14/1/12

Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για τα Σκόπια: Επισκόπηση και Παρατηρήσεις, θ΄ (τελευταίο) μέρος


Επίλογος - Καταληκτικά σχόλια
Η επισκόπηση της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στην προσφυγή των Σκοπίων μας επιτρέπει να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα αναφορικά με την τακτική της ελληνικής αντιπροσωπείας και την διαχρονική στάση των Ελληνικών Κυβερνήσεων απέναντι στο ζήτημα της ονομασίας του γειτονικού κράτους.

Αναφορικά με την παρουσία της ελληνικής πλευράς στη Χάγη, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις στις οποίες η ελληνική αντιπροσωπεία είτε προτίμησε να τοποθετηθεί αργότερα επί κάποιων ζητημάτων, είτε  διαφοροποίησε την τακτική την οποία ακολούθησε κατά την διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Αναφορικά με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, στα προκαταρκτικά στάδια, πριν τις δημόσιες συνεδριάσεις, η ελληνική πλευρά  σε επιστολή της προς το Διεθνές Δικαστήριο ισχυρίστηκε πως κατά τη γνώμη της, το Διεθνές Δικαστήριο δεν είχε αρμοδιότητα επί της προσφυγής των Σκοπίων, αλλά αντί να καταθέσει προκαταρκτικές αντιρρήσεις σύμφωνα με τον Κανονισμό του Διεθνούς Δικαστηρίου, εξέτασε μαζί, σε μεταγενέστερο στάδιο, τα ζητήματα τόσο για την αναρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου όσο και για την ουσία της προσφυγής. Αποτελεί ερώτημα κατά πόσο αυτή η στάση υπονόμευσε τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, όταν δεν εξέφρασε τις αμφιβολίες τις στο προκαταρκτικό στάδιο.
Σε σχέση με το άρθρο 22 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η ελληνική πλευρά άλλαξε την αρχική της τοποθέτηση. Στο άρθρο 22 γίνεται αναφορά ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία δεν στρέφεται εναντίον κανενός και ότι δεν παραβιάζει υπάρχοντα δικαιώματα των δύο μερών μέσω διμερών ή πολυμερών συμφωνιών σε ισχύ. Σύμφωνα με την ερμηνεία της ελληνικής πλευράς, οι υποχρεώσεις των δύο μερών –Ελλάδος και Σκοπίων- από  διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες θεωρούνται υπέρτερες σε σχέση με τις υποχρεώσεις των δύο μερών όπως αυτές απορρέουν από την Ενδιάμεση Συμφωνία. Η ελληνική πλευρά σταδιακά άλλαξε τακτική και τελικά χρησιμοποίησε τους ισχυρισμούς της για το άρθρο 22 όχι για την αρμοδιότητα ή μη του Δικαστηρίου, αλλά για την ουσία της προσφυγής, δηλαδή αν ή Ελληνική Κυβέρνηση όντως παραβίασε το άρθρο11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.  Η ελληνική αντιπροσωπεία έκανε χρήση του άρθρου 10 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, το οποίο παρέχει το δικαίωμα σε ένα κράτος μέλος να συναινεί (ή όχι) στην ένταξη ενός κράτους στο ΝΑΤΟ, και να συμμετέχει ενεργά σε συζητήσεις για θέματα τα οποία αφορούν την Ατλαντική Συμμαχία. Σε μια δεύτερη διαφοροποίηση, για το άρθρο 22,η ελληνική αντιπροσωπεία σταδιακά περιόρισε την ερμηνεία της αναφορικά με το άρθρο 22, δηλώνοντας ότι έχει δικαίωμα να φέρει αντιρρήσεις στην ένταξη ενός κράτους στο ΝΑΤΟ, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι κανονισμοί και τα κριτήρια του οργανισμού απαιτούν/επιβάλλουν την αντίρρηση υπό το φως των συνθηκών της κάθε αίτησης ένταξης. 
Αναφορικά με την παρεμπόδιση της ένταξης των Σκοπίων, η ελληνική πλευρά υποστήριξε ότι δεν παρεμπόδισε την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ· εναλλακτικά, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η αντίδραση στην ένταξη των Σκοπίων καλύπτεται από το ίδιο το άρθρο 11 παρ. 1, υπό την έννοια ότι τα Σκόπια θα αναφέρονταν εντός ενός διεθνούς οργανισμού διαφορετικά από την προσωρινή τους ονομασία (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Τέλος, υποστηρίχθηκε ότι η παρεμπόδιση των Αθηνών στην ένταξη των Σκοπίων δεν θα ερχόταν σε αντίθεση με τη Ενδιάμεση Συμφωνία λόγω του άρθρου 22.
Παράλληλα, για να δικαιολογηθεί η παρεμπόδιση έγινε χρήση της αρχής exceptio non adimplenti contractus, της ‘απάντησης’ σε ουσιώδη παράβαση, και των αντίμετρων. Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική πλευρά ισχυρίστηκε ότι όποια αμέλεια αναφορικά με τις υποχρεώσεις τις στο πλαίσιο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, δικαιολογείται από το γεγονός της ουσιώδους παράβασης της συνθήκης ( άρθρα 5,6,7 και11) εκ μέρους των Σκοπίων. Η ελληνική αντιπροσωπεία, αρχικά, τόνισε το Δικαστήριο, δεν ισχυριζόταν ότι ήθελε να προβεί σε ολική ή μερική αναστολή της εφαρμογής της Ενδιάμεσης Συμφωνίας σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, αλλά αργότερα υιοθέτησε τη θέση ότι η μερική αναστολή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας δικαιολογείται από το άρθρο 60 της Σύμβασης της Βιέννης. Τέλος σε σχέση με τα αντίμετρα, αρχικά η ελληνική αντιπροσωπεία δήλωσε ότι δεν θεωρεί πως η όποια άρνηση της στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ στοιχειοθετείται ως αντίμετρα. Αργότερα, όμως, δήλωσε πως οι  υποτιθέμενες αντιρρήσεις θα εκπλήρωναν τους όρους για να χαρακτηριστούν αντίμετρα.
Μια άλλη παρατήρηση, η οποία μπορεί να γίνει αναφορικά με τα επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποίησε η ελληνική πλευρά για να στοιχειοθετήσει τις αντιρρήσεις της στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, είναι ότι δεν υπήρξε αναφορά, παρά έμμεση και χλιαρή, για τη μη εκπλήρωση κριτηρίων των Σκοπίων για είσοδο στο ΝΑΤΟ. Απεναντίας η ελληνική πλευρά παρουσίασε ως κύριο λόγο της μη ένταξης των Σκοπίων την ανυπαρξία λύσης στο ζήτημα της ονομασίας. Το Δικαστήριο αναφέρει, στην παράγραφο 81 της απόφασης, πως κατά την διάρκεια και μετά από την σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, η ελληνική κυβέρνηση κατέστησε σαφές ότι το αποφασιστικό κριτήριο για την Ελλάδα ήταν η επίλυση της διαφοράς του ονόματος. Επιπροσθέτως, στην απόφαση γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι αφού η Ελλάς δεν συσχέτισε την αντίρρηση της στη Σύνοδο Κορυφής  με λόγους άλλους από την διαφορά του ονόματος, τότε το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να αποφασίσει αν η Ελληνική Δημοκρατία έχει το δικαίωμα να εκφράσει αντιρρήσεις στην είσοδο των Σκοπίων σε ένα διεθνή οργανισμό εξαιτίας αυτών των άλλων λόγων. Με λίγα λόγια, από την στιγμή κατά την οποία η Ελλάδα δήλωσε ότι ο πιο σημαντικός λόγος για την αντίρρηση της στη Σύνοδο Κορυφής ήταν η διαφορά του ονόματος και όχι η μη εκπλήρωση βασικών κριτηρίων εισδοχής στο ΝΑΤΟ από τα Σκόπια καθώς και την εύθραυστη εσωτερική κατάσταση του γειτονικού κρατιδίου, τότε το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτό το ζήτημα.  Κατά την άποψη του γράφοντος, η αναφορά στην ολοένα και πιο δύσκολη συμβίωση  Σλάβων και Αλβανών και η συνεχιζόμενη αυταρχική διακυβέρνηση από τον κ. Γκρουέφσκι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να καταδείξουν την ακαταλληλότητα και ανωριμότητα των Σκοπίων να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και να αποτελέσουν έναν αξιόπιστο εταίρο. Φυσικά, από την στιγμή κατά την οποία στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ αλλά και πριν ή μετά από αυτήν, δεν υπήρχαν, συνεχείς τουλάχιστον, επίσημες τοποθετήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων για την ακαταλληλότητα των Σκοπίων για ένταξη στην Ατλαντική Συμμαχία, οι όποιες αιτιάσεις της ελληνικής αντιπροσωπείας πάνω σε αυτή τη βάση θα ήταν αδύναμες.

Δομικές αδυναμίες της Ενδιάμεσης  Συμφωνίας 
Πέρα από την τακτική  την οποία ακολούθησε η ελληνική πλευρά στη Χάγη, και τις όποιες εναλλακτικές επιλογές μπορούσαν να υιοθετηθούν, είναι αναντίρρητο το γεγονός ότι το κείμενο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 περιείχε αρκετές πρόνοιες, οι οποίες όχι μόνο κατέστησαν δυσκολότερο το έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Χάγη, αλλά κρατούν όμηρο  την ελληνική εξωτερική πολιτική από το 1995 και μετά.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η διάταξη του πρώτου άρθρου της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Στο άρθρο 1 παρ. 1 της συμφωνίας αναφέρεται ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει τα Σκόπια ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και πως θα αναφέρεται στα Σκόπια με το προσωρινό όνομα (ΠΓΔΜ). Δεν υπάρχει, όμως, καμία αναφορά, η οποία να υποχρεώνει τα Σκόπια να χρησιμοποιούν αυτό το όνομα στις συναλλαγές τους με την Ελλάδα. Μάλιστα, σύμφωνα με το Υπόμνημα Πρακτικών Μέτρων, το οποίο συνομολογήθηκε μεταξύ των δύο κρατών την ίδια περίοδο με την Ενδιάμεση Συμφωνία, αναγνωρίζεται η δυνατότητα των Σκοπίων να χρησιμοποιούν τον όρο ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας’ στις επαφές τους με την Ελλάδα. Άρα, από την πρώτη στιγμή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η Ελλάδα δεν επέμεινε από τα Σκόπια να απόσχουν από την χρήση τους ως άνω όρου. Αν κάποιος δεν πιστεύει στην σημασία του ονόματος Μακεδονία, τότε δεν υπάρχει λόγος να διαπραγματεύεται και για αυτό…
Μια άλλη περίπτωση είναι η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1, διάταξη η οποία επιβάλλει μεν στους διεθνείς οργανισμούς, στους οποίους τα Σκόπια είναι μέλος, να αναφέρονται στο γειτονικό κράτος με το προσωρινό όνομα ( ΠΓΔΜ) αλλά επιτρέπει στα Σκόπια να χρησιμοποιούν τον όρο ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας’ εντός των διεθνών αυτών οργανισμών. Η τότε ελληνική κυβέρνηση ( 1995) θα μπορούσε να επιτύχει την υποχρέωση των Σκοπίων, να χρησιμοποιούν το προσωρινό και όχι το συνταγματικό τους όνομα, στους διεθνείς οργανισμούς, στους οποίους γίνονται μέλος, με την ανοχή της Ελλάδος. Επιπροσθέτως, όπως σημειώνεται και στην απόφαση ( παράγραφος 96), αν και ήταν γνωστή πριν την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η πρακτική των Σκοπίων να κάνουν χρήση του όρου ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας’ εντός των Ηνωμένων Εθνών, εν τούτοις, στο άρθρο 11 παρ. 1 δεν υπάρχει φράση η οποία να υποχρεώνει τα Σκόπια να αλλάξουν στάση. Εάν τα δύο μέρη,  ήθελαν να καταγράψουν την ανάγκη αλλαγής συμπεριφοράς των Σκοπίων αναφορικά με την χρήση του συνταγματικού τους ονόματος  (μετά από απαίτηση της Ελλάδος), θα το είχαν συμπεριλάβει με σαφή τρόπο στην Ενδιάμεση Συμφωνία κατ’ αναλογίαν των άρθρων 6 και 7. Προφανώς, η τότε ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμούσε αλλαγή της συμπεριφοράς των Σκοπίων, και αν το επιθυμούσε δεν επέμεινε σε αυτό…
Ένα τελευταίο παράδειγμα αποτελεί η τρίτη παράγραφο του άρθρου 7 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Το Δικαστήριο σημείωσε πως σε αντίθεση με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 7 (το οποίο ρητώς απαγόρευε στα Σκόπια τη χρήση του Ήλιου της Βεργίνας ως σημαία), το κείμενο της τρίτης παραγράφου του ιδίου άρθρου δεν περιέχει ρητή απαγόρευση των συμβαλλομένων μερών -των Σκοπίων στη συγκεκριμένη περίπτωση- να χρησιμοποιούν τα σύμβολα, όπως αυτά περιγράφονται στο κείμενο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (σύμβολα τα οποία αποτελούν τμήμα της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς των συμβαλλομένων μερών). Το Δικαστήριο υιοθέτησε την άποψη πως η συγκεκριμένη διάταξη, καθορίζει μια διαδικασία γι τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα συμβαλλόμενο μέρος θεωρεί ότι το άλλο μέρος κάνει χρήση των ιστορικών και πολιτιστικών του συμβόλων. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεώρησε πως η χρήση συγκεκριμένων συμβόλων ή η ονοματοθεσία του αεροδρομίου δεν συνιστούν παραβίαση του άρθρου 7 παρ. 3.
Το κείμενο του άρθρου 7 παρ. 3, δεν περιέχει ρητή απαγόρευση χρήσης ιστορικών συμβόλων ενός συμβαλλόμενου μέρους  από το άλλο. Η μη συμπερίληψη απαγόρευσης χρήσης των συμβόλων του άλλου συμβαλλόμενου μέρους αποτέλεσε ασυγχώρητο λάθος της τότε ελληνικής κυβέρνησης διότι παρείχε απόλυτη ελευθερία κινήσεων στη σκοπιανή κυβέρνηση να χρησιμοποιεί όποια σύμβολα επιθυμεί, δίνοντας την εντύπωση στη διεθνή κοινή γνώμη ότι η Ελλάδα συναινεί στην εν λόγω πρακτική.

Αβελτηρία Ελληνικών Κυβερνήσεων
Πέρα από τις σημαντικές αδυναμίες της Ενδιάμεσης Συμφωνίας,  η ελληνική  αντιπροσωπεία  στη Χάγη κλήθηκε να διαχειριστεί τις αστοχίες, την αβελτηρία και τη νωθρότητα των ελληνικών κυβερνήσεων των τελευταίων είκοσι ετών, κάνοντας το έργο της ακόμα πιο δύσκολο. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο σημειώνει στην απόφαση πως από την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας μέχρι την Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου, τον Απρίλιο του 2008, τα Σκόπια έγιναν μέλος σε 15 τουλάχιστον διεθνείς οργανισμούς βάσει του προσωρινού ονόματος τους, 'Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας'. Παράλληλα, τα Σκόπια συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο 'Δημοκρατία της Μακεδονίας' εντός των διεθνών αυτών οργανισμών. Το Δικαστήριο σημείωσε τον ισχυρισμό των Σκοπίων ότι η Ελλάδα δεν έφερε αντιρρήσεις στη συμμετοχή των Σκοπίων σε κάποιους από αυτούς τους διεθνείς οργανισμούς, ισχυρισμός ο οποίος δεν αντικρούστηκε από την ελληνική πλευρά. Ειδικότερα, στο πλαίσιο συγκεκριμένου διεθνούς οργανισμού, του Συμβουλίου της Ευρώπης, αναφέρεται στην απόφαση ότι η Ελληνική Κυβέρνηση μόλις, το Δεκέμβριο του 2004, εξέφρασε παράπονα για την χρήση του όρου 'Δημοκρατία της Μακεδονίας' από τα Σκόπια, με τα τελευταία να ήταν ήδη μέλος του διεθνούς οργανισμού από το 1995. Το Δικαστήριο τονίζει ότι η πρώτη αντίδραση των Αθηνών εντός του Συμβουλίου της Ευρώπης, για την πρακτική των Σκοπίων, έλαβε χώρα εννέα χρόνια από την στιγμή κατά την οποία τα Σκόπια έγιναν μέλος του διεθνούς αυτού οργανισμού (παράγραφος 99 της απόφασης). Επιπροσθέτως, στην απόφαση καταγράφεται, η συνεχής πρακτική των Σκοπίων να κάνουν χρήση του συνταγματικού τους ονόματος στο πλαίσιο δύο προγραμμάτων του ΝΑΤΟ,  του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη και του Σχεδίου Δράσης Ένταξης και την απουσία ελληνικής διαμαρτυρίας αναφορικά με την πρακτική αυτή (παράγραφος 100 της απόφασης).
Ακόμα, όμως, και στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει αντίδραση εκ μέρους των Αθηνών αυτή είναι είτε καθυστερημένη, είτε τόσο χλιαρή ώστε ακυρώνεται το νόημα της ενέργειας. Πιο συγκεκριμένα,
σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο 2 του άρθρου 7, τα Σκόπια θα παύσουν να χρησιμοποιούν το σύμβολο το οποίο απεικονιζόταν στη σημαία τους πριν την έναρξη της ισχύος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (Ήλιος της Βεργίνας). Πέρα από τη περίπτωση του τάγματος του σκοπιανού στρατού, η ελληνική αντιπροσωπεία ανέφερε κάτω από δέκα επιπρόσθετες περιπτώσεις, χρήσης του συμβόλου. Η Ελληνική Κυβέρνηση εξέφρασε παράπονα προς την αντίστοιχη των Σκοπίων, μετά τη Σύνοδο Κορυφής του 2008, αν και οι περιπτώσεις χρήσης του απαγορευμένου συμβόλου έλαβαν χώρα μήνες ή και χρόνια πριν από αυτή (τη Σύνοδο Κορυφής). Εδώ καταδεικνύεται η ολιγωρία και αβελτηρία των Ελληνικών Κυβερνήσεων, οι οποίες δεν διαμαρτυρήθηκαν άμεσα για τις έκνομες αυτές ενέργειες -ιδιωτών αλλά και των σκοπιανών αρχών- και δεν κατήγγειλαν την Ενδιάμεση Συμφωνία. Οι Ελληνικές Αρχές  δεν εξέφρασαν κάποια αντίδραση, στοιχείο το οποίο χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο για να μην ασχοληθεί με αυτές τις κατηγορίες, κατηγορίες οι οποίες υπό διαφορετική περίπτωση, θα μπορούσαν να καταδείξουν την διαρκή παραβατική συμπεριφορά της σκοπιανής κυβέρνησης.
Επίσης, αναφορικά με την ονοματοθεσία του αεροδρομίου της πόλης των Σκοπίων σε’ Μέγας Αλέξανδρος’, η ελληνική αντιπροσωπεία παρουσίασε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, τον Δεκέμβριο του 2006, η Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος δήλωσε πως η συμπεριφορά των Σκοπίων δεν εξυπηρετεί τις σχέσεις καλής γειτονίας καθώς επίσης  
τις Ευρωατλαντικές φιλοδοξίες της χώρας αυτής, χωρίς, όμως, να υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στην ονοματοθεσία του αεροδρομίου. Τον Φεβρουάριο του 2007, κατά τη διάρκεια συζήτησης στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, η Ελληνίδα Υπουργός Εξωτερικών χαρακτήρισε την πράξη ονοματοθεσίας του αεροδρομίου, παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, χωρίς, όμως, να ενημερώσει τις σκοπιανές αρχές για την θέση της…
Πέραν της καταδικαστικής, για την χώρα μας, απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου, μετά την προσφυγή των Σκοπίων, ένα χρήσιμο συμπέρασμα συνάγεται από την όλη δικαστική διαδικασία. Οι αβλεψίες, οι υποχωρήσεις, οι αστοχίες και η ελλιπή καταγραφή του σκοπιανού αλυτρωτισμού είναι στοιχεία τα οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις θα τα βρίσκουν πάντοτε μπροστά τους. Οι υποχωρήσεις και παραλείψεις των Αθηνών καταγράφονται και χρησιμοποιούνται εναντίον της Ελλάδος. Το φοβικό σύνδρομο ή ο ωχαδερφισμός να μην καταγράφεται ρητώς και κατηγορηματικώς η όποια διαφωνία της χώρας διεθνώς αναφορικά με την συμπεριφορά των Σκοπίων, αποθρασύνει τα Σκόπια και προετοιμάζει το έδαφος για περαιτέρω πιέσεις εκ μέρους του διεθνούς παράγοντα.
Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου αποτελεί ένα χρήσιμο μήνυμα για άμεση αλλαγή στρατηγικής στο ζήτημα της ονομασίας. Στρατηγική πιο διεκδικητική με άμεση καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, μιας συμφωνίας η οποία αποτέλεσε το διαβατήριο των Σκοπίων για νομιμοποίηση των αλυτρωτικών τους διεκδικήσεων από τη διεθνή κοινότητα. Η Αθήνα θα πρέπει να μάθει να ζει με εκκρεμότητες. Ένα εθνικό ζήτημα σε εκκρεμότητα αποτελεί σαφώς προτιμότερη επιλογή από το πρόχειρο κλείσιμο του θέματος, κλείσιμο το οποίο θα ανακουφίσει τις ψοφοδεείς ελίτ των Αθηνών, αλλά θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά στην περιοχή, με την αποδοχή του σκοπιανού αλυτρωτισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.