25/1/12

Πετάξτε τα βιβλία και διδάξτε…. πατριδογνωσία


«εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή και λάμπουν τα έθνη»
Ρήγας Φερραίος
Γράφει ο Δ. Νατσιός
Δάσκαλος, Κιλκίς
«Εις των Φράγκων υποσχέσεις μη στηρίζετε ελπίδας/ Έμπορος ο βασιλεύς των αγοράζει και πωλεί/ Εις των τέκνων σας τας λόγχας και ασπίδας και κοπίδας,/ Εις αυτά, αυτά και μόνον η ελπίς ας στηριχθεί./ Από τους αγρίους Τούρκους και τους πονηρούς Λατίνους/ Όσο δυνατοί κι αν είσθε δεινούς τρέχετε κινδύνους» (Κ.Σαρδέλη «Η Ρωμηοσύνη και ο Φώτης Κόντογλου», εκδ. «Αστήρ», σελ. 47).
Το ποίημα, το παραπάνω απόσπασμα, δεν είναι γραμμένο, όπως θα περίμενε κανείς, από Ρωμηό. Είναι του λόρδου Βύρωνα από το έργο του «Δον Ζουάν». Δυστυχώς το μόνο που διδάσκει η ιστορία είναι ότι κανείς δεν διδάσκεται απ’ αυτήν. Οι Λατίνοι, οι Φραγκογερμανοί είναι πονηροί, γράφει ο ποιητής, τα δάνειά τους, η μνημονιακή φρίκη, τα φάρμακά τους, μας εξοντώνουν.
«Τρία πράγματα εχάλασαν την Ρωμανίαν όλην, ο φθόνος, η φιλαργυρία και η κενή ελπίδα», έλεγε ένας παροιμιακός λόγος των χρόνων της Άλωσης της Πόλης. Ας προσέξουμε την «κενή ελπίδα», τα «λόγια τα παχιά», τα «λιθάρια στον τουρβά», όπως έλεγε ο Μακρυγιάννης. Το ζητούμενο σήμερα είναι ο απεγκλωβισμός, η απελευθέρωσή μας από το καταδιεφθαρμένο κομματικό κράτος, η καινή, και όχι η κενή, ελπίδα. Πού να την βρούμε όμως, πώς θα απεκδυθούμε το ξεραμένο φιδόδερμα του κενού, της θλίψης, της παραίτησης;
Κάθε πρωί μπαίνω στην τάξη και έχω ενώπιόν μου 25 παιδιά. Πρόσωπα φωτεινά, δροσερές ελπίδες, γέλια τραγανιστά, όλο φως η αίθουσα. (Μα και η λέξη αίθουσα, φως σημαίνει. Εκπληκτικά τα παιχνιδίσματα της γλώσσας μας. Το αρχαίο ρήμα αίθω, σημαίνω καίω, φωτίζω, ανάβω. Από το ρήμα αυτό παράγεται η αίθουσα).
Σκέφτομαι, όλοι μας περιμένουμε τον Ένα, τον χαρισματικό, τον ηγέτη «για να μας βγάλει από την κρίση». Εις μάτην. «Το της πόλεως ήθος ομοιούται τοις άρχουσι». Μας κατάντησαν σαν τα μούτρα τους, από μπακίρι, χρυσό δεν βγάζεις. Αλλού βρίσκεται η λύση. Γυρίζω πίσω, μνημονεύω Διονύσιο Σολωμό. Το 1842, την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της Ανάστασης του Γένους, γράφει σε γράμμα του στον Τερτσέτη, τον απομνημονευματογράφο του Κολοκοτρώνη: «Είναι 21 χρόνια που σαν σήμερα η Ελλάδα έσπασε τις αλυσίδες. Η μέρα αυτή του Ευαγγελισμού είναι μέρα για χαρά και δάκρυα. Χαρά για τα μελλούμενα, δάκρυα για την σκλαβιά την περασμένη. Και για το σήμερα τι να πω; Η διαφθορά είναι τόσο γενική κι έχει ρίζες τόσο βαθιές, που σε κάνει να σαστίζεις. Μόνο όταν τα αίτια της διαφθοράς εξολοθρευτούν πέρα για πέρα, θα μπορέσουμε να έχουμε μιαν ηθική αναγέννηση. Τότε το μέλλον μας θα είναι μεγάλο, όταν όλα στηριχτούν στην ηθική, όταν θριαμβεύσει η δικαιοσύνη, όταν τα γράμματα καλλιεργηθούν, όχι για μάταιη επίδειξη. (σ.σ.: οι «νεόπλουτοι της μάθησης» όπως έλεγε ο Σεφέρης), παρά για όφελος του λαού, που έχει ανάγκη από Παιδεία και από μόρφωση εθνική. Τότε θα έχουμε – ή μάλλον θα έχουν τα παιδιά μας – μιαν ηθική αναγέννηση και το μέλλον της πατρίδας μας θα είναι μεγάλο».
Σκέφτομαι, μες στην τάξη, έχοντας μπροστά μου την αθωότητα του παραδείσου, τα παιδιά, ότι από εδώ, την τάξη, πρέπει να αρχίσει το ανέβασμα. Απαραίτητη προϋπόθεση η αίσθηση του Χρέους. Στην πατρίδα ανήκουμε, δεν μας ανήκει. Η ιθαγένεια είναι δάνειο, που όσο το υπηρετείς και το αποπληρώνεις, κάθε στιγμή της ζωή σου, συμβάλλεις στην «τεκνογονία της αρετής». Είναι «ζυγός χρηστός και φορτίον ελαφρόν» η διακονία της πατρίδας.
Έχω πάντα κατά νου ότι ζούμε, έχει ειπωθεί από τον Χατζηδάκι, μια νέα Τουρκοκρατία, ύπουλη και δολερή. Ο εξευρωπαϊσμός μας ήταν το καλλιτεχνικό όνομα της νέας δουλείας. Η παιδεία, η διδαχή ημών των δασκάλων, να λάβει την μορφή του «Κρυφού Σχολειού». Δεν είναι ώρα για πολλές γραμματικές, φλυαρίες των άχρηστων βιβλίων, ανούσιες παπαγαλίες. Ας πεταχτούν στην άκρη τα βιβλία και ας μιλήσει η καρδιά. Παλιά υπήρχε ένα μάθημα, που το έλεγαν «πατριδογνωσία». Αυτό δεν θέλουν σήμερα οι μαθητές μας; Να γνωρίσουν την πατρίδα τους. Αυτό που βλέπουμε και βλέπουν τα άγουρα μάτια σήμερα δεν είναι ο τόπος μας, «αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα με μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου τίποτε δεν είναι πιο πικρό», γράφει με πίκρα ανείπωτη ο Σεφέρης. Το μάθημα της «Πατριδογνωσίας», η νοσταλγία του τόπου, να γίνει νόστος («νόστιμο ήμαρ»), να γυρίσουμε πίσω, να επιστρέψουμε, «ελθόντες εις εαυτόν», στο ένδοξο καλυβάκι μας  και να πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Στο Δημοτικό σχολείο μπορεί να γίνει αυτό. Προλαβαίνουμε. Οι ψυχές των μικρών παιδιών δεν έχουν σακατευτεί από τα δηλητήρια που «χάλασαν» τις γενιές της «Αλλαγής». Αφήσαμε τόσα χρόνια την παιδεία, την μόρφωση των Ελλήνων στα χέρια της ψευτοπροοδευτικής λέπρας, των σαλταδόρων και καταντήσαμε ρεντίκολο της Οικουμένης. Η λεγόμενη κρίση είναι συνέπεια μιας ορισμένης παιδείας. Εφ’ όσον αυτή η Παιδεία του χαβαλέ, της κατάληψης, του ασύλου, της μετριοκρατίας των εκπαιδευτικών ευθύνεται γιά την φρίκη, οφείλουμε να την πετάξουμε εκεί που ανήκει: στον υπόνομο της ιστορίας. (Όσοι διετέλεσαν υπουργοί Παιδείας, τα τελευταία 30-40 χρόνια, θέλουν… κρέμασμα).
Ξέρω, εκ πείρας, ότι το να διδάσκεις σήμερα, «ψυχή και Χριστό»,
εν μέσω της ιδεολογικής τρομοκρατίας, που ασκούν οι αριστερόφωνοι συνδικαλιστές, είναι δύσκολο. Στοχοποιείσαι. Η συνταγή γνωστή: «Εξόντωση διά της γραφικότητας». Μα θέλει αρετή και τόλμη η ελεύθερη διδασκαλία. «Ουδείς καθεύδων έστησεν τρόπαιον» (Μ.Βασίλειος) Ας τσιρίζουν οι… παιδοκτόνοι. (Παιδοκτόνους ονομάζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τους γονείς και διδασκάλους, πουν αμελούν την σωστή αγωγή των παιδιών. «Τούτους εγώ… και αυτών των παιδοκτόνων χείρους είναι φαίην αν». Και από παιδοκτόνους χειρότεροι… ΕΠΕ 24, 468 «προς πιστόν πατέρα»).
Αυτή η παιδοκτονία, η μη ανατροφή και μόρφωση των παιδιών με τα «παλιά, δικά μας πλούτη» (Παλαμάς), πρέπει, εσχάτη ώρα εστί, πρέπει να σταματήσει. Η γνώμη του αγίου Χρυσοστόμου έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από της κάθε ανθυπομετριότητας  που τάχα και υπουργεί την εκπαίδευση.
Επαναλαμβάνω: πετάξτε, όσοι πιστοί, όσοι φιλότιμοι δάσκαλοι, τα βιβλία για μία ώρα την ημέρα στην άκρη. Διδάσκουμε στα παιδιά τι χάσαμε, τι έχουμε, τι μας πρέπει. Δεν φοβόμαστε την… σκόνη της ιστορίας. «Ουκ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως». (Τιμ. 1,7). Να πιάσουμε πάλι την διήγηση από την αρχή, να τους διδάξουμε δύο ονόματα: Ελλάς και ελευθερία. Να αποστηθίσουν, ή καλύτερα, «να εσωστηθίσουν», όπως έλεγε ο μακαριστός Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης, αυτά τα δύο «μαθήματα».
Πηγή

3 σχόλια:

  1. ..Διασώζει ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Κ. Φωριέλ, στο βιβλίο του «τα δημοτικά τραγούδια της νεωτέρας Ελλάδος», κάτι το εξαιρετικό. Αξίζει να διαβαστεί. (Από το περιοδικό «Γνώσεις», εκδ. 1953). «Το 1817 ένας φίλος μου ταξίδευε στη Μακεδονία με την συνοδεία ενός καλόγερου. Όταν έφτασαν σ’ ένα χωριό, του οποίου το όνομα δεν συγκράτησε, σταμάτησαν για ανάπαυση σ’ ένα αρτοπωλείο, το οποίο ήταν συγχρόνως και το πανδοχείο της περιοχής. Ένα νέο παιδί, ένας Ηπειρώτης, τράβηξε την προσοχή τους. Το παράστημά του ήταν περήφανο, με όψη αγέρωχης ομορφιάς, του οποίου τα μπράτσα, οι γυμνές κνήμες, το στήθος, έδιναν τον τύπο της κομψότητας και του σφρίγους. Παρατήρησε με προσοχή τους δύο ταξιδιώτες και στρεφόμενος στον λαϊκό, τον ρώτησε: Ξέρεις να διαβάζεις; Εκείνος συγκατάνευσε και ο νεαρός Ηπειρώτης τον παρακάλεσε να τον ακολουθήσει σε γειτονικό αγρό. Κάθισαν σ’ έναν σωρό από πέτρες. Το παιδί τότε έβαλε το χέρι του στον κόρφο του και έβγαλε κάτι, που ήταν δεμένο μ’ έναν σπάγκο. Ήταν ένα μικρό βιβλίο, ο Θούριος του Ρήγα. Το δίνει στον ξένο και τον παρακαλεί να του το διαβάσει. Ο ταξιδιώτης το πήρε και άρχισε να το απαγγέλει με στόμφο. Ύστερα από λίγα λεπτά σήκωσε τα μάτια του και έμεινε έκπληκτος». (Συνεχίζω στην καθαρεύουσα). «Ο ακροατής του δεν ήτο πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Το πρόσωπόν του εφαίνετο φλογισμένον και όλα τα χαρακτηριστικά του απέδιδον έξαρσιν. Τα μισοανοικτά του χείλη εδονούντο. Χείμαρρος δακρύων έπιπτεν από τα μάτια του, ενώ το σκιώδες στήθος του εταράσσετο και συνεσπάτο». «Για πρώτη φορά ακούς να σου διαβάζουν το βιβλιαράκι αυτό; ρωτά ο ταξιδιώτης. Όχι, του απαντά σκουπίζοντας τα μάτια του με την ανάστροφη της παλάμης του. Το έχω ακούσει πολλές φορές. Παρακαλώ τους διαβάτες και μου το διαβάζουν συχνά… Και πάντοτε κλαις; Ναι, πάντοτε…» Τι να πεις γι’ αυτό το ανεκλάλητο μεγαλείο; Το Γένος με δάκρυα στα μάτια, κάνοντας το σταυρό του, αξιώθηκε την ελευθερία του.

    «Στον τόπο που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια».

    Νατσιός Δημήτρης
    δάσκαλος-Κιλκίς

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτήν την ιστορία Ακρίτα, μας την είχαν πεί στην Δ΄Δημοτικού και μάλιστα, την διαβάσαμε στην επέτειο της 25ης Μαρτίου.
    Είναι από κείνα που σου μένουν πάντοτε. Οπως και η άλλη ιστορία με τους Ελληνες που έδωσαν βόλια στους Τούρκους, για να μην σπάσουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα και κλέψουν το μολύβι με το οποίο ήταν συγκολλημένα.
    Αυτό το είχε γράψει νομίζω, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.
    Ελίνα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.