Εάν καταρρεύσει το κοινωνικό κράτος, καθώς επίσης εάν
ιδιωτικοποιηθούν-εκποιηθούν οι κοινωφελείς, οι κερδοφόρες και οι
στρατηγικές επιχειρήσεις της πατρίδας μας, ένοχοι θα είναι κυρίως τα
συνδικαλιστικά κινήματα και η έλλειψη εμπιστοσύνης που παρατηρείται
παντού
Βασίλης Βιλιάρδος
“Όταν απειλείται η εθνική κυριαρχία ενός κράτους, στα πλαίσια ενός συμβατικού πολέμου, η προστασία των συνόρων του είναι υποχρέωση των ενόπλων δυνάμεων - οι οποίες, σε περιόδους ειρήνης, λειτουργούν προληπτικά, αποθαρρύνοντας τους εχθρούς της χώρας τους.
Από την άλλη πλευρά, όταν απειλείται η εθνική κυριαρχία ενός κράτους, στα πλαίσια ενός οικονομικού πολέμου, η υποχρέωση προστασίας των «συνόρων» του είναι, μεταξύ άλλων, θέμα των οργανωμένων κοινωνικών ομάδων
- στις οποίες ανήκουν τα συνδικαλιστικά κινήματα τόσο των εργαζομένων,
όσο και των εργοδοτών, αφού απέναντι σε εξωτερικές απειλές οφείλουμε να
είμαστε όλοι ενωμένοι”.
Ανάλυση
Οι περισσότεροι Έλληνες αλλά και πολλοί άλλοι αναρωτιούνται, σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να συνεχίζεται (αυξανόμενη) η εκκωφαντική σιωπή των αμνών, παρά τα εγκληματικά, εντελώς αναποτελεσματικά μέτρα λιτότητας,
την επιχειρούμενη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας, τη
φτωχοποίηση, την καταστροφή των μελλοντικών γενεών, καθώς επίσης την
κατάρρευση του κοινωνικού κράτους.
Εν τούτοις, αυτοί που αναζητούν την πραγματική αιτία των γεγονότων, γνωρίζουν πολύ καλά πως, όταν σε μία χώρα κανένας δεν εμπιστεύεται κανέναν
(οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τη δημόσια διοίκηση, τα κόμματα, τους
Θεσμούς, τα ΜΜΕ και την πολιτική ελίτ, το κράτος δεν εμπιστεύεται τους
πολίτες και τους υπαλλήλους του, οι εργαζόμενοι τους εργοδότες, οι
εργοδότες τους εργαζομένους, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι τους δημοσίους, οι
φορολογούμενοι τους εφοριακούς, κοκ.), αφενός μεν δεν υπάρχει καμία προοπτική επίλυσης των προβλημάτων της, αφετέρου δεν κινητοποιείται κανείς.
Ειδικά
όσον αφορά τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας (διαδηλώσεις, απεργίες κτλ.), οι
οποίες συνήθως οργανώνονται από τα διάφορα συνδικαλιστικά κινήματα
ή/και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, η συμμετοχή των πολιτών βαίνει συνεχώς μειούμενη
– γεγονός αυτονόητο, κατά την άποψη μας, στα πλαίσια της γενικευμένης
έλλειψης εμπιστοσύνης, η οποία επικρατεί στην πατρίδα μας.
Κανένας
δεν έχει τη διάθεση να βγει στο δρόμο και να αγωνιστεί για το μέλλον
της χώρας του και των παιδιών του, μαζί με ανθρώπους ή/και με οργανώσεις
που όχι μόνο δεν εμπιστεύεται καθόλου, αλλά πολλές φορές αντιπαθεί και απεχθάνεται περισσότερο από τους ίδιους τους εισβολείς
– τους οποίους συχνά ανέχεται υποσυνείδητα, έχοντας την (ουτοπική)
ελπίδα ότι θα τιμωρήσουν τη διαφθορά και θα προκαλέσουν την κάθαρση του
συστήματος.
Εάν
τώρα σε όλα αυτά προσθέσουμε το ολοκληρωτικό έλλειμμα επιχειρηματικού
πλαισίου στην Ελλάδα, καθώς επίσης την ελλιπή λειτουργία του Κράτους
Δικαίου, θα διαπιστώσουμε ότι τα πράγματα στη χώρα μας είναι κατά πολύ χειρότερα, από όσο φανταζόμαστε – ενώ τα οικονομικά της προβλήματα είναι ίσως τα λιγότερο δύσκολα στην επίλυση τους.
Αναφορικά
δε με το Κράτος Δικαίου και τη σπουδαιότητα του στη σύγχρονη εποχή,
κατά την οποία οι υπόλοιποι συνεκτικοί δεσμοί της κοινωνίας (θρησκεία,
ιστορική συνείδηση κλπ.) έχουν ατονήσει, ακόμη και η ελάχιστη δυσλειτουργία του είναι εξαιρετικά επικίνδυνη – ενώ αποτελεί το μοναδικό θεμέλιο, επάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, σε σχέση με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (τις συντεχνίες δυστυχώς σήμερα), οι οποίες έχουν σχεδόν καταρρεύσει κάτω από το βάρος της ιδιοτέλειας των ηγεσιών τους, της διαπλοκής τους με την οικονομική και πολιτική ελίτ, καθώς επίσης της «πολυεπίπεδης» διαφθοράς, τα παρακάτω:
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ
Τα συνδικάτα προέρχονται από τα ευρωπαϊκά κινήματα των εργαζομένων – ενώ οι κυριότεροι στόχοι τους ήταν ανέκαθεν η επιδίωξη υψηλότερων μισθών για τα μέλη τους,
οι καλύτερες συνθήκες εργασίας, η συμμετοχή των εργαζομένων στις
αποφάσεις των επιχειρήσεων, η μείωση του χρόνου εργασίας, καθώς επίσης
(λιγότερο) οι ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές, με προτεραιότητα τον έλεγχο
της Πολιτείας από τους (αυτο)οργανωμένους Πολίτες της (αυτοδιάθεση).
Οι
διαπραγματεύσεις των συλλογικών συμβάσεων με τους εκπροσώπους των
εργοδοτών, καθώς επίσης οι μισθολογικοί αγώνες, με τη βοήθεια
διαδηλώσεων, απεργιών κλπ. είναι μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων των
συνδικάτων – με απώτερο σκοπό την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή των μελών τους στα κέρδη των επιχειρήσεων, με τη μορφή μισθών, παροχών, καλύτερων συνθηκών εργασίας κοκ.
Επειδή τώρα δεν υπάρχει κανένας σωστός, ορθολογικός, δίκαιος ή ιδανικός καταμερισμός των επιχειρηματικών κερδών,
η «διανομή» τους καθορίζεται ουσιαστικά από την ισχύ των εκάστοτε
συμμετεχόντων – όπου σε περιόδους ύφεσης και ανεργίας, όπως η σημερινή,
οι εργοδότες είναι σε εξαιρετικά πλεονεκτική θέση (η ανεργία είναι ο ιδανικός μοχλός συμπίεσης των μισθών, εξουδετέρωσης των συνδικάτων και περιορισμού του κοινωνικού κράτος – πρόκειται για ένα εργαλείο λοιπόν, το οποίο γνωρίζουν πολύ καλά τα παιδιά του Σικάγου).
Από την άλλη πλευρά, ο βέλτιστος καταμερισμός των κερδών (αναδιανομή των εισοδημάτων) κρίνεται διαφορετικά, τόσο από τους εργαζομένους, όσο και από τους εργοδότες.
Για παράδειγμα, κάποια συνδικάτα είναι της άποψης ότι, οφείλουν να ενδιαφέρονται όχι μόνο για τους μισθούς των μελών τους, αλλά και για τη βιωσιμότητα, καθώς επίσης για τις επενδύσεις των επιχειρήσεων
- με την έννοια ότι αυτές είναι προς όφελος των εργαζομένων, αφού
προστατεύουν τις θέσεις εργασίας τους, ενώ δημιουργούν καλύτερες
προϋποθέσεις μελλοντικών κερδών (οπότε και μισθολογικών αυξήσεων).
Κάποια άλλα όμως προσπαθούν
απλά να αυξήσουν τις απολαβές των μελών τους, ακόμη και αν οι αυξήσεις
είναι αφενός μεν υπερβολικές, αφετέρου εις βάρος της ανταγωνιστικότητας
των επιχειρήσεων - με αποτέλεσμα να οδηγούνται στη χρεοκοπία, η
οποία είναι οδυνηρή όχι μόνο για τους εργοδότες, αλλά και για τους
εργαζομένους.
Η ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ
Τα συνδικάτα είναι συνήθως υπέρ εκείνων των «μοντέλων ανάπτυξης», τα οποία στηρίζονται στην αύξηση της ζήτησης
– τεκμηριώνοντας τη θέση τους με το ότι, οι απαιτήσεις τους για
καλύτερη αναδιανομή των κερδών (υψηλότερες αμοιβές, προνόμια κλπ.),
αφενός μεν «βελτιστοποιούν» την παραγωγικότητα όλων των αργαζομένων,
αφετέρου αυξάνουν την αγοραστική δύναμη τους (η οποία εκβάλλει στην
υψηλότερη εγχώρια κατανάλωση, δημιουργώντας ανάγκη για νέες επενδύσεις).
Οι οικονομολόγοι των συνδικάτων, συνήθως οπαδοί του Keynes και αντίθετοι με τα μοντέλα ευέλικτης εργασίας, υποστηρίζουν ότι δεν είναι το κόστος εργασίας υψηλό, αλλά οι μισθοί χαμηλοί
– με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται μία δίκαιη αναδιανομή εισοδημάτων,
η οποία θα δημιουργούσε μία υγιή εγχώρια ζήτηση, στηρίζοντας την
κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Όπως σε γενικές γραμμές αναφέρουν, η μειωμένη εσωτερική κατανάλωση, λόγω των χαμηλών μισθών, υποχρεώνει τελικά τις επιχειρήσεις να επεκταθούν στο εξωτερικό – εξάγοντας θέσεις εργασίας και Know how, μακροπρόθεσμα με δυσμενή επακόλουθα για τους εργαζομένους (ανεργία κλπ.).
Βέβαια
για εκείνες τις επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να
μεταφέρουν εύκολα τις δραστηριότητες τους σε χώρες φθηνού εργατικού
δυναμικού, οι υψηλές αμοιβές λειτουργούν εις βάρος των εργαζομένων.
Από την άλλη πλευρά όμως, οι συνθήκες στις συγκεκριμένες χώρες αλλάζουν απότομα – γεγονός που τεκμηριώνεται από το ότι, η αύξηση των μισθών στην Κίνα (έως και 10% ετησίως) ανάγκασε πολλές βιομηχανίες να εγκατασταθούν σε άλλες χώρες,
όπως στο Βιετνάμ και στη Μιανμάρ. Επομένως, οφείλουν να
συμπεριλαμβάνουν στις σκέψεις τους και αυτές τις ιδιαιτερότητες, όταν
διαπραγματεύονται με τους εργαζομένους.
Περαιτέρω, στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης, τα μοντέλα ανάπτυξης που στηρίζονται στη ζήτηση, ειδικά στις χώρες με ισχυρό εξαγωγικό προσανατολισμό, φαίνεται να έχουν υποχωρήσει – επειδή οι επενδύσεις μπορούν να κινηθούν γρηγορότερα και με λιγότερα εμπόδια, σε σχέση με τους εργαζομένους.
Αντίθετα, τα μοντέλα ανάπτυξης που στηρίζονται στην προσφορά (χαμηλότεροι μισθοί, φθηνότερο κόστος προϊόντων, ανταγωνιστικές τιμές πώλησης, εξαγωγές μεγαλύτερες από τις εισαγωγές), τείνουν να επικρατήσουν – με τους μισθούς να υποχωρούν διαρκώς (αφού ο περιορισμός/εξαγωγή των θέσεων εργασίας, υποχρεώνει τους εργαζομένους στην άμυνα).
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ
Τα
συνδικάτα κατάφεραν, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, να αναγνωρισθούν
πολιτικά και θεσμικά, ως οι επίσημοι κοινωνικοί εκπρόσωποι των
εργαζομένων. Στα πλαίσια αυτά ανάλαβαν, εκτός από την προστασία των
συμφερόντων των εργαζομένων κατά την υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων,
πολλές άλλες «λειτουργίες».
Αυτό συνέβη κυρίως σε πολιτικό επίπεδο, είτε με τη στήριξη κομμάτων εκ μέρους τους, είτε με την εκλογή μελών τους στα Κοινοβούλια.
Ειδικά στη Γερμανία, η συμμετοχή των συνδικαλιστών στη Βουλή είναι
σημαντικότατη – όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Βουλευτές-μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων (ποσοστό επί του συνόλου)
Συνδικαλιστές
|
1965-1987
|
2002
|
2005
|
Ποσοστό επί του συνόλου
|
50-60%
|
47%
|
40%
|
Πηγή: Bundestag
Σε επιχειρήσεις τώρα, οι οποίες απασχολούν πάνω από 2.000 εργαζομένους, τα συνδικάτα έχουν το δικαίωμα να τοποθετούν 2-3 εργαζομένους στα εποπτικά συμβούλια (τα οποία αποτελούνται συνήθως από 6-10 άτομα, ανάλογα με το μέγεθος της εταιρείας).
Η ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ
Όπως πολλές άλλες «κοινωνικοπολιτικές» οργανώσεις, έτσι και τα συνδικάτα έχασαν έναν μεγάλο αριθμό των μελών τους, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών
– όπου επικράτησε ο νεοφιλελευθερισμός, με αφετηρία τις Η.Π.Α. και τη
Μ. Βρετανία (η Μ. Βρετανία είναι ουσιαστικά η «πατρίδα» του
συνδικαλισμού, ενώ μέχρι το 1980 η συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα ήταν υποχρεωτική).
Οι αιτίες που αναφέρονται είναι η ευρύτερη κοινωνική τάση του «ατομικισμού», ο περιορισμός των επιχειρηματικών δομών, η μείωση των θέσεων εργασίας στη βιομηχανία προς όφελος του κλάδου των υπηρεσιών και, κυρίως, η παγκοσμιοποίηση – η οποία έδωσε πολύ μεγάλα εφόδια στους εργοδότες και ειδικά στο καρτέλ.
Παράλληλα βέβαια η «αναποτελεσματική» ηγετική φυσιογνωμία των συνδικάτων, οι υποθέσεις διαφθοράς των στελεχών και λοιπών μελών τους, η διάβρωση τους από τα πολιτικά κόμματα, καθώς επίσης η δυσαρέσκεια των εργαζομένων, σχετικά με τις διαπραγματεύσεις τους.
Όπως
είναι φυσικό, ο σημαντικότερος παράγοντας εχθρότητας των εργαζομένων,
καθώς επίσης ολόκληρης της κοινωνίας απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα,
είναι η διαπλοκή και η διαφθορά των συνδικαλιστών από την πολιτική και την οικονομική εξουσία – ένα ισχυρότατο όπλο των εργοδοτών (χρηματισμός και εξαγορά των ηγετικών ομάδων), το οποίο χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία, όσο κανένα άλλο.
Από την εξέλιξη αυτή επηρεάστηκαν όλες οι δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας – με εξαίρεση τα σκανδιναβικά κράτη και ο Βέλγιο, όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ που ακολουθεί:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Ποσοστό συνδικαλιστικής οργάνωσης των δυτικών κρατών
Χώρα
|
1960
|
1980
|
2000
|
Σουηδία
|
70,7
|
78,2
|
81,9
|
Δανία
|
60,2
|
77,5
|
81,7
|
Φιλανδία
|
29,3
|
70,0
|
79,0
|
Βέλγιο
|
40,7
|
56,6
|
58,0
|
Νορβηγία
|
51,6
|
54,1
|
54,3
|
Ιρλανδία
|
43,8
|
55,3
|
38,5
|
Αυστρία
|
57,8
|
50,8
|
35,3
|
Ιταλία
|
22,2
|
44,4
|
31,0
|
Μ. Βρετανία*
|
43,5
|
52,2
|
29,5
|
Ολλανδία
|
41,0
|
32,4
|
22,3
|
Γερμανία
|
34,2
|
33,6
|
21,6
|
Ιαπωνία*
|
32,2
|
30,3
|
21,5
|
Η.Π.Α.*
|
28,9
|
21,1
|
13,5
|
Γαλλία
|
19,2
|
17,1
|
9,0
|
* Οι χώρες αυτές υπολογίζουν τα ποσοστά σε σχέση με τους εργαζομένους μόνο – όλες οι άλλες συμπεριλαμβάνουν και τους ανέργους.
Σημείωση: Το ποσοστό των γυναικών στα σκανδιναβικά συνδικάτα είναι ανάλογο με των ανδρών (50%).
Πηγή: WPD
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Από τον Πίνακα ΙΙ διαπιστώνουμε κυρίως ότι, το ποσοστό της συμμετοχής των εργαζομένων στα συνδικάτα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το μέγεθος του κοινωνικού κράτους – με κριτήριο τις σκανδιναβικές χώρες από τη μία πλευρά και τις Η.Π.Α. από την άλλη.
Εντύπωση φυσικά προκαλεί η Γαλλία, στην οποία το συνδικαλιστικό κίνημα έχει υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια
– γεγονός που σημαίνει πολλά για το μέλλον του κοινωνικού κράτους τόσο
στη συγκεκριμένη χώρα, όσο και στις υπόλοιπες που ευρίσκονται στο τέλος
του Πίνακα ΙΙ.
Συμπερασματικά λοιπόν, για τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους στη Δύση τα τελευταία χρόνια είναι κυρίως υπεύθυνα τα συνδικάτα
– τα οποία αφενός μεν βυθίστηκαν στη διαπλοκή και στη διαφθορά,
αφετέρου διαβρώθηκαν από τα πολιτικά κόμματα, εξυπηρετώντας όλο και
λιγότερο τις ανάγκες των κοινωνικών ομάδων που εκπροσωπούν. Παράλληλα
βέβαια, έχασαν την ευρύτερη στήριξη της κοινωνίας – η οποία είναι απολύτως απαραίτητη, για να μπορεί να έχει αποτέλεσμα οποιοδήποτε κίνημα.
Ειδικά όσο αφορά την Ελλάδα, εάν συρρικνωθεί, όπως φαίνεται, το κοινωνικό κράτος, καθώς επίσης εάν ιδιωτικοποιηθούν (σε τιμές ευκαιρίας) οι κοινωφελείς, οι κερδοφόρες και οι στρατηγικές επιχειρήσεις της πατρίδας μας, ένοχοι θα είναι κυρίως τα συνδικαλιστικά κινήματα και οι ηγέτες τους
– αφού αυτοί «συνιστούν» την άμυνα μίας χώρας σε περιόδους οικονομικών
πολέμων, με υποχρέωση την προστασία της από τους εισβολείς.
Εάν δε οδηγηθεί τελικά η Ελλάδα στην απορρύθμιση και στην κατάρρευση, η βασική αιτία δεν θα είναι οι ξένοι εισβολείς ή/και η πολιτική ηγεσία, αλλά οι οργανώσεις των πολιτών και των εργαζομένων.
Η ΙΤΑΛΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ
Ανεξάρτητα
από τα παραπάνω, το τελευταίο χρονικό διάστημα ευρίσκεται σε εξέλιξη,
ερήμην των Πολιτών, ένας αγώνας δρόμου, μεταξύ των ελλειμματικών
οικονομιών της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, σχετικά με το ποια από όλες θα ανακοινώσει τα περισσότερα μέτρα λιτότητας, καθώς επίσης τη μεγαλύτερη μείωση του κοινωνικού κράτους
– με έπαθλο την αναγνώριση των προσπαθειών του νικητή από τις αγορές,
οι οποίες θα τον ανταμείψουν με τα συγκριτικά χαμηλότερα επιτόκια
δανεισμού.
Στα πλαίσια αυτά, η Ισπανία καθυστερεί όσο περισσότερο μπορεί το αίτημα για την υπαγωγή της στο μηχανισμό στήριξης – πιθανότατα επειδή υποθέτει ότι, θα υποχρεωθεί σύντομα και η Ιταλία να καταθέσει ανάλογο αίτημα.
Κάτι τέτοιο θα ισχυροποιούσε προφανώς τη διαπραγματευτική θέση της
Ισπανίας - η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, εάν δηλαδή κατέθετε μαζί
με την Ιταλία το αίτημα, θα είχε καλύτερη «συντροφιά στη φυλακή της
τρόικα», από εκείνη της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ελλάδας.
Για να τα καταφέρει όμως η Ισπανία, σύμφωνα με τους αναλυτές, θα έπρεπε να μειώσει τη διαφορά με την Ιταλία, όσον αφορά το ύψος των επιτοκίων δανεισμού – επομένως να αντιστρέψει την τάση, η οποία εμφανίστηκε από τα τέλη Μαρτίου, όπου τα επιτόκια της ξεπέρασαν τα ιταλικά.
Ειδικότερα, όταν το Δεκέμβριο του 2011 η κυβέρνηση της Ισπανίας ανακοίνωσε το πρώτο πακέτο μέτρων λιτότητας, τα επιτόκια δανεισμού της Ιταλίας ήταν 202 μονάδες βάσης υψηλότερα από τα ισπανικά
– το Μάρτιο όμως αντιστράφηκε η τάση και τον Ιούλιο τα επιτόκια της
Ιταλίας ήταν 116 μονάδες χαμηλότερα (το ζενίθ της διαφοράς).
Πρόσφατα τώρα, όταν η ΕΚΤ ανακοίνωσε την αγορά ομολόγων εκείνων των χωρών, οι οποίες θα υπέβαλλαν αίτημα στήριξης από το ESM, η διαφορά μειώθηκε στις 22 μονάδες βάσης – ενώ θα μπορούσε να περιοριστεί ακόμη περισσότερο, λόγω των μεγαλύτερων αναγκών χρηματοδότησης της Ιταλίας εντός αυτού του έτους (η Ισπανία αντίθετα έχει καλύψει ήδη το 83% των εκδόσεων ομολόγων).
Παρά
τις πιέσεις λοιπόν της Γαλλίας, η οποία ανησυχεί για τον εαυτό της,
λόγω της έκθεσης της σε ισπανικά και ιταλικά ομόλογα, καθώς επίσης των
αγορών, η Ισπανία καθυστερεί περιμένοντας την Ιταλία (αν και η διαφορά των επιτοκίων έχει αυξηθεί ξανά στις 85 μονάδες βάσης, υπέρ της Ιταλίας).
Την ίδια στιγμή όμως η Ιταλία, γνωρίζοντας ότι θα κέρδιζε από την προηγούμενη υπαγωγή της Ισπανίας στο μηχανισμό, χωρίς να υποχρεωθεί να υποταχθεί στις υποχρεώσεις ενός πακέτου στήριξης της οικονομίας της από το ESM, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο.
Από
την άλλη πλευρά, η Ισπανία και η Ιταλία ευρίσκονται αντιμέτωπες με
εντελώς διαφορετικά προβλήματα. Ειδικότερα (Πίνακας ΙΙΙ) τα εξής:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Συγκριτικά μεγέθη Ισπανίας και Ιταλίας - 2011
Δείκτες
|
Ιταλία
|
Ισπανία
|
Έλλειμμα προϋπολογισμού/ΑΕΠ
|
3,9%
|
9,0%
|
Δημόσιο χρέος / ΑΕΠ
|
120%
|
69%
|
Ύφεση
|
-0,8%
|
-0,4%
|
Ανεργία
|
12%
|
25%
|
Πηγή: Bloomberg
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Η Ισπανία βέβαια έχει ένα επί πλέον πρόβλημα, το οποίο τελικά μάλλον θα την υποχρεώσει να υποβάλλει αίτημα πριν από την Ιταλία – τις τράπεζες της οι οποίες, μεταξύ άλλων, υποφέρουν από μία τεράστια εκροή καταθέσεων (περί τα 80 δις € μόνο τον Ιούλιο).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως φαίνεται από τις εξελίξεις στην Ισπανία και στην Ιταλία, η Ευρωζώνη είναι βυθισμένη σε έναν εμφύλιο πόλεμο, με την πολιτική και τις αγορές να μάχονται και να αποφασίζουν ερήμην των Πολιτών
– κάτι που κατά την άποψη μας οφείλεται κυρίως στην κατάρρευση των
συνδικαλιστικών κινημάτων, καθώς επίσης στην αδυναμία των Ευρωπαίων να
(αυτό)οργανωθούν σωστά, για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη καταιγίδα.
Ειδικά
όσον αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, κρίνοντας από την κρίση του 1929
έχουμε την άποψη ότι, εάν όλα παραμείνουν ως έχουν, η Ευρώπη θα υποφέρει τα πάνδεινα από την ύφεση που θα προκαλέσει η πολιτική λιτότητας, σε συνδυασμό με την τραπεζική βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της - ενώ στις Η.Π.Α. θα συμβεί μάλλον το αντίθετο, αφού ο υπερπληθωρισμός είναι πιθανότερος από ποτέ.
Βασίλης Βιλιάρδος
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
Υστερόγραφο του Vassilis Viliardos: Εάν οι πολιτικοί, τα κόμματα και οι μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις ήταν καθαροί, έστω με μερικές εξαιρέσεις, η Ελλάδα δεν θα αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα – ακόμη και εάν ήταν υπερχρεωμένη (τονίζουμε ξανά ότι, η πατρίδα μας είναι μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, με προβλήματα ρευστότητας και κακοδιαχείρισης – όχι βιωσιμότητας). Επειδή όμως δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, τόσο η προπαγάνδα, όσο και η χειραγώγηση της κοινής γνώμης, με στόχο τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας της πατρίδας μας, είναι πανεύκολη – αφού αρκεί να αναφέρεται κανείς μεθοδικά στα πολιτικά σκάνδαλα και στη διαφθορά των συνδικαλιστών (υπερβολικά υψηλές αμοιβές κάποιων στελεχών τους, χρηματισμός, ειδικά προνόμια κλπ.), για να τοποθετεί την κοινή γνώμη εναντίον τους και υπέρ των εισβολέων. Στα πλαίσια αυτά, η (εγκληματική) ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών, των κερδοφόρων και των στρατηγικών επιχειρήσεων του δημοσίου σε τιμές ευκαιρίας, είναι μία εύκολη διαδικασία – αφού η κοινή γνώμη, αγανακτισμένη από τα σκάνδαλα και τη διαφθορά, όχι μόνο δεν αντιδράει καθόλου στη λεηλασία αλλά, αντίθετα, την επικροτεί. Σε κάθε περίπτωση, όταν μία κυβέρνηση (ένα κόμμα ή μία οργανωμένη ομάδα) δεν έχει ολόκληρη την κοινωνία μαζί της, αφενός μεν είναι αδύνατον να λειτουργήσει σωστά, αφετέρου δημιουργεί εκείνες τις προϋποθέσεις, με βάση τις οποίες η χώρα της μετατρέπεται σε προτεκτοράτο - χωρίς να επαναστατεί ο πληθυσμός της, ο οποίος «βομβαρδίζεται» καθημερινά με αρνητικές ειδήσεις, αληθινές δυστυχώς, για τις ηγετικές ομάδες και την ελίτ της πατρίδας του. Ειδικά όσον αφορά την πολιτική των υποκλίσεων απέναντι στους ξένους, είναι μάλλον αυτονόητη - αφού τα οποιοδήποτε «διεφθαρμένα άτομα ή ομάδες» είναι ταυτόχρονα και «εκβιάσιμα» (πολύ περισσότερο από τους ίδιους τους διαφθορείς τους, όπως σε κάποιο βαθμό η Γερμανία και οι Η.Π.Α.). Ολοκληρώνοντας, το μεγαλύτερο «ρήγμα» στην άμυνα μίας χώρας, σε περιόδους οικονομικών (και όχι μόνο) πολέμων, είναι η διαφθορά της πάσης φύσεως ηγεσίας της – η οποία επιτρέπει την ανεμπόδιστη είσοδο των εισβολέων, ελαχιστοποιώντας τους κινδύνους και τις απώλειες τους.
ΑπάντησηΔιαγραφή