαμεσολαβητή. Οι σχέσεις με το Ισραήλ επιδεινώθηκαν περαιτέρω το 2010 με την ακύρωση κοινών στρατιωτικών ασκήσεων και την αντικατάστασή τους με κοινές ασκήσεις μεταξύ των τουρκικών και συριακών στρατών, και μετά τη αιματηρή σύγκρουση του ισραηλινού ναυτικού με τον ανθρωπιστικό στολίσκο που κατευθυνόταν προς τη Γάζα. Η Τουρκία από τότε δεν σταματά να απαιτεί μια ισραηλινή επίσημη συγγνώμη για τα θύματα αυτής της επιχείρησης. Σε αντίθεση, οι σχέσεις της με τη Συρία παραμένουν σε καλή κατάσταση, χάρη στη δράση του Υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου που διορίστηκε το 2009, πραγματικού ιδεολόγου της νέας διπλωματίας του ΑΚΡ. Το ζήτημα της κατανομής των υδάτων του Ευφράτη και του Τίγρη κατευθύνεται προς τη ρύθμιση του, οι οικονομικές σχέσεις παραμένουν ζωντανές, κοινές στρατιωτικές ασκήσεις διεξάγονται σε ετήσια βάση, και ακόμη υπογράφονται συμφωνίες για κοινό αγώνα κατά της τρομοκρατίας το 2010. Η δημιουργία ενός Κοινού Συμβουλίου για μια στρατηγική συνεργασία, που αποφασίστηκε το Σεπτέμβριο του 2009 και συνεδρίασε αμέσως, είναι το αποκορύφωμα αυτής της διμερούς σχέσης, που τίποτα δεν φαινόταν να μπορέσει να θαμπώσει , καθώς αποσκοπούσε στην διαρκή πολιτική ενημέρωση και τη μετάβαση από το στάδιο της απλής συνεργασίας σε αυτή της συμπληρωματικότητας.

Μια δύσκολα διαχειρίσιμη πολιτική καλής γειτονίας

Η εξέγερση και έπειτα η επανάσταση την οποία ξεκίνησε ο Σύριος λαός εδώ και πέντε μήνες αποτελεί λοιπόν μια πρόκληση για την Άγκυρα. Από την αρχή της «επανάστασης της αξιοπρέπειας», η Τουρκία έδειξε μεγάλη προσοχή και εξέφρασε την ελπίδα ότι ο Μπασάρ αλ Ασαντ θα υιοθετήσει μια στάση που θα επιτρέψει την μεταρρύθμιση. Σε συνέχεια της πολιτικής διαμεσολάβησης της, η κυβέρνηση του ΑΚΡ αποστέλλει τον υπουργό Εξωτερικών της τον Απρίλιο, για να παράσχει  εμπειρογνωμοσύνη στη Δαμασκό, για την  «εκπαίδευση των στελεχών στο πολυκομματικό σύστημα και την επικοινωνία με το λαό». Αλλά ενώπιον της έλλειψης ενδιαφέροντος για τις προτάσεις της εκ μέρους της Συρίας, η Τουρκία θα σηκώσει σταδιακά τον τόνο. Ο Ερντογάν δηλώνει ότι η Τουρκία δεν θα δεχθεί «μια άλλη σφαγή στη Χάμα». Σε απάντηση, η Δαμασκός θεώρησε ότι η Άγκυρα ενδίδει σε «βιαστικές και αυτοσχεδιασμένες» δηλώσεις. Η ένταση αυξάνεται συνεχώς μεταξύ των δύο εταίρων. Για πολλούς παρατηρητές, η Άγκυρα υιοθετεί στην πραγματικότητα μια στάση αυστηρής πολιτικής έναντι της Δαμασκού, η οποία δεν θα ήταν άσχετη με τις βουλευτικές εκλογές της 12ης Ιουνίου στην Τουρκία. Παίζουν πιθανώς ρόλο στην τουρκική τοποθέτηση έναντι της Συρίας, καθώς το ΑΚΡ σαφώς επιθυμούσε να ενισχύσει τη δημοτικότητά προς τη μάζα των παραδοσιακών ψηφοφόρων του, που τείνουν περισσότερο να υποστηρίζουν τους Σύριους διαδηλωτές από το συριακό καθεστώς της Δαμασκού. Σε αυτό το προεκλογικό πλαίσιο, η Αντάλια φιλοξενεί στις  31 Μάιου- 2 Ιούνιου, ένα συνέδριο της συριακής αντιπολίτευσης, το οποίο προκαλεί την οργή των Συρίων. Σε αντίποινα, οι Σύριοι προσπαθούν να οργανώσουν στη Δαμασκό μια συνάντηση με κουρδικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων και το ΡΚΚ στη πρώτη σειρά.

Μια μέρα μετά τις εκλογές, η τουρκική στάση εμφανίζεται πιο συνεσταλμένη και οι Τούρκοι ηγέτες λιγότερο επιθετικοί. ¨Όμως οι σχέσεις δεν βελτιώνονται. Στις 12 Ιουνίου η τουρκική πρεσβεία στη Δαμασκό γίνεται στόχος διαδηλωτών υπέρ του Μπασάρ. Αυτή η επίθεση, παρότι  λιγότερο βίαιη από τις τελευταίες επιθέσεις κατά των πρεσβειών της Γαλλίας και των ΗΠΑ, ενορχηστρώθηκε σαφώς από το καθεστώς. Στις 20 Ιουνίου, η Άγκυρα δέχεται με επιφύλαξη την ομιλία του Μπασάρ αλ-Άσαντ που υπόσχεται ένα εθνικό διάλογο και ανακοινώνει καλλοπιστικές μεταρρυθμίσεις. Στις 23 Ιουνίου, η συγκέντρωση των συριακών στρατευμάτων κοντά στη συριοτουρκική παραμεθόριο επιδεινώνει τους φόβους για ένταση. Η εισροή Σύριων προσφύγων στην Τουρκία, προκάλεσε διαμάχη μεταξύ της Άγκυρας και του Σύριου πρεσβευτή στην Τουρκία Νιντάλ Καπμαλάν, που εκπλήσσεται με  την τουρκική άρνηση να επιτρέψει τις επισκέψεις από Σύριους βουλευτές στα στρατόπεδα, ενώ μια αντιπροσωπεία του Κουβέιτ έπαιρνε την άδεια  χωρίς πρόβλημα. Η Συρία κατηγορεί τότε την Τουρκία ότι επιτρέπει τη διέλευση όπλων, μέσω του εδάφους της, με προορισμό τις «ένοπλες συμμορίες», κατά των οποίων ο Συριακός στρατός δίνει μάχες. Σε απάντηση, η Άγκυρα ανακοίνωσε με τυμπανοκρουσίες στις 5 Αυγούστου την κατάσχεση επί του εδάφους της αποστολής όπλων με προέλευση την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, γεγονός που αποκλείει ότι τα όπλα προορίζονταν για εκείνους που αμφισβητούν το συριακό καθεστώς, κύριο σύμμαχο των Ιρανών στην περιοχή.
Είναι σαφές πλέον ότι η Άγκυρα έχει χάσει την υπομονή της. Φειδωλοί σε δηλώσεις κατά το Ιούλιο, οι Τούρκοι ηγέτες άρχισαν πάλι να φωνάζουν την παραμονή του Ραμαζανιού, ειδικά όταν τα συριακά  άρματα εισήλθαν στη Χάμα, στις 31 Ιουλίου.

Επιλογή αλλαγής;
Οι τελευταίες δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι αδιαμφισβήτητες. Κατά την άποψή του, αυτό που συμβαίνει στη Συρία αφορά και την «τουρκική εσωτερική πολιτική». Αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Κατ 'αρχάς, το ζήτημα των προσφύγων. Από 12 000 έως 15 000 κατά τη διάρκεια του μηνός Ιουνίου, ο αριθμός τους μειώθηκε μεν κατά το μήνα Ιούλιο, αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν θα σημειωθεί περαιτέρω αύξηση, ειδικά αν η πόλη του Χαλεπίου, που βρίσκεται 40 χλμ. από τα τουρκικά σύνορα με 3 εκατομμύρια πληθυσμό, αυξάνει τη συμμετοχή της στις διαδηλώσεις και, εάν οι δυνάμεις ασφάλειας της θα έχουν  την ίδια μοίρα με τις Ντερεαά,  Χάμα, Deir Azzor, Χομς, Λατάκια. Αν συμβεί αυτό, δεν αποκλείεται η δημιουργία μιας ουδέτερης ζώνης στη Συρία, για την προστασία των προσφύγων.

Μια άλλη πηγή ανησυχίας για την Άγκυρα προέρχεται από το PKK.
Οι Τούρκοι αξιωματούχοι φοβούνται ακόμη περισσότερο να επωφεληθεί το κουρδικό κίνημα από την τρέχουσα αστάθεια στη Συρία, όταν το 2011 μετρά ήδη 107 θανάτους ανθρώπων που σκοτώθηκαν σε μάχες με τους αντάρτες του ΡΚΚ. Η ένταση συντηρήθηκε με το κάλεσμα, στις 14 Ιουλίου από μια πλατφόρμα κουρδικών ΜΚΟ, για την  «δημοκρατική αυτονομία» του τουρκικού Κουρδιστάν. 
Πιο πρόσφατα, οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες ενημέρωσαν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας τους για την επανέναρξη των δραστηριοτήτων του PKK στη Συρία, με σύνδεση με τους Συρίους αξιωματούχους. 
Παρ 'όλα αυτά, και όπως φαίνεται με το ιρακινό προηγούμενο, δεν είναι το κουρδικό ζήτημα που θα αποτρέψει την Άγκυρα να αντιταχθεί στη Συρία. 
Το 2004, εκμεταλλευόμενο το χάος στο Ιράκ για να αναδημιουργήσει τις πίσω βάσεις του στο Ντζεμπέλ Καντίλι στο ιρακινό Κουρδιστάν, το PKK είχε σπάσει την ισχύουσα ανακωχή του με την Τουρκία. Και ενώ συνέχιζε παράλληλα την καταπολέμηση της ένοπλης οργάνωσης, η Άγκυρα κατάφερε να αναπτύξει καλές σχέσεις με το ιρακινό Κουρδιστάν, ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα. 
Ο μόνος πραγματικός φόβος της τουρκικής κυβέρνησης είναι το ενδεχόμενο κατάρρευσης της Συρίας, η οποία θα έδινε ευρεία αυτονομία στην κουρδική περιοχή της. Τέτοιο ενδεχόμενο είναι δυνατό εάν το χάος εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα για πολύ καιρό.

Από μόνο του, το κουρδικό ζήτημα δεν είναι αναστολέας για μια ισχυρή θέση της Άγκυρας σε σχέση με τη Δαμασκό, το αντίθετο μάλιστα. Η Άγκυρα δεν επιθυμεί πράγματι να δει μια δεύτερη κουρδική οντότητα στα σύνορά της, η οποία θα έτεινε να αναζωπυρώσει τις ελπίδες για την αυτονομία και την ανεξαρτησία των Κούρδων της Τουρκίας.

Το τελευταίο στοιχείο που μπορεί να αποτρέψει την Άγκυρα να ενισχύσει περαιτέρω τον τόνο έναντι της Δαμασκού αφορά την οικονομία. Η Συρία είναι μια σημαντική αγορά για την Τουρκία, η οποία εξάγει και διαθέτει αρκετές εταιρείες επί τόπου. Η λήψη μονομερών οικονομικών κυρώσεων φαίνεται επομένως λίγο απίθανη επιλογή για την Άγκυρα. Αλλά αν η κρίση συνεχιστεί και επηρεάσει την πορεία των εμπορικών συναλλαγών και ενθαρρύνει τους εργολάβους και τους μεγάλους επιχειρηματίες της Συρίας να εξάγουν τα κεφάλαιά τους, η Τουρκία θα πάψει έχει ενδιαφέρον για τις οικονομικές σχέσεις της με τη Δαμασκό. Όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενδέχεται να εξετάσει την εφαρμογή στοχευόμενων οικονομικών κυρώσεων εις βάρος ατόμων κοντά στο συριακό καθεστώς, και να συμβουλέψει στους Τούρκους επενδυτές να σταματήσουν προσωρινά τις δραστηριότητές τους στη Συρία. Οι αποφάσεις αυτές θα είχαν σημαντικές συνέπειες, κυρίως στο Χαλέπι, όπου βρίσκονται οι περισσότερες από τις εταιρείες με τουρκικά κεφάλαια. Αλλά, προς το παρόν τουλάχιστον, αυτή η επιλογή φαίνεται απίθανη. Η Τουρκία προκειμένου να μην ξεχωρίσει, προτιμά να παραμείνει σε μια πολυμερή λογική κυρώσεων, σε συνεργασία με τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους.

Ένας σημαντικός παράγοντας, το Ιράν, ωστόσο, θα πρέπει να ζυγιστεί στην επιλογή των Τούρκων ηγετών. Η Συρία θα μπορούσε όντως να γίνει αιτία αντιπαράθεσης μεταξύ της Τεχεράνης και της Άγκυρας. 
Αν η Τουρκία αποφασίσει να σκληρύνει τη στάση της απέναντι στη Δαμασκό και να μεταφράσει τις απειλές της σε συγκεκριμένες δράσεις, το Ιράν θα έχει στη διάθεση του μη αμελητέα κατασταλτικά μέτρα κατά της Τουρκίας, κυρίως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο. Η Άγκυρα όντως εξαρτάται από το Ιράν για αυτές τις πηγές ενέργειας. Το Ιράν αντιπροσωπεύει επίσης μια τεράστια αγορά που αναπτύσσεται ραγδαία, που η Τουρκία δεν μπορεί να απολέσει με ευθυμία της καρδιάς της. 
Ωστόσο, η πολιτική μη-δέσμευσης της Τουρκίας μπορεί να παίξει υπέρ της. Εάν η Άγκυρα συνεχίζει το διάλογο με την Τεχεράνη για το πυρηνικό της πρόγραμμα – ας μην ξεχνάμε  ότι, για να αποφύγει η Τεχεράνη ένα νέο πακέτο κυρώσεων, η Τουρκία υπέγραψε το Μάιο του 2010, μια συμφωνία με τη Βραζιλία και το Ιράν, βάσει της οποίας  παρέχεται η δυνατότητα αποθήκευσης ενός μέρους των πυρηνικών καυσίμων του Ιράν στο έδαφός της- το Ιράν θα είναι λιγότερο διατεθειμένο να εισέλθει σε μια λογική αντιπαράθεσης με μια αυξανόμενη διεθνή δύναμη, που θα μπορούσε να αποδειχθεί τελικά πιο χρήσιμη σύμμαχος από ότι η Συρία.

Συμπέρασμα

Αν και μέρος της τουρκικής κοινωνίας, η οποία ανανέωσε πρόσφατα την υποστήριξή της προς ΑΚΡ, επιθυμεί από  τους ηγέτες τους να δείξουν ισχυρότερη και τολμηρότερη στάση προς το συριακό καθεστώς, η Τουρκία έχει περιοριστεί μέχρι σήμερα σε μια προσεκτική στάση. Φαίνεται, όμως, σταδιακά να χάνει την υπομονή και εμπιστοσύνη της στον Μπασάρ αλ-Άσαντ, και η επιστολή που ο Πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιούλ απηύθυνε προς τον Σύριο ομόλογό του, μέσω του Αχμέτ Νταβούτογκλου κατά τη διάρκεια της τελευταίας επίσκεψής του στη Δαμασκό, έχει τη μορφή τελεσίγραφου. Η Άγκυρα, της οποίας η νέα διπλωματία χαρακτηρίστηκε κατά τα τελευταία χρόνια από μια συνεχή δέσμευση για την επίλυση διαφορών μέσω διαλόγου, δεν είναι πλέον πολύ μακριά από το οριακό σημείο θραύσης με τον Μπασάρ αλ-Άσαντ. Αν δεν θέλει να συντρίψει την κατευθυντήρια αρχή της διπλωματίας της και αν επιθυμεί να διατηρήσει τα οφέλη της πολιτικής των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονές της», θα πρέπει να επιδείξει μεγάλη επιδεξιότητα.
Παίρνοντας κάθε μέρα περισσότερο το μέρος του συριακού λαού, η Άγκυρα στοιχηματίζει ίσως πάλι στη διπλωματία των «μηδενικών προβλημάτων» με τους μελλοντικούς ηγέτες της νέας Συρίας. Με την υποστήριξη των διαδηλωτών που ανήκουν στην πλειοψηφία τους στο σουνιτικό Ισλάμ, όπως ο ίδιος ο πληθυσμός της, αναδεικνύεται κατά κάποιον τρόπο ενώπιο του σιιτικού Ιράν του οποίου η παρουσία και δράση στη Συρία δεν χρωστά τίποτα στην τύχη, σε πραγματικό ηγέτη του σουνιτικού μουσουλμανικού κόσμου, εις βάρος μιας Σαουδικής Αραβίας με γερασμένους, δειλούς και  σιωπηλούς για πάρα πολύ καιρό ηγέτες σχετικά με το συριακό δράμα.

Πηγή: Le Monde

1 σχόλιο:

  1. Σχόλιο Γάλλου σχολιαστή στο αρχικό άρθρο:

    Το 2009 το τουρκικό κοινοβούλιο ενέκρινε μια διάταξη σχετικά με την εκκαθάριση των τουρκο-συριακών συνόρων που προκάλεσε μεγάλη διαμάχη στην Τουρκία. Η αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επιθυμεί να συνεργαστεί με τους Ισραηλινούς. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε με ψήφους της πλειοψηφίας της κυβέρνησης του ΑΚΡ

    Το κείμενο ορίζει ότι μια έκταση 510 χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων των δύο χωρών θα διατεθεί σε μια ιδιωτική εταιρεία (του Ισραήλ), με διαγωνισμό, η οποία μετά το πέρας του έργου, θα την χρησιμοποιήσει για βιολογικές καλλιέργειες. Τα Τουρκο-συριακά σύνορα είναι διάστικτα με περίπου 615.000 νάρκες από το 1950. Αυτά τα εδάφη, που ήταν σε θέση να εμποδίζουν το λαθρεμπόριο και το πέρασμα των Κούρδων ανταρτών, έχουν υποχωρήσει με τις κατολισθήσεις και τις πλημμύρες.

    Αυτός είναι ένας ακόμη καθησυχαστικός λόγος για το συριακό καθεστώς περί πιθανής επέμβασης του τουρκικού στρατού! Ειδικά εάν η λωρίδα γης βρίσκεται με σύμβαση μεταξύ της Τουρκίας και του Ισραήλ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.