28/7/09

Ανδρέας Μαυρομμάτης: Φωτογράφος, ηθοποιός κι αιχμάλωτος για τρεις ολόκληρους μήνες

Έτρωγαν και τα ψίχουλα.Θυμάται και συγκινείται. "Μας έφεραν τα λεωφορεία στο χώρο του Λήδρα Πάλας και απ' εκεί μπήκαμε σε λεωφορεία δικά μας για να πάμε στην Ξενοδοχειακή Σχολή. Εκεί καταλήγαμε όλοι οι αιχμάλωτοι. Περίμενε κόσμος πολύς. Την ώρα που ανεβαίναμε την ανηφόρα προς την Ξενοδοχειακή, βλέπω μέσα από το λεωφορείο τον πατέρα μου, να κατηφορίζει, να κοιτά προς τα λεωφορεία και να φωνάζει. 'Ρε Αντρίκο, ρε Αντρίκο'. Είδα τον. Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Αυτή τη σκηνή θα την πάρω μαζί μου"

Ήταν η "ψυχάρα" στις τουρκικές φυλακές
Ο 74χρονος πατέρας του είδε τα λεωφορεία με τους αιχμαλώτους να πλησιάζουν κι έτρεξε με αγωνία, φωνάζοντας: "Ρε Αντρίκο, ρε Αντρίκο". Αυτή την εικόνα θα την πάρει μαζί του, ομολογεί ο δημοφιλής ηθοποιός
Για τον Ανδρέα Μαυρομμάτη, τον ηθοποιό, άκουσα πολλά. Άκουσα αιχμαλώτους που κρατήθηκαν στις φυλακές των Αδάνων και της Αντίαμα να αναφέρονται σ' αυτόν με τα καλύτερα λόγια. "Μας στάθηκε όσο κανένας άλλος", "μοίραζε το ψωμί του σε άλλους", "εμένα, που ήμουν στο γύψο, ερχόταν και με υπομονή καθόταν δίπλα μου και με τάιζε". Τέτοιες κουβέντες λένε οι συναιχμάλωτοί του και τον παρουσιάζουν στις διηγήσεις τους ως "ψυχάρα", τον θεωρούν ως τον μεγαλύτερό τους αδελφό, ως ένα άνθρωπο, τέλος πάντων, που έκανε την ψυχή του αντίδωρο και τη μοίραζε στους γύρω του. Την Παρασκευή το πρωί τον συναντήσαμε στο κονάκι του στην Ψημολόφου. Σε μια αγροτική περιοχή του χωριού αγόρασε δύο σκάλες γης όπου έφτιαξε το μικρό σπίτι του, φύτεψε καρποφόρα δέντρα και ζει εκεί, μετά την τουρκική εισβολή. Το ωραίο είναι πως το χωράφι το αγόρασε, μετά την απελευθέρωσή του, από έναν κτηματομεσίτη, με τον οποίο γνωρίστηκε στις φυλακές της Τουρκίας. Υπέφερε πολλά στις φυλακές των Αδάνων και της Αντίαμα. Τόσα πολλά, που κάποια στιγμή ένιωσε τον εαυτό του να λυγίζει, πίστεψε πως θα αφήσει τα κόκαλά του εκεί, συγκινήθηκε και άρχισε να κλαίει.

"Βλέπαμε την απόβαση"
Με το δικό του χαρακτηριστικό ύφος, μπήκε αμέσως στη διήγηση του οδυνηρού οδοιπορικού της αιχμαλωσίας του. Είχε σπίτι στον Άγιο Γεώργιο της Κερύνειας, όπου παραθέριζε. Μαζί του ήταν ο δωδεκάχρονος γιος του Δημήτρης και ένας συγγενής του. Το βράδυ της Παρασκευής 19 Ιουλίου 1974 έκανε επίσκεψη σε μια γνωστή του που παραθέριζε στο "Πέντε Μίλι". Δηλαδή στην περιοχή απ' όπου έγινε η απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων την άλλη ημέρα το πρωί. "Επιστρέψαμε πίσω στο σπίτι και κοιμηθήκαμε. Το πρωί μας ξύπνησαν οι εκρήξεις. Μπαμ, μπουμ, χαλασμός. Βγήκαμε στην ταράτσα του σπιτιού και βλέπαμε την απόβαση στο "Πέντε Μίλι". Έβλεπα τα πλοία καθαρά κι άρχισα να σκέφτομαι τη φίλη μας. Φοβόμουν ότι την σκότωσαν. Πού να ήξερα ότι το είχε μάθει πως θα γινόταν απόβαση και έφυγε από τη νύχτα της Παρασκευής". Μείνανε στο σπίτι μέχρι το απόγευμα του Σαββάτου και μόλις άρχισε να βραδιάζει πήγαν και κοιμήθηκαν κοντά σ' έναν ποταμό της περιοχής μαζί με άλλους. Την Κυριακή τους παρέλαβαν άνθρωποι της Πολιτικής Άμυνας και το απόγευμα τους μετέφεραν στο Πέλλα Παΐς. Εκεί κοιμόντουσαν σε ένα μισοτελειωμένο σπίτι κάποιου Άγγλου.


Ο γιος... του διαβητικού
Ο τουρκικός στρατός έφθασε στο χωριό την Τετάρτη. "Οι άντρες των Ηνωμένων Εθνών που βρίσκονταν εκεί μάζεψαν τα πράγματά τους, μας είπαν 'σόρι', μπήκαν στα αυτοκίνητά τους και έφυγαν. Οι Τούρκοι μας οδήγησαν στο Αβαείο. Μεταξύ μας βρισκόταν κάποιος διαβητικός, ο οποίος έπρεπε να απολυθεί. Έπρεπε να παίρνει συνεχώς ινσουλίνη. Φαίνεται ότι οι δικοί του ειδοποίησαν από τις ελεύθερες περιοχές μέσω των Ηνωμένων Εθνών για την αρρώστια του. Συνεννοηθήκαμε και δήλωσε ότι ο Δημήτρης ήταν γιος του. Οι Τούρκοι δεν τον πίστευαν. 'Δεν γίνεται να είναι γιος σου', του έλεγαν, επειδή ο διαβητικός ήταν νεαρός. Εγώ ήμουν τότε 42 χρόνων, αλλά αυτός ήταν κοντά στα 30. Τελικά πείστηκαν και έτσι ο Δημήτρης ήρθε στις ελεύθερες περιοχές". Ησύχασε ο Ανδρέας, γιατί το παιδί του θα ήταν πλέον ασφαλές. Πού να ήξερε, όμως, τι περίμενε τον ίδιο; Από το Πέλλα Παΐς τούς μετέφεραν στο γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία. Έκατσαν εκεί λίγες ημέρες και ακολούθως στην Κερύνεια. Τους έβαλαν και κοιμήθηκαν πάνω στα θρανία του Γυμνασίου Κερύνειας.

Από το Γυμνάσιο Κερύνειας στις φυλακές στα Άδανα

Σαν σακιά στο φορτηγό

"Μας ξύπνησαν το πρωί κι άρχισαν να φωνάζουν ονόματα. Φώναξαν Ανδρέας Μαυρομμάτης και έκαμα ένα βήμα μπροστά. Μα εδώ γράφει 18 χρόνων, εσύ είσαι μεγαλύτερος, μου είπαν. Όχι, είμαι 42 χρόνων, τους είπα, και με έβαλαν να σταθώ παράμερα. Όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, υπήρχε μεταξύ των αιχμαλώτων ένας 18χρονος από το χωριό Βουνό με το ίδιο ονοματεπώνυμο. Τελικά μας οδήγησαν στην παραλία και με έβαλαν κι εμένα στο πλοίο. Ξεκινήσαμε για το λιμάνι της Μερσίνας. Δεν περιγράφεται τι έγινε μόλις φθάσαμε εκεί. Στρατιώτες και ένα πλήθος λυσσασμένων πολιτών όρμηξαν κατά πάνω μας, μόλις αποβιβαστήκαμε. Ήθελαν να μας φάνε. Μας οδήγησαν σε στρατιωτικά φορτηγά. Εκεί, δύο στρατιώτες μάς άρπαζαν, όπως τα σακιά με τις πατάτες, και μας πέταγαν μέσα στα φορτηγά. Προορισμός μας ήταν οι φυλακές των Αδάνων. Φτάσαμε. Μας περίμεναν με ξύλα, βέργες και ακανθωτά τέλια έξω από τα κτήρια. Φάγαμε και κλοτσιές πριν φθάσουμε στους θαλάμους. Αν θυμούμαι καλά, στο θάλαμό όπου κατέληξα εγώ ήμασταν 68 άτομα. Πρώτη μας δουλειά μόλις τακτοποιηθήκαμε ήταν το νερό. Πέσαμε πάνω στις βρύσες όπως τα κοράκια. Ήμασταν διψασμένοι. Πίναμε και δεν το χορταίναμε".

"Είσαι της ΕΟΚΑ Β"
Τα μεγάλα βάσανα για τον Ανδρέα Μαυρομμάτη ήταν πίσω ακόμα. "Μια καλή πρωία ήρθαν και φώναξαν το όνομά μου. 'Ποιος είναι ο Ανδρέας Μαυρομμάτης;'. Απάντησα 'εγώ είμαι' και με οδήγησαν στο διευθυντή των φυλακών. Με διέταξε να σταθώ προσοχή και με ρώτησε με αυστηρό ύφος αν είμαι άρρωστος. Απάντησα 'όχι' και στη συνέχεια με έβγαλαν έξω και με έβαλαν σε ένα τζιπ. Δίπλα μου κάθισε ένας οπλισμένος στρατιώτης και μπροστά, δίπλα στον οδηγό, ένας γιατρός. Ο στρατιώτης μιλούσε ελληνικά. Όπως μου είπε, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Μπήκαμε στην πόλη των Αδάνων και σταματήσαμε έξω από ένα κτήριο. Κατέβηκε ο γιατρός και μπήκε μέσα. Πλησίασαν στο τζιπ πέντε-έξι νεαροί με άγριες διαθέσεις. Ήθελαν να με λιντσάρουν. Ευτυχώς, ο στρατιώτης με προστάτευσε. Γύρισε το όπλο προς το μέρος τους. Στη συνέχεια, μπήκαμε κι εμείς στο κτήριο. Στις σκάλες συναντήσαμε έναν στρατιωτικό με ρούχα παραλλαγής. Μόλις με είδε χύμηξε πάνω μου, έτοιμος να με κατασπαράξει. Πάλι με προστάτευσε ο στρατιώτης. Όπως μου εξήγησε αργότερα, ο στρατιωτικός ούρλιαζε και με όρμηξε γιατί σκοτώθηκαν αλεξιπτωτιστές κατά την πτώση τους στην περιοχή της Μιας Μηλιάς την πρώτη ημέρα της εισβολής. Προχωρήσαμε και με έβαλαν να πέσω πάνω σε κρεβάτι του ιατρείου. Ο γιατρός με ρώτησε ξανά αν υποφέρω από κάτι. Είπα όχι. 'ΕΟΚΑ Β, αα;', με ρώτησε ο γιατρός και εγώ του είπα ότι δεν ξέρω τίποτε γι' αυτά που έλεγε. "Έχουμε πληροφορίες ότι είσαι της ΕΟΚΑ Β", μου είπε, μέσω του διερμηνέα. Αρνήθηκα και στη συνέχεια με οδήγησαν σε άλλο δωμάτιο και μου πήραν δακτυλικά αποτυπώματα. Εκεί, κάποιος με ρώτησε αν είμαι παπάς, απάντησα αρνητικά, αλλά επέμενε ότι είμαι παπάς. Του είπα ότι είμαι ηθοποιός, οπότε πετάγεται ένας άλλος και λέγει 'ααα... Βουγιουκλάκη...'. Πέρασαν κι αυτά και με μετέφεραν πίσω στις φυλακές".


"Δεν άντεξα, έκλαψα"
Στη συνέχεια, ο Ανδρέας μιλά για τις ανακρίσεις στις οποίες τους υπέβαλαν μετά από ημέρες. Τους πήγαιναν είκοσι-είκοσι σε ένα κτήριο, σε απόσταση 15 λεπτών από τις φυλακές. Τους έβαλαν σε γραμμή. Ένας πηγαινοερχόταν και έκανε στάση μπροστά του. "Πήγαινε, ερχόταν και πάλι στεκόταν μπροστά μου. Ρε, τι θέλει αυτός από εμένα;". Αντί να τον πάρουν στην αίθουσα της ανάκρισης, τον έβαλαν σε κελί. "Άκουγα μουγκαρκιές από το ξύλο που έπεφτε στο διπλανό δωμάτιο, άκουγα που τους έριχναν νερό για να συνέλθουν. Στη συνέχεια με πήραν κι εμένα. Πάλι άρχισαν με την ΕΟΚΑ Β. Ο διερμηνέας ήταν Τουρκοκύπριος από την Ποταμιά. Τους έλεγα ότι δεν είχα καμιά σχέση, αλλά εκεί, επέμεναν. 'Είσαι σημαίνον στέλεχος της ΕΟΚΑ Β', έλεγαν συνεχώς. Μου είπαν να πάω στο άλλο δωμάτιο, να το ξανασκεφτώ και όταν επιστρέψω να τους πω την αλήθεια. 'Τέλειωσε, θα με καθαρίσουν', έλεγα από μέσα μου και συγκινήθηκα. Έκλαψα. Ευτυχώς το ξεπέρασα κι αυτό. Επιστρέψαμε πίσω στις φυλακές".


Ξύλο έξω στον μπαξέ
Μετά από μέρες τους φόρτωσαν σε λεωφορεία και τους μετέφεραν στις φυλακές της Αντίαμα. Καθ' οδόν οι γροθιές έπεφταν καπνός. 'Ρουμζιά, αα' και δώστου γροθιές και κλοτσιές. Κατά την είσοδο στις φυλακές έπεσε πάλι ξύλο. Ο Μαυρομμάτης έφαγε μια κλοτσιά στο πόδι που την θυμάται ακόμα. "Μου έδωσαν μια στο πόδι που πονούσα μέχρι και την ημέρα που αφεθήκαμε ελεύθεροι". Το μεγάλο τοπούζι έπεφτε όταν τους έβγαζαν έξω στην αυλή, 'μπαξέ' την αποκαλούσαν. "Μια Κυριακή, μας έβγαλαν εκεί ειδικά για να μας δώσουν ξύλο. Κάποιοι χρησιμοποιούσαν ζώνες. Μερικοί από τους αιχμαλώτους σφάδαζαν από τους πόνους. Άλλες πάλι φορές μάς καλούσαν να βγάλουμε το χέρι μέσα από τα σίδερα της πόρτας κι αυτοί απ' έξω μας κτυπούσαν. Καλά που δεν μας τα έσπαγαν κιόλας".

Πώς λύθηκε το μυστήριο

Το τέλος της αιχμαλωσίας
Ο Ανδρέας Μαυρομμάτης είχε μια από τις μεγαλύτερες σε μήκος χρόνου αιχμαλωσίες. Από τις 24 Ιουλίου μέχρι τις 23 Οκτωβρίου, που αφέθηκε ελεύθερος, έζησε στα χέρια του τουρκικού στρατού. Και όλο αυτό το χρονικό διάστημα χωρίς να κάνει μία φορά μπάνιο. "Φορούσα ένα κοντό παντελόνι όταν με συνέλαβαν και από το φόρεσε, φόρεσε, στο τέλος τρύπησε. Τρύπησε και το σώβρακό μου". Παρά τις κακουχίες που πέρασε, δεν ξεχνά το γεγονός ότι "υπήρχαν και κάποιοι Τούρκοι που φαίνεται να ήταν από καλό γάλα βυζαγμένοι". Ένας από αυτούς, όπως λέγει, ήταν και ο αξιωματικός, ο οποίος την παραμονή της αναχώρησής τους από τις φυλακές της Αντίαμα πήγε και τους πληροφόρησε ότι θα αφεθούν ελεύθεροι. Η χαρά που αισθάνθηκαν δεν μπορούσε να περιγραφτεί. Όταν ξημέρωσε, τους έβαλαν στα λεωφορεία και τράβηξαν για τη Μερσίνα. Μπήκαν στο πλοίο και έφθασαν στην Κερύνεια. Στο μεταξύ, συναντήθηκε με τον άλλον Ανδρέα Μαυρομμάτη. Τον 18χρονο από το Βουνό της Κερύνειας. Ο οποίος του είπε ότι εκτός από τα μηνύματα των δικών του που λάμβανε μέσω του Ερυθρού Σταυρού, λάμβανε και τα γραπτά μηνύματα που απευθύνονταν στον Μαυρομμάτη τον ηθοποιό. Η καρδιά του Μαυρομμάτη πήγε στη θέση της. Άρα δεν τον ξέχασαν και ούτε τον ξέγραψαν οι δικοί του. Του έστελνε μηνύματα ο πατέρας του, ο Ηράκλης. Ήταν γνωστός φωτογράφος της χώρας ο Ηράκλης Μαυρομμάτης και από αυτόν έμαθαν την τέχνη ο Αντρέας και ο αδελφός του. Και οι δύο διατηρούσαν φωτογραφεία, ο ένας στη Λήδρας και ο Αντρέας στην Ονασαγόρου.

Έτρωγαν και τα ψίχουλα
Θυμάται και συγκινείται. "Μας έφεραν τα λεωφορεία στο χώρο του Λήδρα Πάλας και απ' εκεί μπήκαμε σε λεωφορεία δικά μας για να πάμε στην Ξενοδοχειακή Σχολή. Εκεί καταλήγαμε όλοι οι αιχμάλωτοι. Περίμενε κόσμος πολύς. Την ώρα που ανεβαίναμε την ανηφόρα προς την Ξενοδοχειακή, βλέπω μέσα από το λεωφορείο τον πατέρα μου, να κατηφορίζει, να κοιτά προς τα λεωφορεία και να φωνάζει. 'Ρε Αντρίκο, ρε Αντρίκο'. Είδα τον. Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Αυτή τη σκηνή θα την πάρω μαζί μου". Τελικά ανέβηκαν την ανηφόρα τα λεωφορεία, κατέβηκαν οι αιχμάλωτοι, έκαναν ντους και φόρεσαν ρούχα που τους έδιναν γυναίκες του Ερυθρού Σταυρού. Κι ύστερα συνάντησε τον πατέρα του. Ο γιος του, ο Δημήτρης, έλειπε. Με τη βοήθεια της μακαριστής Ουρανίας Κοκκίνου μετέβη στη Θεσσαλονίκη όπου φοιτούσε σε κολέγιο. Ζητήσαμε από τον Ανδρέα Μαυρομμάτη να μας μιλήσει για τη βοήθεια που προσέφερε σε άλλους συγκρατούμενούς του. Δεν θέλει, όπως μας είπε. "Ήμουν ο μεγάλος τους. Οι Τούρκοι με φώναζαν 'Μπου ιχτάρ', δηλαδή ο μεγάλος σε ηλικία. Όταν βλέπεις ένα νεαρό να τρώει το μικρό κομμάτι ψωμί που μας έδιναν κι ύστερα να μαζεύει και τα ψίχουλα, πώς είναι δυνατόν να τρως το δικό σου; Έτσι, κάποτε μοιραζόμουν το δικό μου με άλλους. Εγώ ήμουν μεγάλος, άντεχα την πείνα". Και έκοψε εδώ την κουβέντα.


ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ
Κωδικός άρθρου: 886719
ΠΟΛΙΤΗΣ - 27/07/2009, Σελίδα: 20

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.