23/7/09

Ιστορίες τραγικές του 1974 που προκαλούν συγκλονισμό και φρίκη

Το μαράζι του Μήτρου απ' την Αφάνεια
Ο Μήτρος στον ένα μήνα της αιχμαλωσίας του, δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τα βάσανα από τις κακές συνθήκες διαβίωσης και το ξύλο που έφαγε όντας κρατούμενος. Το μεγάλο βάσανό του, ήταν ο Κόκος, ο 19χρονος γιος του, που βαριά πληγωμένος έμεινε στα χέρια του τουρκικού στρατού. "Επέζησε; Τι τον έκαναν; Τον πήγαν σε νοσοκομείο και ακόμα κρατείται, ή μήπως τον άφησαν ελεύθερο;". Όλα τούτα τον βασάνιζαν και δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Δεν μπορούσε να δώσει απάντηση, γιατί ποιος να του δώσει πληροφορίες στη φυλακή όπου βρισκόταν;


Το μαράζι του Μήτρου απ' την Αφάνεια

Όλες οι ιστορίες του 1974 είναι τραγικές. Ωστόσο, η κάθε μια διαφέρει από την άλλη. Έχει τα δικά της δραματικά στοιχεία. Μια απ' αυτές είναι και η ιστορία του Μήτρου του πολύτεκνου από την Αφάνεια

"Ο Μήτρος ο πολύτεκνος από την Αφάνεια". Μ' αυτό το όνομα και τα συνοδευτικά του πέρασε στον πολύ κόσμο τούτος ο άνθρωπος. Όσοι τον γνώρισαν είχαν και έχουν να λένε πολλά για τον λεβεντόγερο, τον ντόμπρο πρόσφυγα που έμπαινε πάντα μπροστά και διεκδικούσε τα δίκαιά του μαζί με των άλλων, μα πιο πολύ είχαν να λένε για τον "Μήτρο τον επαναστάτη". Όταν τις τελευταίες ημέρες συναντήσαμε τον πρώην δικαστή του Ανωτάτου, Παναγιώτη Καλλή, προκειμένου να μας μιλήσει για τους 82 αγνοούμενους της Άσσιας και τη δική του αιχμαλωσία, πήραμε μαζί μας και μια δέσμη με φωτογραφίες της εποχής του 1974. "Αυτός είναι ο Μήτρος ο πολύτεκνος από την Αφάνεια", μας είπε, δείχνοντάς μας τον αιχμάλωτο που τον ακολουθούσε στη σειρά όταν απελευθερώθηκαν στις 16 Σεπτεμβρίου 1974, στο χώρο του Λήδρα Πάλας.

Ο αγνοούμενος γιος
Χθες, ο γιος του Μήτρου, ο Σπύρος Γεωργίου, γιατρός στο επάγγελμα, μας πήρε στο τηλέφωνο. "Είδα το ρεπορτάζ και τις φωτογραφίες που δημοσιεύσατε και παίρνω για να ευχαριστήσω το δικαστή, τον κ. Καλλή. Στάθηκε στον πατέρα μου, αλλά και στους άλλους αιχμαλώτους που ήταν μαζί του. Ο μακαρίτης ο Μήτρος μάς μιλούσε συχνά γι' αυτόν τον άνθρωπο κι έλεγε πάντα ότι πρέπει να τον βρει και να τον ευχαριστήσει". Ο Μήτρος στον ένα μήνα της αιχμαλωσίας του, δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τα βάσανα από τις κακές συνθήκες διαβίωσης και το ξύλο που έφαγε όντας κρατούμενος. Το μεγάλο βάσανό του, ήταν ο Κόκος, ο 19χρονος γιος του, που βαριά πληγωμένος έμεινε στα χέρια του τουρκικού στρατού. "Επέζησε; Τι τον έκαναν; Τον πήγαν σε νοσοκομείο και ακόμα κρατείται, ή μήπως τον άφησαν ελεύθερο;". Όλα τούτα τον βασάνιζαν και δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Δεν μπορούσε να δώσει απάντηση, γιατί ποιος να του δώσει πληροφορίες στη φυλακή όπου βρισκόταν;

Τους έσωσε ο Γιουσούφ
Η περιπέτειά του ιδίου και της οικογένειάς του άρχισε στις 14 Αυγούστου 1974. Ο Μήτρος κατοικούσε στην Αφάνεια με τα 10 παιδιά του και τα εγγόνια του. Στις 14 Αυγούστου, με την εκδήλωση της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής και την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων, αποφάσισε να πάρει την οικογένειά του και να μεταβεί στο γειτονικό χωριό, την Άσσια. "Ήμασταν τα οκτώ από τα δέκα παιδιά. Εγώ ήμουν τότε 13 χρόνων", λέγει ο Σπύρος και διευκρινίζει ότι η μεγάλη αδελφή του η Δέσπω με τα παιδιά της και την άλλη αδελφή του την Χρυστάλλα 10 χρόνων, είχαν φύγει προηγουμένως επίσης για την Άσσια. "Μαζί μας ήταν ένας ξάδελφος και ακόμα ένας χωριανός μας, ο Γιακουμής. Περπατούσαμε μέσα στα χωράφια. Όταν πλησιάζαμε στην Άσσια, θα ήταν γύρω στις 6 η ώρα το απόγευμα, βρεθήκαμε κοντά στον τουρκικό στρατό που προχωρούσε για να μπει στο χωριό. Μας είδαν και άρχισαν να βάζουν εναντίον μας. 'Πέσετε κάτω', φώναξε ο πατέρας μου και όλοι βρεθήκαμε στο έδαφος. Ήταν εκεί ένα γεφύρι και έτσι μας προστάτευε από τις σφαίρες. Σε κάποια στιγμή, ο πατέρας μου, που ήξερε τούρκικα -στο χωριό μας κατοικούσαν και Τουρκοκύπριοι- φώναξε δυνατά. Τους είπε να μην πυροβολούν γιατί δεν ήμασταν στρατιώτες. 'Είμαστε άμαχοι' τους είπε. Σταμάτησαν και σηκωθήκαμε. Ο αδελφός μου ο Κόκος, 18 χρόνων τότε (τελειόφοιτος του Παγκυπρίου Γυμνασίου) παρέμεινε στο έδαφος. Ο πατέρας μου πήγε προς το μέρος του. Είδε ότι ήταν τραυματισμένος και στα δύο πόδια του και έπαθε σοκ". Στο μεταξύ, πλησίασαν Τούρκοι στρατιώτες και βοήθησαν τον Μήτρο να ανεβάσουν τον Κόκο και να τον βάλουν να κάτσει στο γεφύρι.
"Στη συνέχεια μας μάζεψαν και μας μετέφεραν 30 μέτρα πιο πέρα, στο πρώτο σπίτι της Άσσιας. Μας έστησαν στον τοίχο και πρόταξαν τα όπλα για να μας σκοτώσουν. Ένας Τουρκοκύπριος χωριανός μας, ο Γιουσούφ Ντερβίς, ο οποίος συνόδευε το στρατό για να τον οδηγήσει προς την Άσσια, επενέβη και τους είπε να σταματήσουν. 'Όχι τούτους τους ανθρώπους. Τους γνωρίζω, είναι καλοί άνθρωποι, δεν πείραξαν κανέναν'. Μας οδήγησαν πίσω στο γεφύρι και κάποιος Τούρκος έδωσε διαταγή να μας στήσουν και πάλι στον τοίχο για να μας εκτελέσουν. Τρεις φορές έγινε το ίδιο πράγμα, αλλά και τις τρεις πετάχτηκε στη μέση ο Γιουσούφ και μας γλίτωσε".

Μωρό 40 ημερών...
Ρωτήσαμε τον Σπύρο τι ένιωθε εκείνες τις στιγμές. "Τι να νιώθω; Λες από μέσα σου ότι ως εδώ ήταν η ζωή μου, πάει τέλειωσε. Το πιο φοβερό, όμως, είναι πως η αδελφή μου η Χρυστάλλα, 20 χρόνων, κρατούσε στην αγκαλιά της το μωρό της, μόλις 40 ημερών. Και μόνο να το σκέφτεσαι σε πιάνει το ρίγος. Πόσο δε μάλλον να το ζεις". Στη συνέχεια, ο Τουρκοκύπριος συγχωριανός τους που μιλούσε ελληνικά, τους είπε ότι τον Κόκο θα τον μετέφεραν σε νοσοκομείο. Τους ίδιους τους επιβίβασαν σε στρατιωτικά τζιπ και τους μετέφεραν μαζί τους εντός του χωριού, στην Άσσια. "Την ώρα που φεύγαμε, ο Κόκος άρχισε να φωνάζει. 'Πού πάτε; Πού με αφήνετε;'. Δυστυχώς δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε. Φθάσαμε στην Άσσια. Εκεί μας έβαλαν μαζί με τα άλλα γυναικόπαιδα στο σπίτι του Κουταλιανού. Την άλλη ημέρα, μας σήκωσαν και μας πήγαν αλλού. Όσον αφορά τον πατέρα μου και το συγχωριανό μας τον Γιακουμή, ο οποίος ήταν μαζί μας, τους μετέφεραν εκεί που κρατούσαν τους άνδρες. Στις 17 Αυγούστου, τους μετέφεραν στο γκαράζ Παυλίδη και αργότερα στις φυλακές Σεραγιού. Απολύθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου μαζί με άλλους αιχμαλώτους".

Ο Μήτρος δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς
Από το Λήδρα Πάλας όπου τους έφεραν με τουρκοκυπριακά λεωφορεία στις 16 Σεπτεμβρίου, οι αιχμάλωτοι μπήκαν σε άλλα λεωφορεία και έφθασαν στο χώρο της ξενοδοχειακής σχολής. Εκεί κατέληγαν οι αιχμάλωτοι του 1974. Ο Μήτρος συνάντησε εκεί συγχωριανούς του που ανέμεναν για να παραλάβουν δικούς τους απελευθερωθέντες αιχμαλώτους. Έπιασε κουβέντα μαζί τους και τους ρώτησε, ως ήταν φυσικό, για τον Κόκο. Ο Κόκος ήταν το μεγάλο βάσανό του, ενόσω βρισκόταν στο γκαράζ του Παυλίδη και αργότερα στις φυλακές του Σεραγιού. Όλα τα άλλα έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα. "Ζει, ή μήπως τον εκτέλεσαν; Κι αν ζει, πού βρίσκεται; Λες να τον άφησαν ελεύθερο και να είναι μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας;". Τούτα τα ερωτήματα βασάνιζαν το μυαλό του και του έσκιζαν τα σωθικά. Γι' αυτό μόλις είδε τους συγχωριανούς, τους ρώτησε. Ζήτησε να μάθει για τον Κόκο. Και προφανώς θα άκουσε την πραγματικότητα. Ότι, δηλαδή, δεν είχαν νέα του. Ούτε και η γυναίκα του έμαθε κάτι. Ακούγοντάς τα ο 45χρονος τότε Μήτρος, ένας άντρας δύο μέτρα, λύγισε. Έκατσε κάτω και αναλύθηκε σε λυγμούς. Έκλαιγε απαρηγόρητα. Σ' αυτή την προσωπική, κατά τα άλλα, στιγμή του, τον συνέλαβε ο φωτογραφικός φακός. Περνούσαν οι μήνες, ο Μήτρος ρώταγε για το γιο του, αλλά καμιά πληροφορία. Έτρεχε εδώ κι εκεί όταν άκουγε κάτι, κάποιοι μάλιστα προσπάθησαν να τον εκμεταλλευτούν, πουλώντας του υποσχέσεις. Οι ανάγκες της ζωής ήταν μεγάλες, μια φωλιά παιδιά είχε να μεγαλώσει και να σπουδάσει, γι' αυτό και ρίχτηκε στη δουλειά. Ο Κόκος, όμως, παρέμενε το μεγάλο του μαράζι. Κι αυτό το μαράζι το πήρε μαζί του όταν πριν από δύο χρόνια έφυγε από τούτη τη ζωή.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ
Κωδικός άρθρου: 885745
ΠΟΛΙΤΗΣ - 22/07/2009, Σελίδα: 23

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.