4/1/12

Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για τα Σκόπια: Επισκόπηση και Παρατηρήσεις, στ΄ μέρος

Σχετικά άρθρα
Γ Μέρος
Δ Μέρος

Ε Μέρος




Επιχείρημα Ελληνικής Αντιπροσωπείας για παραβίαση όρων Ενδιάμεσης Συμφωνίας από τα Σκόπια
Η Ελληνική αντιπροσωπεία, όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα σημειώματα μας, ακολούθησε διπλή επιχειρηματολογία αναφορικά με την στάση της στη Σύνοδο Κορυφής. Παράλληλα με τους ισχυρισμούς περί μη άρνησης στην ένταξη των Σκοπίων, υποστήριξε ότι τα Σκόπια παραβίασαν σειρά άρθρων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, πριν τη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου, στην προσπάθεια της να παρουσιάσει την στάση της Ελληνικής Κυβερνήσεως ως αντίδραση στην ήδη παραβατική συμπεριφορά των Σκοπίων.
Αναφορικά με τον τελευταίο ισχυρισμό, το Δικαστήριο τόνισε πως στην ελληνική πλευρά πέφτει το βάρος της απόδειξης, της συσχέτισης μεταξύ της αντίρρησης την οποία έφερε η Ελληνική Δημοκρατία στην ένταξη των Σκοπίων, με τις παραβιάσεις, όπως ισχυριζόταν η ελληνική αντιπροσωπεία, της Ενδιάμεσης Συμφωνίας εκ μέρους της σκοπιανής πλευράς.
Ισχυρισμός περί παραβίασης της δεύτερης πρότασης του άρθρου 11, παρ. 1
Η ελληνική πλευρά ισχυρίστηκε πως τα Σκόπια παραβίασαν τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 11 παρ. 1, η οποία, σύμφωνα με τη επιχειρηματολογία της ελληνικής αντιπροσωπείας, επιβάλλει την υποχρέωση στα Σκόπια να μην αναφέρονται, σε ένα διεθνή οργανισμό, με όρο διαφορετικό από τον προσωρινό (ΠΓΔΜ)- βλέπε προηγούμενα σημειώματα. Η σκοπιανή αντιπροσωπεία, υποστήριξε πως η συγκεκριμένη διάταξη δεν επιβάλλει καμιά υποχρέωση στα Σκόπια, αλλά διευκρινίζει τη μοναδική περίσταση, υπό την οποία η Ελλάδα μπορεί να εκφράσει αντιρρήσεις αναφορικά με την ένταξη του γειτονικού κράτους σε ένα διεθνή οργανισμό. Το Δικαστήριο παρατήρησε πως η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 δεν επιβάλλει καμιά υποχρέωση στα Σκόπια. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο μας σημείωμα, το Δικαστήριο τάχθηκε με την άποψη πως όπως υπάρχουν άρθρα στην Ενδιάμεση Συμφωνία τα οποία επιβάλλουν υποχρεώσεις στα Σκόπια, έτσι και η συγκεκριμένη διάταξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας ( 11 παρ. 1) επιβάλλει υποχρεώσεις μόνο στην Ελληνική Δημοκρατία. Το γεγονός ότι στην εν λόγω διάταξη υπάρχει μια εξαίρεση σε αυτή την υποχρέωση , δηλαδή τη δυνατότητα αντιρρήσεων στην ένταξη των Σκοπίων αν δεν γίνεται χρήση του προσωρινού ονόματος, δεν σημαίνει ότι η υποχρέωση αυτή δεσμεύει τα Σκόπια. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι υπήρξε παραβίαση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 11 παρ. 1, εκ μέρους των Σκοπίων.
Ισχυρισμός περί παραβίασης της δεύτερης πρότασης του άρθρου 5 παρ. 1
Σύμφωνα με αυτόν τον ισχυρισμό, η ελληνική αντιπροσωπεία κατηγόρησε τα Σκόπια ότι αρνούμενα να διαπραγματευτούν με καλή τη πίστη, παραβίασαν τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις υπό της αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας στο ζήτημα της ονομασίας.
Η ελληνική πλευρά υποστήριξε τη θέση πως στόχος των διαπραγματεύσεων είναι η κατάληξη σε ένα όνομα για όλες τις χρήσεις. Κατηγόρησε τη σκοπιανή πλευρά ότι έχει αποκλίνει από αυτό τον στόχο ζητώντας διπλό όνομα, με τις διμερείς διαπραγματεύσεις- υπό το σκεπτικό των Σκοπίων- να επικεντρώνονται στην εύρεση ονόματος το οποίο θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τις μεταξύ των δύο κρατών σχέσεις. Τέλος, η ελληνική πλευρά επιρρίπτει ευθύνες στα Σκόπια για υιοθέτηση αδιάλλακτης στάσης, εφιστώντας την προσοχή του Δικαστηρίου στη χρήση του συνταγματικού ονόματος εκ μέρους των Σκοπίων και στη πολιτική της απόκτησης αναγνώρισης αυτού του ονόματος από τρίτα κράτη. Τέτοιες ενέργειες, υποστήριξε η ελληνική πλευρά, στερούν τον σκοπό και το αντικείμενο από τις διαπραγματεύσεις.
Η σκοπιανή πλευρά, υποστήριξε ότι δεν προκύπτει υποχρέωση, είτε από το Ψήφισμα 817, είτε από την Ενδιάμεση Συμφωνία, του κράτους των Σκοπίων να μην χρησιμοποιεί το συνταγματικό του όνομα (‘Δημοκρατία της Μακεδονίας’ ). Επιπλέον, η προσπάθεια να αναγνωριστεί το συνταγματικό όνομα των Σκοπίων από τρίτα κράτη, δεν παραβιάζει την υποχρέωση αυτού του κράτους να διαπραγματευτεί με καλή πίστη. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της Ελλάδος ότι η κατάληξη των διαπραγματεύσεων πρέπει να στοχεύει στην εύρεση ενός μόνο ονόματος, η σκοπιανή αντιπροσωπεία υποστήριξε πως το περιεχόμενο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας δεν καθορίζει την μορφή του αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων. Τέλος, η σκοπιανή αντιπροσωπεία υποστήριξε πως η Ελλάδα ήταν εκείνη η οποία, σε αντίθεση με τα Σκόπια, έχει επιδείξει αδιαλλαξία στη διαπραγματευτική διαδικασία.
Το Δικαστήριο, αρχικά, παρατήρησε ότι έχει την δικαιοδοσία να αποφανθεί αν τα δύο μέρη διαπραγματεύτηκαν με καλή πίστη, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία του ζητήματος της ονομασίας. Υπενθυμίζεται , ότι η ελληνική πλευρά προσπαθώντας να στοιχειοθετήσει την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου, είχε υποστηρίξει πως το Δικαστήριο θα εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης αν κάνει αποδεκτή την προσφυγή των Σκοπίων. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο ανέφερε ότι αν και δεν υπάρχει ειδική μνεία στο άρθρο 5 παρ. 1 αναφορικά με την καλή πίστη, με βάση την οποία πρέπει να διαπραγματεύονται τα δύο κράτη, τονίζει ότι αυτή -η καλή πίστη- υπονοείται στην εν λόγω διάταξη ( άρθρο 26 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, Υπόθεση Καθορισμού του Θαλάσσιου Συνόρου στον Κόλπο του Μαίην, 1984 και Υπόθεση Υφαλοκρηπίδας Βορείου Θαλάσσης, 1969). Το Δικαστήριο κάνοντας μνεία σε μια υπόθεση του προκατόχου του, του Μόνιμου Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης, τονίζει ότι η υποχρέωση της διαπραγμάτευσης συνίσταται όχι μόνο στην έναρξη διαπραγματεύσεων αλλά και στο να επιδιωχθεί, στο μέτρο του δυνατού, η επιτυχής κατάληξη. Η παραπάνω υποχρέωση, όμως, αναφέρεται στην απόφαση, δεν συνεπάγεται υποχρέωση των μερών να καταλήξουν σε λύση ή να παρατείνουν αναγκαστικά επί μακρόν τη διαπραγματευτική διαδικασία, αλλά υπονοεί ότι τα μέρη θα πρέπει να επιδείξουν μια προσοχή στα συμφέροντα του άλλου. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, τα κράτη τα οποία εμπλέκονται σε διαπραγμάτευση, πρέπει να συμπεριφέρονται ώστε οι διαπραγματεύσεις να έχουν νόημα. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση, συνεχίζει το Δικαστήριο, δεν πληρείται όταν τα κράτη επιμένουν στις θέσεις τους και δεν σκέπτονται κάποια τροποποίηση της στάσης τους, όταν παρακωλύουν τις διαπραγματεύσεις, όταν διακόπτουν την μεταξύ τους επικοινωνία, όταν καθυστερούν χωρίς καμιά δικαιολογία ή όταν επιδεικνύουν έλλειψη σεβασμού στις συμφωνηθείσες διαδικασίες.
Απόδειξη για τη ύπαρξη ‘κακής πίστης’ στις διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με τη απόφαση, πρέπει να είναι κάτι παραπάνω από μια αποτυχία στην διαδικασία. Η ‘κακή πίστη’ δεν πρέπει να στοιχειοθετείται πάνω σε αμφίβολα συμπεράσματα, αλλά να προκύπτει από πειστικά στοιχεία, τα οποία να καθιστούν τον ισχυρισμό περί ‘κακής πίστης’ αξιόπιστο. Το Δικαστήριο τόνισε πως η αποτυχία των μερών να καταλήξουν σε συμφωνίας 16 χρόνια μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, δεν σημαίνει ότι ένα από τα δύο μέρη παραβίασε την υποχρέωση του να διαπραγματεύεται με καλή πίστη. Το εάν τα δύο μέρη -Ελλάδα και Σκόπια- διαπραγματεύτηκαν με καλή πίστη δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί από το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Σημασία για το Δικαστήριο, αναφερόταν στην απόφαση, ήταν το αν τα δύο μέρη συμπεριφέρθηκαν κατά τρόπο ο οποίος να προσέδιδε νόημα στις διαπραγματεύσεις.
Το Δικαστήριο παρατηρεί πως κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων, τα Σκόπια επέμεναν στη χρήση του συνταγματικού τους ονόματος και η Ελληνική Δημοκρατία αντιδρούσε στην αναφορά του όρου ‘Μακεδονία’ ως όνομα για τα Σκόπια. Επίσης, κατά καιρούς, ακόμα λίγους μήνες πριν την Σύνοδο Κορυφής στο Βουκουρέστι, οι ηγέτες και των δύο κρατών προέβησαν σε δηλώσεις οι οποίες φανέρωναν μια αδιάλλακτη στάση, αν και, το Δικαστήριο τονίζει, πως ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ Μ. Νίμιτς δήλωσε πως πριν την περίοδο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, τα δύο μέρη είχαν σοβαρές διαπραγματεύσεις. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκανε αναφορά σε σχόλια του Μ. Νίμιτς την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2008, μέσα από τα οποία περιέγραψε τις διαπραγματεύσεις με θετικούς όρους, παρατηρώντας την εμφανή επιθυμία των μερών να επιλύσουν τις διαφορές τους. Εδώ πρέπει να τονιστεί η τακτική του κ. Νίμιτς, να παρουσιάζει μια διαφορετική εικόνα των διαπραγματεύσεων, ως μια διαδικασία η οποία βαίνει καλώς, ενώ στην πραγματικότητα τα Σκόπια ουδέποτε παρατήθηκαν από την αξίωση τους να χρησιμοποιείται μόνο ο όρος ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας’. Η επίπλαστη παρουσίαση των διαπραγματεύσεων με θετικό πρόσημο, αποσκοπεί αφενός, στο να μην καταδειχθεί η αδιάλλακτη στάση των Σκοπίων, αφετέρου στην διαιώνιση τους ( των διαπραγματεύσεων) και στην κάμψη εντέλει του μέρους το οποίο παραδοσιακά έχει δείξει διάθεση υποχωρητικότητας, την Ελλάδα. Η τακτική αυτή προσιδιάζει τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται ο Α. Ντάουνερ, Ειδικός Σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό, στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της αντιπροσωπείας των Τουρκοκυπρίων.
Σύμφωνα με την απόφαση, τα Σκόπια επέδειξαν καλή διάθεση απέναντι σε προτάσεις οι οποίες διέφεραν από την συνταγματική τους ονομασία. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται πως τον Μάρτιο του 2008, ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ, Μ. Νίμιτς, πρότεινε την ονομασία ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας ( Σκόπια)’. Η ηγεσία των Σκοπίων, παρατήρησε το Δικαστήριο, εξέφρασε την επιθυμία να θέσει την εν λόγω πρόταση σε δημοψήφισμα, ενώ αντίθετα η Ελληνική Κυβέρνηση απάντησε αρνητικά. Το Δικαστήριο σε αυτό το σημείο προσπαθεί να αντιπαραβάλλει την καλή διάθεση των Σκοπίων με την υποτιθέμενη αδιαλλαξία της Ελληνικής Κυβέρνησης. Η δήλωση, όμως, της σκοπιανής ηγεσίας ότι ήταν ευνοϊκά διακείμενη να θέσει την πρόταση σε δημοψήφισμα δεν αποτελούσε αποδοχή της πρότασης, αλλά ούτε και ήταν δέσμευση ότι όντως θα λάμβανε χώρα δημοψήφισμα, όπως και δεν έγινε. Από την άλλη, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί μια ονομασία η οποία ήταν σχεδόν ίδια με την πάγια στοχοθεσία των Σκοπίων. Η παρουσία, σε παρένθεση, του ονόματος των Σκοπίων, αποτελούσε ένα φύλλο συκής για την όποια Ελληνική Κυβέρνηση αποδεχόταν την εν λόγω πρόταση. Είναι βέβαιο, ότι σε περίπτωση αποδοχής εκ μέρους της Ελλάδος αυτού του ονόματος, η λέξη Σκόπια εντός παρένθεσης θα φύγει αυτόματα και θα μείνει μόνο η ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας’. Επιπροσθέτως, μια τέτοια λύση θα επέτρεπε στα Σκόπια να κάνει λόγο για ‘μακεδονική γλώσσα’, ‘μακεδονικό πολιτισμό’, στοιχεία τα οποία συνιστούν την βάση του σκοπιανού αλυτρωτισμού.
Καταλήγοντας, το Δικαστήριο ανέφερε πως η ελληνική πλευρά δεν είχε στοιχειοθετήσει την κατηγορία ότι τα Σκόπια παραβίασαν την υποχρέωση τους να διαπραγματευτούν με καλή πίστη. (Συνεχίζεται)
Ιωάννης Σ. Λάμπρου, Πολιτικός Επιστήμων-Διεθνολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.