6/2/13

Ταξιδιωτικά και άλλα: η προσαρμογή

Η τραγικότητα των προτομών των τραγικών
Του Στέφανου Κασιμάτη
Ποτέ δεν είναι χωρίς κόστος η απουσία, ολιγοήμερη έστω, από την ωραιότερη χώρα του κόσμου, της οποίας το συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως μας βεβαιώνουν οι πολιτικοί ταγοί της, είναι ο πολιτισμός της. (Αυτός ο πολιτισμός, που ακόμη καταυγάζει τα πέρατα του κόσμου, που αποτελεί το κύριο εξαγώγιμο προϊόν της, για τον οποίο όλοι τη φθονούν και την επιβουλεύονται κ.ο.κ.)
Στην προσωπική μου περίπτωση, συγκεκριμένα, μπορεί να είχα μεν τη χαρά να παρακολουθήσω μια έξοχη εκτέλεση της Πρώτης Συμφωνίας του Ελγκαρ, υπό τη διεύθυνση του Εντουαρντ Γκάρντνερ (ανερχόμενος αστέρας στο στερέωμα των αρχιμουσικών), το κόστος όμως ήταν πικρό: έχασα -ωιμέ- την κορωνίδα του κινήματος του ελαφρολαϊκού μεταμοντερνισμού, που γέννησε η κρίση, δηλαδή τη συναυλία των Σταύρου Ξαρχάκου και Σταμάτη Κόκοτα στο Μέγαρο των Φίλων της Μουσικής. Τι μπορώ να κάνω όμως; Για όλα στην ζωή υπάρχει ένα τίμημα...
Εντούτοις, όπως κάθε φορά έτσι και τώρα, από τις περιπλανήσεις μου στην πρωτεύουσα της Γηραιάς Αλβιώνος πάλι βρήκα κάτι ενδιαφέρον να μάθω, παρατηρώντας πώς οι «ξενέρωτοι» εκεί πέρα οργανώνουν τον κοινωνικό βίο τους. Στάθηκα μπροστά στο καινούργιο μνημείο της πόλης (τα εγκαίνια έγιναν μόλις τον περασμένο Ιούλιο), που είναι αφιερωμένο στη Διοίκηση Βομβαρδιστικών της RAF. Για την ακρίβεια, είναι αφιερωμένο στους πενήντα πέντε χιλιάδες (και βάλε) πεσόντες της Διοίκησης Βομβαρδιστικών, καθώς, για τους ιστορικούς, παραμένει ακόμη ανοικτό το θέμα του κατά πόσον τα κέρδη από τον στρατηγικό βομβαρδισμό της Γερμανίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άξιζαν το κόστος σε ζωές για τον άμαχο πληθυσμό.
Κοιτάζοντας από σχετικά μακρινή απόσταση, βρίσκω ότι ο σχεδιασμός του μνημείου υπηρετεί άριστα τον σκοπό του. Το μπρούντζινο γλυπτό, που είναι στημένο στο κέντρο του μνημείου, παρουσιάζει το πλήρωμα ενός βομβαρδιστικού. Οι επτά (με επιφύλαξη, δεν είμαι βέβαιος για τον αριθμό) άνδρες είναι στραμμένοι προς τα ανατολικά, προς την κατεύθυνση της Γερμανίας δηλαδή. Από τη στάση του καθενός τους καταλαβαίνουμε ότι περιμένουν την επιστροφή των αεροπλάνων του σχηματισμού που ακόμη δεν έχουν επιστρέψει στη βάση τους. Το γλυπτό δεν εκθειάζει τις αξιώσεις της Διοίκησης Βομβαρδιστικών στη συμβολή προς την τελική νίκη και τα τοιαύτα· υποδηλώνει απλώς την ανθρώπινη απώλεια. (Της μίας πλευράς μόνον, είναι αλήθεια - αλλά αυτή η πλευρά πλήρωσε το κόστος για την ανέγερση του μνημείου...)
Πλησιάζοντας κοντά στο γλυπτό, βλέπω πως λειτουργεί ως στοιχείο της ζώσας ιστορικής μνήμης. Επάνω στη βάση του, εκεί όπου πατούν οι μπότες των αεροπόρων από μπρούντζο, συγγενείς των νεκρών έχουν αφήσει μικρούς ξύλινους σταυρούς με το όνομα του νεκρού και μια παπαρούνα στην κορυφή: ο ένας ήταν 21 ετών, ο άλλος 19 κ.ο.κ. Σκέπτομαι ότι αυτά τα πιτσιρίκια μάλλον δεν πρόλαβαν να κάνουν παιδιά, ώστε και αυτά με τη σειρά τους να αποκτήσουν παιδιά και να υπάρχει σήμερα ένας γηραιός εγγονός στον οποίο έχει μεταφερθεί η ανάμνηση του παππού που δεν γνώρισε. Αναρωτιέμαι, αν εγώ, στην περίπτωση που ο πατέρας μου είχε έναν αδελφό ή εξάδελφο ο οποίος είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, θα έκανα ποτέ το ίδιο. Δεν νομίζω· θα το κρατούσα μάλλον ως κάτι ιδιωτικό και οικογενειακό. Εκεί όμως, στους «ξενέρωτους» και «ξεπλυμένους», η ιστορική μνήμη είναι ακόμη ζωντανή.
Το τρίτο που συνειδητοποιώ καθώς παρατηρώ το μνημείο είναι η τεχνοτροπία του κεντρικού γλυπτού. Είναι ρεαλιστική και αυτό το κάνει να ταιριάζει με τα άλλα παρεμφερή της πόλης, όπως λ.χ. των πεσόντων του Βασιλικού Πυροβολικού, που ορθώνεται λίγο παραπέρα στην ίδια γωνία του Green Park, αλλά και τόσα άλλα που συναντά κανείς στο κέντρο της πόλης. Εχει τη σημασία του αυτό, διότι έτσι ο μνημειακός ιστός της ιστορικής μνήμης που εκτείνεται σε μερικούς αιώνες ιστορίας και δένει την πόλη ως δημόσιο χώρο αποκτά την αισθητική συνοχή και συνέχειά του. Αναρωτιέμαι πού υπάρχει αυτό ή κάτι το οποίο να το προσεγγίζει έστω στην πρωτεύουσα της ωραιότερης χώρας του κόσμου, όπου κατοικεί ο εξυπνότερος και ενδοξότερος λαός του κόσμου. Πού υπάρχει δημόσια ρητορική στην Αθήνα με στοιχειώδη συνοχή; Στην Αθηναϊκή Τριλογία, υποθέτω, αλλά αυτή έχει αφεθεί στο έλεος των εκάστοτε δημοκρατικώς διαμαρτυρομένων και του αντιρατσιστικού κινήματος, που θα έσπευδε να καταγγείλει δριμέως τις αρχές αν τολμούσαν να μαζέψουν τους μικροπωλητές προϊόντων μαϊμούδων.
Με τα χρόνια, όμως, έμαθα ότι το καλύτερο που μπορώ να κάνω με τέτοιες συγκρίσεις είναι να διασκεδάζω και όχι να καταθλίβομαι. Γι’ αυτό με πιάνουν τα γέλια, καθώς ο νους πηγαίνει κατευθείαν στις θλιβερές προτομές των τριών τραγικών ποιητών της κλασικής περιόδου, τις οποίες κάποιος δήμαρχος έστησε μπροστά από την είσοδο του Εθνικού Κήπου στη Λεωφόρο Αμαλίας. Ο μόνος λόγος που δικαιολογεί την ύπαρξή τους εκεί (και αυτός όχι αρκούντως σοβαρός ώστε το αστείο να διαρκεί κάτι περισσότερο από δέκα χρόνια τώρα...) είναι ότι ο άνθρωπος (μπορεί ο δήμαρχος, μπορεί ο γλύπτης, μπορεί και οι δύο - δεν ξέρω...) ήθελε να εκδικηθεί τους τραγικούς για όσα είχε υποφέρει εξαιτίας τους στο σχολείο, τότε που τα Αρχαία ήταν μάθημα υποχρεωτικό.
Ωστόσο, η ύπαρξη των κακότεχνων προτομών εξυπηρετεί έναν σπουδαίο σκοπό, μολονότι ακούσιο από πλευράς εκείνων που ενεπνεύσθησαν το έργο: δείχνει ότι ο πολιτισμός είναι ζήτημα παιδείας, ότι το αποτέλεσμά του είναι προϊόν μιας διαδικασίας που προϋποθέτει χρόνο και συνέχεια, όπως άλλωστε και η παιδεία. Δεν αρκεί να κοτσάρεις τσάτρα-πάτρα πέντε τυχαία γλυπτά εδώ και άλλα πέντε παρακάτω, για να καλύψεις με ένα άλμα το κενό. Προϋποθέτει επίσης την κοινή αποδοχή μιας βάσης επάνω στην οποία χτίζεις· και κάτι τέτοιο εδώ, αν κρίνω τουλάχιστον από αυτό που θεωρείται δημόσιος χώρος στην πρωτεύουσα της ωραιότερης χώρας του κόσμου, δεν υπάρχει...
Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.