11/1/12

Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για τα Σκόπια: Επισκόπηση και Παρατηρήσεις, ζ΄ και η΄ μέρος

Γ Μέρος

Ζ΄ μέρος:Ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 2
Η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 διαλαμβάνει ότι τα Σκόπια αποδέχονται πως το Σύνταγμα τους, και ειδικά το τροποποιημένο άρθρο 49, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τρόπο ώστε τα Σκόπια να αναμειγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου κράτους για να προστατεύσει τα δικαιώματα ατόμων σε αυτό το άλλο κράτος, άτομα τα οποία δεν είναι πολίτες των Σκοπίων.
Το Δικαστήριο τόνισε πως το πιο πάνω άρθρο αφορά στις όποιες προσπάθειες των Σκοπίων να υποστηρίξει αιτήματα ανθρώπων οι οποίοι κατοικούν στο κράτος των Σκοπίων, και οι οποίοι εγκατέλειψαν ή απελάθηκαν τη δεκαετία του 1940 από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια εμφύλιας σύρραξης. Τα αιτήματα έχουν να κάνουν, αναφέρει το Δικαστήριο, κυρίως, με εγκαταλελειμμένες περιουσίες σε ελληνικό έδαφος.
Το Δικαστήριο θεώρησε πως λόγω του γεγονότος ότι κάποιες κατηγορίες της Ελληνικής Κυβέρνησης αναφέρονται στην περίοδο, ύστερα από τη Σύνοδο Κορυφής, η ελληνική στάση, στη Σύνοδο Κορυφής, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απάντηση στις κατηγορίες αυτές. Η ελληνική πλευρά, επίσης, ανέφερε προσπάθειες των Σκοπίων να υποστηρίξουν "Μακεδονική μειονότητα" σε ελληνικό έδαφος, αποτελούμενη από άτομα τα οποία έχουν ελληνική υπηκοότητα.
Η σκοπιανή αντιπροσωπεία απάντησε πως το ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα μειονοτικών ομάδων στο ελληνικό έδαφος καθώς και των πολιτών των Σκοπίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος.
Το Δικαστήριο πήρε τη θέση πως οι κατηγορίες της ελληνικής πλευράς δεν έχουν βάση σε σχέση με το άρθρο 6 παρ. 2, το οποίο αναφέρεται στην ερμηνεία την οποία δίνουν τα Σκόπια στο σύνταγμα τους. Η Ελλάδα, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν προσκόμισε στοιχεία, τα οποία να αποδεικνύουν ότι τα Σκόπια ερμήνευσαν το Σύνταγμα τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος, εκ μέρους ατόμων τα οποία δεν είναι υπήκοοι των Σκοπίων. Καταλήγοντας, το Δικαστήριο δήλωσε πως τα Σκόπια δεν παραβίασαν το άρθρο 6 παρ. 2.
Ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 7 παρ. 1
Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα πρέπει να λαμβάνει αποτελεσματικά μέτρα για να παρεμποδίσει εχθρικές ενέργειες προπαγάνδας από κρατικές αρχές καθώς και να αποθαρρύνει πράξεις από ιδιώτες, πράξεις οι οποίες μπορούν να υποκινήσουν βία και εχθρότητα εναντίον του άλλου κράτους.
Η ελληνική αντιπροσωπεία ισχυρίστηκε πως τα Σκόπια δεν κατάφεραν να παρεμποδίσουν εχθρικές ενέργειες από υπηρεσίες ελεγχόμενες από το κράτος. Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική πλευρά ανέφερε τα σχολικά βιβλία ιστορίας, τα οποία κάνουν λόγο για ‘Μεγάλη Μακεδονία’ και παρουσιάζουν ορισμένες ιστορικές προσωπικότητες ως προγόνους των σημερινών Σκοπιανών. Επιπροσθέτως, η ελληνική πλευρά ανέφερε ότι η κυβέρνηση των Σκοπίων απέτυχε να εμποδίσει συγκεκριμένη εχθρική ενέργεια από ιδιώτες. Ειδικότερα, στα τέλη Μαρτίου 2008, λίγες ημέρες πριν την Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου, πίνακες ανακοινώσεων στους δρόμους των Σκοπίων παρουσίαζαν αλλαγμένη, όπως ανέφερε η απόφαση, την ελληνική σημαία. Η  φρασεολογία, την οποία χρησιμοποιεί το Δικαστήριο, είναι altered image, φράση η οποία σημαίνει αλλαγμένη εικόνα. Η φράση αυτή είναι το λιγότερο ανακριβής, αν θυμηθούμε ότι στη θέση του σταυρού στο πάνω αριστερό τμήμα της ελληνικής σημαίας, είχε τοποθετηθεί ο αγκυλωτός σταυρός, με έκδηλο το υπονοούμενο ταύτισης της χώρας μας με τους Ναζί. Η ελληνική σημαία είχε χρησιμοποιηθεί σε διαφήμιση, η οποία ανακοίνωνε έκθεση Σκοπιανού φωτογράφου στο πολιτιστικό κέντρο της πόλης των Σκοπίων. Τέλος, η ελληνική αντιπροσωπεία έκανε αναφορά για συνεχή αποτυχία των σκοπιανών αρχών να προστατεύσουν το κτίριο και το προσωπικό του Γραφείου Συνδέσμου της Ελλάδος στην πόλη των Σκοπίων.
Από την πλευρά της, αναφορικά με τα σχολικά εγχειρίδια, η σκοπιανή πλευρά υποστήριξε, πως τα σχολικά βιβλία απλά απηχούν διαφορές αναφορικά με την ιστορία της περιοχής. Σχετικά με την παρουσία του αγκυλωτού σταυρού στην ελληνική σημαία, στη διαφημιστική καταχώρηση του σκοπιανού φωτογράφου, η σκοπιανή αντιπροσωπεία υποστήριξε πως αντέδρασε τάχιστα κατεβάζοντας τους εν λόγω διαφημιστικούς πίνακες. Σε απάντηση για τις κατηγορίες της ελληνικής πλευράς περί έλλειψης προστασίας της διπλωματικής αποστολής, η σκοπιανή αντιπροσωπεία κατέθεσε έγγραφα με τα οποία προσπάθησε να αποδείξει τις προσπάθειες, οι οποίες κατεβλήθησαν για συνεχή προστασία.
Το Δικαστήριο, θεώρησε ότι το περιεχόμενο των ιστορικών βιβλίων δεν αποτελεί γεγονός, από το οποίο συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι αρχές των Σκοπίων απέτυχαν να παρεμποδίσουν εχθρικές ενέργειες ή προπαγάνδα. Αυτή η τοποθέτηση του Δικαστηρίου είναι αρκετά χρήσιμη αναφορικά με επιχειρήματα, τα οποία χρησιμοποιούν ορισμένοι κρατικοί -και μη- αξιωματούχοι, στην πατρίδα μας, σχετικά με την ανάγκη αλλαγής του περιεχομένου των βιβλίων ιστορίας στα ελληνικά σχολεία, ώστε να μην θίγονται γειτονικοί λαοί. Σχετικά με την διαφημιστική πινακίδα, το Δικαστήριο ανέφερε πως η ελληνική πλευρά δεν αντέκρουσε τον ισχυρισμό των Σκοπίων ότι η σκοπιανή κυβέρνηση αντέδρασε γρήγορα. Επίσης, στην απόφαση έγινε αναφορά και σε ανακοίνωση της σκοπιανής κυβέρνησης, με την οποία έπαιρνε αποστάσεις από την εν λόγω διαφήμιση. Φυσικά, λόγω του γεγονότος ότι η κοινωνία της σκοπιανής πρωτεύουσας είναι μικρή, είναι εξαιρετικά αμφίβολο η κυβέρνηση των Σκοπίων να μην είχε προηγούμενη γνώση της διαφήμισης. Μια τέτοια ενέργεια αφενός προσέβαλλε  την Ελλάδα ικανοποιώντας το εσωτερικό εθνικιστικό ακροατήριο, αφετέρου με την δήλωση της η σκοπιανή κυβέρνηση επέδειξε καλή συμπεριφορά προς τον εξωτερικό παράγοντα. Με ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια…
Σχετικά με την έλλειψη προστασίας της ελληνικής διπλωματικής αποστολής, το Δικαστήριο σημείωσε το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 22 της Σύμβασης της Βιέννης για τις Διπλωματικές Σχέσεις, πρέπει να προστατεύεται ο χώρος, η ησυχία και η αξιοπρέπεια κάθε διπλωματικής αποστολής. Εν τούτοις, ακόμα και να λάβει χώρα κάποιο τέτοιο περιστατικό δεν σημαίνει ipso facto ότι τα Σκόπια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είχαν παραβιάσει το άρθρο 7 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, δηλαδή να αποτρέψει συγκεκριμένες ενέργειες από ιδιώτες. Το Δικαστήριο, επιπλέον, τόνισε τα στοιχεία, τα οποία κατέθεσε η πλευρά των Σκοπίων, και τα οποία μαρτυρούν, πάντα σύμφωνα με την απόφαση, τις προσπάθειες να παρασχεθεί επαρκή προστασία στην διπλωματική αποστολή της Ελλάδος. Συμπερασματικά, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να υποστηρίζουν την κατηγορία της ελληνικής πλευράς.
Ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 7 παρ. 2
Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο 2 του άρθρου 7, τα Σκόπια θα πρέπει να παύσουν να χρησιμοποιούν το σύμβολο το οποίο απεικονιζόταν στη σημαία τους πριν την έναρξη της ισχύος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Η ελληνική πλευρά ισχυρίστηκε πως τα Σκόπια, πολλές φορές από την έναρξη ισχύος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, έκαναν χρήση του συμβόλου, το οποίο το άρθρο 7 παρ. 2 απαγορεύει (τον Ήλιο της Βεργίνας), αν και αναγνώρισε (η ελληνική πλευρά) ότι η σημαία των Σκοπίων έχει αλλάξει. Εν τούτοις, η ελληνική αντιπροσωπεία σημείωσε μια περίπτωση  χρήσης του απαγορευμένου συμβόλου από ένα τάγμα του στρατού των Σκοπίων, σε μια έκδοση του Υπουργείου Αμύνης της χώρας, το Δεκέμβριο του 2004, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την αντιπροσωπεία των Σκοπίων. Η σκοπιανή πλευρά υποστήριξε, όμως, πως το εν λόγω τάγμα καταργήθηκε το 2004 και πως δεν υπάρχει καμία κατηγορία εκ μέρους της Ελλάδος για μεταγενέστερη χρήση του συμβόλου. Η ελληνική πλευρά παρουσίασε τουλάχιστον δέκα περιπτώσεις στις οποίες έγινε χρήση του απαγορευμένου συμβόλου στην επικράτεια των Σκοπίων, σε εκδόσεις ή δημόσιες παρουσιάσεις. Το Δικαστήριο, σημείωσε, όμως, πως αυτές οι περιπτώσεις, αφενός αφορούν ενέργειες ιδιωτών, αφετέρου τα παράπονα αναφορικά με τις περιπτώσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στη κυβέρνηση των Σκοπίων μετά την Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, το 2008. Το Δικαστήριο κατέληξε πως υπήρξε μια περίπτωση παραβίασης εκ μέρους των Σκοπίων της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 7.
Εδώ αξίζει να παρατηρηθεί το γεγονός ότι η Ελληνική Κυβέρνηση εξέφρασε παράπονα προς την αντίστοιχη των Σκοπίων, μετά τη Σύνοδο Κορυφής του 2008, αν και οι περιπτώσεις χρήσης του απαγορευμένου συμβόλου έλαβαν χώρα μήνες ή και χρόνια πριν από αυτή (τη Σύνοδο Κορυφής). Εδώ καταδεικνύεται η ολιγωρία και αβελτηρία των Ελληνικών Κυβερνήσεων, οι οποίες δεν διαμαρτυρήθηκαν άμεσα για τις έκνομες αυτές ενέργειες -ιδιωτών αλλά και των σκοπιανών αρχών- και δεν κατήγγειλαν την Ενδιάμεση Συμφωνία. Οι Ελληνικές Αρχές  δεν εξέφρασαν κάποια αντίδραση, στοιχείο το οποίο χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο για να μην ασχοληθεί με αυτές τις κατηγορίες, κατηγορίες οι οποίες υπό διαφορετική περίπτωση, θα μπορούσαν να καταδείξουν την διαρκή παραβατική συμπεριφορά της σκοπιανής κυβέρνησης.
Ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 7 παρ. 3
Η τελευταία κατηγορία κατά των Σκοπίων αφορούσε την τρίτη παράγραφο του άρθρου 7, η οποία έδινε το δικαίωμα σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος να εφιστά την προσοχή προς την κυβέρνηση του άλλου μέρους, αν θεωρεί ότι τμήμα της ιστορικής ή πολιτιστικής του κληρονομιάς χρησιμοποιείται από το άλλο κράτος. Το άλλο κράτος απέναντι στο οποίο θα γίνεται η κοινοποίηση θα μπορεί να πάρει διορθωτικά μέτρα ή να εξηγεί τους λόγους γιατί δεν θεωρεί αναγκαίο να προβεί σε καμία ενέργεια.
Η ελληνική αντιπροσωπεία υποστήριξε ότι σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3, κάθε συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να απέχει από την χρήση των συμβόλων, όπως καθορίζονται στην διάταξη (σύμβολα τα οποία αποτελούν τμήμα ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς), γιατί σε αντίθετη περίπτωση, τέτοια συμπεριφορά θα υπονόμευε τους στόχους της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Τα Σκόπια, σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, παραβίασαν την συγκεκριμένη διάταξη με πολλούς τρόπους, όπως με την έκδοση γραμματοσήμων, κατασκευή αγαλμάτων και την ονοματοθεσία του αεροδρομίου της πόλης των Σκοπίων.
Το Δικαστήριο σημείωσε πως σε αντίθεση με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 7, το κείμενο της τρίτης παραγράφου του ιδίου άρθρου δεν περιέχει ρητή απαγόρευση των συμβαλλομένων μερών -των Σκοπίων στη συγκεκριμένη περίπτωση- να χρησιμοποιούν τα σύμβολα, όπως αυτά περιγράφονται στο κείμενο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Το Δικαστήριο υιοθέτησε την άποψη πως η συγκεκριμένη διάταξη, καθορίζει μια διαδικασία για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα συμβαλλόμενο μέρος θεωρεί ότι το άλλο μέρος κάνει χρήση των ιστορικών και πολιτιστικών του συμβόλων. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεώρησε πως η χρήση συγκεκριμένων συμβόλων ή η ονοματοθεσία του αεροδρομίου δεν συνιστούν παραβίαση του άρθρου 7 παρ. 3.
Το πρόβλημα με την εν λόγω διάταξη προέκυψε από την ασύγγνωστη αμέλεια την οποία επέδειξε το Υπουργείο των Εξωτερικών κατά την σύνταξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Το κείμενο του άρθρου 7 παρ. 3, όπως ορθά ανέφερε το Δικαστήριο, δεν περιέχει ρητή απαγόρευση χρήσης ιστορικών συμβόλων ενός συμβαλλόμενου μέρους  από το άλλο. Η συγκεκριμένη διάταξη, ως έχει, δίνει απόλυτη ελευθερία κινήσεων στη σκοπιανή κυβέρνηση να χρησιμοποιεί -χωρίς κόστος- όποια σύμβολα επιθυμεί καλλιεργώντας τον αλυτρωτισμό της γειτονικής χώρας.
Σχετικά με την ονοματοθεσία του αεροδρομίου, σημαντικό στοιχείο για το Δικαστήριο ήταν αν η Ελληνική Κυβέρνηση εξέφρασε την ανησυχία της προς την κυβέρνηση των Σκοπίων, αναφορικά με αυτή την ενέργεια, πριν τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ. Η ελληνική αντιπροσωπεία παρουσίασε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, τον Δεκέμβριο του 2006, η Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος περιέγραψε την συμπεριφορά των Σκοπίων ως μη συμβατή με τις υποχρεώσεις των Σκοπίων για καλές σχέσεις γειτονίας όπως αυτές απορρέουν από την Ενδιάμεση Συμφωνία, και ως συμπεριφορά η οποία δεν εξυπηρετεί τις Ευρωατλαντικές φιλοδοξίες της γειτονικής χώρας, χωρίς, όμως, να υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στην ονοματοθεσία του αεροδρομίου. Η Υπουργός των Εξωτερικών, απέφυγε να κάνει αναφορά στη συγκεκριμένη ενέργεια περιοριζόμενη σε μια γενικόλογη δήλωση. Τον Φεβρουάριο του 2007, κατά τη διάρκεια συζήτησης στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, η Ελληνίδα Υπουργός Εξωτερικών χαρακτήρισε την πράξη ονοματοθεσίας του αεροδρομίου, παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, χωρίς, όμως,  να μεταφέρει αυτή την άποψη στις σκοπιανές αρχές. Επρόκειτο, για εκδήλωση πυγμής εσωτερικής κατανάλωσης. Ακόμα και όταν έγινε συγκεκριμένη αναφορά για την ονοματοθεσία του αεροδρομίου, η Ελληνίδα Υπουργός των Εξωτερικών δεν θεώρησε σκόπιμο να μεταφέρει αυτή την συγκεκριμένη άποψη στα Σκόπια, για να υπάρχει τουλάχιστο καταγεγραμμένη η αντίδραση και αποδοκιμασία της Ελληνικής Κυβέρνησης. Το παραπάνω συμπέρασμα, φυσικά, βασίζεται στα στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε η ελληνική αντιπροσωπεία ( δηλώσεις  της Υπουργού των Εξωτερικών τον Δεκέμβριο του 2006, καθώς και του Φεβρουαρίου του 2007 στο Ελληνικό Κοινοβούλιο). Δεν γνωρίζουμε αν υπάρχουν επίσημες τοποθετήσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης, οι οποίες ευθέως να αναφέρονται στην ονοματοθεσία του αεροδρομίου και αν υπήρξε επικοινωνία μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων, αμέσως μετά την ενέργεια της σκοπιανής κυβερνήσεως.
Η παραπάνω εικόνα της ελληνικής διπλωματίας η οποία περιγράφεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο διαχρονικά οι Ελληνικές Κυβερνήσεις χειρίζονται ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Οι αντιδράσεις, όποτε και να υπάρχουν, είναι χλιαρές και λαμβάνουν χώρα με τέτοιο τρόπο ώστε ακυρώνεται το όποιο νόημα τους.
Το Δικαστήριο αποφάνηκε ότι παρά το γεγονός ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν εξέφρασε τις ανησυχίες τις προς την κυβέρνηση των Σκοπίων, για τις ενέργειες χρήσης συμβόλων, με τον τρόπο με τον οποίο προβλέπει το άρθρο 7 παρ. 3, εν τούτοις, η σκοπιανή κυβέρνηση γνώριζε τις ελληνικές ανησυχίες και ο Υπουργός των Εξωτερικών της χώρας αυτής εξήγησε σε ελληνική εφημερίδα την αιτιολογία αναφορικά με την ονοματοθεσία του αεροδρομίου. Από τα περιεχόμενα της απόφασης, πάντως, δεν προκύπτει ότι υπήρξε άμεση επικοινωνία της Ελληνίδας Υπουργού των Εξωτερικών με την κυβέρνηση των Σκοπίων, με σκοπό να εκφρασθεί η αποδοκιμασία της ελληνικής κυβέρνησης ή ακόμα και να καταγγελθεί η Ενδιάμεση Συμφωνία με αφορμή τις ενέργειες της σκοπιανής πλευράς. (Συνεχίζεται)
Ιωάννης Σ. Λάμπρου, Πολιτικός Επιστήμων-Διεθνολόγος


Η΄ Μέρος
Επιπρόσθετοι Ισχυρισμοί της Ελληνικής ΑντιπροσωπείαςExceptio non adimplenti contractus
Σύμφωνα με την αρχή exceptio non adimplenti contractus , η ελληνική αντιπροσωπεία ισχυρίστηκε πως έχει το δικαίωμα να μην εκπληρώνει τις δικές τις υποχρεώσεις (να μη φέρει αντίρρηση στην ένταξη των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισμούς), υποχρεώσεις οι οποίες είναι αμοιβαίες με τις μη εκπληρωθείσες υποχρεώσεις των Σκοπίων.
Η αρχή αυτή, σύμφωνα με την ελληνική αντιπροσωπεία, επιτρέπει σε ένα κράτος, του οποίου τα συμφέροντα έχουν θιγεί από παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους του άλλου συμβαλλόμενου κράτους, να αναστείλει μονομερώς τις δικές του υποχρεώσεις στη συμφωνία. Πιο συγκεκριμένα οι φερόμενες από την ελληνική πλευρά ως παραβιάσεις εκ μέρους των Σκοπίων, των άρθρων 5, 6, 7 και 11, συνδέονται με την υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας να μη φέρει αντίρρηση στην ένταξη των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισμούς. Η ελληνική πλευρά, επιπροσθέτως, ισχυρίζεται πως οι συνθήκες υπό τις οποίες ενεργοποιείται η εξαίρεση από τις συμβατικές υποχρεώσεις (αρχή exceptio non adimplenti contractus) είναι διαφορετικές και λιγότερο άκαμπτες από τις συνθήκες οι οποίες καθορίζουν την αναστολή μιας συνθήκης ή την επιβολή αντιμέτρων, επιχειρήματα, τα οποία επίσης χρησιμοποίησε η ελληνική πλευρά. Η αρχή exceptio non adimplenti contractus, σύμφωνα με την ελληνική αντιπροσωπεία, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ή να γνωστοποιηθεί εκ των προτέρων και γενικά δε έχει διαδικαστικούς κανόνες. Η ελληνική πλευρά, αν και επικαλέστηκε την αρχή exceptio non adimplenti contractus απέφυγε να συγκεκριμενοποιήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες ενεργοποιείται. Η ελληνικής αντιπροσωπεία, τέλος, υποστήριξε πως παραπονέθηκε κατά το παρελθόν στη σκοπιανή κυβέρνηση αναφορικά με την αποτυχία της τελευταίας να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Η αντιπροσωπεία των Σκοπίων ισχυρίστηκε πως η ελληνική πλευρά δεν απέδειξε ότι η αρχή exceptio non adimplenti contractus αποτελεί γενική αρχή του διεθνούς δικαίου. Επίσης η σκοπιανή πλευρά, σημειώνει πως το άρθρο 60 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών καθορίζει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο κανόνων και διαδικασιών σχετικά με τις ‘απαντήσεις’ σε συμβατικές παραβιάσεις, και ότι η αρχή exceptio non adimplenti contractus δεν αναγνωρίζεται ως αρχή, βάσει της οποίας δικαιολογείται μη εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων υπό το δίκαιο της κρατικής ευθύνης. Η σκοπιανή πλευρά, επίσης, αρνήθηκε τον ελληνικό ισχυρισμό ότι οι υποχρεώσεις των Σκοπίων υπό τα άρθρα 5, 6, 7 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας έχουν συνάρτηση με τις υποχρεώσεις της Ελλάδος υπό το άρθρο 11 παρ. 1. Η αντιπροσωπεία των Σκοπίων, επίσης, υποστήριξε ότι η ελληνική πλευρά αναφέρθηκε στο ζήτημα των παραβάσεων (των άρθρων 5, 6, 7) μόνο μετά την Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου.
Το Δικαστήριο, αρχικά, σημείωσε τον ισχυρισμό της ελληνικής πλευράς πως η αρχή exceptio non adimplenti contractus, όπως αυτή ορίστηκε από την ελληνική αντιπροσωπεία, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να αποφανθεί αν όντως η Ελληνική Κυβέρνηση παραβίασε την υποχρέωση της υπό το άρθρο 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Το Δικαστήριο υπενθύμισε πως σε μια μόνο περίπτωση (χρήση του Ήλιου της Βεργίνας από στρατιωτικό τάγμα του σκοπιανού στρατού το 2004) απεδείχθη ότι είχε υπάρξει παραβίαση εκ μέρους των Σκοπίων. Η ελληνική πλευρά, σύμφωνα με την απόφαση, δεν κατόρθωσε να συνδέσει την εν λόγω παραβίαση με την αντίρρηση των Αθηνών για ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, μη μπορώντας να πείσει ότι οι αντιρρήσεις στο Βουκουρέστι έλαβαν χώρα λόγω της συγκεκριμένης ενέργειας των αρχών των Σκοπίων. Άρα, κατέληξε το Δικαστήριο, η ελληνική πλευρά δεν εκπλήρωσε τις προϋποθέσεις, τις οποίες η ίδια έθεσε αναφορικά με την αρχή exceptio non adimplenti contractus, να πείσει δηλαδή, ότι η μη εκπλήρωση των ελληνικών υποχρεώσεων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (άρθρο 11 παρ. 1) βρίσκεται σε συνάρτηση με την μη εκπλήρωση εκ μέρους των Σκοπίων του άρθρου 7 παρ. 2 της ίδιας συμφωνίας.
Ισχυρισμοί περί ‘απάντησης’ σε ουσιώδη παράβαση
Η ελληνική πλευρά ισχυρίστηκε ότι όποια αμέλεια της αναφορικά με τις υποχρεώσεις τις στο πλαίσιο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, δικαιολογείται από το γεγονός της ουσιώδους παράβασης της συνθήκης εκ μέρους των Σκοπίων. Η ελληνική αντιπροσωπεία, αρχικά, τόνισε το Δικαστήριο, δεν ισχυριζόταν ότι ήθελε να προβεί σε ολική ή μερική αναστολή της εφαρμογής της Ενδιάμεσης Συμφωνίας σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, αλλά αργότερα υιοθέτησε τη θέση ότι η μερική αναστολή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας δικαιολογείται από το άρθρο 60 της Σύμβασης της Βιέννης. Επίσης, η ελληνική πλευρά ανέφερε τους διαδικαστικούς κανόνες του άρθρου 65 της Σύμβασης της Βιέννης, αλλά υποστήριξε πως εάν ένα κράτος προχωρήσει σε μερική αναστολή μιας συνθήκης ως απάντηση σε φερόμενη παραβίαση του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, τότε η εκ των προτέρων ειδοποίηση δεν είναι απαραίτητη.
Η αντιπροσωπεία των Σκοπίων ισχυρίστηκε πως η Ελληνική Κυβέρνηση ποτέ δεν ειδοποίησε τις αρχές των Σκοπίων για καμιά υποτιθέμενη παράβαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, ούτε και την πρόθεση της να αναστείλει την Ενδιάμεση Συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 60 της Σύμβασης της Βιέννης. Επίσης, στο Αντι-Υπόμνημα της Ελλάδος, σύμφωνα με την σκοπιανή επιχειρηματολογία, η ελληνική πλευρά δεν βάσισε τις θέσεις τις στο άρθρο 60. Η σκοπιανή πλευρά κάνει αναφορά στους συγκεκριμένους και λεπτομερείς διαδικαστικούς κανόνες του άρθρου 65 της Σύμβασης της Βιέννης, υποστηρίζοντας ότι η ελληνική πλευρά δεν ακολούθησε αυτές τις διαδικασίες. Επιπροσθέτως, η σκοπιανή αντιπροσωπεία ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε, πριν τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, η ελληνική πλευρά ειδοποίησε την κυβέρνηση των Σκοπίων για αναστολή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας σε απάντηση για προηγούμενη παράβαση από τα Σκόπια.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας τους ελληνικούς ισχυρισμούς ότι η άρνηση ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ ήταν μια ‘απάντηση’ στην ήδη παραβατική συμπεριφορά των Σκοπίων κάνει αναφορά στο άρθρο 60 της Σύμβασης της Βιέννης, άρθρο στο οποίο έγινε αναφορά από την ελληνική αντιπροσωπεία. Η τρίτη παράγραφος του άρθρου 60 διαλαμβάνει ότι μια ουσιώδης παράβαση συνίσταται στην "παραβίαση ενός όρου απαραίτητου για την εκπλήρωση του αντικειμένου ή σκοπού της συνθήκης".
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η μοναδική παραβίαση εκ μέρος της κυβέρνησης των Σκοπίων ήταν το άρθρο 7 παρ. 2 (περιστατικό τάγματος σκοπιανού στρατού) της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αυτή η παραβίαση του άρθρου 7 παρ. 2 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ‘ουσιώδης παραβίαση’ εντός του νοήματος του άρθρου 60 της Σύμβασης της Βιέννης. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο σημείωσε πως η ελληνική πλευρά δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η στάση των Αθηνών στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ ήταν ‘απάντηση’ στην παραβατική συμπεριφορά των Σκοπίων αναφορικά με το άρθρο 7 παρ. 2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι η στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης στη Σύνοδο Κορυφής στο Βουκουρέστι μπορούσε να ερμηνευθεί έτσι ώστε να εμπίπτει στο άρθρο 60 της Σύμβασης της Βιέννης.
Ισχυρισμοί περί Αντιμέτρων
Αρχικά, η ελληνική αντιπροσωπεία δήλωσε ότι δεν θεωρεί πως η όποια άρνηση της στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ στοιχειοθετείται ως αντίμετρα. Αργότερα, όμως, δήλωσε πως οι υποτιθέμενες αντιρρήσεις θα εκπλήρωναν τους όρους για να χαρακτηριστούν αντίμετρα. Η ελληνική αντιπροσωπεία χαρακτήρισε την τακτική αυτή ως ‘διπλή άμυνα’, δηλώνοντας ότι το εν λόγω επιχείρημα θα έπαιζε ρόλο μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο αποφαινόταν ότι η Ελληνική Κυβέρνηση παραβίαζε το άρθρο 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και ότι η αρχή exceptio non adimplenti contractus δεν απέκλειε την αδικία της συμπεριφοράς εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Η ελληνική πλευρά έκανε λόγο για αντίμετρα σε σχέση με τις προϋποθέσεις τις οποίες έχουν θέσει τα Άρθρα περί Κρατικής Ευθύνης της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου. Η ελληνική πλευρά ανέφερε ότι οι παραβιάσεις των Σκοπίων ήταν σοβαρές και ότι η αντίδραση της Ελληνικής Κυβέρνησης ήταν συμβατή με τους όρους της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου, σύμφωνα με την οποία τα αντίμετρα πρέπει να είναι αναλογικά, να λαμβάνονται με σκοπό να σταματήσουν την έκνομη πράξη (εκ μέρους του κράτους το οποίο πρώτο παραβίασε τις συμβατικές του υποχρεώσεις) και να περιορίζονται στην προσωρινή μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κράτους – στη συγκεκριμένη περίπτωση της υποχρέωσης της Ελλάδος να μη φέρει αντιρρήσεις στην ένταξη των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισμούς. Τέλος, η ελληνική αντιπροσωπεία δήλωσε πως κατ’επανάληψη ενημερώθηκαν οι αρχές των Σκοπίων για τις προθέσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της σκοπιανής πλευράς, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν εκπλήρωσε κανέναν όρο της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου για τα αντίμετρα: την ύπαρξη προηγούμενης παράβασης, την αναλογικότητα προς αυτή την παράβαση, και την εκ των προτέρων ειδοποίηση του άλλου μέρους. Η σκοπιανή πλευρά, επιπροσθέτως, δήλωσε πως οι όροι για την επιβολή αντιμέτρων, όπως αυτοί καθορίζονται από την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου, αποτελούν γενικό διεθνές δίκαιο.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η μοναδική παράβαση εκ μέρους των Σκοπίων είναι το περιστατικό με την χρήση του Ήλιου της Βεργίνας από στρατιωτικό σχηματισμό (τάγμα) του στρατού των Σκοπίων το 2004 ( παράβαση άρθρου 7 παρ. 2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας). Το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι η στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης στη Σύνοδο Κορυφής στο Βουκουρέστι, υιοθετήθηκε με σκοπό να σταματήσει την χρήση του απαγορευμένου, από το άρθρο 7 παρ. 2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, συμβόλου, τονίζοντας ότι η χρήση του εν λόγου συμβόλου είχε σταματήσει από το 2004. Συνέπεια τούτου, ήταν το Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αντιρρήσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ως αντίμετρα.
Το γεγονός ότι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, το σύμβολο του Ήλιου της Βεργίνας, σταμάτησε να χρησιμοποιείται το 2004, δεν σημαίνει ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα. Είναι ενδιαφέρον να μάθουμε πόσο στενή είναι η παρακολούθηση των εξελίξεων στο κράτος των Σκοπίων από τις ελληνικές αρχές. Για την καλύτερη δυνατή καταγραφή του σκοπιανού αλυτρωτισμού και των πραγματικών προθέσεων της σκοπιανής ηγεσίας πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένο τμήμα στο Υπουργείο Εξωτερικών, στο οποίο να απασχολείται σημαντικό -αριθμητικά- προσωπικό, εργασία του οποίου θα είναι να παρακολουθεί τα σκοπιανά τηλεοπτικά δίκτυα, τους ραδιοφωνικούς σταθμούς των Σκοπίων, να μελετούν τις εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις, να είναι γνώστες του συντάγματος, των νόμων και των διάφορων νομοθετημάτων της γειτονικής χώρας καθώς και της διοικητικής της διάρθρωσης. Είναι ενδιαφέρον να γνωρίζουμε πόσα άτομα, στο Υπουργείο Εξωτερικών, είναι επιφορτισμένα με τη συγκεκριμένη αποστολή. Πόσα άτομα ομιλούν το γλωσσικό ιδίωμα των Σκοπίων για να έχουν άμεση πρόσβαση στην άλλη πλευρά; Πόσοι Έλληνες διπλωμάτες έχουν επισκεφτεί τη γειτονική χώρα και γνωρίζουν τη νοοτροπία, τον ψυχισμό και την κουλτούρα των Σκοπιανών; Σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει ένας τέτοιος μηχανισμός χάθηκε μια σημαντική ευκαιρία να καταδειχθεί διεθνώς ο αλυτρωτισμός του γειτονικού κράτους. Σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει, είναι ασύγγνωστη η επιπολαιότητα για το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιήθηκε.
Αίτημα Σκοπίων για Επανόρθωση
Όπως έχει αναφερθεί στα πρώτα σημειώματα μας, η σκοπιανή αντιπροσωπεία είχε υποβάλλει τρία αιτήματα προς το Διεθνές Δικαστήριο: να απορρίψει τα επιχειρήματα της Ελλάδος περί αναρμοδιότητας, να διακηρύξει πως η στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ ήταν παράνομη παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις τις στην Ενδιάμεση Συμφωνία και να απαιτήσει από την Ελληνική Κυβέρνηση να απέχει στο μέλλον από κάθε ενέργεια, η οποία παραβιάζει το άρθρο 11 παρ.1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Το Δικαστήριο σε αυτό το πέμπτο και τελευταίο μέρος της απόφασης, θεώρησε ότι δικαιολογείται μια διακήρυξη η οποία να αναφέρει την παραβίαση εκ μέρους της Ελληνική Κυβερνήσεως του άρθρου 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Παράλληλα, το Δικαστήριο τόνισε ότι δεν θεωρεί απαραίτητο να απαιτήσει από την Ελληνική Κυβέρνηση να απέχει στο μέλλον από παρόμοια συμπεριφορά, συμπεριφορά η οποία παραβιάζει το άρθρο 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Το Δικαστήριο τόνισε πως, όπως έχει σημειώσεις σε προηγούμενη απόφαση του (Ναυτιλιακά και Συναφή Ζητήματα, Κόστα Ρίκα κατά Νικαράγουα, 2009), "…δεν υπάρχει λόγος να υποτεθεί ότι ένα κράτος του οποίου η πράξη ή η συμπεριφορά έχει κηρυχθεί παράνομη από το Δικαστήριο, θα επαναλάβει αυτή την πράξη ή συμπεριφορά στο μέλλον, αφού η καλή του πίστη θα πρέπει να λαμβάνεται ως δεδομένο". Με λίγα λόγια, μια μελλοντική αντίρρηση της Ελλάδος αναφορικά με ένταξη των Σκοπίων σε διεθνή οργανισμό, στον οποίο η Ελλάς είναι μέλος, με αιτιολογία την μη εύρεση λύσης στις διαπραγματεύσεις για το όνομα, θα αποτελεί παραβίαση του άρθρου 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Φυσικά, μια μελλοντική Ελληνική Κυβέρνηση μπορεί να εκφράσει τον σκεπτικισμό της για την ένταξη των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στο ΝΑΤΟ, χρησιμοποιώντας ως αιτιολογία την εύθραυστη εσωτερική κατάσταση της γειτονικής χώρας, γεγονός το οποίο καθιστά τα Σκόπια έναν αφερέγγυο και αναξιόπιστο εταίρο… Η ευρωατλαντική προοπτική, Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ, αποτελεί τον στόχο, ο οποίος, σύμφωνα με την ηγεσία των Σκοπίων, είναι η καλύτερη εγγύηση για την βιωσιμότητα και την εμπέδωση της σκοπιανής κρατικής υπόστασης. Στέρηση αυτής της προοπτικής, θα συμβάλλει τα μέγιστα στην εσωτερική αποσταθεροποίηση των Σκοπίων. Ο χρόνος πιέζει τα Σκόπια, όχι την Αθήνα…
Απόφαση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο, όπως σημειώθηκε παραπάνω, αποφάνθηκε ότι η συμπεριφορά της Ελληνικής Δημοκρατίας, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, παραβίασε το άρθρο 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας αλλά απέφυγε να απαιτήσει από την Ελλάδα να μην προβεί σε παρόμοια πράξη στο μέλλον, θεωρώντας ότι το καταδικαστική απόφαση από μόνη της συνιστά επαρκή ικανοποίηση για το κράτος των Σκοπίων.
Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο με ψήφους 14 προς 2 (δικαστής Xue και ad hoc Ρούκουνας) αποφάσισε ότι η προσφυγή των Σκοπίων, της 17ης Νοεμβρίου 2008, είναι αποδεκτή και ότι το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί της υπόθεσης.
Επίσης, το Δικαστήριο με ψήφους 15 προς 1 ( ad hoc δικαστής Ρούκουνας) αποφάσισε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραβίασε τις υποχρεώσεις τις αναφορικά με το άρθρο 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Τέλος, με ψήφους πάλι 15 προς 1 (ad hoc δικαστής Vukas) αποφάνθηκε ότι τα υπόλοιπα αιτήματα της κυβέρνησης των Σκοπίων απορρίπτονται.
Ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 2
Η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 διαλαμβάνει ότι τα Σκόπια αποδέχονται πως το Σύνταγμα τους, και ειδικά το τροποποιημένο άρθρο 49, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τρόπο ώστε τα Σκόπια να αναμειγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου κράτους για να προστατεύσει τα δικαιώματα ατόμων σε αυτό το άλλο κράτος, άτομα τα οποία δεν είναι πολίτες των Σκοπίων.
Το Δικαστήριο τόνισε πως το πιο πάνω άρθρο αφορά στις όποιες προσπάθειες των Σκοπίων να υποστηρίξει αιτήματα ανθρώπων οι οποίοι κατοικούν στο κράτος των Σκοπίων, και οι οποίοι εγκατέλειψαν ή απελάθηκαν τη δεκαετία του 1940 από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια εμφύλιας σύρραξης. Τα αιτήματα έχουν να κάνουν, αναφέρει το Δικαστήριο, κυρίως, με εγκαταλελειμμένες περιουσίες σε ελληνικό έδαφος.
Το Δικαστήριο θεώρησε πως λόγω του γεγονότος ότι κάποιες κατηγορίες της Ελληνικής Κυβέρνησης αναφέρονται στην περίοδο, ύστερα από τη Σύνοδο Κορυφής, η ελληνική στάση, στη Σύνοδο Κορυφής, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απάντηση στις κατηγορίες αυτές. Η ελληνική πλευρά, επίσης, ανέφερε προσπάθειες των Σκοπίων να υποστηρίξουν "Μακεδονική μειονότητα" σε ελληνικό έδαφος, αποτελούμενη από άτομα τα οποία έχουν ελληνική υπηκοότητα.
Η σκοπιανή αντιπροσωπεία απάντησε πως το ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα μειονοτικών ομάδων στο ελληνικό έδαφος καθώς και των πολιτών των Σκοπίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος.
Το Δικαστήριο πήρε τη θέση πως οι κατηγορίες της ελληνικής πλευράς δεν έχουν βάση σε σχέση με το άρθρο 6 παρ. 2, το οποίο αναφέρεται στην ερμηνεία την οποία δίνουν τα Σκόπια στο σύνταγμα τους. Η Ελλάδα, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν προσκόμισε στοιχεία, τα οποία να αποδεικνύουν ότι τα Σκόπια ερμήνευσαν το Σύνταγμα τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος, εκ μέρους ατόμων τα οποία δεν είναι υπήκοοι των Σκοπίων. Καταλήγοντας, το Δικαστήριο δήλωσε πως τα Σκόπια δεν παραβίασαν το άρθρο 6 παρ. 2.
Ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 7 παρ. 1
Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα πρέπει να λαμβάνει αποτελεσματικά μέτρα για να παρεμποδίσει εχθρικές ενέργειες προπαγάνδας από κρατικές αρχές καθώς και να αποθαρρύνει πράξεις από ιδιώτες, πράξεις οι οποίες μπορούν να υποκινήσουν βία και εχθρότητα εναντίον του άλλου κράτους.
Η ελληνική αντιπροσωπεία ισχυρίστηκε πως τα Σκόπια δεν κατάφεραν να παρεμποδίσουν εχθρικές ενέργειες από υπηρεσίες ελεγχόμενες από το κράτος. Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική πλευρά ανέφερε τα σχολικά βιβλία ιστορίας, τα οποία κάνουν λόγο για ‘Μεγάλη Μακεδονία’ και παρουσιάζουν ορισμένες ιστορικές προσωπικότητες ως προγόνους των σημερινών Σκοπιανών. Επιπροσθέτως, η ελληνική πλευρά ανέφερε ότι η κυβέρνηση των Σκοπίων απέτυχε να εμποδίσει συγκεκριμένη εχθρική ενέργεια από ιδιώτες. Ειδικότερα, στα τέλη Μαρτίου 2008, λίγες ημέρες πριν την Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου, πίνακες ανακοινώσεων στους δρόμους των Σκοπίων παρουσίαζαν αλλαγμένη, όπως ανέφερε η απόφαση, την ελληνική σημαία. Η φρασεολογία, την οποία χρησιμοποιεί το Δικαστήριο, είναι altered image, φράση η οποία σημαίνει αλλαγμένη εικόνα. Η φράση αυτή είναι το λιγότερο ανακριβής, αν θυμηθούμε ότι στη θέση του σταυρού στο πάνω αριστερό τμήμα της ελληνικής σημαίας, είχε τοποθετηθεί ο αγκυλωτός σταυρός, με έκδηλο το υπονοούμενο ταύτισης της χώρας μας με τους Ναζί. Η ελληνική σημαία είχε χρησιμοποιηθεί σε διαφήμιση, η οποία ανακοίνωνε έκθεση Σκοπιανού φωτογράφου στο πολιτιστικό κέντρο της πόλης των Σκοπίων. Τέλος, η ελληνική αντιπροσωπεία έκανε αναφορά για συνεχή αποτυχία των σκοπιανών αρχών να προστατεύσουν το κτίριο και το προσωπικό του Γραφείου Συνδέσμου της Ελλάδος στην πόλη των Σκοπίων.
Από την πλευρά της, αναφορικά με τα σχολικά εγχειρίδια, η σκοπιανή πλευρά υποστήριξε, πως τα σχολικά βιβλία απλά απηχούν διαφορές αναφορικά με την ιστορία της περιοχής. Σχετικά με την παρουσία του αγκυλωτού σταυρού στην ελληνική σημαία, στη διαφημιστική καταχώρηση του σκοπιανού φωτογράφου, η σκοπιανή αντιπροσωπεία υποστήριξε πως αντέδρασε τάχιστα κατεβάζοντας τους εν λόγω διαφημιστικούς πίνακες. Σε απάντηση για τις κατηγορίες της ελληνικής πλευράς περί έλλειψης προστασίας της διπλωματικής αποστολής, η σκοπιανή αντιπροσωπεία κατέθεσε έγγραφα με τα οποία προσπάθησε να αποδείξει τις προσπάθειες, οι οποίες κατεβλήθησαν για συνεχή προστασία.
Το Δικαστήριο, θεώρησε ότι το περιεχόμενο των ιστορικών βιβλίων δεν αποτελεί γεγονός, από το οποίο συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι αρχές των Σκοπίων απέτυχαν να παρεμποδίσουν εχθρικές ενέργειες ή προπαγάνδα. Αυτή η τοποθέτηση του Δικαστηρίου είναι αρκετά χρήσιμη αναφορικά με επιχειρήματα, τα οποία χρησιμοποιούν ορισμένοι κρατικοί -και μη- αξιωματούχοι, στην πατρίδα μας, σχετικά με την ανάγκη αλλαγής του περιεχομένου των βιβλίων ιστορίας στα ελληνικά σχολεία, ώστε να μην θίγονται γειτονικοί λαοί. Σχετικά με την διαφημιστική πινακίδα, το Δικαστήριο ανέφερε πως η ελληνική πλευρά δεν αντέκρουσε τον ισχυρισμό των Σκοπίων ότι η σκοπιανή κυβέρνηση αντέδρασε γρήγορα. Επίσης, στην απόφαση έγινε αναφορά και σε ανακοίνωση της σκοπιανής κυβέρνησης, με την οποία έπαιρνε αποστάσεις από την εν λόγω διαφήμιση. Φυσικά, λόγω του γεγονότος ότι η κοινωνία της σκοπιανής πρωτεύουσας είναι μικρή, είναι εξαιρετικά αμφίβολο η κυβέρνηση των Σκοπίων να μην είχε προηγούμενη γνώση της διαφήμισης. Μια τέτοια ενέργεια αφενός προσέβαλλε την Ελλάδα ικανοποιώντας το εσωτερικό εθνικιστικό ακροατήριο, αφετέρου με την δήλωση της η σκοπιανή κυβέρνηση επέδειξε καλή συμπεριφορά προς τον εξωτερικό παράγοντα. Με ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια…
Σχετικά με την έλλειψη προστασίας της ελληνικής διπλωματικής αποστολής, το Δικαστήριο σημείωσε το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 22 της Σύμβασης της Βιέννης για τις Διπλωματικές Σχέσεις, πρέπει να προστατεύεται ο χώρος, η ησυχία και η αξιοπρέπεια κάθε διπλωματικής αποστολής. Εν τούτοις, ακόμα και να λάβει χώρα κάποιο τέτοιο περιστατικό δεν σημαίνει ipso facto ότι τα Σκόπια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είχαν παραβιάσει το άρθρο 7 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, δηλαδή να αποτρέψει συγκεκριμένες ενέργειες από ιδιώτες. Το Δικαστήριο, επιπλέον, τόνισε τα στοιχεία, τα οποία κατέθεσε η πλευρά των Σκοπίων, και τα οποία μαρτυρούν, πάντα σύμφωνα με την απόφαση, τις προσπάθειες να παρασχεθεί επαρκή προστασία στην διπλωματική αποστολή της Ελλάδος. Συμπερασματικά, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να υποστηρίζουν την κατηγορία της ελληνικής πλευράς.

Ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 7 παρ. 2
Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο 2 του άρθρου 7, τα Σκόπια θα πρέπει να παύσουν να χρησιμοποιούν το σύμβολο το οποίο απεικονιζόταν στη σημαία τους πριν την έναρξη της ισχύος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Η ελληνική πλευρά ισχυρίστηκε πως τα Σκόπια, πολλές φορές από την έναρξη ισχύος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, έκαναν χρήση του συμβόλου, το οποίο το άρθρο 7 παρ. 2 απαγορεύει (τον Ήλιο της Βεργίνας), αν και αναγνώρισε (η ελληνική πλευρά) ότι η σημαία των Σκοπίων έχει αλλάξει. Εν τούτοις, η ελληνική αντιπροσωπεία σημείωσε μια περίπτωση χρήσης του απαγορευμένου συμβόλου από ένα τάγμα του στρατού των Σκοπίων, σε μια έκδοση του Υπουργείου Αμύνης της χώρας, το Δεκέμβριο του 2004, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την αντιπροσωπεία των Σκοπίων. Η σκοπιανή πλευρά υποστήριξε, όμως, πως το εν λόγω τάγμα καταργήθηκε το 2004 και πως δεν υπάρχει καμία κατηγορία εκ μέρους της Ελλάδος για μεταγενέστερη χρήση του συμβόλου. Η ελληνική πλευρά παρουσίασε τουλάχιστον δέκα περιπτώσεις στις οποίες έγινε χρήση του απαγορευμένου συμβόλου στην επικράτεια των Σκοπίων, σε εκδόσεις ή δημόσιες παρουσιάσεις. Το Δικαστήριο, σημείωσε, όμως, πως αυτές οι περιπτώσεις, αφενός αφορούν ενέργειες ιδιωτών, αφετέρου τα παράπονα αναφορικά με τις περιπτώσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στη κυβέρνηση των Σκοπίων μετά την Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, το 2008. Το Δικαστήριο κατέληξε πως υπήρξε μια περίπτωση παραβίασης εκ μέρους των Σκοπίων της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 7.
Εδώ αξίζει να παρατηρηθεί το γεγονός ότι η Ελληνική Κυβέρνηση εξέφρασε παράπονα προς την αντίστοιχη των Σκοπίων, μετά τη Σύνοδο Κορυφής του 2008, αν και οι περιπτώσεις χρήσης του απαγορευμένου συμβόλου έλαβαν χώρα μήνες ή και χρόνια πριν από αυτή (τη Σύνοδο Κορυφής). Εδώ καταδεικνύεται η ολιγωρία και αβελτηρία των Ελληνικών Κυβερνήσεων, οι οποίες δεν διαμαρτυρήθηκαν άμεσα για τις έκνομες αυτές ενέργειες -ιδιωτών αλλά και των σκοπιανών αρχών- και δεν κατήγγειλαν την Ενδιάμεση Συμφωνία. Οι Ελληνικές Αρχές δεν εξέφρασαν κάποια αντίδραση, στοιχείο το οποίο χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο για να μην ασχοληθεί με αυτές τις κατηγορίες, κατηγορίες οι οποίες υπό διαφορετική περίπτωση, θα μπορούσαν να καταδείξουν την διαρκή παραβατική συμπεριφορά της σκοπιανής κυβέρνησης.

Ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 7 παρ. 3
Η τελευταία κατηγορία κατά των Σκοπίων αφορούσε την τρίτη παράγραφο του άρθρου 7, η οποία έδινε το δικαίωμα σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος να εφιστά την προσοχή προς την κυβέρνηση του άλλου μέρους, αν θεωρεί ότι τμήμα της ιστορικής ή πολιτιστικής του κληρονομιάς χρησιμοποιείται από το άλλο κράτος. Το άλλο κράτος απέναντι στο οποίο θα γίνεται η κοινοποίηση θα μπορεί να πάρει διορθωτικά μέτρα ή να εξηγεί τους λόγους γιατί δεν θεωρεί αναγκαίο να προβεί σε καμία ενέργεια.
Η ελληνική αντιπροσωπεία υποστήριξε ότι σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3, κάθε συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να απέχει από την χρήση των συμβόλων, όπως καθορίζονται στην διάταξη (σύμβολα τα οποία αποτελούν τμήμα ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς), γιατί σε αντίθετη περίπτωση, τέτοια συμπεριφορά θα υπονόμευε τους στόχους της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Τα Σκόπια, σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, παραβίασαν την συγκεκριμένη διάταξη με πολλούς τρόπους, όπως με την έκδοση γραμματοσήμων, κατασκευή αγαλμάτων και την ονοματοθεσία του αεροδρομίου της πόλης των Σκοπίων.
Το Δικαστήριο σημείωσε πως σε αντίθεση με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 7, το κείμενο της τρίτης παραγράφου του ιδίου άρθρου δεν περιέχει ρητή απαγόρευση των συμβαλλομένων μερών -των Σκοπίων στη συγκεκριμένη περίπτωση- να χρησιμοποιούν τα σύμβολα, όπως αυτά περιγράφονται στο κείμενο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Το Δικαστήριο υιοθέτησε την άποψη πως η συγκεκριμένη διάταξη, καθορίζει μια διαδικασία για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα συμβαλλόμενο μέρος θεωρεί ότι το άλλο μέρος κάνει χρήση των ιστορικών και πολιτιστικών του συμβόλων. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεώρησε πως η χρήση συγκεκριμένων συμβόλων ή η ονοματοθεσία του αεροδρομίου δεν συνιστούν παραβίαση του άρθρου 7 παρ. 3.
Το πρόβλημα με την εν λόγω διάταξη προέκυψε από την ασύγγνωστη αμέλεια την οποία επέδειξε το Υπουργείο των Εξωτερικών κατά την σύνταξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Το κείμενο του άρθρου 7 παρ. 3, όπως ορθά ανέφερε το Δικαστήριο, δεν περιέχει ρητή απαγόρευση χρήσης ιστορικών συμβόλων ενός συμβαλλόμενου μέρους από το άλλο. Η συγκεκριμένη διάταξη, ως έχει, δίνει απόλυτη ελευθερία κινήσεων στη σκοπιανή κυβέρνηση να χρησιμοποιεί -χωρίς κόστος- όποια σύμβολα επιθυμεί καλλιεργώντας τον αλυτρωτισμό της γειτονικής χώρας.
Σχετικά με την ονοματοθεσία του αεροδρομίου, σημαντικό στοιχείο για το Δικαστήριο ήταν αν η Ελληνική Κυβέρνηση εξέφρασε την ανησυχία της προς την κυβέρνηση των Σκοπίων, αναφορικά με αυτή την ενέργεια, πριν τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ. Η ελληνική αντιπροσωπεία παρουσίασε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, τον Δεκέμβριο του 2006, η Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος περιέγραψε την συμπεριφορά των Σκοπίων ως μη συμβατή με τις υποχρεώσεις των Σκοπίων για καλές σχέσεις γειτονίας όπως αυτές απορρέουν από την Ενδιάμεση Συμφωνία, και ως συμπεριφορά η οποία δεν εξυπηρετεί τις Ευρωατλαντικές φιλοδοξίες της γειτονικής χώρας, χωρίς, όμως, να υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στην ονοματοθεσία του αεροδρομίου. Η Υπουργός των Εξωτερικών, απέφυγε να κάνει αναφορά στη συγκεκριμένη ενέργεια περιοριζόμενη σε μια γενικόλογη δήλωση. Τον Φεβρουάριο του 2007, κατά τη διάρκεια συζήτησης στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, η Ελληνίδα Υπουργός Εξωτερικών χαρακτήρισε την πράξη ονοματοθεσίας του αεροδρομίου, παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, χωρίς, όμως, να μεταφέρει αυτή την άποψη στις σκοπιανές αρχές. Επρόκειτο, για εκδήλωση πυγμής εσωτερικής κατανάλωσης. Ακόμα και όταν έγινε συγκεκριμένη αναφορά για την ονοματοθεσία του αεροδρομίου, η Ελληνίδα Υπουργός των Εξωτερικών δεν θεώρησε σκόπιμο να μεταφέρει αυτή την συγκεκριμένη άποψη στα Σκόπια, για να υπάρχει τουλάχιστο καταγεγραμμένη η αντίδραση και αποδοκιμασία της Ελληνικής Κυβέρνησης. Το παραπάνω συμπέρασμα, φυσικά, βασίζεται στα στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε η ελληνική αντιπροσωπεία ( δηλώσεις της Υπουργού των Εξωτερικών τον Δεκέμβριο του 2006, καθώς και του Φεβρουαρίου του 2007 στο Ελληνικό Κοινοβούλιο). Δεν γνωρίζουμε αν υπάρχουν επίσημες τοποθετήσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης, οι οποίες ευθέως να αναφέρονται στην ονοματοθεσία του αεροδρομίου και αν υπήρξε επικοινωνία μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων, αμέσως μετά την ενέργεια της σκοπιανής κυβερνήσεως.
Η παραπάνω εικόνα της ελληνικής διπλωματίας η οποία περιγράφεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο διαχρονικά οι Ελληνικές Κυβερνήσεις χειρίζονται ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Οι αντιδράσεις, όποτε και να υπάρχουν, είναι χλιαρές και λαμβάνουν χώρα με τέτοιο τρόπο ώστε ακυρώνεται το όποιο νόημα τους.
Το Δικαστήριο αποφάνηκε ότι παρά το γεγονός ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν εξέφρασε τις ανησυχίες τις προς την κυβέρνηση των Σκοπίων, για τις ενέργειες χρήσης συμβόλων, με τον τρόπο με τον οποίο προβλέπει το άρθρο 7 παρ. 3, εν τούτοις, η σκοπιανή κυβέρνηση γνώριζε τις ελληνικές ανησυχίες και ο Υπουργός των Εξωτερικών της χώρας αυτής εξήγησε σε ελληνική εφημερίδα την αιτιολογία αναφορικά με την ονοματοθεσία του αεροδρομίου. Από τα περιεχόμενα της απόφασης, πάντως, δεν προκύπτει ότι υπήρξε άμεση επικοινωνία της Ελληνίδας Υπουργού των Εξωτερικών με την κυβέρνηση των Σκοπίων, με σκοπό να εκφρασθεί η αποδοκιμασία της ελληνικής κυβέρνησης ή ακόμα και να καταγγελθεί η Ενδιάμεση Συμφωνία με αφορμή τις ενέργειες της σκοπιανής πλευράς. (Συνεχίζεται)
Ιωάννης Σ. Λάμπρου, Πολιτικός Επιστήμων-Διεθνολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.